Είναι ύπουλο πράμα ο καθρέπτης. Στην αρχή είναι υπάκουος και εργατικός, προσφέροντας πρόθυμα το είδωλο τροφή στην φιλαρέσκεια ή διερεύνηση στην απορία. Μετά από λίγο όμως κουράζεται και γίνεται απαιτητικός, κτητικός και ενίοτε δηκτικός. Δεσμεύει το βλέμμα και επιβάλλει θαρρείς έναν αναγκαστικό, σιωπηρό διάλογο μεταξύ του υποκειμένου και του ειδώλου του. Και τότε ενσκήπτει η αμφιβολία. Στην αρχή αργά, με κυκλωτική, διερευνητική πορεία, στη συνέχεια με εφόρμηση. Αρχίζει το είδωλο να γίνεται διάφανο, αποκαλύπτοντας μνήμες και οι έλικες του νου πλημμυρίζουν από ανησυχία από τον κίνδυνο οι καλύτερες από τις μνήμες αυτές να παραμείνουν ανεπανάληπτες, οριστικά θαμμένες στο παρελθόν, ενώ οι άσχημες να αποτελούν απλά μια πρόγευση του μέλλοντος, του ήδη υπονομευμένου από λάθη ή παραλείψεις που δεν έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα.
Αυτήν την ανασφάλεια και ανησυχία, την περιοδική με μια απειλητική νωχελικότητα και προοδευτικά κλιμακούμενη, μου προξενεί η ακρόαση της αρχής του πρώτου μέρους της 4ης συμφωνίας του Σούμαν. Σε μια εποχή που δεν εννοείτο σοβαρός συνθέτης αν δεν έχει γράψει συμφωνίες, για το Σούμαν ήταν ο καημός και η αχίλλειος πτέρνα του. Γνώρισε σχετική επιτυχία με την πρώτη του συμφωνία και καταπιάστηκε μ’ αυτήν εδώ, ως δεύτερη, το 1841. Αποφάσισε όμως να την ξαναδουλέψει, όπου και την εξέδωσε δέκα χρόνια αργότερα, ως τέταρτη, κάνοντας την λίγο πιο ‛σκοτεινή’ και ‛βαριά’, κάτι που ικανοποίησε σαφώς τη γυναίκα – και Μούσα - του Κλάρα, αλλά όχι όμως και τον προστατευόμενο του, το νεαρό Γιοχάνες Μπραμς, που προτιμούσε την πρώτη εκδοχή.
Το έργο έχει 5 μέρη (πρώτο, ρομάντσα, σκέρτσο, τέταρτο και φινάλε), που παίζονται χωρίς διακοπή. Μολονότι οι μουσικολόγοι εξακολουθούν να της προσάπτουν χτυπητές αδυναμίες στη δομή και στην ενορχήστρωση, η συμφωνία περιέχει θαυμάσια μουσική, δυναμική και κοπιώδης στο πρώτο μέρος, λυρική και εξαιρετικά εκφραστική στη ρομάντσα, ρωμαλέα στο σκέρτσο και εκτονωτική στο φινάλε. Η αρχή μάλιστα του φινάλε (5ου μέρους), μου δημιουργεί την πλησιέστερη αίσθηση στην χαραυγή και στην έναρξη ενός νέου ξεκινήματος, μετά την περίφημη Ανατολή του Ηλίου από το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Ρίχαρντ Στράους.
Είναι η δημοφιλέστερη και συχνότερα παιζόμενη συμφωνία του και έχει ευτυχήσει δισκογραφικά με πολλές θαυμάσιες εκτελέσεις, μια εκ των οποίων είναι κατά τη γνώμη μου η απολύτως κορυφαία:
Ο Φουρτβαίγκλερ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου δίνει μια μοναδική, εκπληκτική σε κάθε διάσταση της ερμηνεία, πετυχαίνοντας μια μαγική συναισθηματική επικοινωνία και ανταπόκριση από την ορχήστρα, που όμοια της δεν έχω ξανανιώσει – γιατί μόνο να το νιώσεις μπορείς αυτό και όχι να το καταλάβεις – σε καμία άλλη ηχογράφηση κανενός έργου. Λες και η μουσική βγαίνει από μια καρδιά και ένα μυαλό!!!! Η ποιότητα της μονοφωνικής ηχογράφησης του 1953 είναι ανέλπιστα καλή. Το μόνο μειονέκτημα είναι πως -στο βινύλιο τουλάχιστον- έχουν κόψει τη συνέχεια των μερών, εισάγοντας παύσεις. Ελπίζω στο διπλό cd της DG που κυκλοφορεί να το έχουν διορθώσει αυτό.
