Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Μουσική
Παρουσιάσεις δίσκων - Aφιερώματα
Μέρα Μαγιού..
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="Δημήτρης Ιωάννου" data-source="post: 823929" data-attributes="member: 121"><p><em>‛’Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω.."</em></p><p><em></em></p><p><strong>ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ : ‛’ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ’’</strong></p><p></p><p>Θεσσαλονίκη 9 Μαϊου 1936.Στις συγκρούσεις μεταξύ απεργών (καπνεργατών και αυτοκινητιστών) και χωροφυλάκων,πέφτει νεκρός από σφαίρες του ‛Κράτους του Μεταξά’ ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης.Συνολικά με το τέλος της μέρας μετρούνται 12 νεκροί και πάνω από 300 τραυματίες απεργοί από τα πυρά της Χωροφυλακής.</p><p>Ο Ριζοσπάστης την επόμενη μέρα δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία μιας μάνας πάνω απ τον νεκρό γιό της (που είναι ο Τούσης).</p><p><img src="http://www1.rizospastis.gr/getImage.do?size=medium&id=90008&format=.jpg" alt="" class="fr-fic fr-dii fr-draggable " style="" /></p><p></p><p>Αυτή η φωτογραφία , μια μάνα μόνη πάνω απ το νεκρό παιδί της εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει το σπαρακτικό του έργο-θρύλο, Επιτάφιος.</p><p></p><p>Το 1958 στο Παρίσι συνθέτει τη Μουσική πάνω στο ποίημα ο Μίκης Θεοδωράκης και τελείται η Γέννεσις ενός από τα σημαντικότερα και ομορφότερα έργα της μουσικής μας κληρονομιάς.Ενας Λαϊκός Θρήνος σε δύο τέμπι. :Χασάπικο (αργό η γρήγορο) και ζεϊμπέκικο.</p><p>Ο Μάνος Χατζιδάκις αναλαμβάνει την παρουσίαση και την πρώτη ηχογράφηση του έργου γύρω στον Αύγουστο του 1960 σε δική του ενορχήστρωση (και απόδοση του τέμπο) και με ερμηνεύτρια την Νάνα Μούσχουρη σε μια ερμηνεία ζωής. Η Μούσχουρη τότε τραγουδούσε με βαθιά,σχεδόν μέτζο χροιά (σε αντίθεση με την μετέπειτα πορεία της) που την έκανε μοναδική.<img src="http://www.xilouris.gr/epitafios.jpg" alt="" class="fr-fic fr-dii fr-draggable " style="" /></p><p></p><p>Σχεδόν ταυτόχρονα,το πείσμα του Θεοδωράκη για Λαϊκή Μορφή του έργου νικά και ξεκινάει την δική του , δεύτερη ηχογράφηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (και την Καίτη Θύμη στην δεύτερη φωνή) και σολίστα στο μπουζούκι έναν ντελιριακό Μανώλη Χιώτη.</p><p><img src="http://1.bp.blogspot.com/_6B7taYt4ens/SUu6v9vEhhI/AAAAAAAABKU/q_gitzemh-0/s400/epitafios-exofyllo.jpg" alt="" class="fr-fic fr-dii fr-draggable " style="" /></p><p></p><p>Οι αντιδράσεις τεράστιες.Οι περισσότερες μάλιστα –κατά τον Μίκη- απ τον δικό του πολιτικό Χώρο οπου το μπουζούκι θεωρείτο μη ποιοτικό !</p><p></p><p>Ο κόσμος διχάζεται ανάμεσα στις δύο εκτελέσεις.</p><p>Απ την μία η λυρική εκδοχή του Χατζιδάκι με τη Μούσχουρη και απ την άλλη η στεγνή,λιτή λαϊκή εκδοχή με τον Μπιθικώτση και την Θύμη στη δεύτερη φωνή να θυμίζει συνοικιακή μοιρολογίστρα. Η εκδοχή του θρήνου της γειτονιάς.Αυτό που ονειρεύτηκε ο Μίκης.Χωρίς να στερείται όμως συναισθήματος και λυγμού η Χατζιδακική Μούσχουρη.Η επιτυχία τεράστια και στις δύο ηχογραφήσεις με την λαϊκή να κερδίζει έδαφοις στις πλατιές λαϊκές μάζες.</p><p>Ο Μίκης έφυγε περίπου τον Νοέμβριο του’60 για Λονδίνο,όπου είχε υποχρεώσεις και συμβόλαιο για μια ταινία,αφήνοντας πίσω του την «Μάχη των Επιταφείων» όπως έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά,απολαμβάνοντας τον επιτυχία του έργου του.</p><p></p><p>Χρειάστηκε να ηχογραφήσει μια Τρίτη εκδοχή το 1963 πάλι με τον Χιώτη στο μπουζούκι αλλά με νέα ενορχήστρωση αποτελούμενη από πλήθος εγχόρδων δίνοντάς του μια πιο «κινηματογραφική» και ελαφριά ακουστική και την Μαίρη Λίντα στην καλύτερη ερμηνεία της.Κάτι σαν γέφυρα στις δύο πρώτες εκτελέσεις ,για να ηρεμήσουν λίγο οι μαχώμενες πλευρές και να σταματήσουν τα βέλη που ακόμα δεχόταν από τους «δικούς του»,όπως με πίκρα έλεγε.<img src="http://3.bp.blogspot.com/_hIna402jlB4/SQjAffjjMnI/AAAAAAAADyI/t7iRR-McLhE/s320/EPITAFIOS+FRONT-medium.jpg" alt="" class="fr-fic fr-dii fr-draggable " style="" /></p><p></p><p>Θα προσπαθήσω παρακάτω να σας αναλύσω τις επιμέρους διαφορές των τριών αυτών εκτελέσεων.</p><p>(αργότερα ηχογραφήθηκε ξανά με την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου αλλά οι τρείς πρώτες θεωρούνται και οι Μεγάλες.)</p><p></p><p>Η μουσική του Θεοδωράκη είναι μαγική και προϊδέασε τον κόσμο για την μετέπειτα εξέλιξή του.Το ίδιο όμως και οι στίχοι του Ρίτσου που ώρες ώρες δεν σ αφήνουν να πάρεις ανάσα απ τον λυγμό.Μια Ελεγεία του στον ανθρώπινου πόνο. Στην οδύνη μαζί με την χαρμολύπη και την κατάληξη στην ελπίδα για το αιώνιο.</p><p>Μα και της αξιοπρέπειας,της σιωπηρής απόγνωσης.Η Μάνα δεν ουρλιάζει ,δεν χτυπιέται,δεν τραβάει τα μαλλιά της για το χαμό του γιού της.Στέκει εκεί απάνω του και τον θρηνεί.Σαν να τον νανουρίζει.</p><p></p><p>Ένα δέσιμο μνημειώδες.Ενας Επιτάφιος Θρήνος της σύγχρονης Ελλάδας.</p><p>Οι εκτελέσεις συναγωνίζονται η μία την άλλη.</p><p>Κομμάτι κομμάτι,στίχο στίχο.Τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές συνάμα..</p><p></p><p>1.ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ : </p><p></p><p>Μια μάνα στέκει πάνω απ το νεκρό παιδί της..</p><p></p><p><em>«Γιε μου,σπλάχνο των σπλάχνων μου,καρδούλα της καρδιάς μου Πουλάκι της φτωχειάς αυλής,ανθέ της ερημιάς μου.</em></p><p><em>Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω</em></p><p><em>Και δε σαλεύεις ,δε γροικάς τα που πικρά σου λέω..»</em></p><p></p><p>Εδώ, σ αυτά τα βαριά,πονεμένα λόγια παίρνει λίγο κεφάλι η Μούσχουρη με την βαθιά φωνή της και τον λυρικό τονισμό της.Είναι αδύνατο να μη πονέσεις με τον τρόπο που τα ακούς.</p><p>Σε διαφορετικό και πιο κοφτό ύφος ο Γρηγόρης και σε πιο large, λόγω ορχήστρας, η Λίντα εξίσου εντυπωσιακή.</p><p>Η Μουσική εξαίσια,λυρική ,συναισθηματική , χωρίς υπερβολές, με ένα απλό χασάπικο λαϊκό τέμπο,που όμως λειτουργεί άκρως συγκινησιακά ξεκινώντας και προδιαθέτοντας με τον καλύτερο και μελωδικότερο τρόπο το Εργο.</p><p></p><p><em>«Πού πέταξε τα αγόρι μου; πού πήγε ; που μ αφήνει;.</em></p><p><em>Χωρίς πουλάκι το κλουβί,χωρίς νερό η κρήνη..»</em></p><p></p><p>2.ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ</p><p></p><p><em>«Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα</em></p><p><em>Τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα..</em></p><p><em>Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν</em></p><p><em>Λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν»</em></p><p></p><p>Εδώ η Μάνα σχεδόν κρατά το κεφάλι του παιδιού σαν να το κοιμίζει.</p><p>Η μελωδία είναι γλυκιά, αβασάνιστη σαν νανούρισμα.</p><p>Οι ερμηνείες διαφέρουν σε σημεία τα οποία καταλήγουν σε προσωπική επιλογή, δίνοντας όμως ακόμα τροφή για διαμάχες.</p><p></p><p>3.ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ</p><p></p><p>Και μόνο η βαρά μινόρε κοφτή εισαγωγή ,σχεδόν σονάτα ,σε παγώνει και σε προετοιμάζει για τον Επιτάφιο Θρήνο.</p><p></p><p><em>«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες,μέρα Μαγιού σε χάνω,</em></p><p><em>Άνοιξη,γιε,που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω</em></p><p><em>Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις</em></p><p><em>άρμεγες με τα μάτια σου το φώς της οικουμένης.»</em></p><p></p><p>Η Μάνα κλαίει και θρηνεί το τέκνο της σαν άλλη Παναγιά:</p><p></p><p>«Οίμοι,θείον τέκνον! Οίμοι,το φώς του κόσμου! Τι έδυς εξ οφθαλμών μου,ο αμνός του Θεού;» ή</p><p>«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»</p><p></p><p>Ο Λαϊκός Θρήνος γίνεται ένα με τα Εγκώμια.</p><p></p><p>Εδώ οι δύο Κυρίες (Μούσχουρη και Λίντα) τραγουδούν σε αργό σχεδόν συρόμενο τέμπο, δίνοντας την λυρική ,σαν ανάγνωση διάσταση στο τραγικό αυτό κομμάτι του έργου.</p><p></p><p>Στο αντίθετο άκρο ο Μπιθικώτσης ξεχύνεται σαν χείμαρρος σε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο,στεγνό και μοιρολατρικό ταυτόχρονα ,δίνοντας την αρχή της δικαίωσης στον Μίκη για την επιλογή του και τον δρόμο της επιτυχίας από στόμα σε στόμα σε όλες τις γειτονιές. Η «Μέρα Μαγιού» καθιερώνεται σαν ένα απ τα πιο γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη.</p><p>Η μουσική ντύνει υποδειγματικά τον πόνο , χωρίς εκβιαστικούς συναισθηματισμούς αλλά υποβλητικά και μέσα στο κλίμα του Θρήνου.</p><p>Η Απλότητα στη Μελωδία και ένα απ τα ωραιότερα τραγούδια του έργου αυτού.</p><p></p><p>Στην βερσιόν του Γρηγόρη υπάρχει μια επιπλέον στροφή που λείπει απ τις δύο άλλες γυναικείες ερμηνείες δίνοντάς της ακόμα πιο απλή,σχεδόν Δωρική και ανίκητη χροιά.</p><p></p><p><em>«Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκεια</em></p><p><em>τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.</em></p><p><em>Και μού’λεες ,γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας,</em></p><p><em>μα τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.»</em></p><p><em></em></p><p>4.ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ.</p><p></p><p><em>«Βασίλεψες αστέρι μου,βασίλεψε όλη η πλάση,</em></p><p><em>Και ο ήλιος,κουβάρι ολόμαυρο,το φέγγος του έχει μάσει»</em></p><p></p><p>Ισως το ωραιότερο τραγούδι του κύκλου.</p><p></p><p>Μια μάνα στέκει πάνω απ το νεκρό παιδί της..</p><p></p><p><em>«Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει</em></p><p><em>κ’εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.»</em></p><p></p><p>Η Μοναξιά στην Απώλεια !</p><p>Δεν έχει μυροφόρες να τον κλάψουν ούτε ένα χέρι να της δώσουν.</p><p>Περνούν και την σκουντάνε..</p><p>Μόνη αυτή και ο καλός της.Μόνη στο Θάνατο,στον Θρήνο.</p><p>Ποιος άραγε παίρνει δικαίωμα στη Ζωή και ποιος την κάνει Χώμα?</p><p>Ποια χέρια θα τον πάρουνε και που θα τον αφήσουν?</p><p>Σε ποια αγκαλιά θα ακουμπιστεί ,σε ποια θα αγαλλιάσει?</p><p></p><p><em>«Την άχνα απ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,</em></p><p><em>αχ, κι ένα φως,μεγάλο φως,στο βάθος πλέει του δρόμου.</em></p><p><em>Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,</em></p><p><em>αχ, κ’ η λαλιά σου,γιόκα μου,στο σπλάχνο μου έχει δράμει.»</em></p><p></p><p>Μόνη της παίρνει Δύναμη.Τον Θάνατο ατενίζει μα στήνει το βλέμμα της ψηλά και μακρυά :</p><p></p><p><em>«Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα</em></p><p><em>Φως ιλαρό,λεβέντη μου, μ ‛ανέβασε απ το χώμα.</em></p><p><em>Τώρα σημαίες σε ντύσανε.Παιδί μου εσύ ,κοιμήσου,</em></p><p><em>και εγώ τραβώ στ’αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.»</em></p><p><em></em></p><p></p><p>Η μελωδία του Θεοδωράκη σε υποδειγματικές αρμονίες ,αέρινες και οι συνεχείς εναλλαγές μινόρε-ματζόρε δεν αφήνουν περιθώρια απάθειας σε ετούτο εδώ το δράμα.Επίσης απ τις δυνατότερες στιγμές του Εργου και ένα απ τα ωραιότερα τραγούδια του Μίκη,ever.(προσωπική εκτίμηση πάντα).</p><p>Το αργό ζεϊμπέκικο λειτουργεί υποδειγματικά σαν ρυθμός και ενώ η Μούσχουρη χάνει πόντους λόγω (λάθος) τέμπο, ο Μπιθικώτσης κερδίζει με ένα ντελιριακό μπουζούκι συνοδεία,σκέτο κλάμα.</p><p>Το ίδιο και η Λίντα όπου βγάζει όλο τον σπαραγμό της ενώ πίσω της απογειώνονται, σε ξέφρενα κρεσέντα και πιτσικάτα ,τα έγχορδα.Εδώ φαίνεται και η ασύλληπτη ενορχηστρωτική ικανότητα του Θεοδωράκη,πέραν της συνθετικής του.</p><p>Ένα μικρό αριστούργημα.</p><p></p><p>5.ΕΙΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΕΙΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ</p><p></p><p>Εδώ έχουμε ένα σχετικά αισιόδοξο σκοπό, ένα τραγούδι τέμπο,κόντρα στα προηγούμενα βαριά ή θλιβερά τραγούδια.</p><p>Εδώ βέβαια αρχίζουν και οι ουσιαστικές διαφορές των εκτελέσεων.</p><p>Πρώτη διαφορά ο ρυθμός.Ο Χατζιδάκις επιλέγει για τη Μούσχουρη ένα αργό,δραματουργικό και κοφτό τέμπο ενώ ο Θεοδωράκης τόσο για τον Μπιθικώτση,όσο και για την Λίντα επιλέγει ένα γρήγορο σχεδόν χορευτικό χασάπικο.</p><p>Η δεύτερη διαφορά εντοπίζεται στους..στίχους.</p><p>Ετσι ενώ ξεκινάει κοινά και για τις τρείς:</p><p></p><p><em>«Είσουν καλός κι είσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,</em></p><p><em>Όλα τα χάδια του αγεριού,του κήπου όλες τις βιόλες.</em></p><p><em>Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,</em></p><p><em>Πάταγε το κατώφλι μας κ’ έλαμπε σα χρυσάφι.»</em></p><p></p><p>Η πρώτη εκτέλεση με τη Μούσχουρη συνεχίζει:</p><p></p><p><em>«Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι,</em></p><p><em>Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μου κρύβει.</em></p><p><em>Ωχ δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει,</em></p><p><em>Να καίγουνται τα χείλια μου και ναμαι μπρος στην κρήνη.»</em></p><p></p><p>Στις δύο επόμενες εκτελέσεις το παραπάνω απόσπασμα δεν συναντιέται αλλά συνεχίζει ως εξής.:</p><p></p><p><em>«Νιότη απ’τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,</em></p><p><em>Τα γερατειά δεν τρόμαζα,το θάνατο αψηφούσα.</em></p><p><em>Και τώρα πού θα κρατηθώ,πού θα σταθώ,πού θάμπω,</em></p><p><em>που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;»</em></p><p></p><p>Δεν γνωρίζω πραγματικά τι μεσολάβησε και έγινε αυτή η μετέπειτα «αλλαγή» των στίχων.</p><p>Όπως και να χει την Μαγεία του το έργο δεν την χάνει.</p><p></p><p>6.ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ</p><p></p><p>Επίσης ένα απ τα γνωστότερα τραγούδια το Θεοδωράκη, χιλιοτραγουδισμένο ,έγινε αμέσως επιτυχία και ταυτόχρονα αποτελεί και την έκπληξη στο Ολον του Θέματος.</p><p>Ενας χαρωπός σκοπός,ένα γρήγορο χορευτικό τραγούδι πώς μπορεί να χωράει σε έναν τέτοιο θρήνο?</p><p></p><p>Μόνον ο Θεοδωράκης θα το τολμούσε και θα το πετύχαινε.</p><p>Γιατί εδώ η Μάνα αναπολεί και θυμάται τις ωραίες στιγμές πριν το κακό.</p><p>Ολες τις όμορφες εικόνες ,καμαρώνει το παιδί της και περιφρονεί τον Χάρο σαν να γελάει κλαίγοντας μαζί του.</p><p>Και πάλι εντοπίζονται διαφορές στις εκτελέσεις ως προς τον στίχο όμως.</p><p></p><p><em>«Στο παραθύρι στέκοσουν κ οι δυνατές σου οι πλάτες</em></p><p><em>Φράζαν ακέρια την μπασιά,τη θάλασσα,τις τράτες.</em></p><p><em>Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι</em></p><p><em>Και κει στ’ αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη.</em></p><p><em>Κ’είταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου</em></p><p><em>κ’έβγαζε στον παράδεισο που τα άστρα ανθίζαν φώς μου.</em></p><p><em>Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα να ανάβει,</em></p><p><em>Σαν τιμονιέρης φάνταζες κ η κάμαρα καράβι.»</em></p><p></p><p>Εδώ σταματάει η βερσιόν η πρώτη ενώ οι δύο επόμενες συνεχίζουν:</p><p></p><p><em>«Και μες στο χλιο και γαλανό το απόβραδο-έγια-λέσα-</em></p><p><em>Με αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα.</em></p><p><em>Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι</em></p><p><em>Και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»</em></p><p></p><p>7.ΝΑ ‛ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ.</p><p></p><p>Το δεύτερο «νανούρισμα» του Εργου.</p><p>Ένα αργόσυρτο, σπαρακτικά γλυκόπικρο τραγούδι με ίσους τόνους πόνου και γαλήνης σε αρμονική ζεϊμπέκικη συνύπαρξη. </p><p>Η Μάνα σχεδόν ντύνει το νεκρό παιδί της τραγουδώντας του γλυκά:</p><p></p><p><em>«Να χα τα αθάνατο νερό,ψυχή καινούρια να χα,</em></p><p><em>να σου δινα,να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα.</em></p><p><em>Να δείς , να πιείς, να το χαρείς ακέριο τα’όνειρό σου</em></p><p><em>να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου»</em></p><p></p><p>Για να ξεσπάσει στο ρεφραίν:</p><p><em></em></p><p><em>«Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια</em></p><p><em>και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια.»</em></p><p></p><p>Πέραν του λυρικού και μη λαϊκότροπου στην βερσιόν της Μούσχουρη, υπάρχουν πάλι διαφορές στους στίχους της.</p><p>Ετσι η Νανα συνεχίζει:</p><p></p><p><em>«Μυριόρριζο , Μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο</em></p><p><em>Πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόριε να σε χάσω;</em></p><p><em>Γιέ μου όλα κάνανε φτερά κι όλα μ αφήκαν πίσω</em></p><p><em>Δεν έχω μάτι για να δω, στόμα για να μιλήσω.»</em></p><p></p><p>Για να συνεχίσει ως δεύτερο ρεφραίν και φινάλε:</p><p></p><p><em>«Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,</em></p><p><em>όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.»</em></p><p></p><p>Αντ αυτού στις επόμενες εκτελέσεις, δεν συναντάμε το τετράστιχο: <em>«Μυριόρριζο , Μυριόφυλλο..» </em>ως κουπλέ, παρα το δίστιχο<em> «Με τα χεράκια σου τα δυό..».</em></p><p>Ως δεύτερο ρεφραίν και φινάλε έχουμε την επανάληψη : <em>«Βροντάνε στράτες κι αγορές..»</em></p><p></p><p>Όπως και να είναι και όποιος ο λόγος της διαφοράς αυτής στους στίχους, και οι τρείς ερμηνείες είναι υποδειγματικές (με μια προσωπική –ας μου επιτραπεί-κλίση στις δύο γυναικείες και ειδικά στης Μούσχουρη)</p><p></p><p>8.ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΕΣ</p><p></p><p><em>«Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‛γραφε, οϊμέ, και ποια μου το’χε γράψει</em></p><p><em>τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά ,καημέ ,στα στήθεια μου ν’ ανάψει;</em></p><p><em>Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες,οϊμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι.</em></p><p><em>Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ , έμπα βαθιά και ζήσε.»</em></p><p></p><p>Η Κορύφωση και το Τέλος του Δράματος. Η Συνέχιση και η πορεία στο Αιώνιο.</p><p>Η κραυγή, η απελπισιά, δίνει τη θεση της στην Ελπίδα.,στην «Ανάσταση».</p><p>Ο χαμός του γιού δεν ´ηταν μάταιος. Ούτε θα τον φάει η λήθη και η λησμονιά. Ο θάνατος δεν είναι αρκετός για να τον πάρει μαζί του. Θα ζεί ,θα ταξιδεύει μέσα της και στις γενιές που θα ρθουν.</p><p></p><p>Η εισαγωγή είναι μεγάλη, η μεγαλύτερη σε διάρκεια σε σχέση με τα υπόλοιπα τραγούδια.Ακόρντα αργά και κοφτά, σαν πένθιμη καμπάνα.Σχεδόν βασανιστικά μέχρι να ακουστούν τα πρώτα λόγια :<em> «Γιέ μου..»</em> χτυπούν σαν μαχαιριά και ο σπαραγμός του Μπιθικώτση, η βαριά αυτή εκφορά και δύναμη ,δικαιώνουν στο έπακρο την επιλογή του Θεοδωράκη για το λαϊκό άκουσμα .</p><p>Είναι σαν να κλαίνε όλοι στη γειτονιά ,στην αυλή. Ο πατέρας , η μάνα ,τα αδέρφια ,οι σύντροφοι,οι κολλητοί ,όλοι μαζί.</p><p>Και ο ρυθμός ,αργός ζεϊμπέκικος αντρίκιος, σιγοντάρει και δημιουργεί πλήρως το κλίμα του λαϊκού θρήνου ,όπως το φαντάστηκαν οι δημιουργοί του.</p><p>Μια απαλή γλυκιά μελωδία ,απλή κι αυτή σαν τους ανθρώπους μπροστά στο Φθαρτό και το Αιώνιο κλείνει υπέροχα τον κύκλο αυτόν.</p><p></p><p>Η Μούσχουρη απ την άλλη δίνει την λύρική ,χατζιδακική μορφή της Μάνας,εξίσου συγκινητικά και ουράνια.Η εισαγωγή εδώ είναι μικρότερη αλλά η ερμηνεία αποζημιώνει.</p><p>Πολύ καλή και η Μαίρη Λίντα μόνο που δυστυχώς τραγουδάει μόνο την δεύτερη στροφή (<em>«Γλυκέ μου εσύ..»</em>),χάνοντας έτσι την μαγεία των δύο προηγούμενων.</p><p></p><p>Ο Επιτάφιος είναι η πρώτη ενασχόληση του Μίκη με την λαϊκή μουσική γι αυτό και ξεσήκωσε τόσες αντιδράσεις. Ηταν όμως ακλόνητος στην άποψή του για την εξάπλωση της Λαϊκής Μουσικής σε πάντρεμα με τον έντεχνο Λόγο και συνέχισε το ίδιο ακάθεκτος και στα μετέπειτα έργα του (Αρχιπέλαγος,Πολιτεία,Το Τραγούδι του Νεκρού αδερφού κλπ.),βάζοντας το λιθάρι του και χτίζοντας τις νέες βάσεις στο Λαϊκό Τραγούδι.</p><p>Η Μουσικές του ήταν απλές αλλά άρτια δομημένες,πρωτότυπες ,δίνοντας με μιας το δικό του ξεχωριστό υφος,κατανοητές,ανεπιτήδευτες,αγαπησιάρικες απ τον ευρύ κόσμο και τις λαϊκές μάζες.Γι αυτό και αγαπήθηκε αμέσως. Ισως περισσότερο από τα μετέπειτα μεγαλόπνοα, φιλόδοξα και πιο «δύσκολα» έργα του.</p><p></p><p>Ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη είναι ένα μνημείο,ίσως απ τα μεγαλύτερα της Μουσικής μας Κληρονομιάς.Το ίδιο και ο Επιτάφιος του Ρίτσου ως προς την Ποίηση ,του οποίου φέτος γιορτάζουμε και τα 100 χρόνια από την γέννηση του , την Πρωτομαγιά του 1909.</p><p></p><p>Μια πρόσφατη περιπέτεια που έζησα με έκανε να στραφώ ,να «ξαναδιαβάσω» και να ψάξω το Εργο αυτό,σε όλες του τις μορφές και εκτελέσεις.Και φυσικά να το λατρέψω σαν καινούριο.Και κυρίως να το μοιραστώ με εσάς ,τους καθημερινούς μου φίλους και ανθρώπους που ουσιαστικά ζούμε μαζί και ας μη «βλεπόμαστε».</p><p>Ελπίζω μόνο να σας κατατόπισα ως προς την «διαφορετικότητα» των τριών πρώτων εγγραφών/εκτελέσεων.</p><p>Αν με ρωτήσετε, δεν υπάρχει αγαπημένη. Τις ακούω και τις τρείς με την ίδια αφοσίωση.</p><p>Η καλύτερα, κάθε μια έχει κάτι που δεν έχει η άλλη !.Εσείς αποφασίζετε , είναι θέμα προσωπικού γούστου ,αν και αυτό το έργο αξίζει να το έχει κανείς σε όλες του τις μορφές.</p><p>Αλλωστε ,οι εκτελέσεις με τον Μπιθικώτση και την Λίντα κυκλοφορούν μαζί στο ίδιο cd συν τα «Επιφάνια» σε ποίηση Γ.Σεφέρη.</p><p></p><p>Κατά καιρούς τραγούδια απ τον Επιτάφιο ερμήνευσαν πολλοί και πολλές. Αποσπασματικά όμως και ποτέ σαν συνολικό έργο.</p><p>Στις αρχές του 2000 το ηχογράφησε η Νένα Βενετσάνου σε μια θαυμάσια μεταγραφή/προσαρμογή για πιάνο του Σαράντη Κασσάρα, δίνοντας με την επική ερμηνεία της το ακουστικό , το χωρίς ορχήστρα στίγμα της, κάνοντάς το ακόμα πιο διαφορετικό, πιο «δωματιακό» και ενδιαφέρον.Και άκρως συγκινητικό.Ευγενική «χορηγία» στο άτομό μου ,του φίλου μας Δαμιανού.</p><p></p><p>Ηταν όμως τον Οκτώβριο του 2000 όταν το «ξαναέγραψε» και το παρουσίασε σε νέα μορφή Ο Σταύρος Ξαρχάκος στο Ηρώδειο.Το έργο έγινε επικό, συμφωνικό (τα τραγούδια πλεον είναι το ένα συνέχεια του άλλου,χωρίς παύσεις, δίνοντας την όψη του ενιαίου συνόλου) και ενθουσιάσε τον Μίκη.Χρησιμοποίησε δε ο Ξαρχάκος ,σύγχρονα και παραδοσιακά όργανα, μέχρι βυζαντινά ακούσματα, κάνοντάς το μοναδικό .Ο σύγχρονος Επιτάφιος.</p><p>Το έργο ονομάστηκε: «Μίκη Θεοδωράκη-Γιάννη Ρίτσου :ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ,κατά Σταύρο Ξαρχάκο.»</p><p>Την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής διευθύνει ο Ξαρχάκος ενώ ερμηνεύτρια είναι η Μαρία Σουλτάτου.</p><p></p><p>Το cd της νέας αυτής παρουσίασης, κυκλοφόρησε το 2004 και είναι απ τα αγαπημένα μου.Must για τους φανατικούς,όπως εγώ.</p><p>Αλλά για αυτό θα σας γράψω άλλη φορά.<img src="http://panosz.files.wordpress.com/2007/04/epitafios.jpg" alt="" class="fr-fic fr-dii fr-draggable " style="" /></p><p></p><p></p><p></p><p>Μήπως μπερδευτήκατε;</p><p></p><p></p><p><span style="font-size: 10px">(Πηγές: Ριζοσπάστης, Συνεντεύξεις του Μίκη Θεοδωράκη ,)</span></p><p><span style="font-size: 10px"></span></p><p></p><p>Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όλους εσάς που με ανέχεστε τόσα χρόνια και που πάντα μου δίνετε το χέρι σας όποτε το ζητήσω.</p><p>Σας ευχαριστώ για όλα..</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Δημήτρης Ιωάννου, post: 823929, member: 121"] [I]‛’Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω.." [/I] [B]ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ : ‛’ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ’’[/B] Θεσσαλονίκη 9 Μαϊου 1936.Στις συγκρούσεις μεταξύ απεργών (καπνεργατών και αυτοκινητιστών) και χωροφυλάκων,πέφτει νεκρός από σφαίρες του ‛Κράτους του Μεταξά’ ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης.Συνολικά με το τέλος της μέρας μετρούνται 12 νεκροί και πάνω από 300 τραυματίες απεργοί από τα πυρά της Χωροφυλακής. Ο Ριζοσπάστης την επόμενη μέρα δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία μιας μάνας πάνω απ τον νεκρό γιό της (που είναι ο Τούσης). [IMG]http://www1.rizospastis.gr/getImage.do?size=medium&id=90008&format=.jpg[/IMG] Αυτή η φωτογραφία , μια μάνα μόνη πάνω απ το νεκρό παιδί της εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει το σπαρακτικό του έργο-θρύλο, Επιτάφιος. Το 1958 στο Παρίσι συνθέτει τη Μουσική πάνω στο ποίημα ο Μίκης Θεοδωράκης και τελείται η Γέννεσις ενός από τα σημαντικότερα και ομορφότερα έργα της μουσικής μας κληρονομιάς.Ενας Λαϊκός Θρήνος σε δύο τέμπι. :Χασάπικο (αργό η γρήγορο) και ζεϊμπέκικο. Ο Μάνος Χατζιδάκις αναλαμβάνει την παρουσίαση και την πρώτη ηχογράφηση του έργου γύρω στον Αύγουστο του 1960 σε δική του ενορχήστρωση (και απόδοση του τέμπο) και με ερμηνεύτρια την Νάνα Μούσχουρη σε μια ερμηνεία ζωής. Η Μούσχουρη τότε τραγουδούσε με βαθιά,σχεδόν μέτζο χροιά (σε αντίθεση με την μετέπειτα πορεία της) που την έκανε μοναδική.[IMG]http://www.xilouris.gr/epitafios.jpg[/IMG] Σχεδόν ταυτόχρονα,το πείσμα του Θεοδωράκη για Λαϊκή Μορφή του έργου νικά και ξεκινάει την δική του , δεύτερη ηχογράφηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (και την Καίτη Θύμη στην δεύτερη φωνή) και σολίστα στο μπουζούκι έναν ντελιριακό Μανώλη Χιώτη. [IMG]http://1.bp.blogspot.com/_6B7taYt4ens/SUu6v9vEhhI/AAAAAAAABKU/q_gitzemh-0/s400/epitafios-exofyllo.jpg[/IMG] Οι αντιδράσεις τεράστιες.Οι περισσότερες μάλιστα –κατά τον Μίκη- απ τον δικό του πολιτικό Χώρο οπου το μπουζούκι θεωρείτο μη ποιοτικό ! Ο κόσμος διχάζεται ανάμεσα στις δύο εκτελέσεις. Απ την μία η λυρική εκδοχή του Χατζιδάκι με τη Μούσχουρη και απ την άλλη η στεγνή,λιτή λαϊκή εκδοχή με τον Μπιθικώτση και την Θύμη στη δεύτερη φωνή να θυμίζει συνοικιακή μοιρολογίστρα. Η εκδοχή του θρήνου της γειτονιάς.Αυτό που ονειρεύτηκε ο Μίκης.Χωρίς να στερείται όμως συναισθήματος και λυγμού η Χατζιδακική Μούσχουρη.Η επιτυχία τεράστια και στις δύο ηχογραφήσεις με την λαϊκή να κερδίζει έδαφοις στις πλατιές λαϊκές μάζες. Ο Μίκης έφυγε περίπου τον Νοέμβριο του’60 για Λονδίνο,όπου είχε υποχρεώσεις και συμβόλαιο για μια ταινία,αφήνοντας πίσω του την «Μάχη των Επιταφείων» όπως έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά,απολαμβάνοντας τον επιτυχία του έργου του. Χρειάστηκε να ηχογραφήσει μια Τρίτη εκδοχή το 1963 πάλι με τον Χιώτη στο μπουζούκι αλλά με νέα ενορχήστρωση αποτελούμενη από πλήθος εγχόρδων δίνοντάς του μια πιο «κινηματογραφική» και ελαφριά ακουστική και την Μαίρη Λίντα στην καλύτερη ερμηνεία της.Κάτι σαν γέφυρα στις δύο πρώτες εκτελέσεις ,για να ηρεμήσουν λίγο οι μαχώμενες πλευρές και να σταματήσουν τα βέλη που ακόμα δεχόταν από τους «δικούς του»,όπως με πίκρα έλεγε.[IMG]http://3.bp.blogspot.com/_hIna402jlB4/SQjAffjjMnI/AAAAAAAADyI/t7iRR-McLhE/s320/EPITAFIOS+FRONT-medium.jpg[/IMG] Θα προσπαθήσω παρακάτω να σας αναλύσω τις επιμέρους διαφορές των τριών αυτών εκτελέσεων. (αργότερα ηχογραφήθηκε ξανά με την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου αλλά οι τρείς πρώτες θεωρούνται και οι Μεγάλες.) Η μουσική του Θεοδωράκη είναι μαγική και προϊδέασε τον κόσμο για την μετέπειτα εξέλιξή του.Το ίδιο όμως και οι στίχοι του Ρίτσου που ώρες ώρες δεν σ αφήνουν να πάρεις ανάσα απ τον λυγμό.Μια Ελεγεία του στον ανθρώπινου πόνο. Στην οδύνη μαζί με την χαρμολύπη και την κατάληξη στην ελπίδα για το αιώνιο. Μα και της αξιοπρέπειας,της σιωπηρής απόγνωσης.Η Μάνα δεν ουρλιάζει ,δεν χτυπιέται,δεν τραβάει τα μαλλιά της για το χαμό του γιού της.Στέκει εκεί απάνω του και τον θρηνεί.Σαν να τον νανουρίζει. Ένα δέσιμο μνημειώδες.Ενας Επιτάφιος Θρήνος της σύγχρονης Ελλάδας. Οι εκτελέσεις συναγωνίζονται η μία την άλλη. Κομμάτι κομμάτι,στίχο στίχο.Τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές συνάμα.. 1.ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ : Μια μάνα στέκει πάνω απ το νεκρό παιδί της.. [I]«Γιε μου,σπλάχνο των σπλάχνων μου,καρδούλα της καρδιάς μου Πουλάκι της φτωχειάς αυλής,ανθέ της ερημιάς μου. Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω Και δε σαλεύεις ,δε γροικάς τα που πικρά σου λέω..»[/I] Εδώ, σ αυτά τα βαριά,πονεμένα λόγια παίρνει λίγο κεφάλι η Μούσχουρη με την βαθιά φωνή της και τον λυρικό τονισμό της.Είναι αδύνατο να μη πονέσεις με τον τρόπο που τα ακούς. Σε διαφορετικό και πιο κοφτό ύφος ο Γρηγόρης και σε πιο large, λόγω ορχήστρας, η Λίντα εξίσου εντυπωσιακή. Η Μουσική εξαίσια,λυρική ,συναισθηματική , χωρίς υπερβολές, με ένα απλό χασάπικο λαϊκό τέμπο,που όμως λειτουργεί άκρως συγκινησιακά ξεκινώντας και προδιαθέτοντας με τον καλύτερο και μελωδικότερο τρόπο το Εργο. [I]«Πού πέταξε τα αγόρι μου; πού πήγε ; που μ αφήνει;. Χωρίς πουλάκι το κλουβί,χωρίς νερό η κρήνη..»[/I] 2.ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ [I]«Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα Τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα.. Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν Λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν»[/I] Εδώ η Μάνα σχεδόν κρατά το κεφάλι του παιδιού σαν να το κοιμίζει. Η μελωδία είναι γλυκιά, αβασάνιστη σαν νανούρισμα. Οι ερμηνείες διαφέρουν σε σημεία τα οποία καταλήγουν σε προσωπική επιλογή, δίνοντας όμως ακόμα τροφή για διαμάχες. 3.ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ Και μόνο η βαρά μινόρε κοφτή εισαγωγή ,σχεδόν σονάτα ,σε παγώνει και σε προετοιμάζει για τον Επιτάφιο Θρήνο. [I]«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες,μέρα Μαγιού σε χάνω, Άνοιξη,γιε,που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φώς της οικουμένης.»[/I] Η Μάνα κλαίει και θρηνεί το τέκνο της σαν άλλη Παναγιά: «Οίμοι,θείον τέκνον! Οίμοι,το φώς του κόσμου! Τι έδυς εξ οφθαλμών μου,ο αμνός του Θεού;» ή «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;» Ο Λαϊκός Θρήνος γίνεται ένα με τα Εγκώμια. Εδώ οι δύο Κυρίες (Μούσχουρη και Λίντα) τραγουδούν σε αργό σχεδόν συρόμενο τέμπο, δίνοντας την λυρική ,σαν ανάγνωση διάσταση στο τραγικό αυτό κομμάτι του έργου. Στο αντίθετο άκρο ο Μπιθικώτσης ξεχύνεται σαν χείμαρρος σε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο,στεγνό και μοιρολατρικό ταυτόχρονα ,δίνοντας την αρχή της δικαίωσης στον Μίκη για την επιλογή του και τον δρόμο της επιτυχίας από στόμα σε στόμα σε όλες τις γειτονιές. Η «Μέρα Μαγιού» καθιερώνεται σαν ένα απ τα πιο γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη. Η μουσική ντύνει υποδειγματικά τον πόνο , χωρίς εκβιαστικούς συναισθηματισμούς αλλά υποβλητικά και μέσα στο κλίμα του Θρήνου. Η Απλότητα στη Μελωδία και ένα απ τα ωραιότερα τραγούδια του έργου αυτού. Στην βερσιόν του Γρηγόρη υπάρχει μια επιπλέον στροφή που λείπει απ τις δύο άλλες γυναικείες ερμηνείες δίνοντάς της ακόμα πιο απλή,σχεδόν Δωρική και ανίκητη χροιά. [I]«Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια. Και μού’λεες ,γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας, μα τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.» [/I] 4.ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ. [I]«Βασίλεψες αστέρι μου,βασίλεψε όλη η πλάση, Και ο ήλιος,κουβάρι ολόμαυρο,το φέγγος του έχει μάσει»[/I] Ισως το ωραιότερο τραγούδι του κύκλου. Μια μάνα στέκει πάνω απ το νεκρό παιδί της.. [I]«Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει κ’εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.»[/I] Η Μοναξιά στην Απώλεια ! Δεν έχει μυροφόρες να τον κλάψουν ούτε ένα χέρι να της δώσουν. Περνούν και την σκουντάνε.. Μόνη αυτή και ο καλός της.Μόνη στο Θάνατο,στον Θρήνο. Ποιος άραγε παίρνει δικαίωμα στη Ζωή και ποιος την κάνει Χώμα? Ποια χέρια θα τον πάρουνε και που θα τον αφήσουν? Σε ποια αγκαλιά θα ακουμπιστεί ,σε ποια θα αγαλλιάσει? [I]«Την άχνα απ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου, αχ, κι ένα φως,μεγάλο φως,στο βάθος πλέει του δρόμου. Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη, αχ, κ’ η λαλιά σου,γιόκα μου,στο σπλάχνο μου έχει δράμει.»[/I] Μόνη της παίρνει Δύναμη.Τον Θάνατο ατενίζει μα στήνει το βλέμμα της ψηλά και μακρυά : [I]«Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα Φως ιλαρό,λεβέντη μου, μ ‛ανέβασε απ το χώμα. Τώρα σημαίες σε ντύσανε.Παιδί μου εσύ ,κοιμήσου, και εγώ τραβώ στ’αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.» [/I] Η μελωδία του Θεοδωράκη σε υποδειγματικές αρμονίες ,αέρινες και οι συνεχείς εναλλαγές μινόρε-ματζόρε δεν αφήνουν περιθώρια απάθειας σε ετούτο εδώ το δράμα.Επίσης απ τις δυνατότερες στιγμές του Εργου και ένα απ τα ωραιότερα τραγούδια του Μίκη,ever.(προσωπική εκτίμηση πάντα). Το αργό ζεϊμπέκικο λειτουργεί υποδειγματικά σαν ρυθμός και ενώ η Μούσχουρη χάνει πόντους λόγω (λάθος) τέμπο, ο Μπιθικώτσης κερδίζει με ένα ντελιριακό μπουζούκι συνοδεία,σκέτο κλάμα. Το ίδιο και η Λίντα όπου βγάζει όλο τον σπαραγμό της ενώ πίσω της απογειώνονται, σε ξέφρενα κρεσέντα και πιτσικάτα ,τα έγχορδα.Εδώ φαίνεται και η ασύλληπτη ενορχηστρωτική ικανότητα του Θεοδωράκη,πέραν της συνθετικής του. Ένα μικρό αριστούργημα. 5.ΕΙΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΕΙΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ Εδώ έχουμε ένα σχετικά αισιόδοξο σκοπό, ένα τραγούδι τέμπο,κόντρα στα προηγούμενα βαριά ή θλιβερά τραγούδια. Εδώ βέβαια αρχίζουν και οι ουσιαστικές διαφορές των εκτελέσεων. Πρώτη διαφορά ο ρυθμός.Ο Χατζιδάκις επιλέγει για τη Μούσχουρη ένα αργό,δραματουργικό και κοφτό τέμπο ενώ ο Θεοδωράκης τόσο για τον Μπιθικώτση,όσο και για την Λίντα επιλέγει ένα γρήγορο σχεδόν χορευτικό χασάπικο. Η δεύτερη διαφορά εντοπίζεται στους..στίχους. Ετσι ενώ ξεκινάει κοινά και για τις τρείς: [I]«Είσουν καλός κι είσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες, Όλα τα χάδια του αγεριού,του κήπου όλες τις βιόλες. Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι, Πάταγε το κατώφλι μας κ’ έλαμπε σα χρυσάφι.»[/I] Η πρώτη εκτέλεση με τη Μούσχουρη συνεχίζει: [I]«Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι, Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μου κρύβει. Ωχ δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει, Να καίγουνται τα χείλια μου και ναμαι μπρος στην κρήνη.»[/I] Στις δύο επόμενες εκτελέσεις το παραπάνω απόσπασμα δεν συναντιέται αλλά συνεχίζει ως εξής.: [I]«Νιότη απ’τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα, Τα γερατειά δεν τρόμαζα,το θάνατο αψηφούσα. Και τώρα πού θα κρατηθώ,πού θα σταθώ,πού θάμπω, που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;»[/I] Δεν γνωρίζω πραγματικά τι μεσολάβησε και έγινε αυτή η μετέπειτα «αλλαγή» των στίχων. Όπως και να χει την Μαγεία του το έργο δεν την χάνει. 6.ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ Επίσης ένα απ τα γνωστότερα τραγούδια το Θεοδωράκη, χιλιοτραγουδισμένο ,έγινε αμέσως επιτυχία και ταυτόχρονα αποτελεί και την έκπληξη στο Ολον του Θέματος. Ενας χαρωπός σκοπός,ένα γρήγορο χορευτικό τραγούδι πώς μπορεί να χωράει σε έναν τέτοιο θρήνο? Μόνον ο Θεοδωράκης θα το τολμούσε και θα το πετύχαινε. Γιατί εδώ η Μάνα αναπολεί και θυμάται τις ωραίες στιγμές πριν το κακό. Ολες τις όμορφες εικόνες ,καμαρώνει το παιδί της και περιφρονεί τον Χάρο σαν να γελάει κλαίγοντας μαζί του. Και πάλι εντοπίζονται διαφορές στις εκτελέσεις ως προς τον στίχο όμως. [I]«Στο παραθύρι στέκοσουν κ οι δυνατές σου οι πλάτες Φράζαν ακέρια την μπασιά,τη θάλασσα,τις τράτες. Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι Και κει στ’ αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη. Κ’είταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου κ’έβγαζε στον παράδεισο που τα άστρα ανθίζαν φώς μου. Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα να ανάβει, Σαν τιμονιέρης φάνταζες κ η κάμαρα καράβι.»[/I] Εδώ σταματάει η βερσιόν η πρώτη ενώ οι δύο επόμενες συνεχίζουν: [I]«Και μες στο χλιο και γαλανό το απόβραδο-έγια-λέσα- Με αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα. Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι Και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»[/I] 7.ΝΑ ‛ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ. Το δεύτερο «νανούρισμα» του Εργου. Ένα αργόσυρτο, σπαρακτικά γλυκόπικρο τραγούδι με ίσους τόνους πόνου και γαλήνης σε αρμονική ζεϊμπέκικη συνύπαρξη. Η Μάνα σχεδόν ντύνει το νεκρό παιδί της τραγουδώντας του γλυκά: [I]«Να χα τα αθάνατο νερό,ψυχή καινούρια να χα, να σου δινα,να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα. Να δείς , να πιείς, να το χαρείς ακέριο τα’όνειρό σου να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου»[/I] Για να ξεσπάσει στο ρεφραίν: [I] «Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια.»[/I] Πέραν του λυρικού και μη λαϊκότροπου στην βερσιόν της Μούσχουρη, υπάρχουν πάλι διαφορές στους στίχους της. Ετσι η Νανα συνεχίζει: [I]«Μυριόρριζο , Μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο Πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόριε να σε χάσω; Γιέ μου όλα κάνανε φτερά κι όλα μ αφήκαν πίσω Δεν έχω μάτι για να δω, στόμα για να μιλήσω.»[/I] Για να συνεχίσει ως δεύτερο ρεφραίν και φινάλε: [I]«Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα, όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.»[/I] Αντ αυτού στις επόμενες εκτελέσεις, δεν συναντάμε το τετράστιχο: [I]«Μυριόρριζο , Μυριόφυλλο..» [/I]ως κουπλέ, παρα το δίστιχο[I] «Με τα χεράκια σου τα δυό..».[/I] Ως δεύτερο ρεφραίν και φινάλε έχουμε την επανάληψη : [I]«Βροντάνε στράτες κι αγορές..»[/I] Όπως και να είναι και όποιος ο λόγος της διαφοράς αυτής στους στίχους, και οι τρείς ερμηνείες είναι υποδειγματικές (με μια προσωπική –ας μου επιτραπεί-κλίση στις δύο γυναικείες και ειδικά στης Μούσχουρη) 8.ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΕΣ [I]«Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‛γραφε, οϊμέ, και ποια μου το’χε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά ,καημέ ,στα στήθεια μου ν’ ανάψει; Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες,οϊμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ , έμπα βαθιά και ζήσε.»[/I] Η Κορύφωση και το Τέλος του Δράματος. Η Συνέχιση και η πορεία στο Αιώνιο. Η κραυγή, η απελπισιά, δίνει τη θεση της στην Ελπίδα.,στην «Ανάσταση». Ο χαμός του γιού δεν ´ηταν μάταιος. Ούτε θα τον φάει η λήθη και η λησμονιά. Ο θάνατος δεν είναι αρκετός για να τον πάρει μαζί του. Θα ζεί ,θα ταξιδεύει μέσα της και στις γενιές που θα ρθουν. Η εισαγωγή είναι μεγάλη, η μεγαλύτερη σε διάρκεια σε σχέση με τα υπόλοιπα τραγούδια.Ακόρντα αργά και κοφτά, σαν πένθιμη καμπάνα.Σχεδόν βασανιστικά μέχρι να ακουστούν τα πρώτα λόγια :[I] «Γιέ μου..»[/I] χτυπούν σαν μαχαιριά και ο σπαραγμός του Μπιθικώτση, η βαριά αυτή εκφορά και δύναμη ,δικαιώνουν στο έπακρο την επιλογή του Θεοδωράκη για το λαϊκό άκουσμα . Είναι σαν να κλαίνε όλοι στη γειτονιά ,στην αυλή. Ο πατέρας , η μάνα ,τα αδέρφια ,οι σύντροφοι,οι κολλητοί ,όλοι μαζί. Και ο ρυθμός ,αργός ζεϊμπέκικος αντρίκιος, σιγοντάρει και δημιουργεί πλήρως το κλίμα του λαϊκού θρήνου ,όπως το φαντάστηκαν οι δημιουργοί του. Μια απαλή γλυκιά μελωδία ,απλή κι αυτή σαν τους ανθρώπους μπροστά στο Φθαρτό και το Αιώνιο κλείνει υπέροχα τον κύκλο αυτόν. Η Μούσχουρη απ την άλλη δίνει την λύρική ,χατζιδακική μορφή της Μάνας,εξίσου συγκινητικά και ουράνια.Η εισαγωγή εδώ είναι μικρότερη αλλά η ερμηνεία αποζημιώνει. Πολύ καλή και η Μαίρη Λίντα μόνο που δυστυχώς τραγουδάει μόνο την δεύτερη στροφή ([I]«Γλυκέ μου εσύ..»[/I]),χάνοντας έτσι την μαγεία των δύο προηγούμενων. Ο Επιτάφιος είναι η πρώτη ενασχόληση του Μίκη με την λαϊκή μουσική γι αυτό και ξεσήκωσε τόσες αντιδράσεις. Ηταν όμως ακλόνητος στην άποψή του για την εξάπλωση της Λαϊκής Μουσικής σε πάντρεμα με τον έντεχνο Λόγο και συνέχισε το ίδιο ακάθεκτος και στα μετέπειτα έργα του (Αρχιπέλαγος,Πολιτεία,Το Τραγούδι του Νεκρού αδερφού κλπ.),βάζοντας το λιθάρι του και χτίζοντας τις νέες βάσεις στο Λαϊκό Τραγούδι. Η Μουσικές του ήταν απλές αλλά άρτια δομημένες,πρωτότυπες ,δίνοντας με μιας το δικό του ξεχωριστό υφος,κατανοητές,ανεπιτήδευτες,αγαπησιάρικες απ τον ευρύ κόσμο και τις λαϊκές μάζες.Γι αυτό και αγαπήθηκε αμέσως. Ισως περισσότερο από τα μετέπειτα μεγαλόπνοα, φιλόδοξα και πιο «δύσκολα» έργα του. Ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη είναι ένα μνημείο,ίσως απ τα μεγαλύτερα της Μουσικής μας Κληρονομιάς.Το ίδιο και ο Επιτάφιος του Ρίτσου ως προς την Ποίηση ,του οποίου φέτος γιορτάζουμε και τα 100 χρόνια από την γέννηση του , την Πρωτομαγιά του 1909. Μια πρόσφατη περιπέτεια που έζησα με έκανε να στραφώ ,να «ξαναδιαβάσω» και να ψάξω το Εργο αυτό,σε όλες του τις μορφές και εκτελέσεις.Και φυσικά να το λατρέψω σαν καινούριο.Και κυρίως να το μοιραστώ με εσάς ,τους καθημερινούς μου φίλους και ανθρώπους που ουσιαστικά ζούμε μαζί και ας μη «βλεπόμαστε». Ελπίζω μόνο να σας κατατόπισα ως προς την «διαφορετικότητα» των τριών πρώτων εγγραφών/εκτελέσεων. Αν με ρωτήσετε, δεν υπάρχει αγαπημένη. Τις ακούω και τις τρείς με την ίδια αφοσίωση. Η καλύτερα, κάθε μια έχει κάτι που δεν έχει η άλλη !.Εσείς αποφασίζετε , είναι θέμα προσωπικού γούστου ,αν και αυτό το έργο αξίζει να το έχει κανείς σε όλες του τις μορφές. Αλλωστε ,οι εκτελέσεις με τον Μπιθικώτση και την Λίντα κυκλοφορούν μαζί στο ίδιο cd συν τα «Επιφάνια» σε ποίηση Γ.Σεφέρη. Κατά καιρούς τραγούδια απ τον Επιτάφιο ερμήνευσαν πολλοί και πολλές. Αποσπασματικά όμως και ποτέ σαν συνολικό έργο. Στις αρχές του 2000 το ηχογράφησε η Νένα Βενετσάνου σε μια θαυμάσια μεταγραφή/προσαρμογή για πιάνο του Σαράντη Κασσάρα, δίνοντας με την επική ερμηνεία της το ακουστικό , το χωρίς ορχήστρα στίγμα της, κάνοντάς το ακόμα πιο διαφορετικό, πιο «δωματιακό» και ενδιαφέρον.Και άκρως συγκινητικό.Ευγενική «χορηγία» στο άτομό μου ,του φίλου μας Δαμιανού. Ηταν όμως τον Οκτώβριο του 2000 όταν το «ξαναέγραψε» και το παρουσίασε σε νέα μορφή Ο Σταύρος Ξαρχάκος στο Ηρώδειο.Το έργο έγινε επικό, συμφωνικό (τα τραγούδια πλεον είναι το ένα συνέχεια του άλλου,χωρίς παύσεις, δίνοντας την όψη του ενιαίου συνόλου) και ενθουσιάσε τον Μίκη.Χρησιμοποίησε δε ο Ξαρχάκος ,σύγχρονα και παραδοσιακά όργανα, μέχρι βυζαντινά ακούσματα, κάνοντάς το μοναδικό .Ο σύγχρονος Επιτάφιος. Το έργο ονομάστηκε: «Μίκη Θεοδωράκη-Γιάννη Ρίτσου :ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ,κατά Σταύρο Ξαρχάκο.» Την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής διευθύνει ο Ξαρχάκος ενώ ερμηνεύτρια είναι η Μαρία Σουλτάτου. Το cd της νέας αυτής παρουσίασης, κυκλοφόρησε το 2004 και είναι απ τα αγαπημένα μου.Must για τους φανατικούς,όπως εγώ. Αλλά για αυτό θα σας γράψω άλλη φορά.[IMG]http://panosz.files.wordpress.com/2007/04/epitafios.jpg[/IMG] Μήπως μπερδευτήκατε; [SIZE="2"](Πηγές: Ριζοσπάστης, Συνεντεύξεις του Μίκη Θεοδωράκη ,) [/SIZE] Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όλους εσάς που με ανέχεστε τόσα χρόνια και που πάντα μου δίνετε το χέρι σας όποτε το ζητήσω. Σας ευχαριστώ για όλα.. [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Μουσική
Παρουσιάσεις δίσκων - Aφιερώματα
Μέρα Μαγιού..
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…