Μπιτ κουλτούρα

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Χρόνια Πολλά Λόρενς...

Λόρενς Φερλινγκέττι
(γεννήθηκε 24 Μαρτίου 1919)

Να οικτίρεις το έθνος που ερίφια είν’ ο λαός του,
και που οι ποιμένες του σε λάθος δρόμο τα πηγαίνουν.
Να οικτίρεις το έθνος που ψεύτες είναι οι αρχηγοί του,
που τους σοφούς του φίμωσαν,
και τα στενά μυαλά τους κύματα ερτζιανά διώκουν.
Να οικτίρεις το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του,
παρά για να παινέψει τους κατακτητές
και να επευφημήσει το νταή σαν ήρωα
και στόχο έχει βάλει, τον κόσμο με βία και βασανισμούς να διαφεντέψει.
Να οικτίρεις το έθνος που πέρα απ' τη δική του γλώσσα
καμιά άλλη δεν γνωρίζει
ούτε πολιτισμό κανένα εξόν απ' το δικό του.
Να οικτίρεις το έθνος που η ανάσα του χρήματα είναι
και τον ύπνο του καλά ταϊσμένου κοιμάται.
Να οικτίρεις το έθνος-ω, τον λαό να οικτίρεις που αφήνει
το δίκιο του να κατατρώγουν
και την ελευθερία του να του στερούν.
Χώρα μου, τα δάκρυά σου, γλυκιά πατρίδα της ελευθερίας.


Αμερικανός ποιητής, δοκιμιογράφος, ακτιβιστής και ζωγράφος(1919- ) του κινήματος Beat. Πολύ γνωστός για την ποιητική συλλογή "A Coney Island of the Mind".

Μετάφραση: Χρυσούλα Πατρώνου Παπατέρπου
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Ιουνίου 2012, αρ. φύλλου 647
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Γιάννης Λειβαδάς
Στοιχεία για την beat generation

Επιλογή, Μετάφραση, Εισαγωγή, Κείμενα: Γιάννης Λειβαδάς

beat.jpg

Η γενιά των μπιτ διέγραψε μια πορεία η οποία σημάδεψε καθοριστικά και πολυποίκιλα την αμερικανική λογοτεχνία και όχι μόνον. Η σχέση των μπιτ με την τζαζ ανιχνεύεται με τρόπο διακριτό στην τζαζ ποίηση, ενώ η θρησκεία συνιστά ακόμη ένα πεδίο όπου η μπιτ κουλτούρα άσκησε την επιρροή της.
Στα οράματα μιας απίθανης γενιάς, η μπιτ κουλτούρα αντιμετωπίζεται σε όλη της την ευρύτητα στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης αποτίμησης της μπιτ γενιάς.
Το βιβλίο αυτό συνιστά ευσύνοπτη ιχνηλάτηση των στοιχείων και τεκμηρίων εκείνων που βοηθούν στην αποσαφήνιση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού φαινομένου. Συμπληρωματικά κείμενα, μεταφράσεις και πρωτότυπα δοκίμια συγκροτούν ένα χρήσιμο όσο και περιεκτικό εργαλείο για τον αναγνώστη.
Ένα άρτιο εγχειρίδιο της μπιτ λογοτεχνίας

Κείμενα των Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Λόρενς Φερλινγκέττι, Γκρέγκορυ Κόρσο, Πήτερ Ορλόφσκυ, Μπομπ Κάουφμαν, Αμίρι Μπαράκα, Tεντ Τζόουνς, Ντέηβιντ Μέλτζερ, Χάρολντ Νορς, Καρλ Σόλομον, Νταϊάν Ντι Πρίμα, Φρανκ Ο’ Χάρα, Σινκλέρ Μπέηλς, Χάουαρντ Χαρτ, Χάουαρντ Μπέηλς, Ρόμπερτ Κρήλυ, Τζον Κλέλον Χολμς, Φίλιπ Γουέηλεν, Λιου Ουέλς, Μάικλ ΜακΚλούρ

http://www.biblionet.gr/book/163078/Συλλογικό_έργο/Τα_οράματα_μιας_απίθανης_γενιάς

Ο Γιάννης Λειβαδάς γεννήθηκε το 1969 στην Καλαμάτα. Έκτος από εκδότης, βιβλιοπώλης, αρθρογράφος και μεταφραστής έχει εργαστεί σε δεκάδες άλλους διαφορετικούς τομείς. Είναι μελετητής της νεότερης αμερικανικής ποίησης και της ποίησης της Άπω Ανατολής. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί επίσης στον αμερικανικό, στον γαλλικό, στον κροατικό, στον ινδικό και στον ιρλανδικό λογοτεχνικό Τύπο.
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς

Ηταν η γενιά που προσπάθησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη -στην Αμερική- να ξεφύγει από κάθε επιβολή, από το αφόρητα συντηρητικό κλίμα της εποχής της, τους περιορισμούς και τις καταπιεστικές συμβάσεις, για να αντιτάξει έναν αντιδραστικό και ακραίο τρόπο ζωής και δημιουργίας.

Στα έργα τους αποτυπώνονται προσωπικές εμπειρίες, ιστορίες βγαλμένες από τη σκληρή πλευρά της καθημερινότητας, από μία εγγενή και παράτολμη διάθεση για κάθε λογής πειραματισμούς. Και πράγματι, οι μπητ ποιητές και πεζογράφοι δεν έδωσαν απλώς ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία, ούτε μόνο αποτύπωσαν το πάθος μιας γενιάς που ασφυκτιούσε, που αναζητούσε διεξόδους, η οποία είχε κάτι να πει αλλά κανένας δεν την άκουγε. Επεδίωξαν, πρωτίστως, μία γενικότερη ρήξη με τη συντηρητική κοινωνία της δεκαετίας του '50: Το ιδεώδες του «αμερικάνικου ονείρου» μεσουρανούσε εκείνη την εποχή με την απόκτηση των υλικών αγαθών να έχει ήδη αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό, ενώ -παράλληλα- το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοούσε την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς.

Πρόκειται, λοιπόν, για μία γνήσια αντιδραστική λογοτεχνία απέναντι στην αλλοτρίωση της αμερικανικής κοινωνίας εκείνων των χρόνων. Aλλωστε, ο όρος μπητ (beat) παραπέμπει κυριολεκτικά στον ρυθμό ή σε κτύπημα και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Tζακ Kέρουακ, το 1948, για να περιγράψει τον κοινωνικό του περίγυρο μέσα σε συνθήκες κόπωσης, κορεσμού, ηττοπάθειας, απογοήτευσης και απόγνωσης. Kαι βέβαια, κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση της μπητ λογοτεχνίας διαδραμάτισαν δύο κλασικά -πλέον- έργα, το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» (1951) του Kέρουακ και το ποίημα «Oυρλιαχτό» (1955) του Γκίνσμπεργκ: «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα/ υστερικά γυμνά και λιμασμένα/ να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή» έγραφε ο Αλεν Γκίνσπεργκ συνοψίζοντας σε λίγους μόνο στίχους την φαινομενικά αναπόδραστη απελπισία μιας γενιάς που αναζητούσε διακαώς μια χαραμάδα διεξόδου.

Ποιήμα
Ενα ποίημα που έμελλε να κυριαρχήσει συνδυάζοντας μοναδικά την εκρηκτικότητα με την παραφορά, το ψυχολογικό αδιέξοδο με την ιδεολογική ήττα, το λυρικό λόγο με ένα μυστηριακό παραλήρημα που αιφνιδιάζει και σε υποβάλλει σε μία σχεδόν αποκαλυψιακή, πυρετώδη συναίσθηση μιας ζωής που τη νιώθεις μέσα σου να καίγεται. Στο μεταξύ, η μπητ λογοτεχνία έδειχνε ότι δεν επρόκειτο για κάτι το περιστασιακό στον κόσμο των γραμμάτων, αλλά για μία πολυδιάστατη κίνηση ποικίλων εκφραστικών δυνατοτήτων: Οταν ο Τζακ Κέρουακ έγραψε το μυθιστόρημά του «Στον δρόμο» (1957), στην πραγματικότητα αυτό που κατάφερε ήταν να δώσει μία αμερικάνικη εκδοχή του υπαρξισμού.

