Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Μουσική
Παρουσιάσεις δίσκων - Aφιερώματα
Ο δύσκολος δρόμος... [John Mayall And The Bluesbreakers]
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="grio" data-source="post: 1058778938" data-attributes="member: 30418"><p><h3>Το υπερφυσικό!</h3> <p style="text-align: center">[ATTACH=full]198911[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center">o <em>Peter Green</em> σε ζωντανή εμφάνιση με τους <em>Bluesbreakers</em> το 1967 (φωτο <em>John Slade</em>)</p><p></p><p>Ένα από τα πιο ανθεκτικά άλμπουμ της βρετανικής αναβίωσης των μπλουζ της δεκαετίας του 1960, το <strong>A Hard Road</strong> σηματοδοτεί την ιστορική σύγκλιση δύο από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του κινήματος, του τραγουδιστή/πολυοργανίστα <strong>John Mayall</strong> και του, σύντομα, θρυλικού ήρωα της κιθάρας <strong>Peter Green</strong>. Η ετήσια θητεία του <em>Green</em> στη κομβική μπάντα του <em>Mayall</em>, τους <strong>Bluesbreakers</strong>, απέδωσε μια πληθώρα αξιομνημόνευτης μουσικής που συγκαταλέγεται στα πιο ολοκληρωμένα και επιδραστικά ηλεκτρικά μπλουζ που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ.</p><p></p><p>Όταν κυκλοφόρησε το τρίτο του <em>LP</em>, <em>A Hard Road</em>, τον Φεβρουάριο του 1967, ο <em>John Mayall</em> είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους πρωτοπόρους της βρετανικής μπλουζ έκρηξης, ταιριάζοντας τη βαθιά έλξη για την παράδοση με μια ανήσυχη πειραματική διάθεση. Ενώ οι περισσότεροι από τους ομοίους του επικεντρώνονταν στη διασκευή υλικού των σπουδαίων Αμερικάνικων μπλουζ, το ρεπερτόριο του <em>Mayall</em> αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από δικές του συνθέσεις, οι οποίες συνδύαζαν μια έμπειρη γνώση των ιδιωμάτων του παραδοσιακού μπλουζ με μια πιο προσωπική, σύγχρονη ευαισθησία. Ο <em>Mayall</em> ήταν επίσης ένας απαιτητικός αρχηγός μπάντας με ικανότητα στην ανακάλυψη και την καλλιέργεια ταλέντων. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός μελλοντικών αστέρων θα περνούσε από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη σύνθεση των <em>Bluesbreakers</em>.</p><p></p><p>Ο <em>Mayall</em>, ο οποίος έπαιζε σε ημι-επαγγελματικά σύνολα στη γενέτειρά του, το Μάντσεστερ από τα μέσα της δεκαετίας του '50, ήταν ήδη στα 30 του, το 1963, όταν μετά από πρόταση του Βρετανού νονού των μπλουζ, <strong>Alexis Korner</strong>, μετακόμισε στο Λονδίνο. Μετά τη μετεγκατάσταση, η καριέρα του κέρδισε γρήγορα δυναμική. Το προηγούμενο άλμπουμ του, <a href="https://avclub.gr/index.php?threads/96166" target="_blank"><strong>Bluesbreakers: John Mayall with Eric Clapton</strong></a> (κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1966) ήταν ένας σημαντικός άθλος, πλησιάζοντας το νούμερο έξι στο τσαρτ των άλμπουμ του Ηνωμένου Βασιλείου και έλαβε σημαντική αναγνώριση τόσο από τους κριτικούς όσο και από τους μπλουζ φανατικούς, χάρη στη δεξιοτεχνία του <strong>Eric Clapton</strong>, που κορυφώθηκε με το γκράφιτι "<strong>Clapton Is God</strong>" που εμφανίστηκε στους τοίχους του Λονδίνου.