Νουθεσίες για παιδιά! [Η "σκηνή" του Λος Άντζελες #4]

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα

4ο Μέρος • Ήχοι από την Πόλη των Αγγέλων​

SunsetBlvd1966.jpg
Sunset Boulevard, 1966​
______________________
Λεωφόρος στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της κομητείας του Λος Άντζελες, που εκτείνεται από την Pacific Coast Highway στο Pacific Palisades, ανατολικά μέχρι την Figueroa Street στο Κεντρικό Λος Άντζελες. Διάσημη για τις πλούσιες πολιτιστικές πτυχές της, της νυχτερινής ζωής, των ραδιοτηλεοπτικών εγκαταστάσεων, των καταστημάτων με τις κιθάρες και των στούντιο ηχογραφήσεων Sunset Sound Studios και United Western Recorders, αλλά και των αναφορών σε ταινίες και τραγούδια, όπως στο Sunset Boulevard (1950) του Billy Wilder και στα "Dead Man's Curve" των Jan and Dean και "For What It's Worth" των Buffalo Springfield...


Η κατηγοριοποίηση, ομαδοποίηση, ταξινόμηση, ιεράρχηση, πάντα υπήρξε ένας τρόπος "τακτοποίησης" ανθρώπων, καταστάσεων, ρευμάτων... Τα χ αγαπημένα, μισητά, καλύτερα, χειρότερα, επιδραστικότερα, αποκρουστικότερα, νοστιμότερα, προχωρημένα, περίεργα και πάει λέγοντας, βοηθούν στο να "ελέγχουμε" την πληροφορία και εν πολλοίς να ξεμπερδεύουμε μ' αυτήν. Φυσικά επειδή δεν μπορεί να υπάρχει άποψη επί παντός επιστητού, έρχονται να γνωμοδοτήσουν και οι πάσης φύσεως αυτόκλητοι ή καταξιωμένοι επαΐοντες.

Βέβαια, για κείνους που δεν αρκούνται στη βουλιμική και αρχειονομική προσέγγιση και λόγω της ανάπτυξης μιας πιο ιδιοσυγκρασιακής σχέσης με τα πράγματα, η συνήθης οριοθέτηση είναι πολύ περιοριστική και δεν μπορεί να συμπεριλάβει το εύρος των χαρακτηριστικών και κατ' επέκταση των συναισθημάτων που προκαλούνται. Συνήθως ένας επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα και πράγματα που μας εξάπτουν το ενδιαφέρον, φαντάζει ανεπαρκής στο βαθμό που μπορούν να συνυπάρχουν αντίθετες, ετερόκλητες και μη μονομερείς καταστάσεις.

Τα αναφέρουμε όλα αυτά, γιατί στο τέταρτο μέρος του αφιερώματός μας, υπάρχει ένα γκρουπ που μας δίνει την αφορμή, αν και αυτή η θεώρηση είναι πια καθημερινή, αφού όλο και περισσότερο προσπαθεί να αντισταθμίσει την μη αφομοιώσιμη και πολλές φορές αμφιλεγόμενη πληροφορία (με την ευρεία έννοια)! Προσωπικά μ' αυτούς και αυτά που μ' ενδιαφέρουν, αναπτύσσω χρόνιες σχέσεις, που εμπεριέχουν όλα τα Συν και Πλην. Θεωρώ ότι είναι η στοιχειώδης άμυνα μπροστά στην προβαλλόμενη μολυντική εικονική πραγματικότητα των (αντι)κοινωνικών δικτύων της ιντερνετο-κλειδαρότρυπας, του λάικ και του προφάιλιν...

1o Μέρος-Εισαγωγή: Μουσική πανδαισία... στο Λος Άντζελες, μέσα '60ς-αρχές '70ς
2o Μέρος: Είχα πολλά να ονειρευτώ χθες βράδυ!
3o Μέρος: Αποξηραμένα λουλούδια
5o Μέρος: Πέρασμα στην άλλη πλευρά
6o Μέρος: Γεννημένοι άγριοι

και ένα παλιότερο με βιντεοκλίπ: Αγγελικά ψήγματα
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα

Ένας οδηγός παιδιών για το καλό και το κακό​

The West Coast Pop Art Experimental Band - Vol. 3: A Child's Guide To Good & Evil (Μάιος/Ιούλιος 1968, Reprise Records)

AChildsGuideToGood&Evil.jpg

Τραγούδια: A1 Eighteen Is Over The Hill, A2 In The Country, A3 Ritual #1, A4 Our Drummer Always Plays In The Nude, A5 As The World Rises And Falls, A6 Until The Poorest People Have Money To Spend, B1 Watch Yourself, B2 A Child's Guide To Good And Evil, B3 Ritual #2, B4 A Child Of A Few Hours Is Burning To Death, B5 As Kind As Summer, B6 Anniversary Of World War III
Μουσικοί: Bob Markley (φωνητικά), Shaun Harris (φωνητικά, μπάσο), Ron Morgan (κιθάρα), Jim Gordon (τύμπανα)
Παραγωγή: Bob Markley, Jimmy Bowen

Ηχογραφήθηκε στα United Western Recorders, στο Λος Άντζελες στα τέλη του 1967 έως τις αρχές του 1968

WCPAEBbyMichaelOchs.jpg

Μερικές φορές τα σπουδαία έργα προκύπτουν μέσω σύγκρουσης και όχι σχεδιασμού. Μια παράξενη συγχώνευση αθωότητας και σκοπιμότητας, η αποθέωση των West Coast Pop Art Experimental Band είχε απίθανο ξεκίνημα. Δύο χρόνια νωρίτερα, τρεις έφηβοι μαγεμένοι από τις διασημότητες, γλίστρησαν σ' ένα χιπ Χολιγουντιανό πάρτι για να παρακολουθήσουν τους Yardbirds να παίζουν, και βρέθηκαν δεσμευμένοι σε μια Φαουστιανή συμφωνία με τον πλούσιο αλλά εκκεντρικό οικοδεσπότη. Η συμφωνία ήταν να υποστηρίξει και να προωθήσει το συγκρότημά τους, αν τον άφηναν να χτυπήσει ένα ντέφι στη σκηνή - φαινομενικά για να προσελκύσει κορίτσια. Αλλά, αν και οι κοινωνικές του επαφές τους απέφεραν συναυλίες και ένα συμβόλαιο για δίσκο, ο πλεϊμπόι Bob Markley - που είχε ήδη φορτώσει στην μπάντα το "δυσκίνητο" όνομά της - σύντομα απαίτησε μεγαλύτερη δημιουργική εμπλοκή, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στον Shaun Harris, θεωρώντας τον χωρίς μουσικές ικανότητες. Μέχρι τη στιγμή που το γκρουπ ηχογράφησε το τρίτο τους άλμπουμ για τη Reprise, τα μισά από τα ιδρυτικά μέλη είχαν φύγει, ακόμη και ο Harris είχε κουραστεί να βλέπει τα προσεκτικά επεξεργασμένα ποπ κατασκευάσματά του, να εξυπηρετούν μια όλο και πιο περίεργη ατζέντα. Ωστόσο, ο ηλικιακά μεγαλύτερος Markley, που απείχε από το αλκοόλ, ήταν επίσης ένας ευφυής παρατηρητής, συλλέκτης μουσικής και παράξενος στιχουργός.

Το κομμάτι τίτλου του άλμπουμ, στο οποίο οι Αδελφοί Γκριμ συνάντησαν τον Μάγο του Οζ, ήταν χαρακτηριστική περίπτωση. Ένα αξιοθαύμαστο μείγμα από το μαγικό και το μακάβριο, άνοιγε με ένα πανέμορφο ριφ ηλεκτρικού σιτάρ και ένα δίχως λόγια, αρμονικό ξέσπασμα πριν εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικό μονόλογο (που παραδίδεται από τον Markley μέσα από κάτι που ακουγόταν σαν μεγάφωνο), προσκαλώντας για μια βόλτα σ' ένα δάσος γεμάτο αρουραίους, νυχτερίδες και μανιασμένα σκυλιά. Το "A Child Of A Few Hours Is Burning To Death", με εικόνες από γυναίκες καμένες από ναπάλμ και παιδιά «βιντεοσκοπημένα για το αυριανό σόου των ειδήσεων», αποδείχτηκε αξιοσημείωτα προφητικό, αφού τέσσερα χρόνια αργότερα η φωτογραφία που κέρδισε το βραβείο Pulitzer, ενός καμένου γυμνού κοριτσιού που ούρλιαζε, θα έκανε πολλά για να αναστρέψει το κλίμα της κοινής γνώμης κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Ωστόσο, ο ειρωνικός κυνισμός του χαρούμενου ρεφρέν του MarkleyΘα έπρεπε να είχαμε καλέσει τη Suzie και τον Bobby, που τους αρέσει να βλέπουν τις φωτιές!») πρόσθεσε μια ανατριχιαστική αποστροφή. Η υπέρβαση όλων αυτών ήταν το "As The World Rises And Falls" με την ήσυχη, συναρπαστική ομορφιά του. Πάνω από μια αξέχαστη γραμμή κιθάρας, βουτηγμένης σε ηχώ, η αφήγηση αφορούσε μια συνάντηση δύο παιδιών σε μια παραλία με μια προειδοποίηση ενάντια στην απρόσμενη αποπλάνηση, που μοιάζει με ξόρκι.

Ο μοναδικός ήχος του δίσκου προέκυψε από διάφορους παράγοντες. Η έντονη ένταση στα φωνητικά του Harris συνέβαλε στην αναστατωμένη ατμόσφαιρα - καθώς αγωνίστηκε να δώσει το πάθος στους στίχους που σπάνια κατάλαβε και περισσότερο περιφρονούσε. Ο ταλαντούχος αλλά ορμητικός κιθαρίστας Ron Morgan - το μοναδικό μέλος της μπάντας που με ενθουσιασμό αγκάλιασε τη σκηνή ναρκωτικών του Λ.Α. - έπαιζε μια δωδεκάχορδη Vox μέσω ενός ενισχυτή ακορντεόν Magnatone και ενός ηχείου Lesley. Μετά υπήρχε το μαγικό κόλπο του στούντιο. Το "Ritual #2" χτίστηκε σε βρόχο ταινίας ηλεκτρικού σιτάρ, ενώ το "As Kind As Summer" παρουσίασε ένα πρώιμο παράδειγμα "σκρατσαρίσματος", με τη λέξη "evil" να παίζει μπρος και πίσω με φθίνουσα ταχύτητα μέχρι η βελόνα να εγκατασταθεί στο αυλάκι.

Ο Markley συνέκρινε το τελικό άλμπουμ με το John Wesley Harding και το Sunshine Superman, δηλώνοντας: «Το στιχουργικό περιεχόμενο είναι τόσο σημαντικό και πηγαίνει τόσο βαθιά ώστε να περνάμε τη λεπτή γραμμή της τέλειας γεύσης!» Ο ισχυρισμός του για οικονομία στα λόγια σίγουρα πέτυχε τον στόχο στο κομμάτι κλεισίματος του άλμπουμ, αφού το "Anniversary Of World War III" είναι ένα δίλεπτο απόλυτης σιωπής. Παρά την παγκόσμια κυκλοφορία, ο δίσκος δεν υπήρξε ούτε κριτική ούτε εμπορική επιτυχία και η Reprise Records παράτησε την μπάντα.

Το A Child's Guide To Good & Evil σημάδεψε μια εποχή που η πρώιμη ευφορία της βρετανικής εισβολής, του φολκ ροκ και του φλάουερ-πάουερ έπεφτε σε μια παλίρροια καταστροφικών ναρκωτικών, παράνοιας και διαμαρτυρίας. Το μονόχρωμο εξώφυλλό του υπερθέτει τις φτερούγες μιας πεταλούδας πάνω στο πρόσωπο ενός παιδιού, ενώ τα τραγούδια εστιάζουν στην αγάπη, το μίσος, την απληστία, τον πόλεμο και, πάνω απ' όλα, στην έννοια της αθωότητας κάθε ανθρώπου μέχρι να διαφθαρεί. Ήταν μάλλον η πιο τέλεια, ατελής έκφραση της εποχής.

