Απάντηση: Ψηφιακά βυνίλια
Δημήτριος Ντοκατζής said:
Επίσης , άλλη απορία . Σε περίπτωση που κάποιο cd είναι digitally remastered από τα original master tapes και συγχρόνως έχει γίνει remaster και από χρονικά μεταγενέστερο remix του αρχικού δίσκου , τι ρόλο παίζει το remix και γιατί ακούγεται καλύτερα ;
Κοίταξε, από πρώτο χέρι δεν γνωρίζω, αλλά θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιες αρκετά ασφαλείς υποθέσεις. Για παράδειγμα, η δημιουργία ενός νέου master είναι μονόδρομος, όταν ο παραγωγός, ή ο καλλιτέχνης, κρίνουν ότι το mixing είναι είτε λανθασμένο, είτε όχι πολύ της μόδας. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, πάρα πολλά remaster γίνονται για την ανακατάταξη της στάθμης των οργάνων, ώστε το αποτέλεσμα να είναι αρεστό από τους υποψήφιους αγοραστές τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Πέραν των καθαρά «εικαστικών» λόγων, ένα remaster μπορεί να γίνει για τεχνικούς λόγους, είτε αυτοί είναι άνωθεν επιβεβλημένοι, είτε βρίσκονται μόνο στο μυαλό των αποφασιζόντων, είτε και για τους δύο αυτούς λόγους. Έχω συναντήσει την περίπτωση μιας συλλογής με κομμάτια του Henry Mancini, όπου το πίκολο ακούγεται πραγματικά σαν καραμούζα, επειδή ο παραγωγός σήκωσε το αντίστοιχο ποτενσιόμετρο πολύ ψηλά. Εκτός αυτού, άλλος λόγος, πολύ σοβαρός, είναι ο θόρυβος. Εάν η πολυκάναλη μήτρα είναι φυλαγμένη υπό συνθήκες καλύτερες από αυτές, υπό τις οποίες φυλάσσεται το master, τότε παίρνοντας νέο δικάναλο master, παίρνεις και λιγότερο θόρυβο. Άλλες φορές, πάλι, αυτοί οι ρόλοι αντιστρέφονται, και ο συνήθης λόγος είναι ότι η πολυκάναλη ταινία δεν φυλάσσεται σε οργανωμένο μέρος, όντας εκτεθειμένη σε θερμοκρασία και υγρασία με μεγάλη διακύμανση, σε ετήσια βάση.
Πάντως, το καλό με τα ψηφιακά είναι το χαμηλό κόστος βεβαίως, που σήμερα μπορεί, ακόμα, να πατηθεί κάτω από τα 3€, αναλόγως της παραγωγικής κλίμακα, βέβαια. Πέραν αυτού, η ψηφιακή βιομηχανοποίηση είναι ασύγκριτα λιγότερο επισφαλής, συγκρινόμενη με τη διαδικασία του φωνογραφικού δίσκου, με τις μήτρες διαφόρων γενεών, τις επιλογές γεωμετρίας και όλα αυτά. Κάπου έχω φυλαγμένο ένα Greatest Hits του Santana σε βινύλιο, εκείνο με το λευκό περιστέρι –καλά θυμάμαι;- που κυριολεκτικά δεν ακούγεται, και αυτό είναι που το κάνει πολύτιμο!
Όσο για τις κακές πρωτογενείς κυκλοφορίες, άβυσσος! Στο ένα άκρο, θυμάμαι μια συνέντευξη του Μπάμπη Δαλίδη, στα πρώτα βήματα της Creep, που έλεγε στον ηχολήπτη τι να κάνει, κι αυτός τραβούσε τα μαλλιά του, μη μπορώντας να κατανοήσει ότι το τεχνικόν έπεται του καλλιτεχνικού. Στο άλλο άκρο υπάρχουν ο Alan Parsons και ο Γιάννης Σμυρναίος, και ανάμεσα χιλιάδες λόγοι, για τους οποίους κάτι ακούγεται λάθος. Είτε επειδή κάποιος limiter μπήκε σε λάθος στάθμη ή λάθος θέση, είτε γιατί η φωνή συλλαμβάνεται από λάθος μικρόφωνο, ακόμη και από κακής ποιότητας soundfonts, γιατί όχι;
Αλλά από ηχητικής πλευράς, όχι, τα ψηφιακά δεν μειονεκτούν, ενώ οι τεχνικές δυνατότητες που παρέχουν είναι σύγκριτα υψηλότερες. Υπάρχουν πάρα πολλές εξαίσιες ηχογραφήσεις που το πιστοποιούν αυτό, ενώ εξ ίσου καλές ηχογραφήσεις υπάρχουν και στο αναλογικό πεδίο. Παράδειγμα, το Nighthawks at the dinner του Tom Waits. Κάποια στιγμή ανακάλυψα ότι είχα χάσει τον ένα από τους δύο δίσκους, και το πήρα και σε CD. Η ίδια αμεσότητα, ωραίο ρευστό πιάνο, το ίδιο πιατίνι, σωστές στάθμες, γενικά μια ευτυχής περίπτωση έκδοσης, την ψηφιοποίηση της οποίας ανέλαβε κάποιος με άρτιες γνώσεις.
Όσο για αυτά που ευαγγελίζεται ο Γερμανός, στο δίσκο που παρέθεσε ο φίλος Έκτορας, δεν ξέρω ρε παιδιά, δεν ψαρώνω, πλέον, δεν τα μασάω κάτι τέτοια, και ίσως αυτό να με κάνει λιγότερο ευτυχισμένο.