</p><p></p><p>Όταν συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον <em>Mayall</em>, ο <em>Peter Allen Greenbaum</em> (29 Οκτωβρίου 1946 – 25 Ιουλίου 2020) ήταν ένας 19χρονος Λονδρέζος της εργατικής τάξης του οποίου το περιορισμένο βιογραφικό περιλάμβανε συμμετοχή στους <em>Shotgun Express</em>, μαζί με έναν νεαρό <em>Rod Stewart</em>, τον μελλοντικό πληκτρίστα των <em>Them/Camel</em>, <em>Peter Bardens</em> και τον ντράμερ <em>Mick Fleetwood</em>. Αφού ο <em>Clapton</em> άφησε ξαφνικά τους <em>Bluesbreakers</em> στα μέσα του 1965 για να κάνει παρατεταμένες διακοπές στην Ελλάδα, ο <em>Green</em> άσκησε επιτυχώς πιέσεις στον <em>Mayall</em> για τη δουλειά, αλλά κατάφερε μόνο να παίξει μερικές συναυλίες πριν επιστρέψει ο <em>Clapton</em>. Έξι μήνες αργότερα, ο Κλάπτον τα παράτησε οριστικά και ο Γκριν επέστρεψε στη σύνθεση. Γρήγορα απέδειξε ότι ανταποκρίθηκε στην πρόκληση να αντικαταστήσει τον περίφημο προκάτοχό του, ξεπερνώντας τον αρχικό σκεπτικισμό των θαυμαστών με το παθιασμένο, οικονομικό παίξιμό του, το οποίο μετέφερε ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων με ελάχιστα τεχνάσματα.</p><p></p><p>Ο παραγωγός <strong>Mike Vernon</strong> φέρεται να ήταν εξοργισμένος όταν ο <em>Mayall</em> και η μπάντα, που διέθετε επίσης τη δυναμική ρυθμ σέξιον του μπασίστα <strong>John McVie</strong> και του ντράμερ <strong>Aynsley Dunbar</strong>, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο στούντιο χωρίς τον <em>Clapton</em>, αλλά γρήγορα τον κέρδισαν οι οργανικές δεξιότητες του <em>Green</em>. Η έμφαση στον τόνο και τη χροιά του νέου κιθαρίστα πάνω από τα επιδεικτικά πυροτεχνήματα ήταν εμφανής στο ντεμπούτο, εκτός-<em>LP</em> σινγκλ, με τους <em>Bluesbreakers</em>, που κυκλοφόρησε στις 21 Οκτωβρίου του 1966, συνδυάζοντας χαρακτηριστικές διασκευές του αισιόδοξου ρυθμ εντ μπλουζ , "<strong>Looking Back</strong>" του <em>Johnny "Guitar" Watson</em>, και του "<strong>So Many Roads</strong>" του <em>Paul Marshall</em>, που πρωτοεκτέλεσε ο <em>Otis Rush</em>. Ακόμη και όταν 'αντιπαρατέθηκε' με ένα επιθετικό τμήμα πνευστών, ο ακατέργαστος τόνος, το ρευστό ριφ και τα συνοπτικά σόλο του <em>Green</em> ανακοινώνουν την άφιξή του με εξαιρετικό στυλ.</p><p></p><p style="text-align: center">[ATTACH=full]198912[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center">Hughie Flint, Peter Green, John McVie και John Mayall</p><p></p><p>Ο <em>Green</em> κάνει επίσης αισθητή την παρουσία του μέσα στα πρώτα δευτερόλεπτα του ομώνυμου εναρκτήριου κομματιού του <em>A Hard Road</em>, συμπληρώνοντας τα παρακλητικά φωνητικά του <em>Mayall</em> με μια αυτοσυγκράτηση που αποτελεί παράδειγμα της νοοτροπίας και της διακριτικότητας, που έφερε με