Υπέρ πατρίδων

17 June 2006
14,350
Δύο πάντα επίκαιρα κείμενα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου


Υπέρ πατρίδων

(Γιατί τελειώνουν οι πατρίδες, γιατί τελειώνουν
τα νερά, γιατί τελειώνουν τα δάση…)

…εάν οι άνθρωποι δεν ακούσουν αυτή την οιμωγή, εάν κωφεύουν,
εάν οι καταφρονημένοι είναι ξεγραμμένοι μια και «καταδικάστηκαν
από την ιστορία» - εάν οι ηττημένοι δεν αξίζουν καμία προσοχή εφόσον
η ιστορία είναι η ιστορία των νικητών - τότε αυτές οι νίκες θα επιφέρουν
την καταστροφή των νικητών, διότι θα καταστρέψουν τις αξίες εκείνες
ακριβώς στο όνομα των οποίων δόθηκε η μάχη.
J.G. HAMANN
(κατά τον Αϊζάϊα Μπέρλιν στο δοκίμιο «Ο Μάγος του Βορρά»)



Τα θύματα του Μανχάταν δεν χρειάζονται τα επίσημα δάκρυα και το τηλεοπτικό πένθος μας ούτε την ενός λεπτού σιγή μας - χρειάζονται τη φωνή μας. Χρειάζονται, αξίζουν, και απαιτούν τη σκέψη μας - όσο γίνεται ουσιαστική, αθόλωτη και ανένδοτη.

Ανένδοτη. Διότι αυτήν ακριβώς έχει στόχο ο δίδυμος μανιχαϊσμός των ημερών μας. Η θεοκρατία της Δύσης είναι η τεχνοκρατία της. Αν οι Ταλιμπάν είναι οι αφιονισμένοι βάρβαροι που οψίμως ανακαλύψαμε, το αφιόνι τούς το προμηθεύει αφειδώς η Μέκκα της παγκοσμιοποίησης απ’ όπου ακούγεται το σάλπισμα του νεοχιτλερικού Τζιχάντ: «Ή μαζί μας ή εναντίον μας»!

Εδώ ακριβώς έγκειται η πρόκληση και το στοίχημα που έχει να αντιμετωπίσει στην πραγματικότητα ο περιλάλητος δυτικός πολιτισμός: εάν η ανθρώπινη σκέψη υποκύψει στους όρους αυτού του εκβιαστικού διλήμματος, παραδίδεται αμαχητί στον τσαμπουκά μιάς εκ Δυσμών αναδυόμενης τρομοκρατίας όπου το ανατολίτικο κράτος του Θεού δεν είναι παρά ο δυτικός Θεός-Κράτος και όπου ο «πολιτισμός» δεν είναι παρά το αφιόνι των «πολιτισμένων».
Υπάρχουν άραγε αντισώματα και δυνατότητες αντιστάσεως σ’ αυτήν την επερχόμενη χολέρα; Το μέλλον θα δείξει. Αλλά αν υπάρχουν, υπάρχουν μέσα στις πηγές του ίδιου απειλούμενου πολιτισμού, στις πηγές ακριβώς εκείνες που μαγαρίζονται, συκοφαντούνται, λοιδορούνται από τις «αξίες» του κέρδους και την ψευδαίσθηση της επιτυχίας• βρίσκονται στη ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης, στην ίδια τη σάρκα της σκέψης, δηλαδή στη διαρκώς απειλούμενη ουσία της - στη διαρκή εξέγερσή της. Διότι εάν το άλας μωρανθεί, ο πολιτισμός καταντάει μια ασήμαντη «λεπτομέρεια» - ή υποκαθίσταται και ορίζεται από τα περιττώματά του: αυθεντικοί ερμηνευτές του γίνονται τότε οι ιέρακες των χρηματιστηρίων και οι κήρυκες των πετρελαίων. Σε ένα «παγκόσμιο χωριό» όπου η σκέψη δεν βρίσκει πλέον πατρίδα.

Διότι η σκέψη παραμένει σκέψη μόνο αγωνιζόμενη . Δεν έχει άλλο τρόπο ή άλλο δρόμο. Γι’ αυτό θα την καταδιώξουν, ως συνήθως, στρατηγοί και τρομοκράτες, πράκτορες και μουλάδες, κλέφτες και αστυνόμοι, «καλοί» και «κακοί». Θα ορθώσουν απέναντί της έναν τοίχο, έναν τρόμο, ένα Μανχάταν. Αλλά αυτή θα υπάρχει. Εδώ ή εκεί. Στο Σιάτλ, στο Γκέτεμποργκ, στη Γένοβα. Μετά το «τέλος» της Ιστορίας, μετά το «τέλος» των ιδεολογιών - μετά το «τέλος» των πατρίδων: υπέρ πατρίδων. Δηλαδή υπέρ δασών και εστιών, νερών, ακρογιαλιών, κειμένων και νεκρών.


(…διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου• αυτό που θέλεις πάντα να ξαναβρίσκεις επιστρέφοντας. Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη
σελίδα του Διονυσίου Σολωμού, ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο. Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου• η πατρίδα του Μπάϋρον, η πατρίδα του Ντοστογέφσκυ,
η πατρίδα του Τόμας Μαν - η πατρίδα των ανέστιων: Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου. Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις ή αποχαιρετάς.)
 