Από ‛και και ύστερα, θαυμάσιες ερμηνείες έχουν δώσει ο Κλέμπερερ με τη Φιλαρμόνια (EMI), ο Κάραγιαν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου (DG) και ο Γιόζεφ Κριπς με τη Συμφωνική του Λονδίνου (Decca).
Αυτήν την ανασφάλεια και ανησυχία, την περιοδική με μια απειλητική νωχελικότητα και προοδευτικά κλιμακούμενη, μου προξενεί η ακρόαση της αρχής του πρώτου μέρους της 4ης συμφωνίας του Σούμαν. Σε μια εποχή που δεν εννοείτο σοβαρός συνθέτης αν δεν έχει γράψει συμφωνίες, για το Σούμαν ήταν ο καημός και η αχίλλειος πτέρνα του. Γνώρισε σχετική επιτυχία με την πρώτη του συμφωνία και καταπιάστηκε μ’ αυτήν εδώ, ως δεύτερη, το 1841. Αποφάσισε όμως να την ξαναδουλέψει, όπου και την εξέδωσε δέκα χρόνια αργότερα, ως τέταρτη, κάνοντας την λίγο πιο ‛σκοτεινή’ και ‛βαριά’, κάτι που ικανοποίησε σαφώς τη γυναίκα – και Μούσα - του Κλάρα, αλλά όχι όμως και τον προστατευόμενο του, το νεαρό Γιοχάνες Μπραμς, που προτιμούσε την πρώτη εκδοχή.
Το έργο έχει 5 μέρη (πρώτο, ρομάντσα, σκέρτσο, τέταρτο και φινάλε), που παίζονται χωρίς διακοπή. Μολονότι οι μουσικολόγοι εξακολουθούν να της προσάπτουν χτυπητές αδυναμίες στη δομή και στην ενορχήστρωση, η συμφωνία περιέχει θαυμάσια μουσική, δυναμική και κοπιώδης στο πρώτο μέρος, λυρική και εξαιρετικά εκφραστική στη ρομάντσα, ρωμαλέα στο σκέρτσο και εκτονωτική στο φινάλε. Η αρχή μάλιστα του φινάλε (5ου μέρους), μου δημιουργεί την πλησιέστερη αίσθηση στην χαραυγή και στην έναρξη ενός νέου ξεκινήματος, μετά την περίφημη Ανατολή του Ηλίου από το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Ρίχαρντ Στράους.
Είναι η δημοφιλέστερη και συχνότερα παιζόμενη συμφωνία του και έχει ευτυχήσει δισκογραφικά με πολλές θαυμάσιες εκτελέσεις, μια εκ των οποίων είναι κατά τη γνώμη μου η απολύτως κορυφαία:
Ο Φουρτβαίγκλερ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου δίνει μια μοναδική, εκπληκτική σε κάθε διάσταση της ερμηνεία, πετυχαίνοντας μια μαγική συναισθηματική επικοινωνία και ανταπόκριση από την ορχήστρα, που όμοια της δεν έχω ξανανιώσει – γιατί μόνο να το νιώσεις μπορείς αυτό και όχι να το καταλάβεις – σε καμία άλλη ηχογράφηση κανενός έργου. Λες και η μουσική βγαίνει από μια καρδιά και ένα μυαλό!!!! Η ποιότητα της μονοφωνικής ηχογράφησης του 1953 είναι ανέλπιστα καλή. Το μόνο μειονέκτημα είναι πως -στο βινύλιο τουλάχιστον- έχουν κόψει τη συνέχεια των μερών, εισάγοντας παύσεις. Ελπίζω στο διπλό cd της DG που κυκλοφορεί να το έχουν διορθώσει αυτό.
Από ‛και και ύστερα, θαυμάσιες ερμηνείες έχουν δώσει ο Κλέμπερερ με τη Φιλαρμόνια (EMI), ο Κάραγιαν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου (DG) και ο Γιόζεφ Κριπς με τη Συμφωνική του Λονδίνου (Decca).