- 17 June 2006
- 14,350
Αντιγράφω από το έργο ζωής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου με τίτλο “Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος”:
“Πασίγνωστο έγινε το έργο τούτο του Μπετόβεν, προπάνων όταν ο Τολστόϊ, στο έτος 1889, έδοσε σ ένα από τα μυθιστορήματά του τον τίτλο “Σονάτα Κρόϋτσερ”. Tον (Γάλλο βιολιστή) Ροντόλφ Κροϋτσέρ - ή Κρόϋτσερ, όπως τονίζουν τ όνομά του οι Γερμανοί – δεν τον γνώρισε ο Μπετόβεν, παρά μόνο λίγες εβδομάδες, στο έτος 1798. Πώς πήγε ο νούς του πάλι σ αυτόν, όταν έστειλε, στο 1804, την περίφημη Σονάτα του (που δεν εκδόθηκε παρά στο 1805, ως Opus 47) στον εκδότη Σίμροκ; Σε μιάν επιστολή του προς τον Σίμροκ (Nicolaus Simrock, 1752-1834), που ζούσε στη Βόννη, και που, αφού ξεκίνησε από “κορνίστας” ίδρυσε εκεί ένα σημαντικό εκδοτικό οίκο μουσικών έργων, γράφει ο Μπετόβεν (4 Οκτωβρίου 1804): “Αυτός ο Κρόϋτσερ είν’ ένας καλός, αγαπητός άνθρωπος...Η μετριοφροσύνη του και η φυσικότητά του μού είναι πιό αγαπητές από το εξωτερικό ή εσωτερικό των πιο πολλών βιρτουόζων (als alles Exterieur oder Interieur der meisten Virtuosen)”. Κάποιος βιρτουόζος τον είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα, και θυμήθηκε πάλι, τότε, ο Μπετόβεν, τον Κροϋτσέρ. Ο “βιρτουόζος”, που τον είχε ενοχλήσει, ήταν ο Μπρίτζτάουερ (George Augustus Polgreen Bridgetower). Ηταν εικοσιτεσσάρων περίπου ετών (γεννήθηκε γύρω στο 1779 και έζησε ως το 1860) όταν ο Μπετόβεν, στο 1803, συνδέθηκε μαζί του. Γιός ενός νέγρου (που υπηρετούσε στον οίκο των Εστερχάζυ) και μιάς Γερμανίδας (από τη Σαξονία), εμαθήτευσε πλάϊ στον Χάϋδν, και πήγε πολύ νέος στην Αγγλία, έγινε “Αγγλος”, όπως δείχνουν και τα ονόματά του, και μέλος της ορχήστρας του πρίγκηπα της Ουαλλίας. Στο 1802, πήρε άδεια, για να επισκεφθεί τη μητέρα του στη Σαξονία, και έκαμε την εμφάνισή του ως βιολιστής στη Δρέσδη και στη Βιέννη, όπου και γνώρισε, στο 1803, τον Μπετόβεν. Ο νεαρός μιγάς ήταν άριστος βιολιστής, αλλά ήταν και πολύ ζωηρός νέος, που του άρεσε η άτακτη ζωή στις ταβέρνες. Και τον Μπετόβεν τον τραβούσε αρκετά η ζωή αυτή, προπάντων στη συντροφιά νεαρών ανδρών (πράγμα που ο Emil Ludwig το συνδυάζει με αβάσιμα υπονοούμενα). Ο Μπρίτζτάουερ διηγήθηκε στον Θίρλγουολ (J.W. Thirlwall), εκδότη του περιοδικού “The Musical World” του Λονδίνου – και η αφήγηση αυτή δημοσιεύθηκε, στο περιοδικό τούτο, πολύ αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου του 1888 - ότι οι δυό τους, ο Μπετόβεν και ο Μπρίτζτάουερ, τα χάλασαν εξαιτίας μιάς κοπέλλας (“they had some silly quarrel about a girl”). Αλλά μας είπε ο Μπρίτζτάουερ - σ ένα σημείωμά του πάνω σ ένα αντίγραφο της περίφημης Σονάτας (μπορεί να το βρεί ο αναγνώστης και το σημείωμα τούτο πάνω στο έργο του H.C. Robbins Landon “Beethoven: A Documentary Study compiled and edited by H.C. Robbins Landon, 1970) – και πως πρωτόπαιξαν μαζί, στη Βιέννη, μπροστά σε κοινό την περίφημη Σονάτα (“Sonata-Concertante” όπως τη λέει ο ίδιος ο Μπετόβεν). Στην επανάληψη του πρώτου μέρους του Presto (στο πρώτο από τα τρία μέρη της Σονάτας), ο Μπρίτζτάουερ έκαμε μιά μικρή αλλαγή, και ο Μπετόβεν, που έπαιζε στο πιάνο, πήδησε επάνω και αγκάλιασε τον βιολιστή (“He leaped out of his seat, embraced me and said once more: My dear boy: mein lieber Bursch!”). Και προσθέτει ο Μπρίτζτάουερ: η έκφραση του Μπετόβεν στο Andante (στο βασικό θέμα του δεύτερου μέρους: Andante con varazioni) “ήταν τόσο αγνή, πράγμα που εχαρακτήριζε πάντοτε την εκτέλεση των αργών μερών του, ώστε οι πάντες ομόφωνα επέμειναν να