Ελάχιστα έως καθόλου γνωστός στη χώρα μας, λόγω του εξαιρετικά χαμηλού προφίλ και της σκοτεινής, σχεδόν μυστικιστικής μουσικής του, ο Jackson Browne υπήρξε, κατά την ταπεινή μου άποψη, πολύ πιο σημαντικός για τη σύγχρονη δυτική παράδοση του τροβαδούρου-συνθέτη από ότι ο James Taylor, ή ο Al Stewart, για παράδειγμα, αλλά δυστυχώς ούτε στο ένα δέκατο το ίδιο «πιασάρικος» εμπορικά.
Η ατμόσφαιρα που αποπνέει ο ομώνυμος πρώτος του δίσκος του 1972, ο οποίος γυρνάει τώρα που γράφω αυτές τις αράδες στο πλατό, παραπέμπει περισσότερο σε παραδοσιακούς θρησκευτικούς ύμνους και λιγότερο σε country-rock μπαλάντες, ενώ η ενορχήστρωση θα ταίριαζε γάντι σε προκλασική μουσική δωματίου για πιάνο, βιολί και κιθάρα.
Οι αλλεπάλληλες προσωπικές και οικογενειακές ατυχίες σμίλεψαν ένα μοναδικό, προσωπικό, όσο και φιλοσοφημένο στυλ στη μουσική έκφραση του Browne, που έφτασε στο ζενίθ με το απαράμιλλο Late For The Sky του 1974, αλλάζοντας μεμιάς τη μορφή αυτού που είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε folk-rock.
Για πολλούς, αυτό το μεταχίπικο κράμα προσωπικού πόνου, πικρίας και νοσταλγίας σημάδεψε ανεξίτηλα τη μουσική σκηνή της Δυτικής Ακτής και επηρέασε τις μετέπειτα συνθέσεις ογκόλιθων σαν τους Eagles, τους Nitty Gritty Dirt Band και την Linda Ronstadt.
Παράλληλα, ήταν ένα από τα πρώτα ακούσματα που είχα την τύχη να πέσω πάνω τους, χάρη στον μιγά (μισό Ινδιάνο, μισό Ισπανό) συγκάτοικό μου στη φοιτητική εστία της Πασαντένα, που είχε λιώσει κυριολεκτικά τα τρία πρώτα άλμπουμ του στην καθημερινή βραδινή ιεροτελεστία της ακρόασης.
Περιττό να πω ότι έγινα κι εγώ φαν του μακρυμάλλη μάστορα της μελωδίας και των στίχων και, παρότι ομολογώ ότι τα τελευταία άλμπουμ του ήταν απογοητευτικά, υπάρχει πάντα η κρυφή ελπίδα ότι –όπως και με τον άλλο κολοσσό, Neil Young, «the best is yet to come...».
Η ατμόσφαιρα που αποπνέει ο ομώνυμος πρώτος του δίσκος του 1972, ο οποίος γυρνάει τώρα που γράφω αυτές τις αράδες στο πλατό, παραπέμπει περισσότερο σε παραδοσιακούς θρησκευτικούς ύμνους και λιγότερο σε country-rock μπαλάντες, ενώ η ενορχήστρωση θα ταίριαζε γάντι σε προκλασική μουσική δωματίου για πιάνο, βιολί και κιθάρα.
Οι αλλεπάλληλες προσωπικές και οικογενειακές ατυχίες σμίλεψαν ένα μοναδικό, προσωπικό, όσο και φιλοσοφημένο στυλ στη μουσική έκφραση του Browne, που έφτασε στο ζενίθ με το απαράμιλλο Late For The Sky του 1974, αλλάζοντας μεμιάς τη μορφή αυτού που είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε folk-rock.
Για πολλούς, αυτό το μεταχίπικο κράμα προσωπικού πόνου, πικρίας και νοσταλγίας σημάδεψε ανεξίτηλα τη μουσική σκηνή της Δυτικής Ακτής και επηρέασε τις μετέπειτα συνθέσεις ογκόλιθων σαν τους Eagles, τους Nitty Gritty Dirt Band και την Linda Ronstadt.
Παράλληλα, ήταν ένα από τα πρώτα ακούσματα που είχα την τύχη να πέσω πάνω τους, χάρη στον μιγά (μισό Ινδιάνο, μισό Ισπανό) συγκάτοικό μου στη φοιτητική εστία της Πασαντένα, που είχε λιώσει κυριολεκτικά τα τρία πρώτα άλμπουμ του στην καθημερινή βραδινή ιεροτελεστία της ακρόασης.
Περιττό να πω ότι έγινα κι εγώ φαν του μακρυμάλλη μάστορα της μελωδίας και των στίχων και, παρότι ομολογώ ότι τα τελευταία άλμπουμ του ήταν απογοητευτικά, υπάρχει πάντα η κρυφή ελπίδα ότι –όπως και με τον άλλο κολοσσό, Neil Young, «the best is yet to come...».