συνέπεια, στη δουλειά του με τον <em>Mayall</em>. Κατά τα άλλα, το "<strong>It's Over</strong>" που αγκομαχεί, μπορεί να υπερηφανεύεται για κάποια υπέροχη αλληλεπίδραση μεταξύ της κιθάρας του <em>Green</em> και της φυσαρμόνικας του <em>Mayall</em>, ενώ το "<strong>Another Kinda Love</strong>" διαθέτει ένα ανησυχητικό γκρουβ που οδηγείται από τις απειλητικές συγχορδίες του <em>Green</em> και το όργανο του <em>Mayall</em> που βράζει. Τα διπλά ηχογραφημένα φωνητικά και το εύθυμο πιάνο του <em>Mayall</em> οδηγεί το λιτό "<strong>Hit the Highway</strong>", ενώ το θορυβώδες μπούγκι "<strong>Leaping Christine</strong>" φουσκώνει με νευρική ενέργεια και υπερδραστήρια φυσαρμόνικα. Εν τω μεταξύ, οι διπλές φυσαρμόνικες και η αιθέρια φωνητική ψαλμωδία του ενάμιση λεπτού, "<strong>There's Always Work</strong>" απεικονίζουν την τάση για περιπέτεια που πάντα έκανε τον <em>Mayall</em> περισσότερο καλλιτέχνη παρά αρχειοφύλακα.</p><p></p><p>Το οργανικό "<strong>The Super-Natural</strong>", που δικαιολογεί από μόνο του την απόκτηση του δίσκου, είναι απλά συναρπαστικό κάνοντας χρήση πυκνού σαστέιν, ελεγχόμενο, συναισθηματικό και βαθιά ατμοσφαιρικό, πρότυπο για ένα πιο χαλαρό "<em>Albatross</em>" και για μεγάλο μέρος της καριέρας του <em>Carlos Santana</em>. Το "<strong>You Don't Love Me</strong>" του <em>Willie Cobbs</em> διαθέτει δυνατά κύρια φωνητικά από τον <em>Green</em>, καθώς και το δικό του "<strong>The Same Way</strong>", ενώ μια δυνατή απόδοση με διπλή κιθάρα του στάνταρτ "<strong>Dust My Blues</strong>" του <em>Elmore James</em> προσφέρει ένα καθηλωτικό όχημα για τον διαπεραστικό τόνο του Green και τις γρήγορες κινήσεις των διακτύλων. Το ίδιο ισχύει για ένα ζευγάρι κλασικά του <em>Freddie King</em>, δηλαδή το δυναμικό οργανικό "<strong>The Stumble</strong>" και το φλογισμένο "<strong>Some Day After Awhile (You'll Be Sorry)</strong>", που βρίσκει τον <em>Mayall</em> σε ιδιαίτερα συναρπαστική φωνητική φόρμα.</p><p></p><p>Ο δίσκος, που φιλοξενείται σε ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο, με τους <em>Bluesbreakers</em> ζωγραφισμένους εκπληκτικά από τον ίδιο τον <em>John Mayall</em> (αλήθεια, τι πολυπράγμων καλλιτέχνης ; ), έφτασε το νούμερο δέκα, στις θέσεις του βρετανικού τσαρτ, αποστομώνοντας τους κριτικούς που πίστευαν ότι ο <em>Mayall</em> δεν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει την απώλεια του <em>Eric Clapton</em> από το γκρουπ του. Να μην τα ξαναλέμε για την αγάπη μου στο σκίτσο, αλλά ήταν αυτό, ένας από τους πρωταρχικούς λόγους που απέκτησα τον δίσκο στα τέλη των '70ς, σε πολύ καλής εγγραφής κόπια της <em>London Records</em>, που είχε αναλάβει τη κυκλοφορία του στην Αμερική.</p><p></p><p>Στα μέσα του 1967, ο Γκριν προχώρησε στην παρουσίαση των <strong>Fleetwood Mac</strong>, παίρνοντας μαζί του τους <em>Bluesbreakers</em>, <em>John McVie</em> και <em>Mick Fleetwood</em> (ο οποίος είχε πρόσφατα αντικαταστήσει τον <em>Aynsley Dunbar</em>). Οι <em>Fleetwood Mac</em> έκαναν το δημόσιο ντεμπούτο τους τον Αύγουστο του 1967, έναν μήνα πριν ο <em>Mayall</em> παρουσιάσει μια νέα <em>Bluesbreakers</em> μπάντα στο επόμενο <em>LP</em> <a href="https://avclub.gr/index.php?threads/96166/post-1056473471" target="_blank"><strong>Crusade</strong></a>, που θα περιλάμβανε τους <em>Mick Taylor, Keef Hartley</em> και άλλους. Ο <em>Green</em> θα οδηγούσε τους <a href="https://avclub.gr/index.php?threads/168242" target="_blank"><strong>Fleetwood Mac</strong></a> μέσα από αρκετά άλμπουμ με προοδευτικό ψυχεδελικό μπλουζ-ροκ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν δυστυχώς ψυχικό νόσημα (σχιζοφρένεια) και η χρήση ουσιών, έχοντας παγιωθεί, τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από τα μουσικά πεπραγμένα. Απροσδόκητα θα επέστρεφε στην ενεργό δράση στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάνοντας εκτενείς περιοδείες και ηχογραφήσεις με τους <strong>Peter Green Splinter Group</strong>. Ο <em>Mayall</em> συνέχισε να ηχογραφεί και να αποδίδει παραγωγικά, παραμένοντας ένας από τους κορυφαίους –και πιο περιπετειώδεις– εκφραστές του σύγχρονου μπλουζ στον κόσμο.</p><p></p><p>Εν τω μεταξύ, η μουσική που έφτιαξαν μαζί ο <strong>John Mayall</strong> και ο <strong>Peter Green</strong> διατηρεί το αρχικό της πάθος και απήχηση, στέκοντας ως διαχρονική απόδειξη των ταλέντων αυτών των δύο μοναδικών μουσικών.</p><p></p><p>(*****, πηγές: εξώφυλλο, σημειώσεις επανεκδόσεων, Scott Schinder, Mark Powell)</p><p></p><p style="text-align: center">[ATTACH=full]198913[/ATTACH]</p> <p style="text-align: center">οι <em>Bluesbreakers</em> από τον Ιούλιο του 1966 έως τον Μάιο του 1967: <em>John McVie, Aynsley Dunbar, Peter Green</em> και <em>John Mayall</em></p></blockquote><p></p>
[QUOTE="grio, post: 1058778938, member: 30418"] [HEADING=2]Το υπερφυσικό![/HEADING] [CENTER][ATTACH type="full" alt="BluesbreakersLive1967Green.jpg"]198911[/ATTACH] o [I]Peter Green[/I] σε ζωντανή εμφάνιση με τους [I]Bluesbreakers[/I] το 1967 (φωτο [I]John Slade[/I])[/CENTER] Ένα από τα πιο ανθεκτικά άλμπουμ της βρετανικής αναβίωσης των μπλουζ της δεκαετίας του 1960, το [B]A Hard Road[/B] σηματοδοτεί την ιστορική σύγκλιση δύο από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του κινήματος, του τραγουδιστή/πολυοργανίστα [B]John Mayall[/B] και του, σύντομα, θρυλικού ήρωα της κιθάρας [B]Peter Green[/B]. Η ετήσια θητεία του [I]Green[/I] στη κομβική μπάντα του [I]Mayall[/I], τους [B]Bluesbreakers[/B], απέδωσε μια πληθώρα αξιομνημόνευτης μουσικής που συγκαταλέγεται στα πιο ολοκληρωμένα και επιδραστικά ηλεκτρικά μπλουζ που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ. Όταν κυκλοφόρησε το τρίτο του [I]LP[/I], [I]A Hard Road[/I], τον Φεβρουάριο του 1967, ο [I]John Mayall[/I] είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους πρωτοπόρους της βρετανικής μπλουζ έκρηξης, ταιριάζοντας τη βαθιά έλξη για την παράδοση με μια ανήσυχη πειραματική διάθεση. Ενώ οι περισσότεροι από τους ομοίους του επικεντρώνονταν στη διασκευή υλικού των σπουδαίων Αμερικάνικων μπλουζ, το ρεπερτόριο του [I]Mayall[/I] αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από δικές του συνθέσεις, οι οποίες συνδύαζαν μια έμπειρη γνώση των ιδιωμάτων του παραδοσιακού μπλουζ με μια πιο προσωπική, σύγχρονη ευαισθησία. Ο [I]Mayall[/I] ήταν επίσης ένας απαιτητικός αρχηγός μπάντας με ικανότητα στην ανακάλυψη και την καλλιέργεια ταλέντων. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός μελλοντικών αστέρων θα περνούσε από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη σύνθεση των [I]Bluesbreakers[/I]. Ο [I]Mayall[/I], ο οποίος έπαιζε σε ημι-επαγγελματικά σύνολα στη γενέτειρά του, το Μάντσεστερ από τα μέσα της δεκαετίας του '50, ήταν ήδη στα 30 του, το 1963, όταν μετά από πρόταση του Βρετανού νονού των μπλουζ, [B]Alexis Korner[/B], μετακόμισε στο Λονδίνο. Μετά τη μετεγκατάσταση, η καριέρα του κέρδισε γρήγορα δυναμική. Το προηγούμενο άλμπουμ του, [URL='https://avclub.gr/index.php?threads/96166'][B]Bluesbreakers: John Mayall with Eric Clapton[/B][/URL] (κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1966) ήταν ένας σημαντικός άθλος, πλησιάζοντας το νούμερο έξι στο τσαρτ των άλμπουμ του Ηνωμένου Βασιλείου και έλαβε σημαντική αναγνώριση τόσο από τους κριτικούς όσο και από τους μπλουζ φανατικούς, χάρη στη δεξιοτεχνία του [B]Eric Clapton[/B], που κορυφώθηκε με το γκράφιτι "[B]Clapton Is God[/B]" που εμφανίστηκε στους τοίχους του Λονδίνου. Όταν συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον [I]Mayall[/I], ο [I]Peter Allen Greenbaum[/I] (29 Οκτωβρίου 1946 – 25 Ιουλίου 2020) ήταν ένας 19χρονος Λονδρέζος της εργατικής τάξης του οποίου το περιορισμένο βιογραφικό περιλάμβανε συμμετοχή στους [I]Shotgun Express[/I], μαζί με έναν νεαρό [I]Rod Stewart[/I], τον μελλοντικό πληκτρίστα των [I]Them/Camel[/I], [I]Peter Bardens[/I] και τον ντράμερ [I]Mick Fleetwood[/I]. Αφού ο [I]Clapton[/I] άφησε ξαφνικά τους [I]Bluesbreakers[/I] στα μέσα του 1965 για να κάνει παρατεταμένες διακοπές στην Ελλάδα, ο [I]Green[/I] άσκησε επιτυχώς πιέσεις στον [I]Mayall[/I] για τη δουλειά, αλλά κατάφερε μόνο να παίξει μερικές συναυλίες πριν επιστρέψει ο [I]Clapton[/I]. Έξι μήνες αργότερα, ο Κλάπτον τα παράτησε οριστικά και ο Γκριν επέστρεψε στη σύνθεση. Γρήγορα απέδειξε ότι ανταποκρίθηκε στην πρόκληση να αντικαταστήσει τον περίφημο προκάτοχό του, ξεπερνώντας τον αρχικό σκεπτικισμό των θαυμαστών με το παθιασμένο, οικονομικό παίξιμό του, το οποίο μετέφερε ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων με ελάχιστα τεχνάσματα. Ο παραγωγός [B]Mike Vernon[/B] φέρεται να ήταν εξοργισμένος όταν ο [I]Mayall[/I] και η μπάντα, που διέθετε επίσης τη δυναμική ρυθμ σέξιον του μπασίστα [B]John McVie[/B] και του ντράμερ [B]Aynsley Dunbar[/B], εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο στούντιο χωρίς τον [I]Clapton[/I], αλλά γρήγορα τον κέρδισαν οι οργανικές δεξιότητες του [I]Green[/I]. Η έμφαση στον τόνο και τη χροιά του νέου κιθαρίστα πάνω από τα επιδεικτικά πυροτεχνήματα ήταν εμφανής στο ντεμπούτο, εκτός-[I]LP[/I] σινγκλ, με τους [I]Bluesbreakers[/I], που κυκλοφόρησε στις 21 Οκτωβρίου του 1966, συνδυάζοντας χαρακτηριστικές διασκευές του αισιόδοξου ρυθμ εντ μπλουζ , "[B]Looking Back[/B]" του [I]Johnny "Guitar" Watson[/I], και του "[B]So Many Roads[/B]" του [I]Paul Marshall[/I], που πρωτοεκτέλεσε ο [I]Otis Rush[/I]. Ακόμη και όταν 'αντιπαρατέθηκε' με ένα επιθετικό τμήμα πνευστών, ο ακατέργαστος τόνος, το ρευστό ριφ και τα συνοπτικά σόλο του [I]Green[/I] ανακοινώνουν την άφιξή του με εξαιρετικό στυλ. [CENTER][ATTACH type="full" alt="FlintGreenMcVieMayall.jpg"]198912[/ATTACH] Hughie Flint, Peter Green, John McVie και John Mayall[/CENTER] Ο [I]Green[/I] κάνει επίσης αισθητή την παρουσία του μέσα στα πρώτα δευτερόλεπτα του ομώνυμου εναρκτήριου κομματιού του [I]A Hard Road[/I], συμπληρώνοντας τα παρακλητικά φωνητικά του [I]Mayall[/I] με μια αυτοσυγκράτηση που αποτελεί παράδειγμα της νοοτροπίας και της διακριτικότητας, που έφερε με συνέπεια, στη δουλειά του με τον [I]Mayall[/I]. Κατά τα άλλα, το "[B]It's Over[/B]" που αγκομαχεί, μπορεί να υπερηφανεύεται για κάποια υπέροχη αλληλεπίδραση μεταξύ της κιθάρας του [I]Green[/I] και της φυσαρμόνικας του [I]Mayall[/I], ενώ το "[B]Another Kinda Love[/B]" διαθέτει ένα ανησυχητικό γκρουβ που οδηγείται από τις απειλητικές συγχορδίες του [I]Green[/I] και το όργανο του [I]Mayall[/I] που βράζει. Τα διπλά ηχογραφημένα φωνητικά και το εύθυμο πιάνο του [I]Mayall[/I] οδηγεί το λιτό "[B]Hit the Highway[/B]", ενώ το θορυβώδες μπούγκι "[B]Leaping Christine[/B]" φουσκώνει με νευρική ενέργεια και υπερδραστήρια φυσαρμόνικα. Εν τω μεταξύ, οι διπλές φυσαρμόνικες και η αιθέρια φωνητική ψαλμωδία του ενάμιση λεπτού, "[B]There's Always Work[/B]" απεικονίζουν την τάση για περιπέτεια που πάντα έκανε τον [I]Mayall[/I] περισσότερο καλλιτέχνη παρά αρχειοφύλακα. Το οργανικό "[B]The Super-Natural[/B]", που δικαιολογεί από μόνο του την απόκτηση του δίσκου, είναι απλά συναρπαστικό κάνοντας χρήση πυκνού σαστέιν, ελεγχόμενο, συναισθηματικό και βαθιά ατμοσφαιρικό, πρότυπο για ένα πιο χαλαρό "[I]Albatross[/I]" και για μεγάλο μέρος της καριέρας του [I]Carlos Santana[/I]. Το "[B]You Don't Love Me[/B]" του [I]Willie Cobbs[/I] διαθέτει δυνατά κύρια φωνητικά από τον [I]Green[/I], καθώς και το δικό του "[B]The Same Way[/B]", ενώ μια δυνατή απόδοση με διπλή κιθάρα του στάνταρτ "[B]Dust My Blues[/B]" του [I]Elmore James[/I] προσφέρει ένα καθηλωτικό όχημα για τον διαπεραστικό τόνο του Green και τις γρήγορες κινήσεις των διακτύλων. Το ίδιο ισχύει για ένα ζευγάρι κλασικά του [I]Freddie King[/I], δηλαδή το δυναμικό οργανικό "[B]The Stumble[/B]" και το φλογισμένο "[B]Some Day After Awhile (You'll Be Sorry)[/B]", που βρίσκει τον [I]Mayall[/I] σε ιδιαίτερα συναρπαστική φωνητική φόρμα. Ο δίσκος, που φιλοξενείται σε ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο, με τους [I]Bluesbreakers[/I] ζωγραφισμένους εκπληκτικά από τον ίδιο τον [I]John Mayall[/I] (αλήθεια, τι πολυπράγμων καλλιτέχνης ; ), έφτασε το νούμερο δέκα, στις θέσεις του βρετανικού τσαρτ, αποστομώνοντας τους κριτικούς που πίστευαν ότι ο [I]Mayall[/I] δεν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει την απώλεια του [I]Eric Clapton[/I] από το γκρουπ του. Να μην τα ξαναλέμε για την αγάπη μου στο σκίτσο, αλλά ήταν αυτό, ένας από τους πρωταρχικούς λόγους που απέκτησα τον δίσκο στα τέλη των '70ς, σε πολύ καλής εγγραφής κόπια της [I]London Records[/I], που είχε αναλάβει τη κυκλοφορία του στην Αμερική. Στα μέσα του 1967, ο Γκριν προχώρησε στην παρουσίαση των [B]Fleetwood Mac[/B], παίρνοντας μαζί του τους [I]Bluesbreakers[/I], [I]John McVie[/I] και [I]Mick Fleetwood[/I] (ο οποίος είχε πρόσφατα αντικαταστήσει τον [I]Aynsley Dunbar[/I]). Οι [I]Fleetwood Mac[/I] έκαναν το δημόσιο ντεμπούτο τους τον Αύγουστο του 1967, έναν μήνα πριν ο [I]Mayall[/I] παρουσιάσει μια νέα [I]Bluesbreakers[/I] μπάντα στο επόμενο [I]LP[/I] [URL='https://avclub.gr/index.php?threads/96166/post-1056473471'][B]Crusade[/B][/URL], που θα περιλάμβανε τους [I]Mick Taylor, Keef Hartley[/I] και άλλους. Ο [I]Green[/I] θα οδηγούσε τους [URL='https://avclub.gr/index.php?threads/168242'][B]Fleetwood Mac[/B][/URL] μέσα από αρκετά άλμπουμ με προοδευτικό ψυχεδελικό μπλουζ-ροκ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν δυστυχώς ψυχικό νόσημα (σχιζοφρένεια) και η χρήση ουσιών, έχοντας παγιωθεί, τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από τα μουσικά πεπραγμένα. Απροσδόκητα θα επέστρεφε στην ενεργό δράση στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάνοντας εκτενείς περιοδείες και ηχογραφήσεις με τους [B]Peter Green Splinter Group[/B]. Ο [I]Mayall[/I] συνέχισε να ηχογραφεί και να αποδίδει παραγωγικά, παραμένοντας ένας από τους κορυφαίους –και πιο περιπετειώδεις– εκφραστές του σύγχρονου μπλουζ στον κόσμο. Εν τω μεταξύ, η μουσική που έφτιαξαν μαζί ο [B]John Mayall[/B] και ο [B]Peter Green[/B] διατηρεί το αρχικό της πάθος και απήχηση, στέκοντας ως διαχρονική απόδειξη των ταλέντων αυτών των δύο μοναδικών μουσικών. (*****, πηγές: εξώφυλλο, σημειώσεις επανεκδόσεων, Scott Schinder, Mark Powell) [CENTER][ATTACH type="full" alt="TheBluesbreakersJuly1966-May1967.jpg"]198913[/ATTACH] οι [I]Bluesbreakers[/I] από τον Ιούλιο του 1966 έως τον Μάιο του 1967: [I]John McVie, Aynsley Dunbar, Peter Green[/I] και [I]John Mayall[/I][/CENTER] [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Μουσική
Παρουσιάσεις δίσκων - Aφιερώματα
Ο δύσκολος δρόμος... [John Mayall And The Bluesbreakers]
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…