Ποίηση....γιατί όχι;

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

17 June 2009
3,594
Προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να αφιερώσουμε λίγο χώρο και στην ποίηση. Ναι, μπορεί το AV Club κατ' ουσίαν να είναι "εικόνας και ήχου", όμως τα πανάκριβα μηχανήματα τι θα έπαιζαν, αν όχι μουσική. Και η μουσική, δεν είναι μόνο νότες, είναι και στίχοι. Κάποιες φορές - αρκετές -, γραμμένοι από μεγάλους ποιητές, γραμμένοι όχι μόνο για να μας συγκινήσουν αλλά και για να μας αφυπνίσουν.
Γραμμένοι άλλοτε πριν εκατοντάδες χρόνια, άλλοτε μόλις "χθές".....πάντα όμως Σημερινοί

Κώστας Καρυωτάκης - Ανδρείκελα
(Υπόγεια Ρεύματα)

http://www.youtube.com/watch?v=AfDlVzKXbis

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ' αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
 
Last edited:
17 June 2009
3,594
Νίκου Καββαδία - Guevara
(Βασίλης Λέκκας)

http://www.youtube.com/watch?v=2CCpWo35TqE

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: 'Καμάρι μου κοιμήσου'.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ' αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' 'ομορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια
 
17 June 2009
3,594
Edgar Alan Poe - Annabel Lee


It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love -
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulcher
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me
Yes! that was the reason
(as all men know, In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee. But our love was stronger by far than the love
Of those who were older than we
Of many far wiser than we
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.
For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling, my darling, my life and my bride,
In the sepulcher there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.

http://www.youtube.com/watch?v=xgvgE1f3IPk&feature=related


It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.

http://www.youtube.com/watch?v=QmTv7O40SR8&feature=related
 
17 June 2009
3,594
Αlexander Pushkin - In the Depths of Siberian Mines

Deep in your dark Siberian mine
Preserve with pride your stubborn patience.
Your toil of grief is not in vain,
Nor are your lofty aspirations.

Misfortune’s loyal sister , Hope,
Will find your underground so gloomy,
Both cheer and joyousness renewing;
The time you’ve longed for shall approach:

Of love, of friendship true, the joys
Break through all locks, cross all dark spaces,
As through your hard-barred convict cages
You hear my free, resounding voice.

Your heavy handcuffs down will fall,
Your jails will crumble. Freedom then
Will smile, as you step from your pen,
Your brothers will return your sword.

Το χειρόγραφο:

Autograph_of_Pushkin%27s_poem_%27In_the_Depths_of_Siberian_Mines%27,_1827.jpg


Посланье в Сибирь
Во глубине сибирских руд
Храните гордое терпенье,
Не пропадет ваш скорбный труд
И дум высокое стремленье.
Несчастью верная сестра,
Надежда в мрачном подземелье
Разбудит бодрость и веселье,
Придет желанная пора:
Любовь и дружество до вас
Дойдут сквозь мрачные затворы,
Как в ваши каторжные норы
Доходит мой свободный глас.
Оковы тяжкие падут,
Темницы рухнут – и свобода
Вас примет радостно у входа,
И братья меч вам отдадут.

Υπάρχει ηχογραφημένο σε μουσική Dmitri Shostakovich, 4 Monologues for voice and piano, op. 91, αλλά φυσικά αδύνατον να βρεθεί στο you tube
 
Last edited:
17 June 2009
3,594
Vladimir Mayakovsky - Attitude to a Miss

That night was to decide
if she and I
were to be lovers.
Under cover
of darkness
no one would see, you see.
I bent over her, it’s the truth,
and as I did,
it’s the truth, I swear it,
I said
like a kindly parent:
“Passion’s a precipice –
so won’t you please
move away?
Move away,
please!”


:willy:
 

KleKoR

Supreme Member
30 November 2007
7,568
http://www.youtube.com/watch?v=ptY4UJ8JFe4

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ: ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ

Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα
κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.
 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,926
"I shut my eyes and all the world drops dead;
I lift my lids and all is born again.
(I think I made you up inside my head.)

The stars go waltzing out in blue and red,
And arbitrary blackness gallops in:
I shut my eyes and all the world drops dead.

I dreamed that you bewitched me into bed
And sung me moon-struck, kissed me quite insane.
(I think I made you up inside my head.)

God topples from the sky, hell's fires fade:
Exit seraphim and Satan's men:
I shut my eyes and all the world drops dead.

I fancied you'd return the way you said,
But I grow old and I forget your name.
(I think I made you up inside my head.)

I should have loved a thunderbird instead;
At least when spring comes they roar back again.
I shut my eyes and all the world drops dead.
(I think I made you up inside my head.)"

Sylvia Plath
 
17 June 2009
3,594
Νίκου Καββαδία - Federico Garcia Lorca


http://www.youtube.com/watch?v=Ke1GxUDUSrM

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.


:rolleyes: αφιερωμένο :grinning-smiley-043
 
Last edited:
17 June 2006
62,722
Χολαργός
The Waste Land
T.S. Eliot (1888–1965).
I. THE BURIAL OF THE DEAD



APRIL is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the archduke's,
My cousin's, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.