Εκείνης, δηλαδή, της φιλοσοφικής αντίληψης κατά την οποία ο κάθε άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος ενός αναπόδραστου μεταφυσικού σχεδίου, αλλά μία ξεχωριστή οντότητα που καλείται να επιλέξει αυτό που είναι, σε αντιστοιχία με τις συνθήκες και το περιβάλλον του. Επομένως, ο «δρόμος» του Κέρουακ ανάγεται σε ιδέα, σε σύμβολο της διαρκούς κίνησης, του ασυμβίβαστου τρόπου ζωής, τον οποίο αποφασιστικά επιλέγει ο ήρωας για να ξεφύγει από τον ρόλο που του επιφυλάσσει ο δυτικός τρόπος ζωής και να αναζητήσει την δική του εσωτερική ταυτότητα. Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος γίνεται η συνειδητή αναχώρηση, η εξέγερση απέναντι στην επιβεβλημένη ταυτότητα και η αναζήτηση εμπειριών που δεν σχετίζονται με το τέλος του ταξιδιού, αλλά με την ίδια τη διαδρομή. Ο Λόρενς Φερλινγκέτι, απ' την άλλη, συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση της μπητ λογοτεχνίας, αφού μέσα από τον εκδοτικό οίκο City Lights δημοσίευσε πολλά έργα προσωπικοτήτων της θρυλικής πια παρέας - του Mπάροουζ, του Kόρσο, του Kέρουακ και φυσικά του Γκίνσμπεργκ. Mάλιστα, με την πάροδο του χρόνου και ο ίδιος ο Φερλινγκέτι απέδειξε ότι εκτός από ευαίσθητος δέκτης, ήταν και ένας ιδιαίτερα ικανός ποιητής της γενιάς του.

Ηταν, ωστόσο, στην περίπτωση του Oυίλιαμ Mπάροουζ που η επαναστατική γενιά των Mπιτ ποιητών και πεζογράφων θα έβρισκε την εμβληματική της μορφή. Εναν ιδιοφυή πειραματιστή του λόγου που ωθούσε -με ασύλληπτη ευρηματικότητα- τις ιδέες του και τις συγγραφικές τεχνικές του στα άκρα.

Προηγουμένως, είχε καταδυθεί σε ανεξερεύνητα και ιλιγγιώδη βάθη απόγνωσης, πολύ πριν κατορθώσει να δημιουργήσει τη δική του μυθολογία και να γίνει υπέρμαχος της απόλυτης ελευθερίας και προκλητικός πολέμιος όλων των συστημάτων. Ισως ο πιο απρόβλεπτος μεταπολεμικός συγγραφέας της Aμερικής, ο οποίος -με έργα όπως το «Γυμνό Γεύμα», τις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» και το «Tζάνκι»- μπορούσε να δοκιμάζει και να υπονομεύει όσο ελάχιστοι τα όρια του ρεαλισμού: Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι έπειτα από αυτόν τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο στην ιστορία της αμερικάνικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Οσο για την παρούσα έκδοση «Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς- στοιχεία για την beat generation» (εκδ. κέδρος) του Γιάννη Λειβαδά, είναι μία πραγματικά επιδέξια εισαγωγή σε μια κουλτούρα η οποία ισορροπούσε θαυμαστά ανάμεσα στην αποσπασματικότητα και την παραισθητική διάθεση, την απελπισία και την εξωφρενική διακωμώδηση, την πρώιμη οικολογική συνείδηση και τις κάθε λογής παράτολμες εμπειρίες. Αλλά πάνω απ' όλα το βιβλίο αυτό αποτελεί μία πολυπρισματική, διεξοδική και -κυρίως- γοητευτική ιχνηλάτηση των προϋποθέσεων αυτού του ασυνήθιστου λογοτεχνικού και πολιτισμικού φαινομένου, το οποίο -παρά τα χρόνια που πέρασαν- εξακολουθεί να συναρπάζει...

Γιώργος Βαϊλάκης, "Ημερησία", 5.3.2011
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Οι Beat στην Ελλάδα

Όταν ο Γκίνσμπεργκ πήγε ν’ ακούσει τον Τσιτσάνη και την Πόλυ Πάνου.

beat_5.jpg

«Κυττάνε να βρίσκονται σε ζεστά κλίματα με εύκολο τρόπο ζωής. Μεταναστεύουν, σχεδόν οριστικά, σε ξένες χώρες. Στην Ιταλία, στην Ταγγέρη, στο Μαρόκο, στην Ελλάδα (Ύδρα, Κρήτη), στο Λονδίνο». Δημήτρης Πουλικάκος, «Beats», περιοδικό «Κριτήριο» τ. 1, Δεκέμβριος 1965

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 ταξίδεψαν στη χώρα μας –ή έζησαν σ’ αυτήν– αρκετοί μπιτ λογοτέχνες.

Οι δημοφιλέστεροι προορισμοί τους ήταν η Αθήνα, η Ύδρα και η Κρήτη. Στην Ύδρα έφτασε στα μέσα Απριλίου του 1960 ο Λέοναρντ Κοέν, που έμεινε στο νησί, για να αγοράσει τελικά ένα σπίτι στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Τότε, ο Κοέν ήταν ακόμα μόνο συγγραφέας, και σ’ αυτό το σπίτι έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το αγαπημένο παιχνίδι», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1963, από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Viking Press (ελλ. εκδ. Μελάνι). Το 1957, όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, ο ίδιος οίκος είχε εκδώσει το βιβλίο «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ. Ο Κοέν το 1956 είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, αλλά ποτέ δεν έγινε αποδεκτός από τους μπιτ (βλ. Ira B. Nadel, «Leonard Cohen - Η βιογραφία», εκδ. Κοάν). Ωστόσο, το σπίτι του στην Ύδρα έμελλε να φιλοξενήσει αρκετούς μπιτ συγγραφείς.

Ο πρώτος ήταν ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον οποίο ο Κοέν συνάντησε το 1961 στην Πλατεία Συντάγματος (βλ. Nadel) και τον κάλεσε στο σπίτι του, στην Ύδρα, όπου πέρασε αρκετά βράδια. Πιθανώς ήταν αυτός που μετά έστειλε εκεί τον Τζακ Χίρσμαν, μαζί με την τότε σύζυγό του Ρουθ Σέιμουρ, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στο νησί το 1965. Ο Χάρολντ Νορς, που είχε έρθει στην Ελλάδα από το 1963, φεύγοντας από το παρισινό Beat Hotel, που έκλεισε στις αρχές εκείνης της χρονιάς, πήγε στην Ύδρα, όπου γνώρισε τον Κοέν και τον Χίρσμαν και έκανε παρέα μαζί τους. Την ίδια χρονιά πήγαν στο νησί ο Σίνκλερ Μπέιλις (είχε έρθει κι αυτός απ’ το Παρίσι κι έμενε στην Αθήνα) και ο Γκρέγκορι Κόρσο.

Ο Κόρσο είχε επισκεφτεί για πρώτη φορά την Ύδρα, στην προ-Κοέν εποχή: «Το σκηνικό ήταν υπέροχο, γνήσιο νησί του Ομήρου, νωρίς το πρωί, λαμπερός ήλιος» έγραφε στον Γκίνσμπεργκ, στις 11 Οκτωβρίου 1959 από την Αθήνα, όπου έκανε παρέα με τον Νάνο Βαλαωρίτη, έβγαλε φωτογραφίες στον Παρθενώνα, συνάντησε την παλιά του γνώριμη Άμυ Μιμς και είδε την επίσκεψη του Αϊζενχάουερ στην ελληνική πρωτεύουσα (16/12/59): «Πολλές αμερικανικές σημαίες εδώ στην Αθήνα για την άφιξή του». Πριν από τα Χριστούγεννα έφυγε για το Παρίσι, απ’ όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη, για να επιστρέψει στην Ελλάδα στα τέλη του 1960. Πήγε πάλι στη Ύδρα, όπου σκεφτόταν να νοικιάσει δωμάτιο, αλλά τελικά πέρασε τα Χριστούγεννα στην Αθήνα και αποφάσισε να μείνει «ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη». Τον Ιανουάριο του 1961 πήγε στην Κρήτη, επισκέφτηκε την Κνωσό κι εκεί του ήρθε η «επιφώτηση» ότι οι Κρήτες είναι απόγονοι των Ινδιάνων! Γυρίζοντας στην Αθήνα, έμεινε αρκετό καιρό και τον Απρίλιο πήγε στο Παρίσι. Το 1961-62 βρισκόταν πίσω στη Νέα Υόρκη, αλλά σύμφωνα με τον Άλαν Άνσεν, που ζούσε στην Ελλάδα περίπου 45 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2006: «Ο Γκρέγκορι κι εγώ βλεπόμασταν αρκετά στην Αθήνα, όπου πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα μέχρι τις αρχές του 1967. Το διαμέρισμά μου [στo Κολωνάκι] είναι κάτι σαν βωμός για τους ζωγραφικούς του πίνακες». Ο Άνσεν αναφέρει ακόμα ότι ο Κόρσο, επί Χούντας, «το καλοκαίρι του 1971 δίδαξε στο Κέντρο Τέχνης της Αίγινας και το 1978 βρέθηκε για λίγο στην Αθήνα και στη Λέσβο».