επαναληφθεί το κομμάτι αυτό δυό φορές”. Μόλις στο 1965 ανακαλύφθηκε (και υπάρχει τώρα στο Beethoven-Haus, στη Βόννη) ένα απόσπασμα χειρόγραφου της Σονάτας Κρόϋτσερ, χειρόγραφου παλαιότερου από εκείνο που έατειλε ο Μπετόβεν στον Σίμροκ για δημοσίευση. Στην πρώτη σελίδα, ο Μπετόβεν - παίζοντας με τη λέξη “μιγάς” - σημειώνει: Sonata mulattica Composta per il Mulatto Brischdauer” (sic! αντί Bridgetower ), gran pazzo e compositore mulattico”! Σ αυτόν, λοιπόν, ανήκει ουσιαστικά η Σονάτα, στον “gran pazzo” (στον “μέγα τρελλό”, στον θεότρελλο). Ο Ροντόλφ Κροϋτσέρ δεν έπαιξε ποτέ τη “Sonata mulattica” που του αφιέρωσε ο Μπετόβεν, όταν τα χάλασε με τον “Mulatto”: την έβρισκε “υπερβολικά ακατανόητη”. Tο έργο είναι ένα αριστούργημα. Εκαμε αμέσως, όταν πρωτοπαίχτηκε, μεγάλη εντύπωση, προκάλεσε όμως και έντονους αντίλογους των κριτικών εκείνων, που τ αυτιά τους δε μπορούσαν ακόμα να ανεχθούν μιά τόσο δυναμική έκφραση στη μουσική δωματίου. To έργο τούτο είναι ένα έργο μ έ γ α. Ως αποκάλυψη, είναι εξίσου βαρυσήμαντο όσο και η Ηρωϊκή Συμφωνία ή η Apassionata ή τα δύο τελευταία κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα, ή τα τρία τελευταία Κουαρτέτα του για έγχορδα του 1806, ή το μοναδικό Κοντσέρτο του για βιολί και ορχήστρα. Η περίοδος αυτή ξεκινάει ακριβώς με την “Σονάτα Κρόϋτσερ” και την “Ηρωική” Συμφωνία και κλείνε,ι στο 1812, με τις δύο προτελευταίες Συμφωνίες του, την 7η και την 8η”.
Δεν έχω λόγια να περιγράψω, εδώ, την εκτέλεση του Nathan Milstein, με αρωγό, στο πιάνο, τον Eugenio Bagnoli στη ζωντανή ηχογράφηση από το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, το 1956, που κυκλοφορεί σε CD η Orfeo (C 590 021 B - Mono). Το έργο είναι, στην ουσία, διάλογος ανάμεσα στο βιολί και στο πιάνο, μιά στιχομυθία που όμως είναι δύσκολο να αποδοθεί σωστά γιατί ο ρομαντικός πυρετός του βιολιού, έχει την έφεση να εκλείπει το πιάνο. Kαμμία εκτέλεση από αυτές τουλάχιστον που εγώ έχω ακούσει, δεν μπορεί να συγκριθεί με τους Milstein/Bagnoli. Το πρώτο μέρος, σύμφωνα με τον Charles Rosen - “The Classical Style”, Faber & Faber, New York, 1971 - στη μορφική καθαρότητά του, στο μεγαλείο του και στη δραματική του δύναμη, είναι αξεπέραστο σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο είχε γράψει ο Μπετόβεν μέχρι εκείνη την εποχή. Θεωρείται η θεμελίωση της Μπετοβενικής οπτικής που αντιλαμβάνεται σαν ενότητα τη ρυθμική-αρμονική-θεματική σύλληψη, “πολύ κοντά στον Haydn και στον Mozart, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα” μας λέει ο Rosen, εκτιμώντας τις σεισμικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον τρόπο γραφής του συνθέτη στην περίοδο 1804-6. Το δεύτερο μέρος - Andante con variazioni –είναι γεμάτο από αδρά κοντράστ. Το παίξιμό του βιολιού εδώ είναι υπόδειγμα καθαρής άρθρωσης και ισορροπίας, έχει απροσμέτρητο βάθος στα αργά μέρη και είναι πολύ περίτεχνο στην πολυφωνική λειτουργία του. Το φινάλε του τρίτου μέρους είναι μιά ανάλαφρη, λαμπρή tarantella που απάδει προς το πνεύμα των προηγούμενων δύο και μοιάζει να γράφτηκε για κάποια άλλη σονάτα. Η ζωντανή εκδοχή φορτίζει την εκφορά με τέτοιο ηλεκτρισμό που, ώρες ώρες, είναι κυριολεκτικά ανυπόφορος. Ο Milstein είναι ταυτόχρονα αρχιτέκτονας, ποιητής και δημεγέρτης ρήτορας εδώ. Το πιάνο δεν είναι καθόλου εμφατικό, δεν θέλει να “κλέψει” ούτε ίχνος από τη δόξα: του αρκεί να λειτουργεί σαν μία συμπαγής αυστηρή βάση/καμβάς πάνω στην οποία το βιολί απλώνει με αδρές πινελιές μιά συγκινησιακή βία που σε πιάνει απ το λαιμό.
Με μία λέξη: Εξοχο!