Δεν μας ενδιαφέρει να μας θυμούνται, θα μείνουμε αξέχαστοι όσο ζούμε! δήλωναν με θράσος ρώσοι εικαστικοί καλλιτέχνες στις αρχές του 20ου αιώνα. Και όμως, τα πραγματικά σπουδαία έργα Τέχνης, ζούνε με τον καλλιτέχνη μόνο τη βρεφική τους περίοδο. Ακμάζουν δεκαετίες ή αιώνες αργότερα και ορισμένα δεν γερνούν ποτέ, χαρίζοντας την Αθανασία στο δημιουργό τους.
Το δεύτερο τρίο για πιάνο του Σούμπερτ, έργο 100, ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα μνημόσυνο. Ξεκίνησε να το γράφει έξι μήνες μετά και το παρουσίασε δημόσια ένα χρόνο ακριβώς από το θάνατο του Μπετόβεν, με ερμηνευτές που υπήρξαν αγαπημένοι συνεργάτες του Μεγάλου Δασκάλου.
Το έργο έχει τέσσερα μέρη, γρήγορο, αργό, σκέρτσο και ένα εκτεταμένο φινάλε, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους, καθώς μοτίβα από προηγούμενα μέρη εμφανίζονται στα επόμενα. Σε κάθε ένα από αυτά υπάρχει το αριστοτεχνικό μωσαϊκό ύφους και συναισθημάτων, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ώριμων έργων του συνθέτη, όπου η χαρά δίνει τη θέση της στην μελαγχολία, η ελπίδα στην απόγνωση, ο λυρισμός στο δράμα και αντίστροφα.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί την κορύφωση όλου του τρίο και ταυτόχρονα την απόδοση τιμών στην μνήμη του Μπετόβεν, παρουσιάζοντας δομικές αναλογίες και ξεκινώντας στην ίδια τονικότητα με το πένθιμο εμβατήριο της Ηρωικής συμφωνίας. Το μέρος ξεκινά με τον ανήσυχο βηματισμό του πιάνου, πάνω στον οποίο ξετυλίγεται ένα έξοχο, υπερβατικής ομορφιάς θέμα του βιολοντσέλου. Έχει γραφτεί πως η μελωδία αυτή είναι δανεισμένη από ένα σουηδικό τραγούδι, αλλά δεν είναι σωστό. Το υπέροχο αυτό θέμα, ένα από τα πιο όμορφα που έχουν γραφτεί ποτέ, αποτελεί εξ’ ολοκλήρου έμπνευση του συνθέτη. Το σουηδικό τραγούδι εμφανίζεται πολύ αργότερα στο μέρος αυτό και μάλιστα το απόσπασμα που χρησιμοποίησε ο Σούμπερτ, πλαισίωνε στο πρωτότυπο τα λόγια «Αντίο! Αντίο!».
Η εκφραστική δύναμη του αργού μέρους και ο συναισθηματικός πλούτος του είναι μοναδικά. Η μουσική, όχι απλώς απελευθερώνει σκέψεις και συναισθήματα, αλλά υποβάλλει τον ακροατή σε ολοκληρωμένες, υπαρξιακές καταστάσεις. Αυτός είναι πιθανά και ο λόγος που προτιμήθηκε ιδιαίτερα από σκηνοθέτες να πλαισιώσει εικόνες ή να αποτελέσει το λαϊτμοτίφ ολόκληρων κινηματογραφικών ταινιών.
Κάνοντας μια πρόχειρη αναδρομή, ξεκινώ από τον μέγιστο Κιούμπρικ ο οποίος την χρησιμοποιεί για να μπολιάσει με νόημα την τέλεια, επιδερμική ομορφιά της Μαρίσα Μπέρενσον στον Μπάρυ Λύντον. Συνεχίζω με τον Τόνυ Σκοτ, που χορογραφεί μ’ αυτό τις στυλιζαρισμένες, gothic, φετιχιστικές περιπτύξεις της Ντενέβ, του Μπάουι και της Σάραντον στο φίλμ The Hunger του 1983. Και καταλήγω με την ακραία, νευρωτική Δασκάλα του Πιάνου του Χάνεκε, όπου αρκεί μόνο η σκηνή της ερμηνείας του δεύτερου μέρους του τρίο για να σκιαγραφηθεί πλήρως ο ένας πόλος του διαταραγμένου κόσμου της Ιζαμπέλ Υπέρ.
