Τα τρία μέρη του έργου ακούγονται με μία ανάσα. Δεν υπάρχουν μακροσκελείς ορχηστρικές εισαγωγές.
Από την αρχή το πιάνο σε πρωταρχικό ρόλο, με συνεχή ξεσπάσματα, αναπτύσσει συνεχώς το κύριο θέμα με παραλλαγές και μας λούζει με βροχή από διάπυρες νότες, σαν να τινάζουμε ένα μεταλλικό σεντόνι και να σκορπώνται ολόγυρα μικρές σταγόνες από οξύ που κατατρυπούν την σάρκα μας…. και από τις μικρές στρογγυλές πληγές αναβλύζει, -στην αρχή σιγά, στην συνέχεια με ορμή-, η αλήθεια, η δική μας αλήθεια που φάγαμε μία ζωή για να μάθουμε να την κρύβουμε, και αρκεί απλά μία σύμπτωση, μία τυχαία, νοερή συνάντηση με το ‛’άγνωστο’’, για να καταλυθούν οι αντιστάσεις μας, να γκρεμισθεί το κάστρο που πέτρα πέτρα οικοδομούσαμε, να παραδοθούμε στα χέρια που πάντα περιμέναμε, αλλά όλοι μας έπειθαν ότι δεν θα έλθουν, καθώς η περίπτωση μας εκινείτο στα όρια του στατιστικού λάθους, και οι ελπίδες ήσαν λιγότερες από το να βιοπορεύεσαι με την συγγραφή βιβλίων για παιδιά, όταν ήδη έχεις παρατήσει τα δικά σου …..
Και όταν ο σολίστ ερμηνεύει την σύντομη καντέντσα , αυτή την ονειρική στιγμή επίδειξης του μεγαλείου του ανθρωπίνου πόνου, το μόνο που θέλεις είναι να αναλυθείς σε λυτρωτικά δάκρυα, ευγνωμονώντας αυτό το ´άγνωστο’ για το τέλος της συναισθηματικής νηστείας, για το αναπάντεχο οπλοστάσιο που σου παραδίδει για να κατακρεουργήσεις την τυπολάτρισσα εγκράτεια της στιφής (ή χειρότερα) άνοστης καθημερινότητας, οπλοστάσιο που αποτελείται από πολύτιμες στιγμές απίθανων κυβερνο-συναντήσεων, σε παράλογα για μίζερα μικροαστικά σου συν- ήθη , ωράρια …..
Με την ανάπτυξη των δεύτερων θεμάτων και λίγο πριν αρχίσει η coda, απομένεις να λατρεύεις αυτό το ''άγνωστο'', χαρούμενος που αναμετρήθηκες μαζί του, πλουσιότερος από τις τρυφερές ήττες σου και ήττες του, φυλάγοντας καλά στην παλάμη σου μια μικρή μπαλίτσα λάμψης, η οποία ελπίζεις ότι ίσως διαρκέσει αιώνια να φωτίζει τα μουχλιασμένα, σκοτεινά κατώγεια της ψυχής σου ……..