Ο Τεντ Τζόουνς, που ήταν στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1963 και κυκλοφορούσε στην Πλατεία Συντάγματος, όπου κι έμαθε για τη δολοφονία του Τζον Κένεντι, δήλωσε αργότερα: «Κάποτε υπήρχε μια μεγάλη μπιτ παρέα και τώρα έχουν απομείνει λίγοι. Υπάρχει ο Άλαν Άνσεν στην Αθήνα, στην Ελλάδα, που ο κόσμος δεν τον ξέρει πολύ καλά. Χωρίς τον Άλαν Άνσεν δεν θα υπήρχε Ουίλιαμ Μπάροουζ». Ο Γκίνσμπεργκ χαρακτήρισε τον Άνσεν ως τον «πιο ντελικάτο ιπποπόταμο των ποιητών» (το πρόσωπό του θύμιζε πραγματικά ιπποπόταμο), ενώ ο Ουίλιαμ Μπάροουζ τον επισκέφτηκε το 1972 στις Σπέτσες και μετά έβγαλαν μαζί φωτογραφία στην Ακρόπολη.

Ο Μπάροουζ ήταν ο πρώτος της παρέας που είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, όταν ήρθε επί δικτατορίας Μεταξά, τον Αύγουστο του 1937 (ο δεύτερος ήταν ο Μπράιον Γκάιζιν, το 1938), καλο-δικτυωμένος, «με συστατική επιστολή για τον Αμερικανό πρόξενο», για να παντρευτεί και να βοηθήσει μ’ αυτόν τον τρόπο μια Γερμανοεβραία, που είχε φύγει από το Αμβούργο για να γλιτώσει από τους ναζί (βλ. βιβλιογραφία, Μπάρι Μάιλς).

Ο Γκίνσμπεργκ στα «Ημερολόγιά» του γράφει για το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1961, ενώ ο Σπύρος Μεϊμάρης διηγείται στον πρόλογο ότι τον πήγε ν’ ακούσει τον Τσιτσάνη με την Πόλυ Πάνου. Η Άμυ Μιμς, που τον είχε γνωρίσει παλιότερα στην Οξφόρδη, τον συνόδεψε για τρεις μέρες στους Δελφούς και τον πήγε σ’ ένα μαγαζί με τζουκ-μποξ στο Πέραμα, όπου ο ποιητής έγραψε το «Seabattle of Salamis Took Place off Perama». Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1965 στο πρώτο τεύχος του «Residu», που έμοιαζε περισσότερο με βιβλίο παρά με περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο Αμερικανός ηθοποιός και ποιητής Ντάνιελ Ρίχτερ, που εκείνη την εποχή έμενε στο νούμερο 2 της οδού Δαφνομήλη. Αυτή ήταν και η διεύθυνση του «Residu», που εκδόθηκε στην Αθήνα και περιλάμβανε εικόνες, ποιήματα και κείμενα (στα αγγλικά) των: Χάρολντ Νορς, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Τζορτζ Άντριους (από τις φυλακές της Ταγγέρης), Τσαρλς Χένρι Φορντ (από τους τελευταίους σουρεαλιστές, φίλος του Νορς από τη Νέα Υόρκη, έφτιαχνε κολάζ, που τα περισσότερα μπορούσαν να θεωρηθούν ποιήματα), Φίλιπ Λαμαντία, Ρον Ζιμάρντι, Νάνου Βαλαωρίτη και της γυναίκας του Μέρι Ουίλσον (ζωγράφιζε πρωτοψυχεδελικούς πίνακες), Ντάνιελ Ρίχτερ, Έλλης Συναδινού, Κέι Τζόνσον (είχε μείνει κι αυτή στην Ύδρα και γνώριζε τον Κοέν και τη Μάριαν), Σέλντον Κολστ και «άλλων, παρόντων και απόντων», όπως γράφει ο Ν. Βαλαωρίτης («Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι», εκδ. Καστανιώτη). Οι παρόντες ήταν εκείνοι (οι περισσότεροι) που έμεναν τότε στην Αθήνα και είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποιοι απ’ αυτούς αποτέλεσαν το πρότυπο για ορισμένους ήρωες στη «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα.

Ο Ντάνιελ Ρίχτερ βρισκόταν στην Ελλάδα, με τη σύζυγό του Τζιλ, από τον Σεπτέμβριο του 1964 μέχρι τον Μάιο του 1965 και σήμερα λέει ότι σχεδόν όλοι όσοι δημοσίευσαν στο «Residu» ήταν φίλοι του και εξέφραζαν τη σκηνή της Αθήνας εκείνη την εποχή. Λέει ότι πέρασαν πολλοί εκείνο τον χειμώνα από την πόλη, αλλά εκείνοι που θυμάται πια είναι οι: Ρον Ζιμάρντι και Ρον Βάιαλ (τον βοήθησαν στην έκδοση του «Residu»), Νάνος Βαλαωρίτης, Έλλη Συναδινού, Χάρολντ Νορς, Ίρβινγκ Ρόζενταλ (εκδότης της «Chicago Review»), Κέι Τζόνσον, Άλαν Άνσεν, Ζίνα Ρατσέφσκι, Λέοναρντ Κοέν, Μάριαν Ίλεν, Μπεν Γκολντστάιν (δημοσίευσε ποιήματά του στη «Psychedelic Review»), Δρ Σέλντον Κολστ και Μαρέττα [Γκριρ] (φίλη των Κόρσο, Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ, που με τον τελευταίο συμμετείχαν στο άλμπουμ των Fugs «Tenderness Junction», τραγουδώντας στο κομμάτι «Hare Krishna»).

Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Ρίχτερ πήγε στο Λονδίνο, όπου μαζί με τον Νεοζηλανδό ποιητή Τζον Έσαμ διοργάνωσαν –συμμετέχοντας και οι ίδιοι– το φεστιβάλ International Poetry Incarnation, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, τον Ιούνιο του 1965, όπου απήγγειλαν ποιήματά τους οι Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο, Λόρενς Φερλινγκέτι και πολλοί ακόμα ποιητές από τη Βρετανία και άλλες χώρες. Το φεστιβάλ, με κοινό περίπου 7.000 άτομα, κινηματογραφήθηκε από τον Πίτερ Ουάιτχεντ, ο οποίος αργότερα δήλωσε ότι «ήταν η αρχή του χίπικου κινήματος στο Λονδίνο».

Στο Λονδίνο, ο Ντάνιελ Ρίχτερ έβγαλε το δεύτερο και τελευταίο τεύχος του «Residu», με γραπτά των Μπάροουζ, Νορς κ.ά, και λίγο αργότερα συνεργάστηκε με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, κάνοντας τη «χορογραφία» των πρώτων σκηνών της ταινίας «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», με τους πιθήκους, παίζοντας κι ο ίδιος εκείνον που πετάει το κόκαλο στον αέρα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Άρθουρ Κλαρκ τον χαρακτήρισε ως τον «πιο διάσημο άγνωστο ηθοποιό του κόσμου». Ο Ρίχτερ συνδέθηκε φιλικά με τον Τζον Λένον και τη Γιόκο Όνο το 1969, συνεργάστηκε μαζί τους μέχρι το 1973 και τους ακολούθησε στην Αμερική, όπου ζει μέχρι σήμερα κι ετοιμάζει ένα βιβλίο που θα αναφέρεται στις εμπειρίες του ζώντας κοντά στο διάσημο ζευγάρι.

Κωστής Αρβανίτης
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
The Jack Kerouac Collection (1990 Rhino Records, R2 70939)

3xCD in LP-Format Boxed Set includes an illustrated 31 pages booklet containing program notes, liner notes and bibliography.

KerouacCollection.jpg

Poetry For The Beat Generation - disc 1
1. October In The Railroad Earth
2. Deadbelly
3. Charlie Parker
4. The Sounds Of The Universe Coming In My Window
5. One Mother
6. Goofing At The Table
7. Bowery Blues
8. Abraham
9. Dave Brubeck
10. I Had A Slouch Hat Too One Time
11. The Wheel Of The Quivering Meat Conception
12. McDougal Street Blues
13. The Moon Her Majesty
14. I'd Rather Be Thin Than Famous
15. Readings From "On The Road" And "Visions Of Cody"

Blues And Haikus - disc 2
1. American Haikus
2. Hard Hearted Old Farmer
3. The Last Hotel & Some Of Dharma
4. Poems From The Unpublished "Book Of Blues"
5. Old Western Movies
6. Conclusion Of The Railroad Earth

Readings By Jack Kerouac On The Beat Generation - disc 3
1. The Beat Generation
2. Poems (Fragments)
3. Lucien Midnight: The Sounds Of The Universe In My Window, PT. I
4. Lucien Midnight: The Sounds Of The Universe In My Window, PT.II
5. Fantasy: The Early History Of Bop
6. Excerpts From "The Subterraneans"
7. Visions Of Neal: Neal And The Three Stooges, PT. I
8. Visions Of Neal: Neal And The Three Stooges, PT. II
9. Is There A Beat Generation?

Piano – Steve Allen (disc 1, 1-15)
Tenor Saxophone – Al Cohn, Zoot Sims (disc 2, 1-6)
Voice – Jack Kerouac

 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
BEATS του Δημήτρη Πουλικάκου

Έχω μπροστά μου το πρώτο τεύχος του "City Lights Journal". Στο εξώφυλλο απεικονίζεται ο Allen Ginsberg στα Κεντρικά Ιμαλάια. Κάθεται σ’ ένα ραγισμένο πλίθινο τοίχο, ξεμαλλιασμένος, τυλιγμένος με μια μεγάλη κροσσωτή κουβέρτα, χαμογελάει στον φίλο του Gary Snyder που τον φωτογραφίζει.

Γυρνάω στα περιεχόμενα:

ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ... Αnselm Hollo.

«Πρώτη ερώτηση είναι: απολαμβάνετε την ερωτική πράξη – και δεν σας ρωτάμε με ποιον ή με τι, απλώς ναι ή όχι κι' είμαστε εντάξει.

Δεύτερο: αν ναι, θέλετε να συνεχίσετε αυτή την απόλαυση κάθε τόσο, δεν σας ρωτάμε πόσο συχνά – απλώς ναι ή όχι, κι' είμαστε εντάξει.

Αν όχι, τότε τι απολαμβάνετε;»

Ο Ginsberg είναι Αμερικανός, ο Hollo Φινλανδός. Κι' άλλα ονόματα: Τζακ Κέρουακ, Γουίλιαμ Μπάροους, Γκρέγκορυ Κόρσο, Χάρολντ Νορς, Μίκαελ Μακ Κλιούρ, Φερλινγκέττι, Λερόυ Τζόουνς, Κι’ άλλοι πολλοί, οι πιο πολλοί άγνωστοι, άλλαξαν σε τρία – τέσσερα χρόνια ολόκληρη τη μορφή της διεθνούς λογοτεχνίας. Για να μιλήσουμε σωστότερα τον τρόπο του «σκέπτεσαι» της Αμερικής κατά κύριο λόγο και της Ευρώπης δευτερευόντως. (Πιο συγκεκριμένα, η επιρροή τους αγγίζει περισσότερο την Γαλλία και την Αγγλία, σαν διεθνή καλλιτεχνικά κέντρα).

Μια αλλαγή που δημιούργησε θόρυβο, που αντιπροσωπεύει μια νοοτροπία που δημιουργεί μια ολόκληρη γενιά: "The Beat generation".

Τεντυμπόυδες, αλήτες, επιστήμονες, καθηγητές, μαθητές, κατάδικοι, τεμπέληδες, γόνοι καλών οικογενειών, πάμπλουτοι, πάμφτωχοι, ένα συνονθύλευμα όλων σχεδόν των κοινωνικών τάξεων οργώνουν εδώ και δέκα χρόνια (και περισσότερα) όλο τον κόσμο σπέρνοντας γύρω τους το χιούμορ, την ελεύθερη σκέψη, την καλοσύνη, το βίτσιο, την καταστροφή (όχι συχνά), ένα ρομαντισμό, μια αηδία για τη γενική κατάντια των ανθρώπων.

Ο Gregory Corso μεγάλωσε μέσα στη μιζέρια και στ’ αναμορφωτήρια. Το 1950 αφού είχε βγει, πριν από λίγες εβδομάδες απ' αυτό, γνωρίζει τον Allen Ginsberg. Αυτός γυιός καθηγητή και ποιητή, τον μυεί στην μοντέρνα ποίηση. Μιλάνε για την κοινωνική κατάσταση, για τον κινηματογράφο, για τις Τέχνες, τον έρωτα.

Αποκαλύπτεται πως ένα ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνάει την Αμερική με πόλους τη Νέα Υόρκη και τον Άγιο Φραγκίσκο. Τα πρώτα μικρά περιοδικά χρίζουν να τυπώνονται και να κυκλοφορούν. Πρώτο – πρώτο το Yugen με εκδότη τον Le Roi Jones.

Νέοι και νέες ρομαντικοί, χτυπημένοι (Beats), ρακένδυτοι πολλές φορές, ξυπόλυτοι, με αχτένιστα μαλλιά, επηρεασμένοι από τις παραδόσεις, κυρίως του υπερρεαλισμού και του υπαρξισμού, οργώνουν την χώρα. Με Auto-stop, με καράβια φορτηγά, με τραίνα. Μετακινούνται κάθε τόσο από πόλη σε πόλη, από Πολιτεία σε Πολιτεία, από χώρα σε χώρα χτίζοντας τον κόσμο τους, Κόσμος, που είναι σε απόλυτη γνώση της πραγματικότητας κι’ όμως ζει εντελώς έξω απ’ αυτήν.

Κυκλοφορούν παντού, Στο Greenwich Village, στην 5η λεωφόρο, στο Los Angeles, στα Παρισινά καφέ. Κοιμούνται με τους clochards, στις όχθες του Σηκουάνα, συναντιούνται στη Ρώμη, στο Saint Germain, στο Picadilly, στου Παπασπύρου.

Κάνουν ό,τι θέλουν στο μέτρο που τους επιτελούν τα οικονομικά τους. Δουλεύουν όσο το δυνατό λιγώτερο μπορούν, Κυττάνε να βρίσκονται σε ζεστά κλίματα με εύκολο τρόπο ζωής. Μεταναστεύουν, σχεδόν οριστικά, σε ξένες χώρες. Στην Ιταλία, στην Ταγγέρη, στο Μαρόκο, στην Ελλάδα (Ύδρα, Κρήτη), στο Λονδίνο.

Σχηματίζουν ένα τέλειο δίκτυο επικοινωνιών. Χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ταχυδρομείο, χωρίς ασύρματο, χωρίς τηλεόραση.

Από το περιοδικό Κριτήριο, τεύχος 1, Δεκέμβριος, 1965
 

opsim

Moderator
Staff member
11 May 2008
15,808
Αθήνα
Re: BEATS του Δημήτρη Πουλικάκου

Εξαιρετικό το νήμα Γρηγόρη και πολύ καλή η δουλειά που έκανες!:SFGSFGSF:
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Εξαιρετικό το νήμα Γρηγόρη και πολύ καλή η δουλειά που έκανες!:SFGSFGSF:
Πάνο, σ' ευχαριστώ, αλλά το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω ένα νήμα για να υπάρχουν συγκεντρωμένα κάποια κείμενα για αυτή τη μεταπολεμική γενιά των Αμερικάνων συγγραφέων και ποιητών. Ήταν δε τόσο επιδραστική η Μπιτ γενιά που όλα τα επερχόμενα κινήματα των επόμενων δεκαετιών είχαν εγκολπώσει τις αξίες της.

Το πρότζεκτ είναι ανοικτό, και όποτε έχουμε κάτι ας το προσθέτουμε.

ΥΓ. Τα γενέθλια του Φερλινγκέττι αναφέρθηκαν και στην εκπομπή Inner City Blues του Θανάση Μήνα στο Κόκκινο 105,5.
 

superfly

Moderator
Staff member
21 November 2008
15,735
πετρουπολη
Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μιαν ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μία προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του Εικοστού Αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, κεντρική επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ.



Και τι δεν ήταν; Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ’ τους γενάρχες του κινήματος των Μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης, και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στο λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της Τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως το θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ’ αυτόν το λαβύρινθο, στο Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή). Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επίγνωση ότι γράφοντας αλλάζουν την τάξη του κόσμου, κινούν τον κόσμο έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίνστας, όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής. Λιγότερο από ένα χρόνο προτού πάρει τα χειρόγραφά του παραμάσχαλα και πάει να συναντήσει στις Βιβλιοθήκες του Ουρανού τον Τζέιμς Τζόυς και τον Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας του «Τόπου των Νεκρών Δρόμων» σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ναι, για όλους εμάς της Συμμορίας Σαίξπηρ, το γράψιμο είναι αυτό ακριβώς: όχι μια φυγή από την πραγματικότητα, αλλά μια απόπειρα να αλλάζουμε την πραγματικότητα». Γι’ αυτό και ο Μπάροουζ δεν ακολούθησε πορεία γραμμική, προβλέψιμη, βατή. Αλλά τεθλασμένη, όλο ποιοτικά άλματα, γεμάτη απρόβλεπτα, με αλλεπάλληλους ελιγμούς και σχεδόν πολεμικού τύπου τακτικές και στρατηγικές. Ήταν κάτι πέρα από συγγραφέας, μολονότι θεωρούσε ύψιστη τιμή αυτό που είχε δηλώσει ο Μπέκετ για τον Μπάροουζ: «Ναι, είναι ένας συγγραφέας».



Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ ο Δεύτερος, γεννήθηκε στο Σαιντ Λούις του Μισούρι, στις 15 Φεβρουαρίου του 1914. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα παλιό τρίπατο τούβλινο σπίτι, με πρασιά στην πρόσοψη, με πίσω αυλή, με κήπο, μια μικρή λιμνούλα με ψάρια, αλλά και ανάμεσα στην αδιάκοπη ταραχή που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι εφιάλτες και την μαγεία των καλών ονείρων που είναι, όπως ξέρουμε, «η αστρόσκονη της ύλης». Την ύστερη ωριμότητά του, και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία του, στις «Πόλεις της κόκκινης Νύχτας» (εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Νίκος Ρέγκας και Δημήτρης Κουμανιώτης), απολαμβάνουμε ένα πορτρέτο του μικρού Ουίλιαμ των αρχών του αιώνα: «Κανείς δεν τον ήθελε για πολύ, παρ’ όλο που ήταν ένα όμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά και τεράστια γαλάζια μάτια σαν βαθιές λίμνες. Έκανε τους ανθρώπους να μην αισθάνονται άνετα. Υπήρχε πάνω του μια νωθρή ζωώδης ηρεμία. Άνοιγε το στόμα του μονάχα για να απαντήσει σε μιαν ερώτηση ή για να εκφράσει μιαν ανάγκη. Η σιωπή του έμοιαζε να κρύβει μιαν απειλή ή μιαν επίκριση. Κι αυτό δεν άρεσε στους ανθρώπους».



Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός μιαν αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ’ όλα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ’ τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός. Ήδη από τότε. Αλλά και αργότερα, ο Μπάροουζ, ένας συγγραφέας πάντα πρόθυμος να επιδαψιλεύσει φιλοφρονήσεις σε όσους καλλιτέχνες, φίλους και ανθρώπους εκτιμούσε, φρόντιζε να είναι στα γραπτά του παρόντες ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Σάμιουελ Κόλεριτζ, ο Τόμας ντε Κουίνσι, και, κυρίως (και σχεδόν σε όλα του τα βιβλία) ο Μεγάλος Βάρδος, ο άλλος Ουίλιαμ Σ., ο Σαίξπηρ. Ελάχιστοι Αμερικανοί, συνήθως συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ή επιστημονικής φαντασίας δευτεροκλασάτοι, αγνοημένοι, λησμονημένοι, εμφανίζονται στο έργο του Μπάροουζ. Μία εξαίρεση (αλλά τι εξαίρεση!): ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Πάπα Χεμ, ο απόλυτος Άνθρωπος και Συγγραφέας, η κολοσσιαία προσωπικότητα που στοιχειώνει το μυαλό κάθε άντρα που έπιασε κάποτε χαρτί και μολύβι αποφασίζοντας να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο.

Ο Μπάροουζ θα σπουδάσει φιλολογία στο Χάρβαρντ, όπου θα διακριθεί. Συνεχίζει με σπουδές ιατρικής στη Βιέννη, ενώ μετέπειτα θα παρακολουθήσει σεμινάρια εθνολογίας και αρχαιολογίας. Θα ταξιδέψει. Πολύ. Στην Ευρώπη. Στη Νότιο Αμερική. Στη Βόρειο Αφρική. Θα καταγράφει διαρκώς τις εμπειρίες του, σε σημειωματάρια που με τον καιρό έγιναν μικρά εικαστικά έργα και που έμελλε να αποτελέσουν πολλές φορές το πρώτο υλικό για τα πρωτότυπα αφηγήματά του. Και είναι μία από τις χαρακτηριστικές μεθόδους του: η καταγραφή όσων βλέπει σε συνδυασμό με την καταγραφή όσων αισθάνεται βαθιά μέσα του, και όσων συνειρμών διεξάγονται εκείνη την ώρα στον εγκέφαλό του. «Είμαι ένα όργανο καταγραφής», θα πει ο Μπάροουζ. «Ένας χαρτογράφος, ένας εξερευνητής των περιοχών της ψυχής, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του κυρίου Αλεξάντερ Τρόκκι, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού Διαστήματος».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μπάροουζ θα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης Γενιάς Μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους.

Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα ¬ και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Έγραψε το «Junky» (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, της Τζόαν Βόλμερ Άνταμς, σημαδεύει και πυροβολεί• αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.

Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει, με τον καιρό, μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: «Naked Lunch». Δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό, πρωτότυπο, εκρηκτικό μυθιστόρημα «Γυμνό γεύμα» (1959), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (εκδόσεις Απόπειρα, μτφρ. Γιώργος Γούτας, 2003). Ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το «Άσπρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με το πειραματικό φιλμ χωρίς εικόνες «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» του Γκυ Ντεμπόρ. Όπως θα έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, εδώ ο Μπάροουζ επιχειρεί «να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση». Ο λόγος στο «Γυμνό Γεύμα» είναι φαινομενικά τραχύς, άμεσος, ωμός, ακαριαίος. Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα, γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός αχαλίνωτου, αλλά μεθοδευμένου τελικά, σαδισμού. Ο Μπάροουζ εκθέτει φριχτά τις συνθήκες στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια, με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα αφυπνιστικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το «κατηγορώ» του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος, γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης. Στο «Γυμνό Γεύμα» καταγγέλλονται ρητά οι υπερεξουσίες της ιατρικής, των αυταρχικών πολιτικών συστημάτων, της θρησκείας. Όπως και άλλα έργα του Μπάροουζ, αυτό το εμπρηστικό μυθιστόρημα είναι ένα θορυβώδες ελεγείο για τις χαμένες αξίες, μια αδυσώπητη καταγγελία για τα δεινά που σωρεύουν τα συστήματα ελέγχου και καταστολής, καθώς και μια προφητική δυστοπία.

Επί μία καθοριστική επταετία, ανάμεσα στο 1957 και το 1963, στρατηγείο του Μπάροουζ, και του κινήματος, θα είναι ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ένα τότε άσημο, ρυπαρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο καταφύγιο κάθε λογής εκπατρισμένων, ημιπαράνομων, μποέμ, κακόφημων, ψευτοκαλλιτεχνών. Η Μαντάμ Ρασού, η ιδιοκτήτρια, έμεινε στην ιστορία για την ευγένεια, την ανεκτικότητα, και την καλοσύνη με την οποία περιποιόταν την διόλου αξιοπρεπή και μάλλον θορυβώδη πελατεία της. Το ξενοδοχείο έμεινε στην ιστορία ως The Beat Hotel. Βρισκόταν σ’ ένα πολύ όμορφο σοκάκι, στη rue Git-le-Coeur, κοντά στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στο Pointe du Vert-Galant, στο Σηκουάνα. Εκεί θα συνεργαστεί με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα, ζωγράφο, καλλιγράφο και μουσικό Μπράιον Γκάιζιν, και θα επεξεργαστεί τις φημισμένες πια μεθόδους του cut-up και του fold-in.

Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: «Απολυμαντής», «Το εισιτήριό του εξερράγη», «Νόβα εξπρές», «Η μαλακή μηχανή», «Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες», «Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV», «Η δουλειά», «Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς», «Τα άγρια αγόρια». Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος,

Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στα 1974 και 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977, διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του «Λεωφορείον ο Πόθος». Το 1981, διάβασε μαζί με τον μαιτρ του θρίλερ, τον Στήβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ’ όνομά του!

Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λωρήν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.

Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονται από τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας «Blade Runner» παίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το «The Priest they call him», ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.

Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)• ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη• ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».

Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το «Finnegans Wake» του Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι ¬ καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής ¬ είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας», «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» και «Western Lands», και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες. Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν’ ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να ’ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».

http://painterinks.blogspot.gr/2011_01_01_archive.html
 

superfly

Moderator
Staff member
21 November 2008
15,735
πετρουπολη
Το μονο που μπορω να ψελισω για τον Αγιο Γουιλλιαμ ειναι οτι για τον Τοπο Των Νεκρων Δρομων του χρωσταω αιωνια ευγνωμοσυνη....

Γρηγορη μπραβο ρε φιλε για το θεμα που ανοιξες.Επρεπε γινει καποτε...
 
Last edited:

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Πάνο σ'ευχαριστώ, την εικόνα μου για τους beats αποκρυστάλλωσα το 1981 όταν πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε το "Στο Δρόμο" του Τζακ Κέρουακ. Δεν ήταν ακριβώς ένα μυθιστόρημα και η βιωματική προσέγγιση καθώς και οι αντιηρωικοί πρωταγωνιστές του με συνεπήραν και στιγμάτισαν.

Στα είκοσί μου χρόνια, σπουδαστής τότε και οραματιζόμενος ένα καλύτερο αύριο, το βιβλίο είχε αιχμαλωτίσει τη σκέψη μου και ήταν για μεγάλο διάστημα προσφιλές θέμα για ατελείωτες συζητήσεις, σκέψεις και εκτιμήσεις.

Ο Κέρουακ προς το τέλος του (πέθανε το 1969, 47 ετών από κίρρωση του ήπατος) συντηρικοποιείται και εκφράζει υπερπατριωτικές θέσεις!

OnTheRoad.jpg

και κάποιες κριτικές...

[...] αυτό είναι το νόημα του Στο δρόμο. Τι μας λέει ο αφηγητής του, ο Σαλ Παραντάιζ;

"Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριώνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά".

Αυτή η αναζήτηση επιβεβαίωσης φέρνει τον Σαλ στο δρόμο για το Ντένβερ και το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό, άλλοτε με τον Ντην Μόριαρτι, τον ήρωα-άγιο φίλο του, άλλοτε μονάχο του [...]. Υπάρχουν κομμάτια του Στο δρόμο όπου το γράψιμο έχει τόση ομορφιά που σχεδόν σου κόβεται η ανάσα.

Υπάρχει η περιγραφή μιας τσάρκας μ’ αυτοκίνητο μέσα απ’ όλη τη χώρα που μοιάζει πολύ με μια τσάρκα πάνω σε τρένο που αφηγείται ο Τόμας Γουλφ στο Του καιρού και του ποταμού.

Υπάρχουν λεπτομέρειες ενός ταξιδιού στο Μεξικό (κι ένα ιντερλούδιο σ’ ένα μεξικάνικο μπορντέλο) που είναι ταυτόχρονα τρομερές, τρυφερές και αστείες. Και, τελικά, υπάρχει μια περιγραφή τζαζ που δεν υπάρχει άλλη τέτοια στο αμερικάνικο μυθιστόρημα, τόσο για τη διορατικότητά της, όσο για το στυλ και την αριστουργηματική τεχνική της. Το Στο δρόμο είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα!

εφημ. New York Times

kerouac.jpg

Δακτυλογραφημένο το 1951, μέσα σε τρεις εβδομάδες, σε ένα τεράστιο ρολό χαρτί τηλετύπου, το μυθιστόρημα "Στο δρόμο" εκδόθηκε το 1957 και η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το έκανε γρήγορα βιβλίο cult, ευαγγέλιο ενός νέου τρόπου ζωής και σκέψης. Από αυτό το μυθιστόρημα και από τη ζωή του Κέρουακ η Beat Generation άντλησε τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά της, τις εξάρσεις, τις ελπίδες, τις απελπισίες της. Το βιβλίο αποτελεί την πρώτη ηχηρή πρόκληση απέναντι στο μεταπολεμικό αμερικανικό όνειρο και έτσι καταλήγει να ενσαρκώνει συμβολικά κάθε μορφή άρνησης, αντίστασης και αποστασιοποίησης απέναντι στον καθωσπρεπισμό της αστικής τάξης, στις κατεστημένες εξουσίες και αξίες.

Το ταξίδι προς τον νότο του Σαλ και του Ντην (δηλαδή του συγγραφέα και του φίλου του Νηλ Κάσαντι), στους ατέλειωτους δρόμους του Τέξας και του Μεξικού, είναι στην πραγματικότητα ένα ταξίδι προς το πουθενά. Το σημαντικό σε αυτό το ταξίδι δεν είναι να φτάσει κανείς αλλά να προχωρεί αδιάκοπα, με την ελπίδα -που γνωρίζει ωστόσο ότι είναι μάταιη- ότι θα εξορκίσει το άγχος και την ασχήμια της ζωής. Είναι ένα ταξίδι φυγής προς τον επικίνδυνο κόσμο του οινοπνεύματος και των ναρκωτικών.

Μέσα σε αυτή τη συνεχή μετακίνηση ξετυλίγεται ένα φάσμα από γραφικούς τύπους, μεταβαλλόμενα τοπία, δράματα και εξέλιξη των ηρώων. Ο Ντην, μεγάλος γυναικάς, στη διάρκεια του ταξιδιού θα αποκτήσει τρεις συζύγους και τέσσερα παιδιά. Ο ευαίσθητος Σαλ, αδύναμος και μελαγχολικός στην αρχή, ανακαλύπτει τη χαρά και την αυτοπεποίθηση και τελικά βρίσκει τον έρωτα.

(εφημερίδα "La Repubblica", Ιταλία)

Tangier.jpg

Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Κέρουακ (1922 - 1969), ενός από τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς μπιτ, και το μυθιστόρημά του «Στο δρόμο» έχει ήδη διαγράψει την πορεία του ταξιδεύοντας τους χιλιάδες αναγνώστες του ανά τον κόσμο.

Το αυτοκίνητο, μια μηχανική προέκταση της αφήγησης αλλά και «ζωντανός» ήρωάς της, γίνεται ο μοχλός του ταξιδιού, της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή Σαλ Παραντάις με τον Νιλ Μόριαρτι. Γεμίζει την αφήγηση με εναλλαγές τοπίων της αμερικανικής υπαίθρου, μεγάλων και μικρών πόλεων. Στο δρόμο για το Ντένβερ, το Σαν Φραντζίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και τελικά για το Μεξικό προβάλλει μια ανάγλυφη εικόνα της Αμερικής, τέλη δεκαετίας του '40.

Τα αισθήματα εναλλάσσονται, άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν στην αφήγηση. Η ζωή ακατέργαστη, αραφινάριστη, σε διαρκή ροή. Η ευαισθησία εξημμένη, οι μυρουδιές σ’ όλη τους την ένταση, οι ήχοι σ’ όλο τους το βάθος. Μια αυτόνομη ζωή πλατύτερη απ’ τη συνηθισμένη μου αγκαλιάζει την εμπειρία αχόρταγα. Η μουσική τζαζ ιερουργείται μέσα από τις βιωματικές περιγραφές του συγγραφέα που είναι λάτρης της. Η εμπειρία μακραίνει ως τον μεταφυσικό συγκλονισμό.

Η κίνηση διακατέχει τους δυο πρωταγωνιστές, δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες, δεν τρέφουν όνειρα. Ζουν στη σκιά του αμερικάνικού ονείρου, που γι ’αυτούς είναι η πραγματική ζωή. Κόντρα στο σύστημα, μέσω της ελευθερίας της κίνησης, αναζητούν το δυνατό βίωμα, το μοναδικό βίωμα που αξίζει να αναζητήσεις κανείς.

Σε σύγκριση με τα υπαρξιακά βάθη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα του Κέρουακ μένει σε μια κατά βάση ρομαντική περιγραφή της ανθρώπινης ύπαρξης εμπλουτισμένης με ανατολίτικες μυστικιστικές διεξόδους. Κρατά για τον εαυτό της σφιχτοδεμένα όμως την εξαιρετική αίσθηση ροής των ταξιδιών, το πάθος της αντισυμβατικής αναζήτησης, την ανάδειξη της πυκνότητας του απλού σε ουσιώδες.