17 June 2006
14,350
Αουσβιτς και Παλαιστίνη


Ο Μάρξ, ο Μαϊμονίδης, ο Σπινόζα,
η μουσική του Μέντελσον. Ο Σούσης, ο συμμαθητής μου,
μπακ δεξί στην παιδική μας ποδοσφαιρική ομάδα.
Ο Μπεναρόγια, ο Ελιγιά, ο Τσόμσκι. Η φίλη μου Ρακέλ,
η φίλη μου Ρεβέκκα. Ο Τζούλιο, ο Μικαέλ. Οι Εβραίοι
του κόσμου, οι Εβραίοι των Πατρίδων - οι δικοί μου Εβραίοι.



Δεν ξέρω κατά πόσο ο διάσημος λόγος του Αντόρνο που αποφάνθηκε κάποτε ότι «μετά το Αουσβιτς δεν μπορεί να γραφεί ποίηση», αποτελεί κατάχρηση. Όχι διότι η αγριότητα των ημερών που ζούμε φαίνεται να αμφισβητεί την ιστορική «μοναδικότητα» της εβραϊκής οδύνης και να ακυρώνει τα πολλαπλώς κερδαλέα κοπιράϊτ των δακρύων, αλλά κυρίως διότι, από τη σκοπιά μάλιστα που θα κατέληγε να δεί τα πράγματα και ο ίδιος ο Αντόρνο, αυτό ακριβώς ήταν πάντα ο επιδιωκόμενος στόχος κάθε στρατοπεδάρχη: η μη δυνατότητα ποίησης, δηλαδή η μη δυνατότητα άρνησης του παγκόσμιου στρατοπέδου - εάν βέβαια λέγοντας ποίηση δεν εννοούμε απλώς και μόνο αυτά τα μαύρα σημαδάκια πάνω στο χαρτί, αλλά ό τι επιμένει ακόμη μέσα μας να λέει «όχι».
Δεν μιλάω εδώ βέβαια για την «ποίηση της αντίστασης», όπως θα λέγαμε κάποτε, αλλά για την αντίσταση της ποίησης, για τους μικρούς σκληρούς πυρήνες αντιστάσεως που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου μας - για το απροσδόκητο γρασίδι που βλέπουμε κάποτε να ραγίζει το τσιμέντο. Μιλάω γι’ αυτήν την άρνηση που είναι ο στόχος όλων των τάνκς πριν και μετά το Αουσβιτς, πριν και μετά τον Χέγκελ - για την εναντίωση σε ένα κυρίαρχο life style το οποίο αλαζονεύεται μέχρι και σήμερα: «Οπου ακούω τη λέξη ‛’κουλτούρα’’ πυροβολώ».
Μέχρι και σήμερα - και σε όλες τις γλώσσες: «Μη συγκρίνετε το Ολοκαύτωμα με ό τι γίνεται στην Παλαιστίνη», μας διέταξε από τηλεοράσεως το μέγα θράσος κατά τις ημέρες εκείνες που η παραλυμένη ανθρωπότητα έβλεπε τη σφαγή ενός ολόκληρου λαού. Γιατί είχε ειπωθεί τότε ότι μέσα στα τανκς που ισοπέδωναν τα σπίτια και τα σώματα των Παλαιστινίων βρίσκονταν «τα εγγόνια των θυμάτων του Αουσβιτς».
Μεγάλη ύβρις, όντως, για τα θύματα του Αουσβιτς. Διότι τα πραγματικά εγγόνια των θυμάτων του Αουσβιτς δεν βρίσκονταν μέσα στα ισραηλινά τανκς αλλά κάτω από τα ερείπια της Τζανίν. Μέσα στα τανκς άγνωστο ποιοί βρίσκονταν, αφού τα παιδιά του Γκαίμπελς υποτίθεται ότι είχαν πεθάνει μαζί με τον πατέρα τους το 1945.
«Δεν πρέπει», λοιπόν, «να συγκρίνεται το Ολοκαύτωμα με ό τι γίνεται στην Παλεστίνη». Όχι όμως για τους λόγους που προβάλλει η καθεστηκυία προπαγάνδα του πολιτικώς ορθώς σκέπτεσθαι, αλλά διότι απέναντι στην -τότε- ναζιστική βία ορθωνόταν η διεθνής αντίσταση, ενώ σήμερα απέναντι στην ίδια βαρβαρότητα έρπει μια υποκριτική «διεθνής κοινότητα». Αν το καλοσκεφθεί κανείς δεν είναι να κλαίει την Παλαιστίνη αλλά τον υπόλοιπο κόσμο. Τον κόσμο όπου ανήκουμε, όσο κι αν φώναξαν «είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι!» οι ευάριθμοι που κατέβηκαν στο δρόμο εκείνες τις μέρες.
«Είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι!» - αλλά εγώ δεν μπορώ να νιώσω Παλαιστίνιος, διότι δεν μπορώ να νιώσω υπερηφάνεια. Δεν έχω τη δύναμη της γριούλας εκείνης, αν τη θυμάστε, που μέσα στα ερείπια της ζωής της, μέσα στις στάχτες και στα δάκρυα, ούρλιαζε το δίκιο της και το πένθος της κόντρα στην Ιστορία: «Δεν θέλουμε τρόφιμα, όπλα θέλουμε!».
Όχι, δεν μπορώ να νιώσω Παλαιστίνιος. Νιώθω Εβραίος. Νιώθω τη συντριβή του Εβραίου, με την μπότα των «εκλεκτών» να μου λιώνει το πρόσωπο, να σβήνουν οι γραμμές και τα χαράγματα αιώνων πολιτισμού, να γίνονται λάσπη μέσα στη λάσπη όλα τα ιερά και τα όσια της ένδοξης δημοκρατίας - ένας «εβραίος» Ευρωπαίος, ένας «εβραίος» Ελληνας μέσα στο μεγάλο περίλαμπρο Αουσβιτς της νέας Νέας Τάξης.