(****1/2, πηγές: εξώφυλλο, wikipedia.org, Tim Forster)

BobShaunDanTheOtherPlace.jpg
Bob Markley, Shaun Harris και Dan Harris στη σκηνή του The Other Place στο LA
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα

Εικονομάχοι!​

The Monkees - Head (Δεκέμβριος 1968, Colgems)

Head.jpg

Τραγούδια: A1 Opening Ceremony, A2 Porpoise Song (Theme From "Head") (Goffin, King), A3 Ditty Diego - War Chant (Nicholson, Rafelson), A4 Circle Sky (Nesmith), A5 Supplicio, A6 Can You Dig It (Tork), A7 Gravy, B1 Superstitious, B2 As We Go Along (King, Stern), B3 Dandruff?, B4 Daddy's Song (Nilsson), B5 Poll, B6 Long Title: Do I Have To Do This All Over Again (Tork), B7 Swami - Plus Strings, Etc. (Ken Thorne)
Μουσικοί: Micky Dolenz (A2, A6, B2) (κύρια φωνητικά), Davy Jones (B4) (κύρια φωνητικά, μαράκες), Mike Nesmith (A4) (κύρια φωνητικά) / (A4, B4) (ηλεκτρική & ακουστική κιθάρα) / (A4) (ηλεκτρικό όργανο, κρουστά), Peter Tork (B6) (κύρια φωνητικά, ηλεκτρική κιθάρα)
- με τους:
Jack Nitzsche (A2, B2) / Shorty Rogers (B4) (ενορχήστρωση), Russ Titelman (A2) (διεύθυνση ορχήστρας, κύμβαλο), John Raines (A2, B2) / Mike Ney (A2) / Eddie Hoh (A4, B4) / Buddy Miles (A6) / Dewey Martin (A6, B6) / Earl Palmer (B2) Denny Bruce (B2) (τύμπανα, κρουστά), Danny "Kootch" Kortchmar (A2, B2) / Ken Bloom (A2, B2) / Keith Allison (A4) / Bill Chadwick (A4) / Carole King (B2) / Neil Young (B2) / Ry Cooder (B2) / Lance Wakely (B6) / Stephen Stills (B6) (κιθάρα), Doug Lubahn (A2) / John Gross (A4) / Richard Dey (A4, B4) / Harvey Newmark (B2) / Lance Wakely (B6) (μπάσο), Clyde "Whitey" Hoggan (A2) / Jerry Scheff (A2) / Jim Hughart (A2) / Max Bennett (A2) (όρθιο μπάσο), David Filerman (A2) / Gregory Bemko (A2) / Jacqueline Lustgarten (A2) / Jan Kelley (A2) / Eleanor Slatkin (B4) / Emmet Sargeant (B4) / Justin Ditullio (B4) / Ray Kramer (B4) (τσέλο), Michel Rubini (A3) / Harry Nilsson (B4) (πιάνο), Leon Russell (A2) / Ralph Schuckett (A2) (πλήκτρα), Dick Leith (B4) / Lew McCreary (B4) (τρομπόνι), Buddy Childers (B4) / Pete Candoli (B4) / Tony Terran (B4) (τρομπέτα), Cappy Lewis (B4) / Stu Williamson (B4) (φλούγκελχορν), Bill Hinshaw (A2) / Jules Jacob (A2) (ξύλινα & χάλκινα πνευστά)
Παραγωγή: The Monkees, Gerry Goffin (A2)

Ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβριο του 1967 μέχρι τον Αύγουστο του 1968, στα California Recorders, Wally Heider Recording, RCA Victor Studios, Western Recorders, Original Sound Recording Studio και Sunset Sound Recorders, Χόλιγουντ

NesmithJonesDolenzTork.jpg
Michael Nesmith, Davy Jones, Micky Dolenz, Peter Tork, στο Head (1968)​

«Έι, γεια, είμαστε οι Monkees, ξέρετε ότι μας αρέσει να ευχαριστούμε
Μια κατασκευασμένη εικόνα χωρίς φιλοσοφίες
...
»​

Ο Bob Rafelson και ο Bert Schneider ήταν συνεργάτες για έναν και μόνο λόγο: να κάνουν ταινίες. Το πρώτο τους εγχείρημα ήταν η σύλληψη και το κάστινγκ των Monkees, μιας τηλεοπτικής σειράς που ξεκίνησε στη νιρβάνα του κινηματογραφικού ντεμπούτου, A Hard Day's Night των Beatles. Το σκανταλιάρικο δίδυμο του Χόλιγουντ, προσδοκούσε στην επιτυχία των Monkees για να μπορέσει τελικά να φτιάξει το είδος των ταινιών που επιθυμούσε - καλλιτεχνικές, αστείες και συχνά κυνικές.

Η τηλεοπτική σειρά κρατούσε το γκρουπ σε πλήρη απασχόληση μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, δισκογραφικά αλλά και κινηματογραφικά. Η ιδέα της ταινίας άρχισε να υλοποιείται, όταν οι Jack Nicholson και Bob Rafelson ανέλαβαν το σενάριο και την παραγωγή της παράλογης, παράξενης και συχνά όμορφης ταινίας Head, του 1968.

Σε σκηνοθεσία του Rafelson και εκτελεστικό παραγωγό τον Schneider, η ταινία παίρνει τους Monkees από την οθόνη της τηλεόρασης, στην πρώτη τους κινηματογραφική περιπέτεια, σε μια προσπάθεια που απόλυτα δεν περίμενε κανείς, φυσικά ούτε οι οπαδοί της μπάντας. Οι κινηματογραφόφιλοι, κουλτουριάρηδες και άλλοι παρόμοιοι σνόμπαραν σίγουρα καθετί που έπρεπε να ασχοληθεί με ένα «ψεύτικο συγκρότημα από την τηλεόραση για εφήβους». Η ταινία, είναι σουρεαλιστική, σατιρική, ζωντανή, γεμάτη μουσική, χρώμα και ενέργεια, ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό, τεχνικολόρ κιτς θέαμα.

«Ελπίζουμε να σας αρέσει η ιστορία μας, αν και δεν είναι μόνο μια.
Δηλαδή, υπάρχουν πολλές, για περισσότερη διασκέδαση!
»​

Η μουσική που συγκροτήθηκε για την ταινία και εμφανίστηκε αντίστοιχα στο άλμπουμ με το ίδιο όνομα ήταν, ωστόσο, εξαιρετική. Υπάρχουν μόνο έξι "αληθινά τραγούδια" - επτά, αν συμπεριληφθεί ο προφορικός "ψαλμός" -, αλλά η ποιότητα αυτής της συλλογής, γενικά, οδηγεί στην καλύτερη δουλειά που έκαναν ποτέ οι Monkees.

JackNicholsonTheMonkees.jpg
Ο Jack Nicholson με τους Monkees μεταξύ των λήψεων της ταινίας Head (φωτογραφία Henry Diltz)​

Μετά την "Opening Ceremony"/Εναρκτήρια Τελετή, έρχεται η πρώτη μεγάλη στιγμή με το θεματικό τραγούδι της ταινίας, "Porpoise Song (Theme from Head)", των Gerry Goffin/Carole King. Αυτό το υπέροχο τραγούδι, με την πλούσια ενορχήστρωση που το διαποτίζει στην ψυχεδέλεια, δίνει τον τόνο του φιλμ μάλλον εξαιρετικά. Η υπόθεση είναι ότι οι Monkees προσπαθούν να απεγκλωβίσουν τους εαυτούς τους, να απελευθερωθούν από το ίματζ, το πλαστογράφημα του Χόλιγουντ, το μεγαλειώδες ψέμα... Η όμορφη παραγωγή είναι του συν-συγγραφέα Gerry Coffin και η εξαιρετική ερμηνεία, από τον Micky Dolenz. Τα έγχορδα, τα μελωδικά κουδούνια και το όργανο χτίζονται αργά, καθώς το τραγούδι ξεσπά στον αρχικό του στίχο. Το κομμάτι διατηρεί στοιχεία της εφήμερης γοητείας των πιο εμπορικών επιτυχιών της μπάντας, αλλά ενσωματώνεται άνετα στις ευαισθησίες της ποπ ψυχεδέλειας του 1968.

«Λες ότι είμαστε κατασκευασμένοι, μ' αυτό όλοι συμφωνούμε
Έτσι, κάνε την επιλογή σου και θα χαρούμε να μην απελευθερωθούμε ποτέ!
»​

Ο Mike Nesmith παίρνει τον κεντρικό ρόλο με το ασταμάτητο ριφ και τα σεξουαλικά μουγκρητά του εξαίρετου "Circle Sky", ένα τραγούδι που ερμηνεύεται ζωντανά στην ταινία και από τους τέσσερις Monkees. Το κομμάτι του άλμπουμ είναι μια στούντιο έκδοση, με τον Mike στα φωνητικά και την κιθάρα, υποστηριζόμενο από στούντιο μουσικούς. Αυτό το κάντρι-ρόκερ έχει μια αόριστη αίσθηση ροκαμπίλι, με πρόδηλους τους τεξάνικους ρυθμούς του Nesmith.

Ο Peter Tork συνεισφέρει ως τραγουδοποιός στο Head, με δύο δικές του εξαιρετικές πρωτότυπες συνθέσεις στο σάουντρακ. Το πρώτο είναι το μεσανατολίτικα-χρωματισμένο "Can You Dig It", που στην αρχή δημιουργήθηκε ως ντέμο κατά τη διάρκεια των σέσιον του Headquarters. Το τραγούδι επανεξετάστηκε για το Head και ενώ αρχικά τα κύρια φωνητικά ήταν του Peter (εδώ παίζει κιθάρα και μπάσο) στη ταινία κατέληξε σε μια διασκευή με τον Micky στην ερμηνεία. Ένα όμορφο καλειδοσκοπικό κομμάτι, με ταξιδιάρικους και παλαβούς στίχους εμπνευσμένους από το Τάο Τε Τσινγκ, υπογραμμισμένους από μοδάτη αργκό των '60ς.

«Για όσους αναζητούν νόημα και διαμορφώνονται από τα γεγονότα
Θα μπορούσαμε να σας πούμε ένα πράγμα, αλλά μόλις το ανακαλέσαμε
...»​

Το ήρεμο ακουστικό "As We Go Along", διαθέτει μερικά από τα καλύτερα φωνητικά του Micky σε οποιοδήποτε τραγούδι των Monkees, ένα εντυπωσιακό κομμάτι των Carole King και Toni Stern. Αναμφίβολα, είναι το πιο γλυκό, συναισθηματικά ευάλωτο και δραματικά άμεσο κομμάτι στο άλμπουμ, μια απλή έκκληση να πετάξετε τις άμυνές σας και να ανοίξετε τον εαυτό σας σε ένα αγαπημένο σας πρόσωπο. Πέρα από τον ταλαντούχο Micky, κιθάρα παίζει η Carole King, συνοδευόμενη από τους Ry Cooder και Neil Young.

MonkeesHead.jpg

Ο θρυλικός Harry Nilsson έκανε μερικές από τις πρώτες του επιτυχίες γράφοντας τραγούδια για τους Monkees. Αυτό επαναλαμβάνεται και με το "Daddy's Song", ένα τραγούδι-και-χορευτικό που εντυπωσιάζει, παρουσιάζοντας τον Davy Jones σε μια ενθουσιώδη μουσικοθεατρική παράσταση με τους στίχους να περιγράφουν λεπτομερώς τους θρήνους ενός ανθρώπου μετά την εγκατάλειψή του από έναν αγαπημένο πατέρα. Η γυναίκα που ο Davy χορεύει μαζί της στην ταινία, είναι η Toni Basil, της Τοπ-40 επιτυχίας του 1982, "Mickey".

«Ξέρουμε ότι δεν έχει σημασία, γιατί αυτό που ήρθες να δεις
Είναι αυτό που θα θέλαμε να δώσουμε, και δώσ' το μια, δυο, τρεις!
»​

Το τελευταίο "κανονικό" τραγούδι στο άλμπουμ είναι η δεύτερη από τις δύο συνθέσεις του Peter Tork, "Long Title: Do I Have To Do This All Over Again" και ενώ υπολείπεται από το "Can You Dig It", παραμένει ποιοτικό, ένα ρόκερ με γρήγορο ρυθμό. Ο Pete τραγουδάει, παίζει κιθάρα και μπάσο ενώ ο Stephen Stills "μεγαλουργεί" σ' όλο το κομμάτι.

Οι στίχοι του "Ditty Diego - War Chant", που υπάρχουν διάσπαρτοι στο κείμενο, γράφτηκαν από τον Jack Nicholson και τον Bob Rafelson και αυτό αποτελεί τη Διακήρυξη των Αρχών της ταινίας. Είναι προφανές ότι οι Monkees αυτοσαρκαζόμενοι, επιχειρούν τη διάλυση της δημόσιας εικόνας τους.

«Αλλά μπορεί να έρθουν τρία, δύο, ένα, δύο - ή άλμα από το εννιά στο πέντε
Και όταν βλέπεις το τέλος να πλησιάζει / Η αρχή μπορεί να ξεπροβάλλει!
»​

Το υπόλοιπο του άλμπουμ είναι (εμβόλιμα) ηχητικά κλιπ από την ταινία, αποσπάσματα διαλόγου, αφηγήσεις, ενορχηστρώσεις... που συμβάλλουν σίγουρα στην ολοκλήρωση της εμπειρίας. Το άλμπουμ είναι μια πειραματική απόκλιση από την τυποποιημένη ποπ μουσική που εκτόξευσε το γκρουπ στην επιτυχία, παρουσιάζοντας το πλήρες εύρος του ταλέντου και της δημιουργικότητας που οι Monkees ήταν ικανοί και είχαν αγωνιστεί να παρουσιάσουν εδώ και χρόνια, πριν την κυκλοφορία του Head. Η απλοϊκή και εύκολα διανεμημένη στις μάζες μπάμπλγκαμ ποπ είχε δώσει τη θέση της σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ονειρικό, ενδοσκοπικό και αποδομητικό του μέχρι τότε προφίλ τους...

(****1/2, πηγές: εξώφυλλο, wikipedia.org, Andrew Sandoval, The Monkees: The Day-By-Day Story of the 60s TV Pop Sensation, 2005)

TorkNesmithJonesDolenz.jpg
Peter Tork, Michael Nesmith, Davy Jones, Micky Dolenz
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα
Μια από τις πιο επιδραστικές και αγνοημένες ταινίες του Χόλιγουντ...

ή τι θα μπορούσε να έχει συμβεί χωρίς τους Monkees;

HeadPosterCampaign.jpg

Για το τι θα επέλεγε ο καθένας από το ερώτημα του τίτλου, εξαρτάται από την οπτική και επαφή που έχει με το θέμα, αλλά σε κάθε περίπτωση το κόνσεπτ του Head, με τις σινεφίλ προεκτάσεις, και τις καταστάσεις που το γέννησαν, υπήρξε αναμφίβολα καθοριστικό, καταλυτικό και επιρρωστικό για τα άτομα που ενεπλάκησαν αλλά και γενικότερα για την ευρύτερη σκηνή και τη κουλτούρα της.

Το φανταστικό, ψυχεδελικό τραγούδι "Porpoise Song (Theme from Head)", που πολύ συχνά αναφέρεται ως "Goodbye", από την επαναλαμβανόμενη λέξη του ρεφρέν, υπήρξε η προσπάθεια των Monkees να αποχαιρετήσουν τη ρετσινιά που οι μουσικοκριτικοί τους είχαν αποδώσει, ότι δεν ήταν πραγματικοί μουσικοί, ότι ήταν φτηνά αντίγραφα των Beatles, που δεν αξίζουν ούτε έπαινο ούτε εκτίμηση.

Για τους Monkees, το πιο απογοητευτικό μέρος αυτού του ισχυρισμού ήταν ότι κέρδισε έδαφος κατά τη διάρκεια της περιοδείας για τον δίσκο τους, Headquarter, που έγραψαν όλα τα τραγούδια και έπαιζαν όλα τα όργανα. Το άλμπουμ θεωρείται γενικά ένα από τα καλύτερά τους, αλλά ο τίτλος "Pre-Fab Four"/Τέσσερις Προκάτ συνέχισε να τους αποδίδεται, ακόμα και όταν κυκλοφορούσαν δυο ακόμη σημαντικά πετυχημένα άλμπουμ, τα Pisces, Aquarius, Capricorn & Jones Ltd. και Head, παρουσιάζοντας τις ικανότητές τους ως μουσικοί αλλά και στη σύνθεση. Και αυτό, δικαιολογημένα, τους απογοήτευσε.

RafelsonSchneider.jpg
Bob Rafelson και Bert Schneider

Έτσι ενάντια σε μια τρίτη σεζόν της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς τους, αποφάσισαν να επικεντρωθούν στην ταινία Head και στην απόπειρα να κερδίσουν τη χαμένη υπόληψή τους. Αυτό που πραγματικά κάνει το Head τόσο σημαντικό είναι οι συντελεστές του, πέρα φυσικά από τα μέλη της μπάντας: ο Bob Rafelson, ο Bert Schneider... και ο Jack Nicholson.

Ο Jack Nicholson δεν είχε ακόμη αρπάξει τη μεγάλη ευκαιρία ως ηθοποιός όταν κυκλοφόρησε η ταινία Head. Είχε αρκετούς ρόλους, αλλά τίποτα δεν ήταν τόσο σημαντικό ή πρωτοποριακό. Η ταινία σίγουρα δεν συνέβαλε για να ξεκινήσει την καριέρα του ως σεναριογράφος, αλλά τον παρουσίασε όμως στον Rafelson και τον Schneider. Για αυτούς τους δύο, το Head ήταν η εισαγωγή τους στον κόσμο του κινηματογράφου από αυτόν της τηλεόρασης. Τα χρήματα που έκαναν από το Head καθώς και από τους Monkees τους επέτρεψαν να ξεκινήσουν τα δικά τους πρότζεκτ, συμπεριλαμβανομένης μιας ταινίας, δύο φορές υποψήφιας για Όσκαρ, που ονομάστηκε Easy Rider (σκηνοθετημένης από τον Dennis Hopper, που επίσης εμφανίστηκε στο Head).

NicholsonRafelson.jpg
Ο Jack Nicholson και ο Bob Rafelson στο Head (1968)​

Στο επόμενο εγχείρημα του Rafelson, την τέσσερις φορές υποψήφια για Όσκαρ ταινία, Five Easy Pieces, ο Jack Nicholson πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο, και η καριέρα του απογειώθηκε. Αλλά ο Nicholson δεν ήταν ο μόνος που επωφελήθηκε από το Head. Ο Bob Rafelson υπήρξε απ' αυτούς που οδήγησαν στην εποχή του κινηματογράφου, "New Hollywood", ένα κίνημα που έδωσε φωνή στους σκηνοθέτες που δεν έλεγαν πάντα συμβατικά πράγματα. Και το Head πραγματικά συμβόλιζε αυτό το κίνημα.

Πολλάκις τα γεγονότα δεν είναι άμεσα επιδραστικά αλλά οι διεργασίες για την επίτευξή τους διαμορφώνουν συνθήκες και καταστάσεις που κυοφορούν σπουδαίες εξελίξεις, σηματοδοτώντας την εποχή τους. Πάντα ανατρέχοντας στην ιστορία, το αποτέλεσμα καταδεικνύει πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα, χωρίς ιδεοληψίες, κατεστημένους μύθους και πολιτικές ορθότητες.

Head-Columbia-68.jpg
 
Last edited:

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα
...μουσική και ταινία, με συστατικά που μπορεί να ξενίσουν αλλά και να συναρπάσουν!

TWCPAEB - As The World Rises And Falls

The Monkees - Porpoise Song (Theme from Head)

The Monkees - Head ~ Full Movie
 

Cicadelic Ranger

AVClub Fanatic
16 December 2014
15,302
Δυστυχως...
Μεγαλωσα και ανδρωθηκα μουσικα χωρις Monkees. Δεν εχω τιποτα κινηματογραφικο τους ουτε δισκογραφικο...
Δεβ φταιω εγω, οταν ημουν "μικρος" και εψαχνα ειχα κανει το λαθος να ακουω "ειδικους", "καρδιναλιους" του ειδους που με ευκολια και σνομπισμο κατεβαλαν κατεριπταν εξοριζαν...
Και οι Monkees δεν ηταν στους "σοβαρους", αλλα στους αλλους τους ελαφρυς, κωμικοι που κανουν οτιδηποτε περναγε απ το χερι τους για να γινουν διασημοι στο κοινο.
Εμπορικοι μωρε...της εποχης... Ετσι ειχαν αποφανθει γενικα οι βαρυγδουποι, και μου το εμφυσησαν και υστερα μου μεινε που λενε. Τους ειχα παραμερησει απο αυτο το μερος του μυαλου μου που γραφει "μουσικη εμπειρια". Τους ειχα "ξεχασει". Τηλεοπτικες βεντετες της (τοτε) μοδας.
Αλλα τελικα ποτε δεν ειναι αργα.
Τωρα και μονο βλεποντας τις φωτογραφιες νιωθω οτι κατι εχει να ειπωθει. Και μου δινει μια ωθηση γνωριμιας.
Οποτε βουρ και παλι. Αλωστε το ταξιδι μετραει. Και ισως ειναι καλο τελικα να μενει παντα κατι για να γνωρισεις.
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα
Ζωρζ, σ' ευχαριστώ για το ποστ. Τα άλμπουμ 'Headquarter', 'Pisces, Aquarius, Capricorn & Jones Ltd.' και φυσικά το σάουντρακ της παρουσίασής μας, 'Head' είναι παραπάνω από αξιόλογα. Άκουσέ τα, έχουν πολλά να σου πουν, θα εκπλαγείς ευχάριστα...

Εντιτ: Και όμως, στο παλιότερο νήμα Αγγελικά ψήγματα με τα βιντεάκια από το Λος Άντζελες, είχες βάλει το "I'm a Believer", το οποίο και αποκατέστησα γιατί είχε χαθεί. Μάλιστα είχες κάνει τότε και σχετικό σχόλιο για τηλεπερσόνες...
 

Δημήτρης Ιωάννου

Moderator
Staff member
18 June 2006
15,798
Αθήνα-Κέντρο
Γρηγόρη σε πρώτη ευκαιρία θα δώ το Head γιατί "μυρίζωμαι" μικρό διαμαντάκι το οποίο και δεν θα αφήσω να κυλήσει απ τα χέρια μου.

Αλλά και εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα με "έτοιμα" πιάτα.

Σκόρπιες κληρονομιές από Beatles,Stones & Doors.Και φυσικά Κλασσική (με δυό γονείς μουσικούς).

Την μετέπειτα πορεία μου την ξέρετε όλοι λίγο πολύ.

Ευτυχώς που μου έδωσες καλό" δόλωμα" με την παρουσίασή σου για άνοιγμα του ορίζοντά μου και σε ευχαριστώ γι αυτό..
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα
Θα ακολουθήσει η παρουσίαση μιας αγαπημένης μου μπάντας...

TheMusicMachine-2.jpg
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα

Ανδρική διαίσθηση!​

The Music Machine - Turn On (Δεκέμβριος 1966, Original Sound)

TurnOn.jpg

Τραγούδια: A1 Talk Talk (Bonniwell) - 1:56, A2 Trouble (Bonniwell) - 2:11, A3 Cherry Cherry (Diamond) - 3:12, A4 Taxman (Harrison) - 2:33, A5 Some Other Drum (Bonniwell) - 2:29, A6 Masculine Intuition (Bonniwell) - 2:08, B1 The People In Me (Bonniwell) - 2:53, B2 See See Rider (Rainey) - 2:29, B3 Wrong (Bonniwell) - 2:16, B4 96 Tears (The Mysterians) - 2:17, B5 Come On In (Bonniwell) - 2:54, B6 Hey Joe (Roberts) - 4:12
-- Τα εκτός LP, επτάιντσα σινγκλ:
A Double Yellow Line / B Absolutely Positively ‎(Απρίλιος 1967, Original Sound)
A The Eagle Never Hunts The Fly / B I've Loved You ‎(Ιούνιος 1967, Original Sound)
Μουσικοί: Sean Bonniwell (φωνητικά, ρυθμική κιθάρα), Mark Landon (ληντ κιθάρα), Doug Rhodes (όργανο, υποστηρικτικά φωνητικά), Kieth Olsen (μπάσο, υποστηρικτικά φωνητικά), Ron Edgar (τύμπανα)
Παραγωγή / Μηχανικός: Brian Ross / Paul Buff

Ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1966, στο Original Sound Studio, Χόλιγουντ, Καλιφόρνια

DoubleYellowLineTheEagleNeverHuntsTheFly.jpg

Οι Music Machine ήταν μια δυναμική αμερικάνικη πεντάδα που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες και χτύπησε τα ποπ τσαρτ με το δυνατό ρυθμικά και θορυβώδες ρόκερ "Talk Talk", το 1966. Ένα φρέσκο και συναρπαστικό γκρουπ, οι Machine είχαν έναν επαναστατικό ήχο και έκαναν στην αμερικάνικη σκηνή μια τονωτική ένεση. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι επέδειξαν μια επιθετική πανκ ροκ στάση που προηγήθηκε των Sex Pistols του Ηνωμένου Βασιλείου κατά μια δεκαετία. Η μπάντα - με επικεφαλής τον ξεχωριστό τραγουδιστή/τραγουδοποιό Sean Bonniwell - επηρεάστηκε αρχικά από τις ορδές της "Βρετανικής εισβολής" στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Οι Beatles και οι Rolling Stones έκαναν την αρχή, αλλά ήταν συγκροτήματα όπως οι Kinks και Troggs που ενέπνευσαν τους αμερικάνους εφήβους με άγριες επιτυχίες όπως τα "You Really Got Me" και "Wild Thing".

Το φαινόμενο της "γκαράζ μπάντας" αναπτύχθηκε όταν οι νέοι κατέφυγαν στα γκαράζ των γονιών τους, όπου μπορούσαν να εξασκηθούν παίζοντας τύμπανα και κιθάρες και τραγουδώντας διασκευές των τελευταίων χιτ. Εκτός από την ώθηση των γκρουπ του Ηνωμένου Βασιλείου, τα ντόπια σέρφινγκ και τουίστ γκρουπ παρείχαν επίσης ζωντανά πρότυπα προς μίμηση. Οι γκαράζ μπάντες αποδείχθηκαν πιο επιθετικές από τους προκατόχους τους, χρησιμοποιώντας φαζαρισμένες κιθάρες, γρυλίσματα για φωνητικά και ταιριαστούς στίχους. Συνήθως διαμαρτύρονταν ενάντια σε ξεροκέφαλες γκόμενες, γονείς, αλλά και κοινωνία γενικά, που δεν τους κατανοούσαν. Παρότι οι Music Machine προδιαγραφόταν να έχουν μια σχετικά σύντομη ύπαρξη σαν "θαύμα του ενός χιτ", αναγνωρίζεται πλέον ότι ήταν μπροστά από την εποχή τους , όσο δε για τον αισθησιακό, ντυμένο με δερμάτινα τραγουδιστή τους Sean Bonniwell, ότι υπήρξε χαρισματικός περφόρμερ επιπέδου Jim Morrison.

Ο Thomas Harvey "Sean" Bonniwell γεννήθηκε, στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια. Ως έφηβος, σχημάτισε ένα γυμνασιακό φωνητικό γκρουπ όταν άκουσε το "Only You" από τους Platters. Αφού εγκατέλειψε το σχολείο, έγινε κιθαρίστας με το φολκ γκρουπ The Wayfarers που κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ για την RCA. Τότε ο Sean άκουσε τους Beatles και κυριολεκτικά αλλάζει τη μουσική του. Δημιουργεί ένα τρίο, τους Ragamuffins το 1965, με ακόμη συμμετέχοντες τους Ron Edgar και Kieth Olsen, που στη συνέχεια, το 1966, μετονομάζονται σε Music Machine. «Εκτός από το γεγονός ότι με την προσθήκη των Mark Landon (κιθάρα) και Doug Rhodes (πλήκτρα) απαιτήθηκε ένα πιο σχετικό όνομα», λέει ο Sean Bonniwell, «ο πρωταρχικός λόγος για την αλλαγή του ονόματος ήταν η καλλιτεχνική επιβίωση. Προκειμένου να σταματήσουν οι μάνατζερ... να φωνάζουν ανάμεσα στα τραγούδια, 'Παίξτε Turtles', ...με τις μουσικές μεταβάσεις μεταξύ των κομματιών μας, βρισκόμασταν στη σκηνή για πολύ ώρα χωρίς διακοπή, γι' αυτό μας ονόμασα η Μουσική Μηχανή».

Το πρώτο τους σινγκλ "Talk Talk", που γράφτηκε από τον Bonniwell, ηχογραφήθηκε στα RCA στούντιο στις 30 Ιουλίου 1966 και είναι το πρώτο κομμάτι στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε το ίδιο έτος. Στη σκηνή υιοθέτησαν τα μακριά μαλλιά σε στυλ Beatles και τα όλο μαύρα ρούχα. Έπαιζαν, ακόμη, μαύρες κιθάρες και ο Bonniwell φορούσε ένα μόνο μαύρο δερμάτινο γάντι. Επτά από τα δώδεκα τραγούδια είναι πρωτότυπα του Bonniwell, με τα υπόλοιπα να είναι διασκευές δημοφιλών επιτυχιών. Η πρόθεσή του, ήταν να γράψει όλα τα τραγούδια για το άλμπουμ και να τα συνδέσει με οργανικά διαλείμματα. Αυτή όμως η ευρηματική ιδέα ήταν πολύ προχωρημένη για τη δισκογραφική εταιρεία που επέμενε να αποβάλει τις "μεταβάσεις" και να βάλει το υλικό με τις διασκευές τραγουδιών από δοκιμασμένους και αξιόπιστους καλλιτέχνες. Αυτό θα μπορούσε να έχει κάποια εμπορική έννοια, αλλά στην πραγματικότητα, ο ελιγμός δυσαρέστησε τους φαν που ήθελαν να ακούσουν περισσότερα τραγούδια, σαν το "Talk Talk" που πήγε στον Νούμερο 15 του Billboard τον Δεκέμβριο του 1966.

LandonOlsenRossBonniwellEdgarRhodes.jpg
Mark Landon, Kieth Olsen, Brian Ross (παραγωγός), Sean Bonniwell, Ron Edgar και Doug Rhodes

Ακούγοντας σήμερα το άλμπουμ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εμπορικές πολιτικές, είναι πολύ καλά ισορροπημένο. Η ξεχωριστή σύνθεση του Bonniwell είναι ίσως το "Talk Talk", με τη φράση «η κοινωνική μου ζωή μια αποτυχία / το όνομά μου λασπωμένο / βαρέθηκα τα ψέματα / που με περιορίζουν». Ο μπασίστας, Keith Olsen, χρησιμοποίησε ένα φάζμποξ για να δημιουργήσει την μπασογραμμή-υπογραφή του τραγουδιού, που υποστηρίχθηκε από τη σκληρή κιθάρα του Mark Landon και τη φαρφίσα του Doug Rhodes. Το "Trouble" είναι ένα άλλο ορμητικό ρέιβερ με ρυθμό από χτύπημα χεριών και αυτή τη χαρακτηριστική βομβώδη κιθάρα. Το "Cherry Cherry", η διασκευή του Neil Diamond, είναι ένα ρυθμικό ποπ τραγούδι με μια ατμόσφαιρα "Hang On Sloopy". Το "Taxman", του George Harrison, έχει Μπητλικές φωνητικές αρμονίες και συμπαγή τύμπανα. Το "Some Other Drum" είναι μια απαλή μπαλάντα του Bonniwell με έναν Σαν Φρανσίσκο ήχο που αναπολεί τις ημέρες των φολκ κλαμπ. Το "Masculine Intuition" είναι πολύ περισσότερο σκοτεινό με πνιγηρά, φιλήδονα φωνητικά.

Το "The People In Me" έχει ένα δυνατό σταθερό ρυθμό, τραγανιστές συγχορδίες και μια πολυάσχολη μπασογραμμή. Στο "See See Rider", που αρχικά ερμηνεύτηκε από τη "Μητέρα του μπλουζ" Gertrude 'Ma' Rainey, το θέμα του εκτελείται σε γρήγορο ρυθμ εντ μπλουζ ρυθμό, με κάποια σκληρή κιθάρα. Το "Wrong" είναι θυμωμένο και πανκ-οειδές και η σκέψη ότι αυτό ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1966, και όχι στο Λονδίνο το 1976 είναι αναπόφευκτη. Το "96 Tears", που γράφτηκε από τον Rudy Martinez των ?(Question Mark) And The Mysterians, μας δίνει τον ήχο μιας γκαράζ μπάντας ...πνιγμένης στα δάκρυα. Το "Come On In", ωστόσο, είναι ένα μουντό, μυστηριώδες, διαπεραστικό πρωτότυπο του Bonniwell, που δεν χάνει την ευκαιρία να μας επιπλήξει, «Μην παίζεις κουτσό με τη ζωή σου, χαζούλη». Για το τέλος, μας παραδίδουν ένα παράξενα αργό "Hey Joe", το παραδοσιακό τραγούδι που συνδέεται με τον Jimi Hendrix.

Φυσικά τότε είχαν στη διάθεσή τους μια πληθώρα από θαυμάσια πρωτότυπα, με τέσσερα από αυτά να παρουσιάζονται εκτός δίσκου, σε δύο σινγκλ που κυκλοφόρησαν το 1967. Αν και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το "The Eagle Never Hunts the Fly" έλειπε από τα τσαρτ, είναι ένα εντυπωσιακό βήμα προς τα εμπρός στον ήχο της μπάντας, προωθούμενο από ένα μανιώδες ριφ κιθάρας, τα τραχιά φωνητικά του Bonniwell και τους διφορούμενους στίχους, «αυτό που είναι καλό για τον χήνο είναι κακό για την χήνα»... Τα "Double Yellow Line" και "Absolutely Positively" δείχνουν παρομοίως σημαντική πρόοδο, παρουσιάζοντας μια μελωδική ευαισθησία που δεν υπήρχε σε προγενέστερο υλικό. Από καλλιτεχνική άποψη, το "I've Loved You" είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό από όλα, καθώς περιέχοντας ένα κοινό θέμα μέσα στο πλαίσιο του ήχου των Music Machine, δεν χάνει τίποτα από την ομορφιά του.

Η συνέχεια της ιστορίας, έχει αποχωρήσεις λόγω "εσωτερικών συγκρούσεων", ένα δεύτερο άλμπουμ αποτελούμενο από προηγούμενα ηχογραφημένα σινγκλ της αρχικής σύνθεσης και ένα σόλο άλμπουμ με τίτλο Close από τον Bonniwell. Τη δεκαετία του '70, ο σκοτεινός πρίγκιπας του γκαράζ ροκ αποσύρθηκε από τη μουσική βιομηχανία και ξεκίνησε ένα ταξίδι αναζήτησης ψυχής στην Αμερική. Η ενδοσκόπηση συνεχίστηκε με χριστιανική μπάντα, αυτοβιογραφία αλλά και σποραδικές εμφανίσεις μέχρι το 2011, που πέθανε σε ηλικία 71 χρονών από καρκίνο του πνεύμονα.

Κάθε ακρόαση του ντεμπούτου άλμπουμ, Turn On, των Music Machine επαναποδεικνύει και εμπεδώνει το μεγαλείο αυτών των "χαμένων αγοριών" του ροκ εντ ρολ.

(*****, πηγές: σημειώσεις επανέκδοσης, Chris Welch, bonniwellmusicmachine.com)

TheMusicMachine.jpg
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,292
Αθήνα
Talk Talk / The Music Machine
Έχω μια επιπλοκή
Που είναι μοναχοπαίδι
Αφορά τη φήμη μου
Σαν κάτι περισσότερο από άγρια
Ξέρω ότι μου αξίζει
Αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα
Πρέπει να κρύβω το πρόσωπό μου
Ή να παίξω αλλού τον άσο

Δεν θα κραυγάσω για δικαιοσύνη
Και να παραδεχτώ ότι είχα άδικο
Θα πέσω σε λήθαργο
Μέχρι τα λόγια να κοπάσουν
Η κοινωνική μου ζωή μια αποτυχία
Το όνομά μου λασπωμένο
Βαρέθηκα τα ψέματα
Που με περιορίζουν
TalkTalkSingle.jpg
Δεν μπορώ να μιλάω για
Πράγματα που με ενοχλούν
Φαίνεται να είναι
Αυτό που όλοι έχουν
Εναντίον μου
Ω, ω, εντάξει

Nα πως έχει η κατάσταση
Και πώς είναι πραγματικά
Αποσύρθηκα και δεν ανακατεύομαι
...

Μίλα μίλα Μίλα μίλα Μίλα μίλα Μίλα μίλα

- Talk Talk (Sean Bonniwell)