Ο Paul Weller είναι αναμφισβήτητα ένας πολύ προικισμένος καλλιτέχνης, καθώς πέρα απο πολύ καλός συνθέτης-τραγουδιστής- κιθαρίστας, παίζει πλήκτρα - μπάσο και τύμπανα και έχει γνώσεις τεχνικής studio και παραγωγής.
Είναι και μιά ιδιάζουσα πραγματικά περίπτωση στη βρετανική ροκ σκηνή, καθώς ξεκίνησε και έγινε γνωστός την εποχή του punk, (παρόλο που οι Jam, το τότε όχημα του, μάλλον με την ευρύτερη έννοια new wave μπορούν να «κατηγοριοποιηθούν») αλλά οι μουσικές του καταβολές ξεκινούσαν απο τους Who και τους Kinks και έφταναν στη soul, το rhythm & blues μέχρι τις παρυφές της jazz!
Και ενώ οι Jam απολάμβαναν την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που πολλά group θα ζήλευαν (το “Setting Sons” παραμένει ένα απο τα αγαπημένα μου άλμπουμ), αποφάσισε να τους διαλύσει εν πλήρει δόξη, παρά να αναγκαστεί να το πράξει όταν θα είχαν φθαρεί, όπως απορημένος είχα διαβάσει σε μια συνέντευξή του τότε.
Η απορία μου, έγινε έκπληξη με το επόμενο βήμα του, τους Style Council και το “Cafe Bleu”. Ενας δίσκος έτη φωτός μακρυά απο ότι ξέραμε. Ένα laid back κράμα jazzy-white soul- r&b – pop (μέχρι και rap!) κομψοτεχνημάτων, πασπαλισμένων με αντίστοιχα φωνητικά, βγάζαν στην επιφάνεια τις καταβολές που λέγαμε.
Στην τσαντίλα μου, τον προσπέρασα, παρόλη την αισθητική ανάλυση που προσπάθησαν να μου κάνουν φίλοι των οπoίων το μουσικό γούστο εκτιμούσα (γειά σου Greg). Σήμερα βέβαια τον θεωρώ πολύ σημαντική στιγμή της μουσικής των 80’s και τον προτείνω ανεπιφύλακτα.
Συνεχίζοντας στο ίδιο στυλίστικο μοτίβο (το οποίο παρακολουθούσα φιλολογικά και μακρόθεν μέχρι που βαρέθηκα), o Paul Weller έφθασε δυστυχώς στο σημείο που ποτέ ίσως δεν φαναταζόταν, να του αρνηθεί δηλαδή η εταιρία του την κυκλοφορία του 5ου τους δίσκου. Η διάλυσή τους ήταν γεγονός.
Μετά απο δυό περίπου χρόνια και κάτι απραξίας, επέστρεψε στο προσκήνιο με μια σόλο δουλειά που είχε τίτλο το όνομά του, με κάποια σχετική επιτυχία σε ένα δίσκο ποικιλόμορφων μουσικών στύλ.
Όντας ήδη 35 ετών, παντρεμένος και γονιός, διαβάζω πως περνούσε ένα στάδιο προσωπικής εσωστρέφειας και αναζήτησης, αναρωτώμενος αν η έμπνευση μαζί και η φλόγα της δημιουργίας τον είχαν εγκαταλείψει. Η αλήθεια είναι πως είχε αρχίσει να απολαμβάνει ξανά το παίξιμο της κιθάρας (ηλεκτρικής και ακουστικής) και με μια κάπως διαφορετική προσέγγιση. Και έφτιαξε μερικά demos με κάποιες ιδέες. Το επόμενο στάδιο ήταν να φωνάξει τους Steve White (τύμπανα) και Marco Nelson (bass) και να τους γνωστοποιήσει όλα αυτά. Και πως τον ενδιέφερε το τρίο αυτό να πορευτεί σαν μπάντα, όχημα και εκφραστής των νέων του αναζητήσεων και να φτιαξουν κάτι που θα γουστάρουν στα αλήθεια. Και έτσι οι τρεις τους με την καθοδήγηση του παραγωγού Brendan Lynch ξεκίνησαν τα sessions για το “Wild Wood” (1993)
Είναι και μιά ιδιάζουσα πραγματικά περίπτωση στη βρετανική ροκ σκηνή, καθώς ξεκίνησε και έγινε γνωστός την εποχή του punk, (παρόλο που οι Jam, το τότε όχημα του, μάλλον με την ευρύτερη έννοια new wave μπορούν να «κατηγοριοποιηθούν») αλλά οι μουσικές του καταβολές ξεκινούσαν απο τους Who και τους Kinks και έφταναν στη soul, το rhythm & blues μέχρι τις παρυφές της jazz!
