- 17 June 2006
- 14,350
O Dean, στην απόπειρά του να περιγράψει τον ήχο τους, έγραψε «σαν μια κιμωλία που γράφει στον μαυροπίνακα, ή ίσως μία βελόνα που ξύνει παλιά, φθαρμένα 78άρια - μεγάλο κατόρθωμα αλλά όχι κάτι το οποίο μπορείς να ακούς κάθε μέρα». Τον παρομοίωσε προσφυώς με ηχοποιημένο Head Comic του Robert Crumb.
Οι Holy Modal Rounders ήταν, βασικά, δύο ανήσυχα φρικιά από το Lower East Side της Ν. Υόρκης, ο Peter Stampfel και ο Steve Weber. H εποχή ήταν αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, μαζί του τέλειωσαν και οι big bands της τζαζ γιατί ο κόσμος δεν διέθετε χρήμα για να πάει να χορέψει. Το χρήμα άρχισε να κατευθύνεται στην αγορά αυτοκινήτων και οικιακών συσκευών. «Εσκασε» το bebop: η πρώτη μη-χορευτική τζαζ. Ο Johnny Otis σκέφτηκε να φτιάξει μία «χορευτική μπάντα τσέπης», με λίγα πνευστά και γεννήθηκε το ροκ’ν’ρολ. Μόδα ήταν και πέρασε, σε καναδυό χρόνια οι σοροπάτοι κατέλαβαν εξ εφόδου τα charts: Bobby Darin, Bobby Vinton, Bobby Vee, “Take good care of my baby” και πάει λέγοντας. Πάνω εκεί αρχίζει η αναβίωση της folk στο Lower East Side από «συνειδητοποιημένους» -διάβαζε: Αριστερούς- τραγουδοποιούς, Joan Baez, Peter,Paul & Mary κλπ. Το πιο διάσημο τέκνο της Κίνησης, ο Bob Dylan, γαλουχήθηκε ακριβώς εκεί. Αλλά μαζί με τους συνειδητοποιημένους, έσκασαν μύτη και οι φρίκοι: τα χάπια έδιναν κι έπαιρναν, οι σουρεαλιστές και οι Γάλλοι «καταραμένοι» ποιητές ήταν στην ημερήσια διάταξη, οι γυναίκες τους ήταν, περίπου, κοινοκτημοσύνη. Κοιμόντουσαν έχοντας για προσκέφαλο την Ανθολογία της Αμερικάνικης Folk, κάτι σκοτεινές ηχογραφήσεις της πενταετίας 1927-1932 που τις μάζεψε ο Harry Smith και τις κυκλοφόρησε στη Folkways το 1952. Αυτό είναι το σκηνικό που γέννησε τους Holy Modal Rounders και το «αδελφό» τους γκρούπ, τους Fugs, 3-4 ξεσαλωμένους ποιητές, shockaholics μέχρι το μεδούλι. Δεν υπήρχαν «αρχηγοί», κάθε μέλος του γκρουπ είχε μία ψήφο, αποφάσιζαν δημοκρατικά: δεν έπαιζαν κάτι που δεν άρεσε σε όλους. Φυτοζωούσαν εννοείται αλλά κανείς δεν μπήκε στη φάση για να βγάλει λεφτά: το βασικό κίνητρο ήταν ο χαβαλές, το ταξίδι, το φτύσιμο στις καθεστηκυίες αξίες των αστών, το φτηνό αλκοόλ, τα χάπια, τα κορίτσια, η καλοπέραση με ολίγα. Το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφόρησε μία μόλις ημέρα πριν τη δολοφονία του JFK (1963).
Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη φορά που τους άκουσα. Πήγα να δώ το Easy Rider, είχαμε χούντα, το έπαιζαν σ ένα Σινεμά στην Ομόνοια (στην Αγ. Κωνσταντίνου) πετσοκομμένο απ τη λογοκρισία, σε double bill -«2 έργα 2!»(sic)- με τσόντα. Κανένα ρόκι που να σέβεται τον εαυτό του δεν καταδεχόταν τότε να πάει σε τσόντα, οπότε πήγα στη βραδυνή παράσταση κατευθείαν, κινδύνεψα να χάσω και το λεωφορείο γιατί λεφτά για ταξί δεν υπήρχαν. Aγόρασα το soundtrack και είχε μέσα ένα κομμάτι τους. Ακουσα κάπου μισό λεπτό -«τι τρελοκομεία είν´ αυτοί ρε;»- και το προσπέρασα να πάω στους Steppenwolf και στους Byrds. Εσκυψα πάνω τους στα χρόνια της αναβροχιάς και της ξηρασίας, 1973-76, τότε που το μόνο που έκανα ήταν να κλείνω τρύπες στη δισκογραφία και να …αρχειοθετώ. Είχα διαβάσει πως διατέλεσε για ένα φεγγάρι μέλος τους ο Sam Sheppard -έπαιζε ντραμς- και βρήκα ένα δίσκο τους στα bargain-bins, τις «Ευκαιρίες», όπου τα δισκοπωλεία ξεφορτώνονταν τα σαπάκια: μεταχειρισμένα, cut-outs και αυτά που «δεν πούλαγαν». Ηταν το The Moray Eels Eat The Holy Modal Rounders. Ο…έρωτας ήρθε μετά: όταν έπεσε στα χέρια μου το "Have Moicy!" του Michael Hurley σε συνεργασία μαζί τους -Unholy Modal Rounders εδώ- και με τον Jeffrey Fredericks. Ο Μichael Hurley είναι μία χαμηλόφωνη φιγούρα της αμερικάνικης μουσικής. Αν και τραγούδια του έχουν διασκευαστεί από ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών που εκτείνεται από τους Holy Modal Rounders μέχρι την Cat Power, είναι σχεδόν άγνωστος πέρα από κύκλους συλλεκτών. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί είναι «λίγος» σαν μουσικός ή συνθέτης αλλά, κυρίως, επειδή ο Hurley είναι ασυμβίβαστος και αρνείται να κάνει οτιδήποτε που ο ίδιος θεωρεί ότι προδίδει την τέχνη του. Λένε γι αυτόν ότι η προσέγγισή του είναι ιδιαζόντως τεμπέλικη, ότι δουλεύει τα τραγούδια του με δικούς του, αργούς ρυθμούς, με το πάσο του. Οτι δεν έβγαλε ποτέ του λεφτά αλλά έκανε πολλούς φίλους και ότι γενικά βολεύεται με λίγα: ένα δημοτικό parking με ηλεκτροδότηση και νερό για να βάζει το τροχόσπιτο/κατοικία του, ένα συνήθως ξεκούρδιστο πιάνο, ένα sleeping-bag για να κοιμηθεί στο πάτωμα ενός φίλου του. Το "Have Moicy!" βγήκε το 1976, εδώ, αν δεν απατώμαι, έφτασε 3 χρόνια μετά. Λίγο αργότερα , βρήκα τα πρώτα 2 άλμπουμ τους.
