«Οι φυσιολογικοί, έχουν να κάνουν με σένα. Αφήνουν σημάδια στους δρόμους που δίνουν ενδείξεις. Είναι ακριβώς οι άνθρωποι που διαμορφώνονται εξ ολοκλήρου από το περιβάλλον τους. Δεν είναι κατ' ανάγκην μεσήλικες, άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Είναι τα ρούχα που επιλέγουν να φορέσουν και ο τρόπος που επιλέγουν να μιλήσουν. Φαντάζονται ότι είναι συνηθισμένοι, αλλά πραγματικά είναι φρικιά φοβερά. Είναι άνθρωποι που δεσμεύονται από τη σύμβαση, το 'φυσιολογικό' είναι ένας παράδοξος όρος». - Vivian Stanshall
Μεταξύ των ετών 1916 και 1922 ο ρουμανογάλλος ποιητής στο Παρίσι, Tristan Tzara/Τριστάν Τζαρά (1896-1963), ηγήθηκε του λεγόμενου κινήματος Νταντά στις τέχνες, κινήματος που χαρακτηρίζεται από παραλογισμό, απόρριψη της ευπείθειας και μηδενιστική σάτιρα.
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να μαντέψουμε ποιο κίνημα του 20ού αιώνα ήταν στη δεκαετία του '60, το αγαπημένο για πολλούς βαριεστημένους Βρετανούς σπουδαστές καλών τεχνών. Όταν δύο τέτοιοι σπουδαστές και ενθουσιώδεις φίλοι του Νταντά, οι Rodney Slater/Ρόντνεϊ Σλέιτερ (1941) και Roger Ruskin Spear/Ρότζερ Ρόσκιν Σπίαρ (1943), παρατήρησαν ότι και οι δύο έπαιζαν σαξόφωνο, αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα γκρουπ για να αποδοκιμάσουν τη μουσική σύμβαση, όπως ακριβώς ο Τζαρά και ο Marcel Duchamp/Μαρσέλ Ντυσάμπ (1887-1968) είχαν παρωδήσει τις συμβάσεις της ποίησης και της ζωγραφικής μισό αιώνα πριν.
Οι Slater και Ruskin Spear καλοδέχτηκαν κάθε συμφοιτητή τους από τη σχολή καλών τεχνών, που ήθελε να συμμετάσχει, αλλά μόνο περίπου δέκα από τους πιο αναγκαίους προσκλήθηκαν, όταν ξεκίνησαν τις εμφανίσεις σε παμπ ως The Bonzo Dog Dada Band.
Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν ο πιανίστας/κιθαρίστας Neil Innes/Νιλ Ιννές (1944), ο ντράμερ και κλακετίστας "Legs" Larry Smith/Λάρι Σμιθ (1944), ο Αμερικανός μπασίστας Vernon Dudley Bohay-Nowell/Βέρνον Ντάντλεϋ Μπόχεϊ Νόουελ, ο περκασιονίστας Sam Spoons/Σαμ Σπουνς και ο τραγουδιστής/τρομπετίστας/παρουσιαστής τσίρκου Vivian Stanshall/Βίβιαν Στάνσαλ (1943-1995).
Ο Stanshal, ένας γιγάντιος εκκεντρικός ξανθός μυστακοφόρος, γοητευμένος στον ίδιο βαθμό από τα φιλμ νουάρ και τον Elvis Presley, έκοβε την ανάσα με τα χρυσά λαμέ του. Και είναι αυτός βέβαια που έγραψε το "The Intro And The Outro", όπου ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Eric Clapton (στο ουκουλέλε) και οι Wild Man of Borneo, όλοι παρουσιάζονταν ως πλήρη μέλη, πριν η σύνθεση του γκρουπ εξορθολογιστεί.
Ενθαρρυμένοι από τη θύελλα του ενθουσιασμού και του γέλιου, που προκάλεσαν στις παμπ οι εξωφρενικά ασεβείς διασκευές των παλιών βαριετέ, τζαζ και '50ς ροκ προσφιλών τους, οι Bonzo άλλαξαν το Dada κομμάτι του ονόματός τους σε Doo-Dah (ίσως προς τιμήν του παλιού τραγουδιού "De Camptown Races"), λιγόστεψαν τα μέλη τους και άρχισαν να γράφουν τα δικά τους τραγούδια εμπνευσμένα από τα είδη που αγαπούσαν.
Μετά από δυο σινγκλ που ηχογράφησαν για την Parlophone, τη βρετανική ετικέτα των Beatles, χωρίς να τα καταφέρουν στα τσαρτ, εμφανίστηκαν στο Magical Mystery Tour των Beatles και άλλαξαν δισκογραφική.
Στην ετικέτα Liberty Records, οι Bonzo Dog Doo-Dah Band κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, Gorilla (1967), που την παραγωγή έκανε ο Gerry Bron/Τζέρι Μπρον. Η ευελιξία της μπάντας φαίνεται στην ευρεία ποικιλία των στυλ που παρώδησε στο άλμπουμ, όπως παραδοσιακή τζαζ με το "Jazz, (Delicious Hot, Disgusting Cold)", μουσική από τη δεκαετία του '20 ("Jollity Farm", "I'm Bored"), τους Beatles εποχής "Penny Lane" ("The Equestrian Statue"), χαλαρωτική μουσική ("San Francisco"), καλύψο ("Look Out There's a Monster Coming"), Elvis Presley ("Death Cab for Cutie"), Ντίσνεϋ ("Mickey's Son and Daughter"), φιλμ νουάρ ("Big Shot"), Wurlitzer ("Music for the Head Ballet") και μπαμπλ-γκαμ ("Piggy Bank Love").
Καθώς η φήμη τους εξαπλώθηκε και άρχισαν να σκέφτονται ένα δεύτερο άλμπουμ, ο Sam Spoons εξαφανίστηκε, όπως έκανε και ο Vernon Nowell που αντικαταστάθηκε από έναν άλλο Αμερικανό, τον Joel Druckman (ακούγεται στην εισαγωγή του "We Are Normal"), που η εξαιρετικά σύντομη θητεία του οδήγησε στην αναπλήρωσή του από τον μόνο Bonzo που, πάντα ακόμη και από απόσταση, έμοιαζε με έναν συμβατικό ποπ σταρ, τον Dennis Cowan/Ντένις Κόουαν (1947-1973).
Κάποιος, Apollo C. Vermouth (αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο φίλος και φαν, J. Paul McCartney) έκανε την παραγωγή σε σινγκλ, μιας εύθυμης σύντομης έκδοσης του ευφάνταστου "I'm The Urban Spaceman" του Neil Innes. Παρά την προφανή εξύμνηση των αμφεταμινών, έβαλε φωτιά στα βρετανικά τσαρτ, φτάνοντας στο Νο 5. Παραδόξως, αυτό αποδείχτηκε το μόνο χιτ της καριέρας των Bonzo.
Τον επόμενο Ιούνιο, εβδομάδες μόλις πριν πρωτοπατηθεί η Σελήνη, το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ σε παραγωγή του νεαρού "Gus" Dudgeon/Γκας Ντούντζεον, μέχρι τότε ηχολήπτη και αργότερα συνεργάτη του Έλτον Τζον, το εύστοχα ονομαζόμενο The Doughnut in Granny's Greenhouse/Το ντόνατ στο θερμοκήπιο της γιαγιάς (1968), βρετανική αργκό για την τουαλέτα, κέρδισε μια εγκωμιαστική κριτική στο Rolling Stone. Ο κριτικός επαίνεσε το ακαταμάχητα αναρχικό "Trouser Press" του Ruskin Spear (έτσι ονομάστηκε αργότερα ένα αξιόλογο αμερικάνικο αγγλόφιλο ροκ περιοδικό). Το "Rhinocratic Oaths" (Innes, Stanshall), μια σειρά από σουρεαλιστικές βινιέτες, που μάλλον άκουσαν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα μελλοντικά μέλη του Monty Python's Flying Circus. Το "Beautiful Zelda" (Innes), προσπάθησε αρκετά ξεδιάντροπα να εξαργυρώσει την επιτυχία του "Urban Spaceman" ενώ το "Can Blue Men Sing The Whites" (Stanshall), φιλοδόξησε να θέσει ολόκληρη την έκρηξη του Βρετανικού μπλουζ του 1967-68 στη σωστή της διάσταση, αν όχι, να αποτελέσει την τελειωτική της λέξη.
Μεταξύ των ετών 1916 και 1922 ο ρουμανογάλλος ποιητής στο Παρίσι, Tristan Tzara/Τριστάν Τζαρά (1896-1963), ηγήθηκε του λεγόμενου κινήματος Νταντά στις τέχνες, κινήματος που χαρακτηρίζεται από παραλογισμό, απόρριψη της ευπείθειας και μηδενιστική σάτιρα.
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να μαντέψουμε ποιο κίνημα του 20ού αιώνα ήταν στη δεκαετία του '60, το αγαπημένο για πολλούς βαριεστημένους Βρετανούς σπουδαστές καλών τεχνών. Όταν δύο τέτοιοι σπουδαστές και ενθουσιώδεις φίλοι του Νταντά, οι Rodney Slater/Ρόντνεϊ Σλέιτερ (1941) και Roger Ruskin Spear/Ρότζερ Ρόσκιν Σπίαρ (1943), παρατήρησαν ότι και οι δύο έπαιζαν σαξόφωνο, αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα γκρουπ για να αποδοκιμάσουν τη μουσική σύμβαση, όπως ακριβώς ο Τζαρά και ο Marcel Duchamp/Μαρσέλ Ντυσάμπ (1887-1968) είχαν παρωδήσει τις συμβάσεις της ποίησης και της ζωγραφικής μισό αιώνα πριν.
Οι Slater και Ruskin Spear καλοδέχτηκαν κάθε συμφοιτητή τους από τη σχολή καλών τεχνών, που ήθελε να συμμετάσχει, αλλά μόνο περίπου δέκα από τους πιο αναγκαίους προσκλήθηκαν, όταν ξεκίνησαν τις εμφανίσεις σε παμπ ως The Bonzo Dog Dada Band.
Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν ο πιανίστας/κιθαρίστας Neil Innes/Νιλ Ιννές (1944), ο ντράμερ και κλακετίστας "Legs" Larry Smith/Λάρι Σμιθ (1944), ο Αμερικανός μπασίστας Vernon Dudley Bohay-Nowell/Βέρνον Ντάντλεϋ Μπόχεϊ Νόουελ, ο περκασιονίστας Sam Spoons/Σαμ Σπουνς και ο τραγουδιστής/τρομπετίστας/παρουσιαστής τσίρκου Vivian Stanshall/Βίβιαν Στάνσαλ (1943-1995).
Ο Stanshal, ένας γιγάντιος εκκεντρικός ξανθός μυστακοφόρος, γοητευμένος στον ίδιο βαθμό από τα φιλμ νουάρ και τον Elvis Presley, έκοβε την ανάσα με τα χρυσά λαμέ του. Και είναι αυτός βέβαια που έγραψε το "The Intro And The Outro", όπου ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Eric Clapton (στο ουκουλέλε) και οι Wild Man of Borneo, όλοι παρουσιάζονταν ως πλήρη μέλη, πριν η σύνθεση του γκρουπ εξορθολογιστεί.
Ενθαρρυμένοι από τη θύελλα του ενθουσιασμού και του γέλιου, που προκάλεσαν στις παμπ οι εξωφρενικά ασεβείς διασκευές των παλιών βαριετέ, τζαζ και '50ς ροκ προσφιλών τους, οι Bonzo άλλαξαν το Dada κομμάτι του ονόματός τους σε Doo-Dah (ίσως προς τιμήν του παλιού τραγουδιού "De Camptown Races"), λιγόστεψαν τα μέλη τους και άρχισαν να γράφουν τα δικά τους τραγούδια εμπνευσμένα από τα είδη που αγαπούσαν.