Από τις διάφορες ηχογραφήσεις του έργου σε cd προτείνω αυτήν του τρίο Florestan στην Hyperion, που διαθέτει και εξαιρετική ηχογράφηση. Αντισταθμίζει τη τσιγκουνιά της παραγωγής, προσφέροντας και το φινάλε του έργου στην πρώτη του εκδοχή, κάτι που θα ενδιαφέρει τους συλλέκτες.
Το δεύτερο τρίο για πιάνο του Σούμπερτ, έργο 100, ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα μνημόσυνο. Ξεκίνησε να το γράφει έξι μήνες μετά και το παρουσίασε δημόσια ένα χρόνο ακριβώς από το θάνατο του Μπετόβεν, με ερμηνευτές που υπήρξαν αγαπημένοι συνεργάτες του Μεγάλου Δασκάλου.
Το έργο έχει τέσσερα μέρη, γρήγορο, αργό, σκέρτσο και ένα εκτεταμένο φινάλε, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους, καθώς μοτίβα από προηγούμενα μέρη εμφανίζονται στα επόμενα. Σε κάθε ένα από αυτά υπάρχει το αριστοτεχνικό μωσαϊκό ύφους και συναισθημάτων, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ώριμων έργων του συνθέτη, όπου η χαρά δίνει τη θέση της στην μελαγχολία, η ελπίδα στην απόγνωση, ο λυρισμός στο δράμα και αντίστροφα.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί την κορύφωση όλου του τρίο και ταυτόχρονα την απόδοση τιμών στην μνήμη του Μπετόβεν, παρουσιάζοντας δομικές αναλογίες και ξεκινώντας στην ίδια τονικότητα με το πένθιμο εμβατήριο της Ηρωικής συμφωνίας. Το μέρος ξεκινά με τον ανήσυχο βηματισμό του πιάνου, πάνω στον οποίο ξετυλίγεται ένα έξοχο, υπερβατικής ομορφιάς θέμα του βιολοντσέλου. Έχει γραφτεί πως η μελωδία αυτή είναι δανεισμένη από ένα σουηδικό τραγούδι, αλλά δεν είναι σωστό. Το υπέροχο αυτό θέμα, ένα από τα πιο όμορφα που έχουν γραφτεί ποτέ, αποτελεί εξ’ ολοκλήρου έμπνευση του συνθέτη. Το σουηδικό τραγούδι εμφανίζεται πολύ αργότερα στο μέρος αυτό και μάλιστα το απόσπασμα που χρησιμοποίησε ο Σούμπερτ, πλαισίωνε στο πρωτότυπο τα λόγια «Αντίο! Αντίο!».
Η εκφραστική δύναμη του αργού μέρους και ο συναισθηματικός πλούτος του είναι μοναδικά. Η μουσική, όχι απλώς απελευθερώνει σκέψεις και συναισθήματα, αλλά υποβάλλει τον ακροατή σε ολοκληρωμένες, υπαρξιακές καταστάσεις. Αυτός είναι πιθανά και ο λόγος που προτιμήθηκε ιδιαίτερα από σκηνοθέτες να πλαισιώσει εικόνες ή να αποτελέσει το λαϊτμοτίφ ολόκληρων κινηματογραφικών ταινιών.
Κάνοντας μια πρόχειρη αναδρομή, ξεκινώ από τον μέγιστο Κιούμπρικ ο οποίος την χρησιμοποιεί για να μπολιάσει με νόημα την τέλεια, επιδερμική ομορφιά της Μαρίσα Μπέρενσον στον Μπάρυ Λύντον. Συνεχίζω με τον Τόνυ Σκοτ, που χορογραφεί μ’ αυτό τις στυλιζαρισμένες, gothic, φετιχιστικές περιπτύξεις της Ντενέβ, του Μπάουι και της Σάραντον στο φίλμ The Hunger του 1983. Και καταλήγω με την ακραία, νευρωτική Δασκάλα του Πιάνου του Χάνεκε, όπου αρκεί μόνο η σκηνή της ερμηνείας του δεύτερου μέρους του τρίο για να σκιαγραφηθεί πλήρως ο ένας πόλος του διαταραγμένου κόσμου της Ιζαμπέλ Υπέρ.
Από τις διάφορες ηχογραφήσεις του έργου σε cd προτείνω αυτήν του τρίο Florestan στην Hyperion, που διαθέτει και εξαιρετική ηχογράφηση. Αντισταθμίζει τη τσιγκουνιά της παραγωγής, προσφέροντας και το φινάλε του έργου στην πρώτη του εκδοχή, κάτι που θα ενδιαφέρει τους συλλέκτες.