- 17 June 2006
- 285
Ένα κείμενο που με μάγεψε…λέξεις που έγιναν εικόνες κιν/κής ταινίας , ….οι επιλογές μας …που μας ακολουθούν κ εμείς μάλλον το αγνοούμε …οι ακολουθία των ερώτων της ζωής μας…στο κατόπι μας…ακόμη και στην α-ύλη ζωή μας….
Μιας και θα ακούσουμε και θα γραφτούν πολλά…Μέρα που ξημερώνει…..
ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΣΑ
Μόλις πέθανε σηκώθηκε από το σώμα της, πήρε την πρώτη εύκολη ανάσα και εξέπνευσε όλο το δηλητήριο που μπόλιαζε στα στήθη της από τα 17 της χρόνια. Δοκίμασε για λίγο την ξεχασμένη ικανότητα να αναπνέει χωρίς βοήθεια. Της άρεσε που ήταν ανεξάρτητη πάλι. Η ματιά της καρφώθηκε σε όσους την περίμεναν. Ο άντρας και τα αδέρφια της, γνώριμοι με το λευκό μάρμαρο από χρόνια, της έδειξαν το σταυρό της. Όχι αυτόν που κουβαλούσε. Τον καινούργιο, που έφτιαχναν τα παιδιά της. Βλαστήμησε τα έξοδα, συνήθεια που δεν έφυγε με την απώλεια του σώματος. Πέθανε, αλλά δεν έχασε τη βρισιά της.
Έκατσε. Έβαλε τα χέρια της κόντρα στα γόνατα, να στηρίζει το σώμα όρθιο. Κοίταξε τη βέρα της. Έλειπε. «Τόσο λεύτερη;» αναρωτήθηκε. Αγρίεψε βλέποντας τους άντρες της ζωής της και πάλι νέους. Όπως τους είχε πεθυμήσει. Ο ποιητής, ο αντάρτης, ο άγγελος. Καθένας και μια σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της. Ο πρώτος, χάθηκε πρόωρα σε ζωγραφιές και λέξεις, με πρόφαση τον εμφύλιο κατατάχθηκε στους αγνοούμενους κι έμειναν όλοι να μνημονεύουν το αλαφροΐσκιωτο της μορφής του. Ο δεύτερος, υπερασπίστηκε δια βίου μια μοναχική πατρίδα, έστριψε λοξά το δίκοχο, οπλίστηκε το θυμό της φτώχειας του και πολέμησε όσους τα βρήκαν έτοιμα. Ο τρίτος, ο άγγελος της, ζώστηκε τις αμαρτίες μιας ολόκληρης πόλης, ξανοίχτηκε στα νερά του Αργολικού και έγινε φάρος που οδηγεί τις θαλασσοδαρμένες ψυχές στο απάγκιο. «Πεθύμησα τις απώλειες τους», μονολόγησε.
Έτριξε η γη. Σείστηκαν τα δέντρα γύρω της. Σφύριξε στα αυτιά της η αναχώρηση. «Το τρένο ήρθε» της είπε ο αντάρτης. «Πιάσε παράθυρο» βιάστηκε ο ποιητής. «Δεν έχεις αμαρτίες εσύ, προχώρα» την έσπρωξε ο άγγελος. Ανέβηκαν. Τακτοποίησαν τα χρόνια τους πάνω από τα καθίσματα, βολεύτηκαν στις θέσεις. Στο τζάμι είδε για πρώτη φορά ξανά το πρόσωπο της. Ατσαλάκωτο μαύρο στα μαλλιά, χείλη σκληρά, μια ομορφιά αντρίκεια με όψη γυναίκας. Νοστάλγησε ένα τσιγάρο. Να συμπληρώσει την αγριάδα που μηχανεύτηκε στη ζωή της. Τώρα γυμνή ξανά, η Άννα των πρώτων χρόνων έπρεπε να διαλέξει τι θάνατο ήθελε να ζήσει.
Άνοιξε το παράθυρο. Χάζεψε το δεξί της χέρι να χαστουκίζει τον αέρα. Να κυματίζει πάνω-κάτω, να παρασέρνεται προς τα πίσω, να σπρώχνεται και πάλι μπροστά από τη λύσσα του. «Σαν κύμα θέλω να πεθάνω» τους είπε. «Να ξεβραστώ σε μια ερημιά, να γίνω αφρός και μετά πάλι ήσυχο νερό. Να έρχομαι ξανά και ξανά. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Να επιστρέφω στα παιδιά μου, να τα ρίχνω στη θάλασσα μαζί μου. Να κολυμπάω γύρω τους, όταν μʼ ανασταίνουν στα κλάματα τους. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Να αφρίζω στις φωνές τους κι όταν δειλιάζουν να ξεχάσουν. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Λεύτερη μα επιστρέφουσα».
Μιας και θα ακούσουμε και θα γραφτούν πολλά…Μέρα που ξημερώνει…..
ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΣΑ
Μόλις πέθανε σηκώθηκε από το σώμα της, πήρε την πρώτη εύκολη ανάσα και εξέπνευσε όλο το δηλητήριο που μπόλιαζε στα στήθη της από τα 17 της χρόνια. Δοκίμασε για λίγο την ξεχασμένη ικανότητα να αναπνέει χωρίς βοήθεια. Της άρεσε που ήταν ανεξάρτητη πάλι. Η ματιά της καρφώθηκε σε όσους την περίμεναν. Ο άντρας και τα αδέρφια της, γνώριμοι με το λευκό μάρμαρο από χρόνια, της έδειξαν το σταυρό της. Όχι αυτόν που κουβαλούσε. Τον καινούργιο, που έφτιαχναν τα παιδιά της. Βλαστήμησε τα έξοδα, συνήθεια που δεν έφυγε με την απώλεια του σώματος. Πέθανε, αλλά δεν έχασε τη βρισιά της.
Έκατσε. Έβαλε τα χέρια της κόντρα στα γόνατα, να στηρίζει το σώμα όρθιο. Κοίταξε τη βέρα της. Έλειπε. «Τόσο λεύτερη;» αναρωτήθηκε. Αγρίεψε βλέποντας τους άντρες της ζωής της και πάλι νέους. Όπως τους είχε πεθυμήσει. Ο ποιητής, ο αντάρτης, ο άγγελος. Καθένας και μια σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της. Ο πρώτος, χάθηκε πρόωρα σε ζωγραφιές και λέξεις, με πρόφαση τον εμφύλιο κατατάχθηκε στους αγνοούμενους κι έμειναν όλοι να μνημονεύουν το αλαφροΐσκιωτο της μορφής του. Ο δεύτερος, υπερασπίστηκε δια βίου μια μοναχική πατρίδα, έστριψε λοξά το δίκοχο, οπλίστηκε το θυμό της φτώχειας του και πολέμησε όσους τα βρήκαν έτοιμα. Ο τρίτος, ο άγγελος της, ζώστηκε τις αμαρτίες μιας ολόκληρης πόλης, ξανοίχτηκε στα νερά του Αργολικού και έγινε φάρος που οδηγεί τις θαλασσοδαρμένες ψυχές στο απάγκιο. «Πεθύμησα τις απώλειες τους», μονολόγησε.
Έτριξε η γη. Σείστηκαν τα δέντρα γύρω της. Σφύριξε στα αυτιά της η αναχώρηση. «Το τρένο ήρθε» της είπε ο αντάρτης. «Πιάσε παράθυρο» βιάστηκε ο ποιητής. «Δεν έχεις αμαρτίες εσύ, προχώρα» την έσπρωξε ο άγγελος. Ανέβηκαν. Τακτοποίησαν τα χρόνια τους πάνω από τα καθίσματα, βολεύτηκαν στις θέσεις. Στο τζάμι είδε για πρώτη φορά ξανά το πρόσωπο της. Ατσαλάκωτο μαύρο στα μαλλιά, χείλη σκληρά, μια ομορφιά αντρίκεια με όψη γυναίκας. Νοστάλγησε ένα τσιγάρο. Να συμπληρώσει την αγριάδα που μηχανεύτηκε στη ζωή της. Τώρα γυμνή ξανά, η Άννα των πρώτων χρόνων έπρεπε να διαλέξει τι θάνατο ήθελε να ζήσει.
Άνοιξε το παράθυρο. Χάζεψε το δεξί της χέρι να χαστουκίζει τον αέρα. Να κυματίζει πάνω-κάτω, να παρασέρνεται προς τα πίσω, να σπρώχνεται και πάλι μπροστά από τη λύσσα του. «Σαν κύμα θέλω να πεθάνω» τους είπε. «Να ξεβραστώ σε μια ερημιά, να γίνω αφρός και μετά πάλι ήσυχο νερό. Να έρχομαι ξανά και ξανά. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Να επιστρέφω στα παιδιά μου, να τα ρίχνω στη θάλασσα μαζί μου. Να κολυμπάω γύρω τους, όταν μʼ ανασταίνουν στα κλάματα τους. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Να αφρίζω στις φωνές τους κι όταν δειλιάζουν να ξεχάσουν. Σαν κύμα θέλω να πεθάνω. Λεύτερη μα επιστρέφουσα».