Μάνο, σ' ευχαριστούμε. Καλή Ανάπαυση.
Τιμής ένεκεν, δυό τρία ψήγματα απο τα πάμπολλα
Μιά ταινία μικρού μήκους:
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Κάτω απ´τη μαρκίζα (Σύνθ. Γιάννης Σπανός - ερμην. Β. Μοσχολιού- Η Β. Μοσχολιού τραγουδά Σπανό)
Φωτογραφίες:
Μαύρο πλακάκι στην αυλή
κι άσπρο κλουβί για το πούλι
κι η τζαμαρία με τις φτέρες
για να ξυπνάς ένα πρωί
και να θυμάσαι άλλες μέρες
Κι αν φταίει κανείς να μην το πεις
τα λόγια είναι της ντροπής
κι ό,τι ραγίζει δεν πονά
ποτάμι ο κόσμος και περνά
Δρόμοι γεμάτοι πιπεριές
και ξαφνικές καλοκαιριές
απ’ τα μισά του μήνα Μάρτη
στον κόσμο τούτο είναι φορές
που πάει κανείς και δίχως χάρτη.
Κι αν φταίει κανείς (Συνθ. Δ.Μούτσης -ερμ. Π. Σαλπέα - Άγιος Φεβρουάριος)
Ένα γράμμα:
Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη
είναι μεσάνυχτα βαθιά
κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει
Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θά `χω καινούργιες υποσχέσεις
Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
εδώ σαν πιάνει να φυσά
θυμίζει Μάρτη στον Περαία
Πρώτη Δεκέμβρη(συνθ. Γ. Σπανός - ερμ. Γ. Νταλάρας - Οι Μάηδες οι Ήλιοι μου)
Ένα ποίημα:
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά
Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά (Συνθ. Στ. Κουγιουμτζής- ερμ. Γ. Νταλάρας - Μικρές Πολιτείες)
Τιμής ένεκεν, δυό τρία ψήγματα απο τα πάμπολλα
Μιά ταινία μικρού μήκους:
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Κάτω απ´τη μαρκίζα (Σύνθ. Γιάννης Σπανός - ερμην. Β. Μοσχολιού- Η Β. Μοσχολιού τραγουδά Σπανό)
Φωτογραφίες:
Μαύρο πλακάκι στην αυλή
κι άσπρο κλουβί για το πούλι
κι η τζαμαρία με τις φτέρες
για να ξυπνάς ένα πρωί
και να θυμάσαι άλλες μέρες
Κι αν φταίει κανείς να μην το πεις
τα λόγια είναι της ντροπής
κι ό,τι ραγίζει δεν πονά
ποτάμι ο κόσμος και περνά
Δρόμοι γεμάτοι πιπεριές
και ξαφνικές καλοκαιριές
απ’ τα μισά του μήνα Μάρτη
στον κόσμο τούτο είναι φορές
που πάει κανείς και δίχως χάρτη.
Κι αν φταίει κανείς (Συνθ. Δ.Μούτσης -ερμ. Π. Σαλπέα - Άγιος Φεβρουάριος)
Ένα γράμμα:
Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη
είναι μεσάνυχτα βαθιά
κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει
Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θά `χω καινούργιες υποσχέσεις
Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
εδώ σαν πιάνει να φυσά
θυμίζει Μάρτη στον Περαία
Πρώτη Δεκέμβρη(συνθ. Γ. Σπανός - ερμ. Γ. Νταλάρας - Οι Μάηδες οι Ήλιοι μου)
Ένα ποίημα:
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά
Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά (Συνθ. Στ. Κουγιουμτζής- ερμ. Γ. Νταλάρας - Μικρές Πολιτείες)