Και ενώ οι Jam απολάμβαναν την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που πολλά group θα ζήλευαν (το “Setting Sons” παραμένει ένα απο τα αγαπημένα μου άλμπουμ), αποφάσισε να τους διαλύσει εν πλήρει δόξη, παρά να αναγκαστεί να το πράξει όταν θα είχαν φθαρεί, όπως απορημένος είχα διαβάσει σε μια συνέντευξή του τότε.
Η απορία μου, έγινε έκπληξη με το επόμενο βήμα του, τους Style Council και το “Cafe Bleu”. Ενας δίσκος έτη φωτός μακρυά απο ότι ξέραμε. Ένα laid back κράμα jazzy-white soul- r&b – pop (μέχρι και rap!) κομψοτεχνημάτων, πασπαλισμένων με αντίστοιχα φωνητικά, βγάζαν στην επιφάνεια τις καταβολές που λέγαμε.
Στην τσαντίλα μου, τον προσπέρασα, παρόλη την αισθητική ανάλυση που προσπάθησαν να μου κάνουν φίλοι των οπoίων το μουσικό γούστο εκτιμούσα (γειά σου Greg). Σήμερα βέβαια τον θεωρώ πολύ σημαντική στιγμή της μουσικής των 80’s και τον προτείνω ανεπιφύλακτα.
Συνεχίζοντας στο ίδιο στυλίστικο μοτίβο (το οποίο παρακολουθούσα φιλολογικά και μακρόθεν μέχρι που βαρέθηκα), o Paul Weller έφθασε δυστυχώς στο σημείο που ποτέ ίσως δεν φαναταζόταν, να του αρνηθεί δηλαδή η εταιρία του την κυκλοφορία του 5ου τους δίσκου. Η διάλυσή τους ήταν γεγονός.
Μετά απο δυό περίπου χρόνια και κάτι απραξίας, επέστρεψε στο προσκήνιο με μια σόλο δουλειά που είχε τίτλο το όνομά του, με κάποια σχετική επιτυχία σε ένα δίσκο ποικιλόμορφων μουσικών στύλ.
Όντας ήδη 35 ετών, παντρεμένος και γονιός, διαβάζω πως περνούσε ένα στάδιο προσωπικής εσωστρέφειας και αναζήτησης, αναρωτώμενος αν η έμπνευση μαζί και η φλόγα της δημιουργίας τον είχαν εγκαταλείψει. Η αλήθεια είναι πως είχε αρχίσει να απολαμβάνει ξανά το παίξιμο της κιθάρας (ηλεκτρικής και ακουστικής) και με μια κάπως διαφορετική προσέγγιση. Και έφτιαξε μερικά demos με κάποιες ιδέες. Το επόμενο στάδιο ήταν να φωνάξει τους Steve White (τύμπανα) και Marco Nelson (bass) και να τους γνωστοποιήσει όλα αυτά. Και πως τον ενδιέφερε το τρίο αυτό να πορευτεί σαν μπάντα, όχημα και εκφραστής των νέων του αναζητήσεων και να φτιαξουν κάτι που θα γουστάρουν στα αλήθεια. Και έτσι οι τρεις τους με την καθοδήγηση του παραγωγού Brendan Lynch ξεκίνησαν τα sessions για το “Wild Wood” (1993)
Last edited by a moderator: