SAM COOKE - night beat
RCA - VICTOR 1963
SONY MUSIC 2010
Τον άκουσα για πρώτη φορά σ’ ένα πάρτυ, πρίν από 30 περίπου χρόνια. Είχαμε μείνει η τελευταία παρέα, με χαμηλές πλέον εντάσεις, αλλά με το κεφάλι γεμάτο ουίσκι και τσιγάρο. Κάποιος έβαλε ένα δίσκο και είπε: «αράξτε λίγο ν’ ακούσουμε λίγη καλή μουσική.» Θυμάμαι έντονα, το συναίσθημα που ένιωσα, με το που έπεσαν οι πρώτες νότες, μα κυρίως με τη φωνή του Sam Cooke που με πλημμύρισε! Ήταν σαν να άγγιζα ένα άγνωστο γυναικείο κορμί, έχοντας την προσμονή της ερωτικής ολοκλήρωσης. Δεν άντεξα να μην πάω να δώ το δίσκο, να ξέρω περί τίνος πρόκειται. Ήταν το “night beat” και το έβλεπα για πρώτη φορά! Σ’ ένα ελαφροπράσινο φόντο, κυριαρχούσε η μορφή του Cooke δίνοντας έντονα συναίσθημα sixties, ενώ ταυτόχρονα αυτό που ακουγόταν, δημιουργούσε μεσα μου, συνειρμικές εικόνες πόθου. Εκστασιασμένος, άκουγα λαίμαργα, χωρίς να συμμετέχω στη συζήτηση. Είχα δοθεί ολοκληρωτικά στη μυσταγωγία του κλίματος, που έβγαινε από τον υπέροχο αυτό δίσκο, με τα εντυπωσιακά φωνητικά blues, και τις soul μπαλάντες, που διαδέχονταν η μία την άλλη.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η δισκοθήκη συμπληρωνόταν με δίσκους του S. Cooke που βρίσκονταν στο δρόμο μου, αλλά όχι το “night beat”. Καί όσο δεν το εύρισκα, τόσο το επιθυμούσα. Μέχρι που το 2010 κάποιος καλός Θεός, το επανεξέδωσε σε βινύλιο υψηλής ποιότητας, σε περιορισμένα αντίτυπα. Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια τον είχα στο πλατώ! Φυσικά και δεν θυμόμουν, παρά μόνο τις εντυπώσεις εκείνης της βραδυάς, όταν ο δίσκος ξεκίνησε να παίζει......
Οι διάσημοι παραγωγοί, Hugo & Luigi γράφουν στο οπισθόφυλλο: «Όταν πήγαμε εκείνο το βράδυ, γιά να δούμε τον Sam Cooke στο club που έπαιζε, εκείνος είχε τελειώσει το πρόγραμμά του και καθισμένος στο πίσω μέρος της σκηνής, τραγουδούσε για πάρτη του, συνοδευόμενος από δυό τρείς μουσικούς. Ο χώρος ήταν γεμάτος καπνό και σκοτεινός, ο Cooke τραγουδούσε περισσότερο blues απ’ ό,τι συνήθως έκανε στο πρόγραμμά του. Ένα, δυό τραγούδια και οι άνθρωποι που καθάριζαν το μαγαζί, σταμάτησαν για να τον ακούσουν. Έκανε τσιγάρο και συνέχιζε, το ένα μετά το άλλο βγάζοντας την ψυχή του στο μικρόφωνο. Του ζητήσαμε στο τέλος της νύχτας, να τον ηχογραφήσουμε ακριβώς έτσι, όπως έκανε σήμερα, με τραγούδια δικής του επιλογής και το στήσιμο που προτιμάει.
Στην ηχογράφηση, επικρατούσε το ίδιο after hours κλίμα εκείνης της νύχτας, καθώς το στούντιο γέμισε καπνούς και ουίσκι. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα κι εμείς απλώς βάλαμε την ταινία να γράφει.....»
Έτσι γεννήθηκε το “Night Beat”, για να σας βάλω και λίγο στο κλίμα, του τι πρόκειται ν’ ακούσετε, αν παρασυρθείτε και αγοράσετε το δίσκο. Η μυσταγωγία ξεκινάει με το “Nobody knows the trouble that I’ve seen”, με το κόντραμπάσσο, το πιάνο και το ταμπούρο να στρώνουν το χαλί, που θα πατήσει η φωνή του Cooke, αλλά οι 4 νότες από το μπάσσο, αλλάζουν το τέμπο και το blues έρχεται με φυσικό τρόπο να αιωρηθεί στο χώρο, καθώς απαγγέλει το “lost and found.” Ακολουθεί το “mean old world” που χωράει άνετα σε ένα οποιοδήποτε best of του καλλιτέχνη, καθώς και το “don’t you drive me away” που όμως έχει περισσότερο groove. Τα μάτια κλείνουν και τα σαγόνια ανοίγουν, όταν η κιθάρα καλεί τον Cooke να πει τις πρώτες φράσεις από το “I lost everything” με τη βαθειά, βελούδινη και συνάμα βραχνή φωνή του. Ανάβω πάλι την πίπα, για ν’ αντέξω το “you get another fool” τον βλέπω μπροστά μου να τραγουδάει και δεν θέλω να τελειώσει, αλλά περνάει ο ψαράς που διαφημίζει τις τσιπούρες του και επανέρχομαι στην πραγματικότητα αλλάζοντας την πλευρά του δίσκου. Τα πόδια χτυπάνε ρυθμικά το πάτωμα με το “little red rooster” και επανέρχεσαι στην πρότερη κατάσταση αφασίας, με το μελωδικό “Laughin’ and clowing” Ώσπου φτάνει η ....κορύφωση. Tο “Trouble blues” – αργότερα γνωστό και ως pussycat moan – δίνει το τελικό χτύπημα, με την απελπιστική παράκληση της εισαγωγής, για τα ατέλειωτα βάσανά του και για την επιστροφή της αγαπημένης. Ο 16χρονος τότε Billy Preston, ολοκληρώνει το κομμάτι με ένα υπέροχο σόλο στο Hammond B3, μέχρι να έρθει πάλι η ικεσία, για να κλείσει την ψυχή στα σκοτεινά δωμάτια. Η ισορροπία αποκαθίσταται στο “You gotta move” όπου ο ρυθμός αυξάνεται, υπάρχει groove, πιάνο και συναίσθημα αποφόρτισης. Η σειρά των τραγουδιών, είναι διαλεγμένη με μαεστρία και δεν μπορείς να βρείς ησυχία για να ξεκουράσεις το πνεύμα σου, μιάς και ακολουθεί το “Fools Paradise” που αφηγείται την ιστορία κάποιου, που τα έχασε όλα, ζώντας σ’ έναν ψεύτικο παράδεισο. Το ταξίδι τελειώνει με το standard “Shake rattle and roll” που υπήρξε και μεγάλη επιτυχία στην εποχή του.
Αναλογιζόμενος εν τέλει, πόση ευχαρίστηση μπορείς να πάρεις, δίνοντας 20 ευρώ, νιώθεις τυχερός που τουλάχιστον, έχεις αυτούς τους δίσκους να σε παρηγορούν, μέσα στη γενική μιζέρια.
RCA - VICTOR 1963
SONY MUSIC 2010
Τον άκουσα για πρώτη φορά σ’ ένα πάρτυ, πρίν από 30 περίπου χρόνια. Είχαμε μείνει η τελευταία παρέα, με χαμηλές πλέον εντάσεις, αλλά με το κεφάλι γεμάτο ουίσκι και τσιγάρο. Κάποιος έβαλε ένα δίσκο και είπε: «αράξτε λίγο ν’ ακούσουμε λίγη καλή μουσική.» Θυμάμαι έντονα, το συναίσθημα που ένιωσα, με το που έπεσαν οι πρώτες νότες, μα κυρίως με τη φωνή του Sam Cooke που με πλημμύρισε! Ήταν σαν να άγγιζα ένα άγνωστο γυναικείο κορμί, έχοντας την προσμονή της ερωτικής ολοκλήρωσης. Δεν άντεξα να μην πάω να δώ το δίσκο, να ξέρω περί τίνος πρόκειται. Ήταν το “night beat” και το έβλεπα για πρώτη φορά! Σ’ ένα ελαφροπράσινο φόντο, κυριαρχούσε η μορφή του Cooke δίνοντας έντονα συναίσθημα sixties, ενώ ταυτόχρονα αυτό που ακουγόταν, δημιουργούσε μεσα μου, συνειρμικές εικόνες πόθου. Εκστασιασμένος, άκουγα λαίμαργα, χωρίς να συμμετέχω στη συζήτηση. Είχα δοθεί ολοκληρωτικά στη μυσταγωγία του κλίματος, που έβγαινε από τον υπέροχο αυτό δίσκο, με τα εντυπωσιακά φωνητικά blues, και τις soul μπαλάντες, που διαδέχονταν η μία την άλλη.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η δισκοθήκη συμπληρωνόταν με δίσκους του S. Cooke που βρίσκονταν στο δρόμο μου, αλλά όχι το “night beat”. Καί όσο δεν το εύρισκα, τόσο το επιθυμούσα. Μέχρι που το 2010 κάποιος καλός Θεός, το επανεξέδωσε σε βινύλιο υψηλής ποιότητας, σε περιορισμένα αντίτυπα. Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια τον είχα στο πλατώ! Φυσικά και δεν θυμόμουν, παρά μόνο τις εντυπώσεις εκείνης της βραδυάς, όταν ο δίσκος ξεκίνησε να παίζει......
Οι διάσημοι παραγωγοί, Hugo & Luigi γράφουν στο οπισθόφυλλο: «Όταν πήγαμε εκείνο το βράδυ, γιά να δούμε τον Sam Cooke στο club που έπαιζε, εκείνος είχε τελειώσει το πρόγραμμά του και καθισμένος στο πίσω μέρος της σκηνής, τραγουδούσε για πάρτη του, συνοδευόμενος από δυό τρείς μουσικούς. Ο χώρος ήταν γεμάτος καπνό και σκοτεινός, ο Cooke τραγουδούσε περισσότερο blues απ’ ό,τι συνήθως έκανε στο πρόγραμμά του. Ένα, δυό τραγούδια και οι άνθρωποι που καθάριζαν το μαγαζί, σταμάτησαν για να τον ακούσουν. Έκανε τσιγάρο και συνέχιζε, το ένα μετά το άλλο βγάζοντας την ψυχή του στο μικρόφωνο. Του ζητήσαμε στο τέλος της νύχτας, να τον ηχογραφήσουμε ακριβώς έτσι, όπως έκανε σήμερα, με τραγούδια δικής του επιλογής και το στήσιμο που προτιμάει.
Στην ηχογράφηση, επικρατούσε το ίδιο after hours κλίμα εκείνης της νύχτας, καθώς το στούντιο γέμισε καπνούς και ουίσκι. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα κι εμείς απλώς βάλαμε την ταινία να γράφει.....»
Έτσι γεννήθηκε το “Night Beat”, για να σας βάλω και λίγο στο κλίμα, του τι πρόκειται ν’ ακούσετε, αν παρασυρθείτε και αγοράσετε το δίσκο. Η μυσταγωγία ξεκινάει με το “Nobody knows the trouble that I’ve seen”, με το κόντραμπάσσο, το πιάνο και το ταμπούρο να στρώνουν το χαλί, που θα πατήσει η φωνή του Cooke, αλλά οι 4 νότες από το μπάσσο, αλλάζουν το τέμπο και το blues έρχεται με φυσικό τρόπο να αιωρηθεί στο χώρο, καθώς απαγγέλει το “lost and found.” Ακολουθεί το “mean old world” που χωράει άνετα σε ένα οποιοδήποτε best of του καλλιτέχνη, καθώς και το “don’t you drive me away” που όμως έχει περισσότερο groove. Τα μάτια κλείνουν και τα σαγόνια ανοίγουν, όταν η κιθάρα καλεί τον Cooke να πει τις πρώτες φράσεις από το “I lost everything” με τη βαθειά, βελούδινη και συνάμα βραχνή φωνή του. Ανάβω πάλι την πίπα, για ν’ αντέξω το “you get another fool” τον βλέπω μπροστά μου να τραγουδάει και δεν θέλω να τελειώσει, αλλά περνάει ο ψαράς που διαφημίζει τις τσιπούρες του και επανέρχομαι στην πραγματικότητα αλλάζοντας την πλευρά του δίσκου. Τα πόδια χτυπάνε ρυθμικά το πάτωμα με το “little red rooster” και επανέρχεσαι στην πρότερη κατάσταση αφασίας, με το μελωδικό “Laughin’ and clowing” Ώσπου φτάνει η ....κορύφωση. Tο “Trouble blues” – αργότερα γνωστό και ως pussycat moan – δίνει το τελικό χτύπημα, με την απελπιστική παράκληση της εισαγωγής, για τα ατέλειωτα βάσανά του και για την επιστροφή της αγαπημένης. Ο 16χρονος τότε Billy Preston, ολοκληρώνει το κομμάτι με ένα υπέροχο σόλο στο Hammond B3, μέχρι να έρθει πάλι η ικεσία, για να κλείσει την ψυχή στα σκοτεινά δωμάτια. Η ισορροπία αποκαθίσταται στο “You gotta move” όπου ο ρυθμός αυξάνεται, υπάρχει groove, πιάνο και συναίσθημα αποφόρτισης. Η σειρά των τραγουδιών, είναι διαλεγμένη με μαεστρία και δεν μπορείς να βρείς ησυχία για να ξεκουράσεις το πνεύμα σου, μιάς και ακολουθεί το “Fools Paradise” που αφηγείται την ιστορία κάποιου, που τα έχασε όλα, ζώντας σ’ έναν ψεύτικο παράδεισο. Το ταξίδι τελειώνει με το standard “Shake rattle and roll” που υπήρξε και μεγάλη επιτυχία στην εποχή του.
Αναλογιζόμενος εν τέλει, πόση ευχαρίστηση μπορείς να πάρεις, δίνοντας 20 ευρώ, νιώθεις τυχερός που τουλάχιστον, έχεις αυτούς τους δίσκους να σε παρηγορούν, μέσα στη γενική μιζέρια.
- Sam Cooke - vocals
- Rene Hall - conductor
- Cliff White - guitar
- Barney Kessell - guitar
- Raymond Johnson - piano
- Billy Preston - organ
- Edward Hall - bass, drums
- Clifford Hills - bass
- Hal Blaine - drums, horn section
Last edited: