«Η χαρά της ακρόασης»

yannis11

New member
27 November 2006
11
Χαίρετε,

Επειδή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο το σύστημα δεν μου επιτρέπει να ποστάρω λινκ, αντιγράφω από τη σημερινή «Καθημερινή» ένα ελεύθερο κομμάτι περί της «χαράς της ακρόασης». Πιστεύω ότι θα το βρείτε ενδιαφέρον...

"Η χαρά της ακρόασης
Tης Αμαντας Μιχαλοπουλου

Σε μια υπαίθρια αγορά του Βερολίνου βρήκαμε ένα κόκκινο φορητό πικ απ. Δουλεύει με μπαταρία και ανοίγει σαν βαλιτσάκι. Το περιεργαστήκαμε, το θαυμάσαμε, το αποχωριστήκαμε και στο τέλος επιστρέψαμε για να παζαρέψουμε την τιμή του. Δεν μπορέσαμε να του αντισταθούμε: όχι πώς είμαστε συλλέκτες βινυλίου ή πώς θα γίνουμε ποτέ. Το να συλλέγεις χρειάζεται ειδική ιδιοσυγκρασία –πάθος, πείσμα, έμμονες ιδέες και κτητικότητα. Οπότε κάτι άλλο, πιο βαθύ και ανομολόγητο, μάς έσπρωξε σ’ αυτή την αγορά.

Τι άραγε; Η ομορφιά του αντικειμένου; Το βαλιτσάκι που παίζει μουσική με μπαταρία ήταν πράγματι όμορφο, ωστόσο ούτε η ομορφιά αρκεί από μόνη της. Δεν είμαστε εστέτ, ούτε διακατεχόμαστε από νοσταλγία του ντιζάιν. Ξεφυλλίζουμε τ’ αντίστοιχα περιοδικά αν τύχει, αλλά δεν αγοράζουμε παλιές ηλεκτρικές συσκευές αποσκοπώντας σ’ ένα μουσειακό σπίτι. Το φορητό πικ απ είχε άραγε χρηστική αξία; Ασφαλώς, έπαιζε μουσική. Αλλά τι είδους χρηστική αξία είναι αυτή στην εποχή των μαγικών μορφών συμπίεσης, όπως το mp3; Τι να την κάνεις τη λίμνη αν μπορείς να κολυμπήσεις στον ωκεανό της προσβάσιμης μουσικής πληροφορίας, της λίστας τραγουδιών, της οργάνωσης μουσικών αρχείων; Ισως είναι ωραία ιδέα να παίρνεις το πικ απ σου και να κάθεσαι στο πάρκο, αλλά το ίδιο δεν μπορείς να κάνεις με το κινητό τηλέφωνο ή το i-pod και μάλιστα πιο διακριτικά;

Την αξία του πικ-απ την κατανοήσαμε σιγά σιγά παίζοντας τις πρώτες μέρες το ίδιο και ξανά το ίδιο βινύλιο. Η σημασία της αγοράς σχετιζόταν με την ίδια τη φυσική πράξη της επιλογής ενός τραγουδιού. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο η πράξη αυτή ενίσχυε την αίσθηση συμμετοχής στη διαδικασία της μουσικής. Οπως ο αναγνώστης διαβάζει το βιβλίο του, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να ακούει την αφήγηση ενός μυθιστορήματος στο cd player του αυτοκινήτου, έτσι κι ο ακροατής μουσικής επανεκτιμά τον καλλιτεχνικό κόπο της παραγωγής ενός άλμπουμ διαλέγοντας τα τραγούδια που θ’ ακούσει. Και ακούει καλύτερα: ακούει κάτι για το οποίο μόχθησε με κινήσεις του σώματός του.

Η αντιστοιχία μεταξύ ανάγνωσης και ακρόασης είναι ευνόητη: διαβάζουμε με τα μάτια μας, ακούμε με τ’ αυτιά μας. Η μουσική ωστόσο έχει εκπέσει σε ένα είδος μηχανικής αναπαραγωγής ήχων. Το μουσικό χαλί που μας συνοδεύει από το πρωί ώς το βράδυ, η μουσική βιβλιοθήκη στο κομπιούτερ μας, στα πάρτι μας, στην αναμονή των τηλεφωνικών κλήσεων είναι ευλογημένη ευκολία. Καλύπτει τα «ερασιτεχνικά» κενά, τις σιωπές, τις μεταβάσεις. Ελαχιστοποιεί την προσπάθεια, πράγματι. Αλλά και την προσοχή, τη χαρά της ακρόασης."
 
Πολυ ωραιο (ποιητικο θα ελεγα) κειμενο, αλλα για μενα το παν ειναι η ιδια η μουσικη και οχι το μεσο που την φερει. Επισης η σημαντικοτερη συνεισφορα της τεχνολογιας στην μουσικη ειναι ακριβως οτι την εβγαλε απο τα στενα πλαισια του δωματιου (ή της εμβελειας του ραδιοφωνικου σταθμου) και μπορει πλεον καποιος να την εχει ΠΑΝΤΑ μαζι του ΟΠΟΥ και αν βρισκεται, χωρις να διαθετει το mini cooper του βασιλια με το πικαπ ή να παιρνει παραμασχαλα το μπομπινοφωνο.

Τα υπολοιπα ωραια και καλα, και εγω βαζω που και που το Spectrum μου στην πριζα και φορτωνω (με τις ωρες) ενα "αρχαιο" παιχνιδι, αλλα δεν μπορω να φανταστω οτι το gaming θα επρεπε να εχει μεινει εκει.

Ατυχες το παραδειγμα με την "ακροαση" βιβλιου...
 
Φίλε Γιάννη, ευχαριστούμε για το ωραίο κείμενο που παρέθεσες.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η μουσική, αλλά και κάθε τέχνη και κάθε άλλη χαρά της ζωής, δεν θα έπρεπε να συνοδεύεται από κόπους που είναι άσχετοι με το έργο αυτό καθαυτό. Γιατί να συνδεθώ περισσότερο με ένα κομμάτι, μόνο και μόνο επειδή μπήκα στη διαδικασία να το ακούσω σε βινύλιο; Τι σχέση έχει η αξία του με το αν το απολαμβάνω στο αυτοκίνητο, στο hi-end μηχάνημά μου ή στο ίποδο;

Γράφοντας, όμως, μου ήρθαν στο μυαλό κάποιες άλλες σκέψεις που κάνω τελευταία, περί της σχέσης μας με τις ιεροτελεστίες του παρελθόντος. Η σημερινή εποχή τις αμφισβητεί όλο και περισσότερο: χίλια κακά έχουμε να πούμε για την τελετή του γάμου, δεν μας αρέσουν οι ορκομωσίες, λοξοκοιτάμε το επίσημο ντύσιμο, βαριόμαστε γενικώς τις τυπικότητες. Επιπλέον, μας φαίνονται οπισθοδρομικές και ανόητα ρομαντικές οι φωνές σαν αυτή του παραπάνω κειμένου, που μας θυμίζουν τον "παλιό καλό καιρό", που ακούγαμε βινύλια, που κάναμε "κρεββάτι" πριν το γάμο, που έπρεπε να περπατήσουμε όλη τη γειτονιά για να μαζέψουμε την παρέα κ.λπ.

Κι' όμως, η ιεροτελεστία φαίνεται πως έχει το σκοπό της, και αυτός είναι να μας καθαρίσει το κεφάλι από οτιδήποτε άλλο μας απασχολεί και να μας επικεντρώσει την προσοχή μας στο αντικείμενό της. Υπ' αυτήν την έννοια, ο κόπος του να βάλεις ένα βινύλιο να παίξει θα σε κάνει να ευχαριστηθείς το έργο περισσότερο, απλώς γιατί με τη διαδικασία αυτά που περνούσαν από το μυαλό σου είναι -προσωρινά, έστω- ξεχασμένα και σου έχει μείνει μόνο ο στόχος του να ακούσεις το κομμάτι.

Εγώ, παρ' όλα αυτά, εξακολουθώ να διαφωνώ και συνεχίζω να καταρρίπτω τις ιεροτελεστίες. Θέλω να πιστεύω ότι ο άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τη σημασία ενός πράγματος (από ένα μουσικό κομμάτι μέχρι μία ισόβια δέσμευση), μπορεί να καταβάλει τον απαιτούμενο πνευματικό μόχθο για να το αξιολογήσει, χωρίς τεχνικές υποβοηθήσεις. Εξάλλου, αν υποψιαστώ πως οι εμπειρίες που μας μεταφέρει ο Κώστας ο Λυμπερόπουλος εξαρτώνται από το αν τις απέκτησε στο στεροφωνικό του ή στο ίποδο... θα αυτοπυρποληθώ!
 
Επειδή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο το σύστημα δεν μου επιτρέπει να ποστάρω λινκ, αντιγράφω από τη σημερινή «Καθημερινή» ένα ελεύθερο κομμάτι περί της «χαράς της ακρόασης».

Για να μπορείς να ποστάρεις links θα πρεπει να έχεις κάνει τουλάχιστον 10 posts. Το είχα πάθει κι εγώ.
 
Εγώ πάλι έχοντας εμπειρίες, με τέτοια πικάπ, το 1976 έκανε περίπου 1000δρχ, και το είχαμε μεσιακό. Ούτε για ακρόαση δεν κάνει σήμερα. Πενιχρότατο. Μάλιστα λεγόταν ηλεκτρόφωνο. Τα υπόλοιπα είναι συναισθηματισμοί που ουδεμία σχέση έχουν με την σοβαρή ακρόαση.