What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu.
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
'You gave me hyacinths first a year ago;
'They called me the hyacinth girl.'
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Od' und leer das Meer.

Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,
The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.

Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying 'Stetson!
'You who were with me in the ships at Mylae!
'That corpse you planted last year in your garden,
'Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
'Or has the sudden frost disturbed its bed?
'Oh keep the Dog far hence, that's friend to men,
'Or with his nails he'll dig it up again!
'You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!


Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ
Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ
1922
Μετάφραση : Γιώργου Σεφέρη
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα, τι θέλεις; Respondebat illa: αποθανείν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Θωμάς Έλιοτ (1888-1965)

A´. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιός,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère ! »



.
 
17 June 2009
3,594
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

The Waste Land
T.S. Eliot (1888–1965).
I. THE BURIAL OF THE DEAD



APRIL is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the archduke's,
My cousin's, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.

What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu.
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
'You gave me hyacinths first a year ago;
'They called me the hyacinth girl.'
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Od' und leer das Meer.

Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,
The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.

Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying 'Stetson!
'You who were with me in the ships at Mylae!
'That corpse you planted last year in your garden,
'Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
'Or has the sudden frost disturbed its bed?
'Oh keep the Dog far hence, that's friend to men,
'Or with his nails he'll dig it up again!
'You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!

Σπύρο, :worshippy:, μου επιτρέπεις να παραθέσω και το "ακουστικό" υλικό;

http://www.youtube.com/watch?v=gUtGgo5tneE
 
17 June 2009
3,594
Ανδρέα Εμπειρίκου, από την Ενδοχώρα,

Στροφές Στροφάλων

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.


http://www.youtube.com/watch?v=C3kpBMvNLhw&feature=related
 
17 June 2009
3,594
Να ' μουνα λέει στη Σαχάρα
και νά 'χα λέει πέντ' έξι τόνους κάρβουνα
και χίλιες σούβλες εις φάλαγγα κατ' άντρα
και γύρω μου σφιχτοδεμένους μ' αντεράκια
πολιτικούς
παπάδες
καραβανάδες
και μιά ορχήστρα με τον Κάραγιαν να παίζει
την Ενάτη
ρε συ μπας και ξέχασα κανέναν; Ω!....ναι
στείλτε μου γρήγορα κι εκατό γουρούνια κριτικούς!


Γρηγόρης Γρηγοριάδης
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Μόνο οι γυναίκες

Από του Βάρναλη τις μέρες
ώς τα μερόνυχτα του Γκόρπα
πολλά αλλάξανε
της γης οι κολασμένοι δεν βρυχώνται,
η καβαλίνα κι η ροδακινιά εξοστρακίσθηκαν
και το κρασί δεν είναι άρωμα και πτήσις και αφρός
μόνο οι γυναίκες,
α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά,
όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες
και πιο φασίστρες
και πράμα φυσικό
μάς βασανίζουν περισσότερο.

Χρίστος Ρουμελιωτάκης, "Ξένος ειμί"
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
To a Common Prostitute

Be composed--be at ease with me--I am Walt Whitman, liberal and lusty
as Nature;
Not till the sun excludes you, do I exclude you;
Not till the waters refuse to glisten for you, and the leaves to
rustle for you, do my words refuse to glisten and rustle for
you.

My girl, I appoint with you an appointment--and I charge you that you
make preparation to be worthy to meet me,
And I charge you that you be patient and perfect till I come.

Till then, I salute you with a significant look, that you do not
forget me.

Walt Whitman
 
17 June 2009
3,594
Circle Game - Buffy St. Marie


Yesterday, a child came out to wander
Caught a dragonfly inside a jar
Fearful when the sky was full of thunder
And tearful at the falling of a star

And the seasons they go 'round and 'round
And the painted ponies go up and down
We're captive on the carousel of time
We can't return we can only look behind
From where we came
And go round and round and round
In the circle game

Then, the child moved ten times 'round the seasons
Skated over ten clear frozen streams
Words like, "When you're older", must appease him
And promises of someday make his dreams

Sixteen springs and sixteen summers gone now
Cartwheels turn to car wheels through the town
And they tell him, "Take your time. It won't be long now.
'Til you drag your feet to slow the circles down"

And the seasons they go 'round and 'round
And the painted ponies go up and down
We're captive on the carousel of time
We can't return we can only look behind
From where we came
And go round and round and round
In the circle game

So the years spin by and now the boy is twenty
Though his dreams have lost some grandeur coming true
There'll be new dreams, maybe better dreams and plenty
Before the last revolving year is through.

And the seasons they go 'round and 'round
And the painted ponies go up and down
We're captive on the carousel of time
We can't return, we can only look behind
From where we came
And go round and 'round and 'round
In the circle game
And go 'round and 'round and 'round in the circle game.

Joni Mitchell sings .....

http://www.youtube.com/watch?v=X5HXT0bn7QY
 

Elina

Senior Member
13 January 2009
556
Γέρακας
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπούν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιός το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Γιώργης Παυλόπουλος