Μετά από δυο σινγκλ που ηχογράφησαν για την Parlophone, τη βρετανική ετικέτα των Beatles, χωρίς να τα καταφέρουν στα τσαρτ, εμφανίστηκαν στο Magical Mystery Tour των Beatles και άλλαξαν δισκογραφική.
Στην ετικέτα Liberty Records, οι Bonzo Dog Doo-Dah Band κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, Gorilla (1967), που την παραγωγή έκανε ο Gerry Bron/Τζέρι Μπρον. Η ευελιξία της μπάντας φαίνεται στην ευρεία ποικιλία των στυλ που παρώδησε στο άλμπουμ, όπως παραδοσιακή τζαζ με το "Jazz, (Delicious Hot, Disgusting Cold)", μουσική από τη δεκαετία του '20 ("Jollity Farm", "I'm Bored"), τους Beatles εποχής "Penny Lane" ("The Equestrian Statue"), χαλαρωτική μουσική ("San Francisco"), καλύψο ("Look Out There's a Monster Coming"), Elvis Presley ("Death Cab for Cutie"), Ντίσνεϋ ("Mickey's Son and Daughter"), φιλμ νουάρ ("Big Shot"), Wurlitzer ("Music for the Head Ballet") και μπαμπλ-γκαμ ("Piggy Bank Love").
Καθώς η φήμη τους εξαπλώθηκε και άρχισαν να σκέφτονται ένα δεύτερο άλμπουμ, ο Sam Spoons εξαφανίστηκε, όπως έκανε και ο Vernon Nowell που αντικαταστάθηκε από έναν άλλο Αμερικανό, τον Joel Druckman (ακούγεται στην εισαγωγή του "We Are Normal"), που η εξαιρετικά σύντομη θητεία του οδήγησε στην αναπλήρωσή του από τον μόνο Bonzo που, πάντα ακόμη και από απόσταση, έμοιαζε με έναν συμβατικό ποπ σταρ, τον Dennis Cowan/Ντένις Κόουαν (1947-1973).
Κάποιος, Apollo C. Vermouth (αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο φίλος και φαν, J. Paul McCartney) έκανε την παραγωγή σε σινγκλ, μιας εύθυμης σύντομης έκδοσης του ευφάνταστου "I'm The Urban Spaceman" του Neil Innes. Παρά την προφανή εξύμνηση των αμφεταμινών, έβαλε φωτιά στα βρετανικά τσαρτ, φτάνοντας στο Νο 5. Παραδόξως, αυτό αποδείχτηκε το μόνο χιτ της καριέρας των Bonzo.
Τον επόμενο Ιούνιο, εβδομάδες μόλις πριν πρωτοπατηθεί η Σελήνη, το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ σε παραγωγή του νεαρού "Gus" Dudgeon/Γκας Ντούντζεον, μέχρι τότε ηχολήπτη και αργότερα συνεργάτη του Έλτον Τζον, το εύστοχα ονομαζόμενο The Doughnut in Granny's Greenhouse/Το ντόνατ στο θερμοκήπιο της γιαγιάς (1968), βρετανική αργκό για την τουαλέτα, κέρδισε μια εγκωμιαστική κριτική στο Rolling Stone. Ο κριτικός επαίνεσε το ακαταμάχητα αναρχικό "Trouser Press" του Ruskin Spear (έτσι ονομάστηκε αργότερα ένα αξιόλογο αμερικάνικο αγγλόφιλο ροκ περιοδικό). Το "Rhinocratic Oaths" (Innes, Stanshall), μια σειρά από σουρεαλιστικές βινιέτες, που μάλλον άκουσαν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα μελλοντικά μέλη του Monty Python's Flying Circus. Το "Beautiful Zelda" (Innes), προσπάθησε αρκετά ξεδιάντροπα να εξαργυρώσει την επιτυχία του "Urban Spaceman" ενώ το "Can Blue Men Sing The Whites" (Stanshall), φιλοδόξησε να θέσει ολόκληρη την έκρηξη του Βρετανικού μπλουζ του 1967-68 στη σωστή της διάσταση, αν όχι, να αποτελέσει την τελειωτική της λέξη.