Είναι δύσκολο να περιγράψω Γιατί κόλλησα μαζί τους τόσο άσχημα: Οι τύποι έδειχναν πιωμένοι με φεγγαρόφωτο. Οι δίσκοι τους, με το που τους έπιανες στα χέρια σου, έδειχναν τόσο αλλόκοσμοι όσο ηχούσαν. Ηταν χίππικη αντικουλτούρα σπρωγμένη στα απώτατα όριά της. Εμοιαζε φτιαγμένη από Λουδδίτες, εκείνο το κίνημα εργατών στην Αγγλία που κατέστρεφαν τα μηχανήματα γιατί αυτά περιόριζαν την ανθρώπινη εργασία (1811-1816). Οι στίχοι ήταν σκέτος χαβαλές αλλά, ώρες ώρες, σου φαινόταν ότι ο χαβαλές είναι «Γέλα παλιάτσο!» - ότι υπάρχει μόνο και μόνο για να μασκαρεύει κάποια τραγωδία. Η μουσική τους δεν ήταν πάντα εύκολη να την ακούς αλλά έμοιαζε ντοπαρισμένη μ έναν παράτολμο παλμό που της χάριζε μια εκκεντρικότητα και μια αγριάδα πέρα για πέρα υπέροχες. Με κάποιο περίεργο, δικό της τρόπο έδειχνε καψαλισμένη από τον καημό που η folk δεν ήταν πια λαϊκή μουσική αλλά ένα είδος που συλλέγεται, συντηρείται και διαφυλάσσεται από πολιτιστικούς φορείς σε Μουσεία. Τα τραγούδια δεν είχαν κάτι πρωτότυπο αλλά έμοιαζαν μπολιασμένα με μια πρωτόγνωρη παραξενιά. Παραδοσιακά ως επί το πλείστον, αλλά η εκφορά τους δεν είχε το παραμικρό ίχνος ευλάβειας. Παρέπεμπαν παντού και πουθενά, μια κουρελού στην ουσία: ασύλληπτη ποικιλία από στυλ, από βλάχικο hillbilly μέχρι blues, bluegrass, ragtime(!), ροκ’ν’ρολ κι ότι άλλο βάζει ο νούς σου. Ο τρόπος που έπαιζαν τα όργανά τους πρόδιδε κάθε άλλο παρά επαγγελματίες, μουσικούς που «πατάνε σίγουρα»: το όλο άκουσμα έδειχνε ατημέλητο, αυτοσχέδιο σε μεγάλο βαθμό, αλλά το πάθος και ο ενθουσιασμός τους «καθάριζε» για ότι τους έλειπε από δεξιοτεχνία : έμοιαζε χειροποίητο και εκ των ενόντων, με το βιολί, πανταχού παρόν, να βγάζει έναν ήχο που άλλοτε έμοιαζε να καγχάζει, άλλοτε ήταν σεμνός και διστακτικός, άλλοτε τρεμούλιαζε κι άλλοτε πάλι ερχόταν στο τσακίρ κέφι, να τα κάνει όλα λαμπόγυαλο.
Το γκρούπ συνέχισε να υπάρχει με διάφορες μορφές μέχρι το 1999 οπότε και κυκλοφόρησαν το πολύ καλό Too Much Fun στη Rounder. Μέλη έφευγαν και καινούργια μέλη έρχονταν γύρω από το βασικό πυρήνα, τους Stampfel και Weber, τους δύο καρδιακούς φίλους. Οι δίσκοι τους είναι ένα χρονικό των σεισμικών αλλαγών (Αcid-Experimental-Freak) που έλαβαν χώρα στη folk τα τελευταία πενήντα-τόσα χρόνια.
Προτεινόμενη δισκογραφία:
The Holy Modal Rounders 1 & 2 (επανέκδοση Fantasy - 1999)
Indian War Whoop (γιαπωνέζικη επανέκδοση Birdsong - 2010)
Good Taste Is Timeless (Micromedia - 1979)
Too Much Fun (Rounder - 1999)
I Make Wish For A Potato [Compilation] (Rounder - 2001).
Συνεργασίες:
Michael Hurley/The Unholy Modal Rounders/Jeffrey Fredericks & the Clamtones: Have Moicy! (Rounder - 1976)
Αναφορές:
O Dean και τα booklets από την επανέκδοση της Fantasy (1 & 2) και από το Bird Song (Live του 1971).
Last edited: