Ηπειρώτικα και Jazz

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

christos

Supreme Member
6 August 2006
5,483
πέρα μαχαλάς
Τα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια είναι η «αρχέγονη free jazz»

www.ogdoo.gr


Η περίφημη εναλλακτική δισκογραφική εταιρεία Third Man Records, η οποία ανήκει στον Jack White, lead singer και κιθαρίστα των White Stripes εξέδωσε συλλογή Ελληνικής Παραδοσιακής μουσικής.

Τίτλος της "Why The Mountains Are Black: Primeval Greek Village Music 1907-1960". Η συλλογή είναι διπλή και φέρει την επιμέλεια του βραβευμένου με Grammy, ιστορικού της μουσικής, Christopher King.

Ο ίδιος ο King χαρακτηρίζει την Ελληνική Παραδοσιακή μουσική ως «αρχέγονη, free jazz, doom folk, αιθέρια και υπερβατική» και ο Jack White συμφωνεί μαζί του.

Σχετικά με το track list της έκδοσης, ο King επέλεξε ηχογραφήσεις από την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά που καλύπτουν την περίοδο 1907-1960 τονίζοντας πως «είναι το άλφα και το ωμέγα της ελληνικής δημοτικής μουσικής, δείγματα χορευτικής μουσικής, που αυξάνουν τη λίμπιντο και διευρύνουν το μυαλό».

Ο Καλαματιανός δηλαδή που ακούμε είναι η δική μας τζαζ!



«Lament from Epirus»: Ένας Αμερικανός ερευνητής καταγράφει το μεγαλείο της ηπειρώτικης μουσικής

www.lifo.gr

Η πιο παλιά παραδοσιακή μουσική που έχει επιβιώσει απαράλλαχτη και η οδύσσεια για τη μελέτη της σε ένα συναρπαστικό χρονικό στα χωριά της Ηπείρου

Η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι: τo 2009 ο Αμερικανός συλλέκτης δίσκων και μηχανικός ήχου Christopher King ήταν διακοπές στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγόρασε «τυφλά» μια στοίβα δίσκους 78 στροφών. Δεν ήξερε τίποτα γι' αυτούς, μόνο ότι οι ετικέτες ήταν γραμμένες στα ελληνικά. Όταν γύρισε σπίτι του δέκα μέρες αργότερα κι έβαλε να παίξει ο πρώτος δίσκος έζησε μια μοναδική μουσική εμπειρία που δεν είχε ξαναβιώσει.

«Δεκαετίες ακρόασης αλουστράριστης προπολεμικής μουσικής –"Delta blues" του Charlie Patton και δίσκοι με βιολί των Carter Brothers and Son‒ δεν με είχαν προετοιμάσει γι' αυτό που άκουσα όταν ακούμπησα τη βελόνα στον δίσκο.

Επίμονα μονότονες φωνές και όργανα ξεπετάχτηκαν, το ένα κόντρα στο άλλο. Μια φωνή προσπαθούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στα όργανα, ενώ μια άλλη τραγουδούσε ακριβώς τα ίδια με τον βασικό τραγουδιστή, αλλά μία οκτάβα κάτω. Η μουσική έφτασε σε μια κορύφωση, κατέρρευσε και μετά άρχισαν ξανά τα ίδια... Ακουγόταν λες και κάποιος κουνούσε ένα τεράστιο μεταλλικό δοχείο με μέλισσες και το είχε ανοίξει μπροστά μου».

«Η μουσική με άγγιξε βαθιά» λέει. «Αισθάνθηκα λες και κάποιος με αποσυναρμολόγησε και με έφτιαξε ξανά, αλλά η αίσθηση ήταν ευχάριστη, μια απαραίτητη κάθαρση. Ήταν έρωτας με την πρώτη ακρόαση»






Η μουσική που περιείχαν οι συγκεκριμένοι δίσκοι, φτιαγμένοι από shellac, ήταν τραγούδια της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας, ηχογραφημένα τις δεκαετίες του '20 και του '30.

«Η μουσική με άγγιξε βαθιά» λέει. «Αισθάνθηκα λες και κάποιος με αποσυναρμολόγησε και με έφτιαξε ξανά, αλλά η αίσθηση ήταν ευχάριστη, μια απαραίτητη κάθαρση. Ήταν έρωτας με την πρώτη ακρόαση». Το τραγούδι που είχε ακούσει ήταν «Μοιρολόι Αρβανίτικο» από τον δίσκο του Κίτσου Χαρισιάδη, ένα 78άρι του 1928, το οποίο χαρακτηρίζει «πνευματική εμπειρία».



Πριν από περίπου έναν μήνα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο του Christopher King, «Lament from Epirus», στο οποίο περιγράφει την οδύσσεια, όπως την ονομάζει, που έζησε αναζητώντας τη μουσική της περιοχής, την ιστορία της και τα μυστικά που θεωρεί ότι περιέχει.
Γοητευμένος από τη μουσική της Ηπείρου, επικοινώνησε με τον Ηλία και τον Βασίλη Μπαρούνη, δύο αδέρφια από την Αθήνα που είχαν στην κατοχή τους μια εντυπωσιακή συλλογή δίσκων 78 στροφών ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Με αρκετό δισταγμό τού πούλησαν κάποιους για εκατοντάδες δολάρια τον καθένα.


Όταν ο Βασίλης πέθανε, το 2011, ο Ηλίας πούλησε ολόκληρο το αρχείο της ηπειρώτικης μουσικής στον King, ο οποίος είχε στο μεταξύ καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να γίνει στενός φίλος του. Είδε ότι δεν θα μπορούσε να βρει πιο παθιασμένο άνθρωπο γι' αυτό το πολύτιμο αρχείο που ήταν ολόκληρη πολιτιστική κληρονομιά.

Ο King γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βιρτζίνια και, εκτός από συλλέκτης, είναι παραγωγός που έχει βραβευτεί με Grammy για τη δουλειά του. Έχει κάνει remaster κι έχει διασώσει χιλιάδες τραγούδια από αυθεντικούς δίσκους 78 στροφών, μεταξύ αυτών και κομμάτια από blues του Μισισιπή, cajun, gospel και sacred harp μουσικής (την ιερή χορωδιακή μουσική της Νέας Αγγλίας).

Οι ανορθόδοξες μέθοδοί του για να «περάσει» τους δίσκους από το shellac στο ψηφιακό αρχείο του περιγράφονται από τη μουσικοκριτικό Amanda Petrusich ως εκπληκτικές: «Το πικάπ στο στούντιο που είχε ο Κινγκ στο σπίτι του ήταν φορτωμένο με ένα σωρό περίεργα κομματάκια ‒σπιρτόξυλα, ξυλάκια με τα οποία πιέζουν τη γλώσσα οι γιατροί, πλαστικά κουταλάκια για παγωτό‒ τα οποία χρησιμοποιούσε για να δώσει βάρος στον βραχίονα, βασισμένος στις υποθέσεις που είχε κάνει ή σε πράγματα που είχε μάθει και αφορούσαν συγκεκριμένα στούντιο και session ηχογραφήσεων. Λάμβανε υπόψη παράγοντες όπως η υγρασία της ατμόσφαιρας ή η κλίση στη σανίδα του πατώματος ή κάτι που απέσπασε την προσοχή του τεχνικού την ώρα που ηχογραφούσε».





Η συλλογή με τα ηπειρώτικα που κυκλοφόρησε το 2015 «Why the mountains are black» στη Third Man Records (ανήκει στον frontman των White Stripes, Jack White) προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει έξι άλμπουμ –σχεδόν δέκα ώρες‒ με επιλογές κομματιών από τη συλλογή του από δίσκους 78 στροφών της Βόρειας Ελλάδας και της "νότιας Αλβανίας" (εννοεί την Βόρεια Ήπειρο). Πριν από περίπου έναν μήνα κυκλοφόρησε και το πρώτο του βιβλίο «Lament from Epirus», στο οποίο περιγράφει την οδύσσεια, όπως την ονομάζει, που έζησε αναζητώντας τη μουσική της περιοχής, την ιστορία της και τα μυστικά που θεωρεί ότι περιέχει.

Ο King πιστεύει ότι έχει βρει στην ηπειρώτικη μουσική την πιο παλιά λαϊκή μουσική της Ευρώπης, μουσική που ξεκινάει από τις προ-ομηρικές κουλτούρες και μέχρι πρόσφατα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Στο βιβλίο του αποκαλύπτει τις ρίζες της και περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο το χρονικό της αναζήτησης και, πέρα από φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στο νόημα της μουσικής, είναι κι ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο όπου αναφέρει με αστείο τρόπο πώς έγινε «ντόπιος».

«Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στην ηπειρώτικη μουσική από το '20 και το '30», γράφει, «είναι ότι είναι ωμή. Κι αυτό δεν οφείλεται στην κακή ποιότητα των ηχογραφήσεων. Το τραγούδι είναι στεντόρειο και παθιασμένο, τα όργανα θρηνούν σαν λύκοι ή φτερουγίζουν και ορμούν σαν κολιμπρί.

Το επίμονο γρατζούνισμα και το ρυθμικό χτύπημα, οι τόνοι από τα πετάλ, το βουητό από τα έγχορδα και οι φωνές που τα συνοδεύουν ταρακουνιούνται με μια αρχέγονη ενέργεια. Κάποια σημεία της μουσικής μοιάζουν με bluegrass ή free jazz, με Velvet Underground ή τη μουσική carnatic της νότιας Ινδίας. Αλλά και πάλι, κάτι ακούγεται λάθος, τα όργανα δεν είναι αρκετά συντονισμένα και δεν παίζουν ακριβώς την ίδια μελωδία, είναι άναρχα, και ο σκοπός ή το μέτρο σε ένα τραγούδι που είναι φτιαγμένο για χορό είναι τόσο γρήγορα που πιθανόν να μην μπορεί να συμβαδίσει κάποιος με αυτό.

Σκάρος - Κίτσος Χαρισιάδης

Μετά από αυτή την πρώτη εντύπωση, ωστόσο, οι διαστάσεις της μουσικής γίνονται ξεκάθαρες. Πολλά ηπειρώτικα τραγούδια έχουν απλές μελωδίες, οι οποίες επιτρέπουν «στόλισμα» και αυτοσχεδιασμό. Τα βασικά μέρη παίζονται με βιολί και κλαρίνο, με τη συνοδεία λαούτου και ντεφιού. Οι παίκτες του κλαρίνου και του βιολιού ειδικά κάνουν επίδειξη δεξιοτεχνίας με γρήγορες αλλαγές της κλίμακας, λαρυγγισμούς και μεγάλα μεσοδιαστήματα που δίνουν στο στυλ ένα από τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά του.

Ακόμα και όταν διπλασιάζεται μια μελωδία με το βιολί, το κλαρίνο περίτεχνα προσθέτει φιοριτούρες και περίπλοκα γυρίσματα. Οι λέξεις και το ηχόχρωμα της μουσικής μιμούνται το βραχώδες τοπίο της περιοχής και την πανίδα του: οι φράσεις μιμούνται ήχους που βρίσκεις στη φύση: το τραγούδι του αηδονιού, το κελάρισμα του ρυακιού, τα βελάσματα και τα γαβγίσματα των ζώων, την οργή της θύελλας».

Ο King δίνει έμφαση σε δύο είδη ηπειρώτικων τραγουδιών, τον σκάρο και το μοιρολόι. Και τα δύο παίζονται σε ελεύθερο ρυθμό και έχουν αυτοσχεδιασμούς από το κλαρίνο και το βιολί. Ο σκάρος παίρνει το όνομά του από τη λέξη που περιγράφει τη βοσκή των προβάτων τη νύχτα, οπότε λέγεται ότι έχουν μεγαλύτερη όρεξη.

Πιστεύεται ότι ο σκάρος, παραλλαγές του οποίου υπάρχουν σε όλα τα Βαλκάνια, ξεκίνησε από τη μουσική που έπαιζαν οι βοσκοί στο φλάουτο, για να μεταφέρουν συγκεκριμένες οδηγίες στα κοπάδια τους. Κάποιοι ακόμα χρησιμοποιούν μουσική για να επικοινωνήσουν μαζί τους. «Οι ακροατές που είναι επικεντρωμένοι στον σκάρο πέφτουν σε έκσταση, σε μια κατάσταση χαλαρότητας» γράφει ο King.





Η λέξη «μοιρολόι» αναφέρεται τυπικά σε φωνητικούς θρήνους. Υπάρχουν εκδοχές τους στον Όμηρο και σε αρχαίες επιτάφιες επιγραφές. Σε ορισμένα μέρη της επαρχιακής Ελλάδας οι γυναίκες τραγουδούν μοιρολόγια δίπλα στους τάφους των μελών της οικογένειάς τους κάθε μέρα για χρόνια, μέχρι που τα κόκαλα των νεκρών ξεθάβονται και μπαίνουν στα οστεοφυλάκια του χωριού. Η Ήπειρος είναι το μόνο μέρος όπου τα μοιρολόγια παίζονται με όργανα και οι μουσικοί διατηρούν το πένθιμο κλίμα των τραγουδισμένων εκδοχών των άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο King περιγράφει την Ήπειρο ως μια δύσκολη περιοχή με άγριο καιρό και λίγη καλλιεργήσιμη γη. «Η ζωή ήταν πάντα σκληρή στα βουνά. Όλα ήταν πάντα αβέβαια» του λέει ένας Ηπειρώτης και στη συνέχεια αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως εδώ, στον ποταμό Αχέροντα, ήταν η είσοδος για τον Άδη, τον κόσμο των νεκρών. «Προσκυνητές που ήλπιζαν να συναντήσουν τα φαντάσματα των νεκρών αγαπημένων τους επισκέπτονταν το Νεκρομαντείο, έναν ναό που βρισκόταν στη σπηλιά κοντά στον Αχέροντα».

«Παρόλο που ο πληθυσμός της Ηπείρου έχει μειωθεί δραστικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή οι κάτοικοι μετακόμισαν στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας ή πήγαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία ή στη Γερμανία, οι Ηπειρώτες έχουν στενούς δεσμούς με την περιοχή τους» γράφει ο King.





«Πολλοί επιστρέφουν κάθε χρόνο για να δουν την οικογένειά τους και να συμμετέχουν σε καλοκαιρινά φεστιβάλ που ονομάζονται "πανηγύρια". Ο αριθμός των κατοίκων κατά τη διάρκεια αυτών των φεστιβάλ μπορεί να αυξηθεί από λίγες δεκάδες σε χιλιάδες».

Τα ηπειρώτικα είναι η μόνη παλιά μουσική απ' όσες έχει ασχοληθεί που εξακολουθεί να μένει απαράλλαχτη μέσα στον χρόνο. Όλες οι υπόλοιπες έχουν εκσυγχρονιστεί ή αλλοιωθεί και κινδυνεύουν να χαθούν μαζί με τους φθαρμένους δίσκους όπου είναι καταγεγραμμένες. Έτσι είχε μεγάλο ενδαφέρον για τον King να καταγράψει την ιστορία της μουσικής «που ξέχασε ο χρόνος».

Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόσκληση ενός φίλου του να πάει στην Ήπειρο και, όπως οι ικέτες που πήγαιναν στο Νεκρομαντείο, ήλπιζε να συναντήσει τους νεκρούς – συγκεκριμένα τον Κίτσο Χαρισιάδη και τον Αλέξη Ζούμπα, δύο μουσικούς από την Ήπειρο που ηχογράφησαν πριν από 90 χρόνια. Είχε σκοπό να βρει περισσότερα για τη ζωή τους από τους Ηπειρώτες που τους θυμούνταν ή τους είχαν γνωρίσει. Αυτό που ανακάλυψε ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.





«Η κουλτούρα της Ηπείρου αγκαλιάζει το ίδιο τους ζωντανούς και τους νεκρούς και το παρόν περιείχε μια ζωτικότητα που ήμουν σίγουρος ότι είχε εξαφανιστεί» γράφει. Περιγράφει την εμπειρία της πρώτης του γνωριμίας με την κουλτούρα της Ηπείρου με τρόπο πνευματώδη και αυτοσαρκαστικό. Τον βλέπουμε να μεταμορφώνεται από έναν «προστατευμένο μισάνθρωπο συλλέκτη δίσκων» σε έναν «μοντέρνο Έλληνα χωριάτη» καθώς ερωτεύεται τα ήθη, τα έθιμα, τα τελετουργικά και το φαγητό της Ηπείρου.

Ιδιαίτερα σαγηνεύτηκε από το τσίπουρο, το οποίο λέει ότι «έχει γεύση από τα αγγελικά υγρά που παράγονται όταν οι άγγελοι... γαμιούνται». Μαθαίνει πώς να το αποστάζει και περιγράφει τις ψυχοτρόπες ιδιότητές του. Γράφει για τα αξιοθέατα και την ιστορία της Ηπείρου. Αυτό που περιγράφει όμως πιο ζωντανά και πιο γλαφυρά απ' οτιδήποτε άλλο είναι τα καλοκαιρινά πανηγύρια της.

«Τα πανηγύρια διαρκούν όλη τη νύχτα, με πολύ φαγητό, αλκοόλ, μουσική και χορό. Οι μπάντες στήνονται στο κέντρο της πλατείας του χωριού, περιτριγυρισμένες από χωρικούς, που με τα χέρια ενωμένα χορεύουν με περίπλοκους βηματισμούς σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τους μουσικούς». Κάπως έτσι, περιγράφοντας το περιβάλλον, θυμάται πώς έγινε «επίτιμος» κάτοικος της Βίτσας:
«Τα κλαρίνα ηχούσαν διονυσιακά από το κέντρο του χωριού σαν υπνωτικά φλάουτα γητευτών φιδιών, καπνός έβγαινε από τα καλαμάκια που ψήνονταν κατά δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι περιστρέφονταν γύρω από τους μουσικούς, θυμάμαι την παράξενη αύρα των πάντων».

Εκείνη τη νύχτα λυποθύμησε και όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί βρήκε τον εαυτό του καλυμμένο με αίματα και τα γυαλιά του τρία κομμάτια. Δεν θυμόταν τίποτα, είχε καταρρεύει από το ποτό και την ένταση, αλλά οι πληγές του έγιναν έμβλημα τιμής και ήταν η μύηση για να γίνει κάτοικος Βίτσας. «Βιτσάνιος από υιοθεσία» γράφει.




Στο μεταξύ, αρχίζει να αναζητά γεγονότα και ιστορίες για τον Κίτσο Χαρισιάδη και τον Αλέξη Ζούμπα και στη συνέχεια την επίδραση των Τσιγγάνων στα ηπειρώτικα. Ο Χαρισιάδης, σπουδαίος κλαριντζής, έζησε στην Ήπειρο όλη του τη ζωή και έκανε μόνο 24 ηχογραφήσεις, όλες μεταξύ 1929 και 1931. Δεκατέσσερις από αυτές συμεριλήφθηκαν στην τελευταία κυκλοφορία του King «Lament in a deep style».

Παρόλο που η μουσική στην Ήπειρο περνάει από τη μία γενιά στην επόμενη, δεν συμβαίνει το ίδιο με την τεχνική, και κάθε μουσικός αναπτύσσει έναν ιδιοσυγκρασιακό τρόπο παιξίματος. Ο Χαρισιάδης, για παράδειγμα, παρέδιδε μαθήματα, ενώ καθόταν στη μία πλευρά του φαραγγιού, με τον μαθητή του να βρίσκεται απέναντι για να μη βλέπει τα δάχτυλα του δασκάλου του να κινούνται. Έτσι έπρεπε να βρει τρόπο να μιμηθεί τους ήχους που άκουγε.

Ο Χαρισιάδης, όπως ανακάλυψε ο King από τους ανθρώπους που τον ήξεραν, είχε τη φήμη ότι ήταν άγιος. Είχε μόνο μία επιθυμία, να θεραπεύσει τους ανθρώπους με τη μουσική του. Λέγεται ότι έπαιζε για ώρες κάθε μέρα στους εργάτες στο ορυχείο μαρμάρου στην Κληματιά, το χωριό απ' όπου καταγόταν. «Η τεχνική του», αναφέρει ο King , «θυμίζει τον Τζον Κόλτρεϊν».



Ο Χαρισιάδης, σπουδαίος κλαριντζής, έζησε στην Ήπειρο όλη του τη ζωή και έκανε μόνο 24 ηχογραφήσεις, όλες μεταξύ 1929 και 1931.

Ο Ζούμπας, ο βιολιτζής, έφυγε από την Ήπειρο το 1910 για να πάει στην Αμερική, παίζοντας σε ελληνικά και τούρκικα κλαμπ στο «κύκλωμα της φέτας», τις κοινότητες των μεταναστών στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια και στο Γκάρι στην Ιντιάνα. Ηχογράφησε αρκετά κομμάτια στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο τη δεκαετία του 1920, αλλά τις πιο πολλές ηχογραφήσεις του τις έκανε μετά το 1929.

«Ο τρόπος που έπαιζε ήταν βαθύς και θρηνώδης, εξέφραζε τον πόνο της ξενιτιάς και τη νοσταλγία για την πατρίδα που είχαν όλοι οι εμιγκρέδες. Και είχε αισθανθεί βαθιά τι σημαίνει ξενιτιά: επέστρεψε στην Ελλάδα μόνο μία φορά και αγωνίστηκε να τα βγάλει πέρα στην Αμερική, πεθαίνοντας απένταρος στο Ντιτρόιτ το 1946». Την πρώτη φορά που ο King άκουσε το «ηπειρώτικο μοιρολόγι» του άλλαξε η ζωή του για πάντα...

Τα εξώφυλλα των δίσκων όπως και το εξώφυλλο του βιβλίου έχει κάνει ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή εικονογράφους και σχεδιαστές κόμικ του αμερικάνικου underground, o Robert Crumb (R. Crumb).

Info:
To βιβλίο του Christopher King «Lament from Epirus: An οdyssey into Europe's oldest surviving folk music» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις W.W. Norton & Company.

https://soundcloud.com/long-gone-sound


https://www.youtube.com/watch?v=f4cI1WyEnbM&t=2029s
 
Last edited by a moderator:

Skakinen

AVClub Fanatic
22 November 2006
10,037
Αθήνα
Επειδή, πιθανότατα, το post αυτό πέρασε απαρατήρητο στα Video Clips, μεταφέρεται και σε δικό του νήμα. Είτε συμφωνεί κάποιος είτε όχι με τους παραλληλισμούς, αξίζει μιας ανάγνωσης.
 

spageo

Supreme Member
7 May 2007
3,472
Καρέας
Σωστή ενέργεια να υπάρχει νήμα συσχέτισης της παραδοσιακής μουσικής μας και της jazz αφού και στα δυό αυτά είδη μουσικής το κοινό και επικρατούν στοιχείο είναι ο αυτοσχεδιασμός. Πραγματικά μόνο σε δίσκο ή άλλο μέσο καταγραφής της μουσικής μπορεί να ακούσει κανείς δύο απαράλλαχτες εκτελέσεις του ίδιου μουσικού κομματιού. Ο όρος "Ηπειρώτικα" στο νήμα περιορίζει την παραδοσιακή μουσική μας σε μιά μόνο περιοχή της πατρίδας ενώ ο αυτοσχεδιασμός έχει πολλές "πατρίδες" μέσα στη χώρα.
Ας αρχίσουμε λοιπόν με αυτό:
Η συνάντηση του Τάσου Χαλκιά με τον Benny Goodman
«Μια μέρα ήρθε η μπόσενα και μου είπε πως στο μαγαζί βρίσκονται καμιά δεκαριά άτομα με τον κύριο Γκούτμαν. Τους είχε φέρει το ενδιαφέρον τους για ένα σκοπό που έπρεπε να παιχτεί πάνω σε μοιρολόι και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούσαν να το παίξουν, η ορχήστρα του Μπέννυ Γκούτμαν. Επρόκειτο για κινηματογραφικό έργο του Ρίτσαρντ Σεραφιάν. Το Άντυ (σ.σ. ταινία του 1965), όπου μια μάνα χάνει την κόρη της και τρελαίνεται (σ.σ. δεν είμαι σίγουρος αν η ταινία έχει να κάνει με κάτι τέτοιο – άλλα έχω διαβάσει). Για εκείνη τη στιγμή θέλαν' ένα σκοπό μοιρολόι. Ρώτησαν και τους είπαν να έρθουν στη Νέα Υόρκη, στο κέντρο Αλή Μπαμπάς, όπου παίζει κάποιος, που είναι σε θέση να εξυπηρετήσει και ονομάζεται Τάσος Χαλκιάς. Μπένυ Γκούτμαν Όταν μου είπε η μπόσενα ότι "Κύριε Χαλκιά, σήμερα φιλοξενούμε στο μαγαζί τον Μπέννυ Γκούτμαν", είναι αλήθεια πως γνωρίζοντας ποιος είναι, δεν μπορούσα να παίξω αυτό που θέλανε. Βέβαια, κατόπιν συνεννόησης, με την μπόσενα, διότι εκείνη έκανε το διερμηνέα –εγώ δεν ήξερα να μιλήσω– ο Γκούτμαν της είπε: – Θέλω να παίξει ένα μοιρολόι. Τι είναι αυτό το πράγμα; – Να παίξω, είπα, αλλά επειδή ήξερα για τον άνθρωπο αυτόν, επήγα πρώτα στο μπαρ κι έσφιξα δυο-τρία ουίσκι και κατόπιν ανέβηκα επάνω. Μόλις τελείωσα ήρθε στο πάλκο και με ρώτησε αν διαβάζω νότες. – Δε διαβάζω κύριε. – Και περνάς τόσα πράματα; Εγώ να ήμουνα, χωρίς να διάβαζα δε θα τα κατάφερνα ποτέ. Είναι! Σαν βυζαντινή μουσική. Έπαιξα ωραία. Του φάνηκε παράξενος ο ήχος του μοιρολογιού. Ο τρόπος. Οι τραβηχτές φωνές σε μόρια. Πολύ τραβηχτές. Κι αυτό ίσως δεν το είχαν στη μουσική που έπαιζε ο Γκούτμαν. Στην Τζαζ. Βγάζουν καθαρές φωνές στην Τζαζ. Δεν έχουν κλεισάντα. Δεν έχουν μόρια μέσα στις φωνές τους και τους εντυπωσίασα φαίνεται. Τους άρεσε πολύ. Τρελάθηκε ο Γκούτμαν. Ανέβηκε στο πάλκο και κοντά στις ερωτήσεις με φίλησε κι ύστερα όταν καθίσαμε στην παρέα του μου έδωσε μια μπουκαδούρα (σ.σ. επιστόμιο) δώρο που έγραφε πάνω το όνομά του. Μου έδωσε επίσης και καλάμια (σ.σ. τα γλωσσίδια που τοποθετούνται πάνω στο επιστόμιο και αφού σφιχτούν πάλλονται κατά το φύσημα). Δεν ξέρω πώς, αλλά έβγαζε και δικά του καλάμια. Έπαιξα τελικά με την ορχήστρα του, μ' αυτόν τον μεγάλο κλαρινίστα της Αμερικής μετά από το παίξιμο που έκανα στο μαγαζί, όπου κάθισα έξι μήνες. Έκαναν καλά λεφτά τα αφεντικά. Ήτανε ωραίοι άνθρωποι, αλλά και το μαγαζί τους πολύ σωστό για την εποχή». Πηγή: www.lifo.gr
(Από αφήγηση του Τάσου Χαλκιά)

Στη συνέχεια να ακούσουμε δυό δείγματα από ηχογραφήσεις των μουσικών, στους οποίους αναφέρεται ο Christopher King :

Με πρώτο τον Αλέξη Ζούμπα :


και δεύτερο τον Κίτσο Χαρισιάδη :


Κι' ας κλείσουμε με δείγμα αυτοσχεδιασμού σε κανονάκι του σύγχρονου Μάνου Κουτσαγγελίδη :


Ο τελευταίος δεν είναι βέβαια Ηπειρώτης και το τραγούδι ανήκει στούς θησαυρούς των Χαμένων Πατρίδων......Απολαύστε το!
 

Black Jack

Senior Member
26 January 2011
615
Για την ενασχόληση του Christopher King και της Third Man Records του Jack White με τα ηπειρώτικα, είχε γράψει ο Μάκης Μηλάτος ένα άρθρο-promotion στο athensvoice.gr (5/12/2018), κλασική φιλελεδιά του τύπου «να ρε ιθαγενείς τουρκοβαλκάνιοι, δείτε τι μουσικάρες λένε οι ξένοι ότι έχει βγάλει η παράδοσή μας, να ξεστραβωθείτε». Με αφορμή το άρθρο του Μηλάτου, o Φώντας Τρούσας στο μπλογκ του ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ, έκανε μια εύστοχη κριτική/αποδομητική ανάρτησή (Ο Christopher King, o Μάκης Μηλάτος, ο κλαριντζής Κίτσος Χαρισιάδης, τα ηπειρώτικα δημοτικά εξ Αμερικής και άλλα διάφορα...) την επόμενη μέρα, που αξίζει να διαβαστεί.
 

supersonic

Μέλος Σωματείου
17 June 2006
49,336
Για την ενασχόληση του Christopher King και της Third Man Records του Jack White με τα ηπειρώτικα, είχε γράψει ο Μάκης Μηλάτος ένα άρθρο-promotion στο athensvoice.gr (5/12/2018), κλασική φιλελεδιά του τύπου «να ρε ιθαγενείς τουρκοβαλκάνιοι, δείτε τι μουσικάρες λένε οι ξένοι ότι έχει βγάλει η παράδοσή μας, να ξεστραβωθείτε». Με αφορμή το άρθρο του Μηλάτου, o Φώντας Τρούσας στο μπλογκ του ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ, έκανε μια εύστοχη κριτική/αποδομητική ανάρτησή (Ο Christopher King, o Μάκης Μηλάτος, ο κλαριντζής Κίτσος Χαρισιάδης, τα ηπειρώτικα δημοτικά εξ Αμερικής και άλλα διάφορα...) την επόμενη μέρα, που αξίζει να διαβαστεί.

εκείνο που δεν μου αρέσει γενικώς είναι ότι ο ένας γουστάρει να ξεμαλλιάζει τον άλλο.
Ο καθένας θέλει να μπαίνει μπροστά το τεράστιο εγώ του και να μειώνει τον άλλο.
Πες ρε φίλε αυτά που θες να πεις, λίγο πιό όμορφα.