Same Old Blues

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

17 June 2009
3,594
Wiesenburg.jpg


O Φύρστ Γκέζα (στην Ουγγαρία το επώνυμο μπαίνει πριν από τ’ όνομα, δηλαδή εμείς θα λέγαμε ο Γκέζα Φύρστ, δηλαδή ο Γκέζα ο «Πρίγκιπας»,
που προφανώς χρωστάει το επίθετο του σ’ ένα καπρίτσιο της τύχης, η οποία κάποιες φορές διασκεδάζει δίνοντας στους ζητιάνους ονόματα αρχοντικά)ο Γκέζα Φύρστ λοιπόν,
δούλευε από τα δώδεκα χρόνια του παραγιός σ’ ένα μπακάλικο της Βουδαπέστης.
Είχε πατήσει τα δεκάξι όταν ανακηρύχθηκε η Ουγγρική Δημοκρατία, το μαγαζί έκλεισε κι αυτός βρέθηκε φαντάρος στον Κόκκινο Στρατό.
Όταν οι αντιδραστικοί ξαναπήραν το πάνω χέρι, ο Γκέζα και οι γονείς του ζήτησαν άσυλο στην περιοχή της χώρας που ήταν υπό Ρουμανική κατοχή.
Οι Ρουμάνοι δεν τους δέχθηκαν. Ο πατέρας του, Εβραίος ράφτης κατέφυγε με την υπόλοιπη οικογένεια, το ψαλίδι, τον πήχη, τις κλωστές και τα βελόνια του στην Σλοβακία,
αλλά ο Γκέζα που είχε υπηρετήσει στον Κόκκινο Στρατό δεν μπορούσε να γυρίσει στην Βουδαπέστη. Κι έτσι πήγε στο Βερολίνο.

Όχι για να μείνει στο Βερολίνο-πράγμα που άλλως τε ο Επίτροπος των Μετακινήσεων δεν θα του επέτρεπε.
Ο Γκέζα, το αγόρι που δεν είναι καλά-καλά δεκαεπτά χρονών θέλει να πάει στο Αμβούργο. Να μπαρκάρει. Μούτσος.
Θα έπρεπε μήπως να ξαναρχίσει να δουλεύει σε μπακάλικο; Ή μήπως να κάτσει να τον αρπάξει ο Στρατός; Με το δίκιο του θέλει να μπαρκάρει ο Γκέζα Φύρστ.
Σειρήνες σφυρίζουν, άσπρα φουγάρα τινάζουν βήχοντας τον καπνό τους, τα καμπανάκια των πλοίων σφυρίζουν κι ο κόσμος δεν έχει τέλος. Ο Γκέζα Φύρστ θα γίνει καλός ναύτης.
Τα γκρίζα μάτια του ατενίζουν κι όλας την απεραντοσύνη και τους γαλάζιους ορίζοντες.

Μα ο Γκέζα Φύρστ δεν φτάνει ποτέ στο Αμβούργο, δεν έχει χαρτιά προς το παρόν.

Κοιμόταν σε μια πανσιόν στην οδό των Γρεναδιέρων. Εκεί τον γνώρισα. Γνώρισα κι άλλους. Γιατί έμεναν εκεί κάπου εκατόν είκοσι πρόσφυγες από τα’ ανατολικά, Εβραίοι.
Πολλοί έρχονταν κατευθείαν από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Ρωσίας. Τα ρούχα τους ήταν μια απερίγραπτη Διεθνής από κουρελιασμένες στολές και φόρμες εργασίας.
Τα μάτια τους τα θόλωνε χιλιόχρονη θλίψη. Ήταν και γυναίκες εκεί. Κουβαλούσαν τα μωρά τους στις πλάτες, σα να ήταν βρώμικα μπογαλάκια.
Και παιδιά ήταν, που με πόδια στραβά σέρνονταν μέσα σ’ ένα κόσμο ραχιτικό μασουλώντας ξεροκόμματα.

Πρόσφυγες. Παντού γνωστοί με τ’ όνομα «Ο Κίνδυνος από την Ανατολή». Ο τρόμος των πογκρόμ τους μαζεύει όλους μαζί, τους κουβαριάζει, τους πλάθει σε μια χιονοστιβάδα από δυστυχία και βρώμα, που ξεκινώντας αργά κυλάει από τ’ ανατολικά στην Γερμανία.
Στις ανατολικές γειτονιές του Βερολίνου παγιδεύονται κομμάτια μεγάλα, κολλάνε, δεν συνεχίζουν εύκολα. Κάποιοι λίγοι είναι νέοι, με γεροδεμένα κορμιά, σαν τον Γκέζα, τον γεννημένο ναύτη. Οι περισσότεροι, όλοι σχεδόν, είναι γέροι, αδύναμοι, τσακισμένοι.
Εβραίοι από την Ουκρανία, την Γαλικία, την Ουγγαρία. Εκατοντάδες χιλιάδες έπεσαν θύματα των πογκρόμ στις πατρίδες τους. Εκατόν σαράντα χιλιάδες νεκροί στην Ουκρανία.
Οι επιζώντες φεύγουν για το Βερολίνο κι από δω τραβάνε για την Δύση, την Ολλανδία, την Αμερική. Μερικοί για τον Νότο, την Παλαιστίνη.

Η πανσιόν μυρίζει βρώμικη μπουγάδα, ξινολάχανο, ανθρώπινο στριμωξίδι. Κατάχαμα ξαπλωμένα κορμιά, κουλουριασμένα σαν μπαγκάζια στην αποβάθρα σταθμού. Στις γωνιές στριφογυρίζουν παιδικές φωνές. Οι στεναγμοί χώνονται στις χαραμάδες ανάμεσα στα σανίδια, χάνονται. Το κοκκινωπό φως μιας λάμπας πετρελαίου καταφέρνει με κόπο να περάσει ένα τοίχο από καπνό κι ανθρώπινη μπόχα.
Ο Γκέζα Φύρστ όμως, δεν αντέχει εκεί μέσα. Βάζει τα χέρια στις μισοσκισμένες τσέπες του και σφυρίζοντας βγαίνει στον δρόμο να πάρει καθαρό αέρα. Αύριο θα δοκιμάσει πάλι το Άσυλο των Αστέγων στην Βίζενστράσσε. Αχ, αν είχε χαρτιά.... Στην Βίζενστράσσε είναι αυστηροί, δεν παίρνουν όποιον κι όποιον.

Συνολικά πενήντα χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν στην Γερμανία από τα’ ανατολικά μετά τον πόλεμο. Μοιάζουν σαν να ‛ναι εκατομμύρια.
Γιατί την δυστυχία την βλέπει κανείς διπλή, τριπλή, δεκαπλή. Τόσο μεγάλη είναι.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες οι εργάτες και οι τεχνίτες είναι περισσότεροι από τους εμπόρους.
Δεν μπορούν να δουλέψουν σε καμμία γερμανική επιχείρηση-αν κι ο μεγαλύτερος κίνδυνος αρχίζει ν’ απειλεί τότε, όταν οι άνθρωποι δεν βρίσκουν δουλειά.
Γιατί τότε γίνονται βέβαια μαυραγορίτες, λαθρέμποροι, ακόμα και κοινοί εγκληματίες, η Ένωση Εβραίων Προσφύγων μάταια προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη πως το καλύτερο θα ήταν να κατανεμηθεί το νεοφερμένο εργατικό δυναμικό σε ολόκληρη τη γερμανική αγορά.
Αλλά η γραφειοκρατία καθιστά προβληματική και δύσκολη ακόμα και την απλή μετακίνηση των ανθρώπων. Αντί να εκδίδουν αμέσως βίζες εξόδου για όσους επιθυμούν να φύγουν, οι αρχές καθυστερούν.
Εβδομάδες ολόκληρες περνούν εδώ οι πρόσφυγες, πεθαίνοντας από τη φιλανθρωπία των συνανθρώπων τους, πριν καταφέρουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Μέχρι σήμερα 1239 άτομα κατόρθωσαν να περάσουν από το Βερολίνο χωρίς να πεθάνουν της πείνας.

Στην Βίζενστράσσε, στο Δημοτικό Άσυλο Αστέγων, οι πρόσφυγες μπορούν να πλυθούν, ν’ απολυμανθούν, ν’ απαλλαγούν από ψείρες και άλλα παράσιτα, να φάνε, να ζεσταθούν, να κοιμηθούν.
Ύστερα τους δίνουν την δυνατότητα να φύγουν από την Γερμανία. Είναι το πιο δραστικό προληπτικό μέτρο ενάντια στον «Κίνδυνο από την Ανατολή».
Ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που διαθέτουν εξυπνάδα και πνεύμα επιχειρηματικό. Αυτοί θα φτάσουν στην Νέα Υόρκη, θα γίνουν πρίγκιπες του δολαρίου.

Ίσως κατορθώσει κι ο Γκέζα Φύρστ να πάει στο Αμβούργο και να μπαρκάρει. Ο Γκέζα Φύρστ που τώρα κόβει βόλτες με τα χέρια στις τσέπες,
απόστρατος της Κόκκινης φρουράς, επίδοξος τυχοδιώκτης και πειρατής in spe. Τελευταία τον άκουσα να τραγουδάει ένα Ουγγαρέζικο τραγούδι, που έλεγε:
Είμαστε φίλοι εγώ κι ό άνεμος. Κανείς δεν μας κλαίει, ούτε σπίτι, ούτε αυλή, ούτε άνθρωπος....


Joseph Roth 20.10.1920 (μεσημεριανό φύλλο της Neue Berliner Zeitung)
από τα "Βερολινέζικα Χρονικά 1920-1933" εκδ. ΑΓΡΑ