Αγγελικές τρομπέτες και διαβολικά τρομπόνια

17 June 2006
14,350
436px-johannes_brahms_18534.jpg


Η 3η Σονάτα Op. 5 είναι ίσως το πιό φιλόδοξο από όλα τα έργα για σόλο πιάνο του Brahms. Είναι ένα έργο που του πάει ο στόμφος, η μεγαλοστομία ενώ το φινάλε του φλέγεται από νεανική παραφορά. Εδώ ισχύει μέχρι κεραίας αυτό που είχε παρατηρήσει όλο θαυμασμό ο Schumann, μόλις ο 20χρονος Brahms του έπαιξε τη μουσική του, το φθινόπωρο του 1853, πως οι σονάτες του νεαρού είναι «μεταμφιεσμένες συμφωνίες». Στη συγκεκριμένη ο σολίστας πρέπει να είναι αστέρι στο pianissimo και το Ιntermezzo στο 4ο μέρος είναι πολύ «ζόρικο»: σε σωστά χέρια, το αργό προηγούμενο μέρος μεταμορφώνεται εδώ σε πένθιμο εμβατήριο με ήχους τυμπάνων (!).
Ο Ρίχτερ είναι εξαιρετικός στον Brahms αλλά, απ όσο ξέρω, δεν έχει ηχογραφήσει την 3η Σονάτα. Ο Κάτσεν είναι επιβλητικός: σπουδαία ζύμωση δύναμης, σφρίγους, ποίησης και τρυφερότητας και μιά παλέτα μ ένα απέραντο φάσμα από ηχητικές αποχρώσεις – αλλά δεν μου αρέσει ο τρόπος που διεκπεραιώνει το Andante.
Για μένα οι πιανίστες par excellence στον Brahms παραμένουν ο Curzon και ο Solomon: δεν έχω ακούσει κανέναν άλλο να εκθέτει το νευρικό σύστημα αυτού του τόσο απαιτητικού έργου με τον τρόπο που το κάνουν αυτοί – χώρια που η ρυθμική εκζήτηση και η τονική ευαισθησία εδώ απαιτούν πεντακάθαρη άρθρωση, στοιχείο που ταλαιπωρεί τους λιγότερο σίγουρους για τον εαυτό τους μουσικούς στο συγκεκριμένο έργο. Σταθερή αξία -πάντα- η Annie Fischer (BBC Legends).
Απ τους καινούργιους έχω ακούσει μια πολύ καλή εκδοχή από τον Sokolov στη Naive-Opus 111. Ο Kissin επίσης έχει βγάλει τον καλύτερο δίσκο του στην RCA, ένα ρεσιτάλ Brahms που περιέχει το έργο.
 
Last edited:
17 June 2006
14,350
08301r.jpg


ART TATUM

Ενα κουτί με 7 CDs, μέτρια ηχογραφημένα αλλά που αξίζουν το βάρος τους σε χρυσάφι. Τυφλός εκ γενετής και άπαιχτος μαίτρ κάθε πιανιστικού τζάζ στίλ ο Art Tatum δεν ενδιαφερόταν να συνθέσει. Επαιρνε γνωστές επιτυχίες και τους άλλαζε τα φώτα: τις αποσυνέθετε και τις ξανάχτιζε απ την αρχή, κορόϊδευε και ταυτόχρονα περιποιόταν με λατρεία τη μελωδία, τη σχολίαζε και τη λοιδωρούσε, εξαπέλυε δαιμονισμένες, αχαλίνωτες παραλλαγές πάνω σε κάθε πιθανή ή απίθανη έκφανσή της, έρμαιο σε μιά διαβολεμένη ανεμελιά και ταυτόχρονα με ακρίβεια ωρολογοποιού, γινόταν κρουστικός ή ακραία ορχηστρικός και μετά, ξαφνικά, ένιωθες να κολλάει απ τα σορόπια αλλά πάντα ήταν βουτηγμένος μέσα στα blues.
Σε πολλές περιπτώσεις στη διάρκεια αυτών των 7 CDs τα κομμάτια είναι τα ίδια αλλά οι διαφορές στην προσέγγιση απέχουν παρασάγγες και η επινοητικότητά του «χτυπάει κόκκινα». Το κουτί είναι μιά εγκυκλοπαίδεια από όλα τα στιλ τζάζ πιάνου από το ragtime μέχρι το swing και καθετί άλλο ενδιάμεσα ή τριγύρω.
Μαζί με το εξίσου πολύτιμο κουτί του Jelly Roll Morton απ τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσσου έχεις ολόκληρη την ιστορία της γέννησης της τζάζ στα χέρια σου.
 
17 June 2006
14,350
whitelight.jpg


1991
Michael Gira voice, acoustic guitar, keyboards, arrangements
Norman Westberg electric guitar
Christoph Hahn acoustic & electric guitar
Clinton Steele acoustic & electric guitar
Nicky Skopelitis acoustic & electric guitar, baglama, buzuki, banjo
Steve Burgh mandolin, 12-string guitar
Jenny Wade bass
Hahn Rowe violin
Vincent Signorelli percussion
Anton Fier drums
Jarboe voice, keyboards, choral/orchestral arrangements

Με τόσους κιθαρίστες ο δίσκος είναι, στην ουσία, μία ερωτική επιστολή στην κιθάρα.
Είναι επίσης Heavy Metal σε αργή κίνηση με πολλά στοιχεία folk, blues και gospel. Φαλλικό post industrial, μετά το Big Bang του Νo Wave, noise-art terrorism. Είναι οι Blue Cheer του Vincebus Eruptum και ο La Monte Young, το noisecor των Γιαπωνέζων Melt Banana (Locoweed In The Bottle) και οι Sonic Youth, το Rock’n’Roll Hoochie Coo του Johnny Winter και το Train Kept a-Rolling των Yardbirds, το Under My Wheels του Alice Cooper, το We’re An American Band των Grand Funk και ο Peter Brotzmann του Machine Gun, οι Συμφωνίες του Θόρυβου των Birchville Cat Motel και ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Ενα νήμα που ενώνει τον Johnny Burnette και τον Eddie Cochran με τους Ramones μέσω του John Cage και του Metal Machine Music.
Ο μηδενισμός δεν πέθανε: είναι ζωντανός και μιά χαρά και τον ηχογραφούν στο Lower East Side.
 
17 June 2006
14,350
B0000026KN.01.LZZZZZZZ.jpg


ORNETTE

Οι Prime Time είναι το γκρούπ που έφτιαξε ο Ornette μετά από το άλμπουμ Science Fiction για να αναπτύξει περαιτέρω τη θεωρία του γνωστή σαν harmolodics: μιά αλληλεπίδραση ρυθμού και μελωδίας με ηλεκτρικά όργανα, την μεταλλαγή των ρυθμικών μοτίβων έτσι όπως τα εισήγαγαν ο Hendrix, ο James Brown και οι Grateful Dead. Στην ουσία το γκρούπ είναι διπλό τρίο (δύο κιθαρίστες, δύο μπασίστες, δύο ντράμερς που ανταλλάσουν μελωδικές ιδέες και πολυκατευθυντικούς ρυθμούς συν τον Ornette που αλωνίζει ολοτρίγυρα με το άλτο του, γλαφυρός, δηκτικός, κοφτερός, να εξαπολύει ατέλειωτες μελωδικές γραμμές διατρέχοντας τις τονικότητες.
Βασικά ο Ornette μοιάζει να κρατάει τη στέγη ενώ οι υπόλοιποι κατεδαφίζουν τους τοίχους. Υπέροχα μελωδικά κομμάτια με αυτοσχεδιαζόμενα middle sections που ξεχύνονται προς κάθε πιθανή κατεύθυνση και γλώσσα κι άλλοτε θυμίζουν κυνηγητό του Woody Woodpecker με το τσακάλι σε κινούμενα σχέδια, άλλοτε χάος που φέρνει στο νού Πύργο της Βαβέλ κι άλλοτε πολυφωνική ορχήστρα σε κίνηση που σου κόβει την ανάσα, συχνά όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Το «παιδευμένο» αυτί θα ακούσει εδώ διαστρεβλωμένα το bebop και τα παληά blues, τα Work Songs από τις φυτείες, τους εκκλησιαστικούς ύμνους, το funk, το μπαρόβιο R&B, την country κι ένα απίστευτο σύνολο από Αφρικάνικες και Λάτιν επιρροές.

Θεωρώ περίπου εγκληματικό το γεγονός ότι μουσική τόσο ιδιαίτερη και εξαιρετική -τόσο τρελλά εφευρετική και πολυμήχανη, τόσο τσαχπίνικα αισιόδοξη, παράξενη, γεμάτη ένταση και αισθητηριακά υπερφορτισμένη- είναι περιορισμένη σ ένα γκέτο που λέγεται jazz ή όπως αλλιώς θέλετε. Ο Ornette Coleman δεν είναι απλά ένας κληρονόμος του Charlie Parker και του Duke Ellington: αξίζει την προσοχή οποιουδήποτε αγάπησε ποτέ τον Sly Stone.
 
17 June 2006
62,722
Χολαργός
O Richter έχει ηχογραφήσει τίς δύο πρώτες σονάτες πού είναι συγκλονιστικές.
Στην 3η συμφωνώ απολύτως με τον Κώστα.
Απο τούς νεότερους πολύ καλή είναι η ηχογράφηση του Stefhen Hough απο την Hyperion.