Το είδωλο του Σαλ, ο Ντιν, καίγεται μέσα σ' ένα καζάνι υπερβάλλουσας ενεργητικότητας, λιώνει για να ανασυσταθεί εκ νέου στην αναζήτηση ενός βαθύτερου άνθρωπου. Ο Κέρουακ περιγράφει αυτές τις μορφώσεις, απαλείφοντας για ενδιάμεσα κενά, τα γεμάτα συμβατικότητες. Η περιγραφή του είναι η πεμπτουσία ενός ονείρου που διακατέχει τον ιστό της, μια υλική και πνευματική δραπέτευση απ' την καθημερινότητα, της οποίας το βάρος είναι αντιστρόφως ανάλογο της απουσίας της. Η ζωή δεν είναι μόνο τα πάρτι, τα μεθύσια, τα ταξίδια και όλα τα άλλα. Δομείται από απροσμέτρητες διαμεσολαβήσεις της καθημερινότητας με όλες τις συμβατικότητες που εμφανίζονται αδιαπέραστες. Οι ήρωες του Κέρουακ έχουν όμως την ανάγκη να πειραματιστούν, να δραπετεύσουν, να βρεθούν στο δρόμο για ένα εναλλακτικό ταξίδι που θα φορτίσει τις αποστεωμένες μπαταρίες για να κρατήσουν μέχρι το επόμενο ταξίδι.
Δημήτρης Παλάζης

ΥΓ. Για τον ΟΥΪΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ το Junky, το Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων και το Γυμνό Γεύμα, θα τα πούμε άλλη φορά...
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
H beat ποίηση

Και ένα καλό άρθρο από την, για πολλούς, αμφιλεγόμενη Σώτη Τριανταφύλλου.

Κλοτσιά στο κεφάλι

Καθώς το φεγγάρι ανατέλλει / ο κύκνος αποκοιμιέται τραγουδώντας / στη λίμνη του μυαλού.

Το 1969 ήταν η χρονιά όπου άλλαξαν όλα: ο Ρίτσαρντ Νίξον έγινε ο 37ος πρόεδρος των ΗΠΑ, οι Led Zeppelin έκαναν την πρώτη τους περιοδεία, η ταινία "Easy Rider" βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.

Στο Βιετνάμ, λίγους μήνες πριν από την προσελήνωση του Apollo 11, η μάχη του Hamburger Hill εγκαινίασε μια καινούργια φάση του πολέμου. Το φρικτό μαζί με το μεγαλειώδες –οι σφαγές στην έπαυλη της Cielo Drive, το φεστιβάλ του Γούντστοκ, ένας βίαιος θάνατος στο Άλταμοντ· άνεμος επανάστασης (η σύσταση των Weathermen) και αποκάλυψης, συντέλειας: οι beats κοντοστέκονται αμήχανοι, συνειδητοποιούν άραγε τι έκαναν; Το πνεύμα της δεκαετίας του ’60 κι αυτού του annus mirabilis χρονολογείται από πολύ παλιότερα, από το "On the Road" και τo "Ηowl"· οι δεκαετίες δεν ταυτίζονται με τα δεκάχρονα διαστήματα, αλλά εκτείνονται ανάμεσα στα ορόσημα. Και μολονότι υποθέτω ότι το τελευταίο γεγονός που ενδιέφερε τον Κέρουακ προτού πεθάνει στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα, τον Οκτώβριο του 1969, ήταν η νίκη των Jets στο Super Bowl, οι beats είχαν ήδη συντελέσει στη μεταμόρφωση της αμερικανικής λογοτεχνίας και του τρόπου της ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν αργά για να μετανιώσει κανείς: μετά την bebop, το rythm & blues και το ροκ σάρωναν τον κόσμο· η αμερικανική ηγεμονία εξήγαγε τα υλικά της καταστροφής της.

Η ποίηση των beats αποτελεί αμερικανικό φαινόμενο, με την έννοια ότι συνεχίζει, αν και με διαδοχικές ρήξεις, την αμερικανική παράδοση (του Γουίτμαν, του Λονγκφέλοου), περιγράφει το αμερικανικό τοπίο και ερευνά τις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής ψυχής: σε όσους πάσχουν από την ευρέως διαδεδομένη πάθηση του αντιαμερικανισμού συνιστώνται επαναλαμβανόμενες δόσεις αμερικανικής ποίησης που περιπτύσσει τρεις γενιές και διαχέεται σε όλη την αγγλική γλώσσα. Από το "Pictures of the Gone World" του Λόρενς Φερλινγκέτι (1953) μέχρι την κυκλοφορία και τη δίκη εναντίον του "Ουρλιαχτού" του Άλεν Γκίνσμπεργκ (1956) χώρεσε μια ποιητική και φιλοσοφική εξέγερση με πλήθος αποχρώσεων: ο Φερλινγκέτι αναδείχτηκε σ’ έναν εκλεκτικιστή που συνδυάζει την κληρονομιά του λυρισμού και της αφήγησης, στην οποία ανιχνεύεται η επιρροή Αμερικανών –όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Πάουντ, ο Κάμινγκς– και γαλλόφωνων, όπως ο Μποντλέρ, ο Πρεβέρ, ο Ρεμπό, ο Απολινέρ και ο Μπλεζ Σαντράρ. Η ποίηση του Φερλινγκέτι διαρρηγνύει τον αμερικανικό επαρχιωτισμό, και ο ίδιος, ως ποιητής, ως εκδότης των "City Lights" και ως μνημείο του Νορθ Μπιτς του Σαν Φρανσίσκο, αποτελεί την επιτομή του "καθιστικού" beat, αν το "νομαδικό" beat εκπροσωπούν ο Κέρουακ, ο Κάσαντι, ο Κόρσο και ο Ρέξροθ. Ένας φαινομενικά ήσυχος Αμερικανός που αποδεικνύει ότι η επανάσταση μπορεί να εκτυλιχθεί σ’ ένα βιβλιοπωλείο και σε μια στενή αλέα που έχει το όνομα του Τζακ Κέρουακ.

Η στιγμή όπου ο Φερλινγκέτι ανεβαίνει στη σκηνή του Winterland και απαγγέλλει το "Loud Prayer", ενώ τον κινηματογραφεί ο Μάρτιν Σκορτσέζε, είναι –νομίζω– ένας θρίαμβος της beat ποίησης και θρίαμβος της ποίησης γενικά: ο ποιητής αναδύεται σε μύστη, τα όριά του διαλύονται· μπροστά μας εμφανίζεται ο Μπλέικ, ο Σέλλεϋ, ο Λόρκα· ο όρος "beat" είναι ανεπαρκής για να περιγράψει όλα όσα εκφράζει ο Φερλινγκέτι· τους beats όπως τον Γκίνσμπεργκ και τον Κόρσο, τους ποιητές της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο όπως τον Γκάρι Σνάιντερ και τον Κεν Ρέξροθ, και την ομάδα του Black Mountain, που διαχέεται στη Βόρεια Καλιφόρνια και που διατυπώνει, εκτός από την ποιητική της, μια σύνθετη πολιτική, ηθική και αισθητική πρόταση.

Ο Κεν Ρέξροθ (1905-1982) ήταν σχεδόν συνομήλικος με τον Φερλινγκέτι (αλλά ο Φερλινγκέτι ζει ακόμα ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές), γεννήθηκε σε μια βιομηχανική πόλη της Ιντιάνα και έζησε τη ζωή του περιπλανώμενου beat, προτού ο Κέρουακ γνωρίσει τον Κάσαντι κι αρχίσουν να διασχίζουν μαζί τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Ντένβερ στα ανατολικά και πάλι πίσω, ως το Μπιγκ Σουρ. Ο Ρέξροθ, hobo στα χρόνια της Οικονομικής Κρίσης, αργότερα ασκητής σε μοναστήρι, πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης στην αμερικανική ενδοχώρα, έγραψε την πρώτη ποιητική του συλλογή το 1940: στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος beat· ειρηνιστής, επαναστάτης, ένα είδος ανθρωπιστή-υπαρξιστή που διεύρυνε τον χώρο της αμερικανικής ποίησης με ιαπωνικά, κινεζικά και ισπανικά δάνεια. Ο Κεν Ρέξροθ μου φαίνεται η επιτομή του αμερικανικού ονείρου, όπως βλέπω το αμερικανικό όνειρο: όχι δηλαδή σαν το "success story", κατά το οποίο αναρριχάσαι κοινωνικά κερδίζοντας χρήμα και δόξα, αλλά σαν την εξαίσια ευκαιρία να γίνεις αυτό που θέλεις μέσω της μάθησης, της γνώσης.

Η ανθολογία του Ντόναλντ Άλεν "The New American Poetry 1945-1960" ήταν μια επιλογή της "τρίτης γενιάς" των Αμερικανών μοντερνιστών, στην οποία περιλαμβάνονταν ποιητές ομόκεντρων κύκλων: ανάμεσά τους o Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Πίτερ Ορλόφσκι και ο Γκάρι Σνάιντερ, που θεωρούνται beats, παρότι, όπως σχολίαζε ο Γκίνσμπεργκ, "κανείς δεν ξέρει αν ήμασταν καταλύτες ή αν επινοήσαμε κάτι ή αν ήμασταν μονάχα ο αφρός πάνω σ’ ένα κύμα· μάλλον συνέβαιναν και τα τρία". Ποια είναι, σε αδρές γραμμές, τα γνωρίσματα αυτού του αφρισμένου ποιητικού κύματος: η διάθεση για το literary kick –κλοτσιά στο κεφάλι και μαζί γλωσσική, λογοτεχνική απόλαυση–, στη συνέχεια, ένα όραμα, μια εξέγερση, η έκρηξη του νου, η γιορτή της κάθε μέρας. "Χύνεται το ουράνιο τόξο απ’ το παράθυρό μου" γράφει ο Πίτερ Ορλόφσκι, ο πιο "σουρεαλιστής" από τους beats, που αλλοιώνει την αμερικανική ορθογραφία, όπως θα κάνουν αργότερα οι rappers: "αδειάζω τα σκουπίδια στο τραπέζι / καλώ χιλιάδες μπουκάλια στο δωμάτιό μου, τ’ αποκαλώ του Ιουνίου έντομα, σκαθάρια. Η γραφομηχανή μου μαξιλάρι. / Το κουτάλι γίνεται μπροστά στα μάτια μου πιρούνι. / Οι αλήτες του δρόμου μου δίνουν όλα τα λεφτά τους".

Για τα στερότυπα των beats έχουν γραφτεί πολλά· οι παρεξηγήσεις συσσωρεύονται: beatnik σημαίνει να ζεις απολαμβάνοντας τη ζωή επικίνδυνα –dangerous fun–, αλλά δεν αρκεί ούτε η περιπλάνηση ούτε η ταχύτητα ούτε οι βενζενδρίνες, η τζαζ, το τυχαίο σεξ... Πολύ λιγότερο beatnik σημαίνει ένας τρόπος συμπεριφοράς και ντυσίματος ή ορισμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις, όπως οι πίνακες του Νταλί και η τζαζ του Τσάρλι Πάρκερ... Εξάλλου, εκτός από το "Στον δρόμο" και το "Τζάνκι", η beat πεζογραφία είναι κάπως συμπτωματική, "αξιοπερίεργη", συχνά με ρίζες σε μια σκιώδη σκηνή τρόπου ζωής, που πήρε προσφυώς την ονομασία "subterranean". Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του Κέρουακ, θα περίμενε κανείς την εκτίμηση ότι οι beats ήταν κάτι λιγότερο από τον μύθο τους: ωστόσο, πιστεύω ότι ήταν κάτι περισσότερο, κάτι που δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί· ένας τόπος όπου συναντιούνται η έρευνα για τη δομή και την αφήγηση, η ανατροπή των κανόνων της γλώσσας και η αμφισβήτηση της χριστιανικής ηθικής, που οδήγησε είτε στην αυτοκαταστροφή είτε στην αναζήτηση των ανατολικών φιλοσοφιών. Επίσης, ένας τόπος όπου συντρίβεσαι πανηγυρικά, όπου κάποιο κρύο πρωινό μαζεύεις μόνος τα απομεινάρια ενός μεγάλου πάρτι. Κι όπου ο έλεγχος της σεξουαλικότητας χάνεται, η ταυτότητα του φύλου καταργείται· μεγάλο μέρος της beat ποίησης περιέχει την αυτοανάλυσή της, τα ερωτήματα και τις ενδεχόμενες απαντήσεις της ηθικής παραβατικότητας.

Howl.jpg

Όποιος από τους beats δεν πυρπολήθηκε, δεν "κάηκε", όπως προέβλεπε ο Κέρουακ, ξεπρόβαλε τεράστιος στο στερέωμα της λογοτεχνίας: το "Ουρλιαχτό" είναι η "Βασίλισσα Μάβα" του εικοστού αιώνα· μερικές φορές σκέφτομαι ότι, αν δεν είχε γεννηθεί ο Μάικλ Μακλιούρ, δεν θα είχε υπάρξει η δεκαετία του ’60· με τον Μακλιούρ η ποίηση πήρε μορφή επιτακτική: "Υπνοβάτες... Φαντάσματα! Φωνές σαν σώματα μέσ’ απ’ του ύπνου την καταχνιά...". H beat ποίηση, από τον Φερλινγκέτι μέχρι τη ροκ στιχουργική, αποτελεί πηγή έμπνευσης για την ίδια την ύπαρξη: "κανένα πέρασμα, καμιά διάβαση / από του κτήνους την υγρή ακτή". Ο αντικομφορμισμός του 21ου αιώνα οφείλεται στην ποίηση των beats, στα υπόγεια ρεύματα και στις μεταλλάξεις της αμερικανικής τέχνης που υπονόμευσαν τον "επιχειρηματικό άνθρωπο" του μεταπολέμου, τον "Μan in the Gray Flannel Suit", όπως τον περιέγραψαν ο Sloan Wilson και ο C. Wright Mills, τον συμμορφωμένο στις παραδοσιακές αξίες και στον καθωσπρεπισμό: αντιθέτως, ο Γκρέγκορι Κόρσο παροτρύνει –νομίζω– σε μια ζωή "έξω από το κουτί", όπου μπορείς να οδηγείς ένα κλεμμένο ή δανεισμένο αυτοκίνητο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. "Κοιμήθηκα στο πίσω κάθισμα, συνεπαρμένος απ' την καινούργια μου ζωή".
 
Last edited:

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Ο Ρώσος μπίτνικ

Voznesenski.jpg

Ο ποιητής Αντρέι Βοζνεσένσκι ή Βοζνισιένσκι -όπως έχει αποδοθεί το όνομά του στα ελληνικά- χαρακτηρίστηκε ο Γκίνσμπεργκ της Ρωσίας.

Γεννημένος στη Μόσχα πριν από 77 χρόνια*, πέθανε στο σπίτι του, στο Περεντέλκινο. Με μέντορα τον Μπορίς Πάστερνακ, επηρεάστηκε από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και τον Πάμπλο Νερούντα και διέπρεψε στις μεγάλες δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων. Ο Νικίτα Χρουστσόφ, παρά την κριτική που άσκησε στον σταλινισμό, το 1964, στη Συνάντηση Νέων Καλλιτεχνών, κατήγγειλε ότι η ποίησή του έχει επηρεαστεί από την αμερικανική μπιτ. Πάντα αιρετικός ο Βοζνισιένσκι, δεν δίστασε να γράψει ένα ποίημα αφιερωμένο στον Τσετσένο αντάρτη που σκοτώθηκε από τον ρωσικό στρατό, έχοντας στην τσέπη του δικά του ποιήματα. Είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, το 1997, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε, το 1974, μια ανθολογία ποιημάτων του, από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ («Μπουκουμάνης»).
*(12 Μαΐου 1933, Μόσχα - 1 Ιουνίου 2010)

Πετρώσαμε

Βάλε τις παλάμες στους ώμους μου
αγκάλιασέ με,
μόνο τα χείλη σου ανασαίνουν στα δικά μου
μόνο η θάλασσα στην πλάτη μας παφλάζει.

Οι πλάτες μας σα φεγγαρίσια όστρακα
που πίσω μας σφαλίσαν τώρα.
Ακούμε τεντωμένοι
ακουμπισμένοι.
Εμείς - ένα διαφορούμενο σχήμα ζωής.

Στον αέρα του τσίρκου του κόσμου
σκεπάζουμε με τους δικούς μας ώμους
ό,τι γεννιέται ανάμεσά μας
όπως οι φούχτες τη φλόγα φυλάνε.

Αν στ' αλήθεια κάθε κύτταρο έχει ψυχή
άνοιξε τους φεγγίτες σου εσύ
και στους δικούς μου πόρους
πετροχελίδονα φυλακισμένα
οι ψυχές σου θα φτερουγίζουν μέσα σε μένα!

Τα κρυφά κάποτε γίνονται φανερά.
Μ' άραγε σε τι καταρράχτη από φωνές πουλιών
τ' αγκάλιασμα θα στερηθούμε, θα μαραθούμε
σαν τα όστρακα τα βουβά;

Αλλά ώς τότε, ανάφτρα, ξαπλώσου
στο κέλυφος της πλάτης σου το ελαστικό.
Ετσι εσύ σε μένα κι εγώ σε σε θα βυθιστώ.

Κοιμηθήκαμε.​


Ποίημα από την έκδοση Σύγχρονη ποίηση - Αντρέι Βοζνισιένσκι, Μπουκουμάνης 1974
εισ.-μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

1987

10
Μα τι ’ναι αυτό; Δες! Πετά από πάνω σου.
Αρχίζεις απ’ το δέκα και τελειώνεις με το ένα;
Επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο...
Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

9
Στρέφεται πίσω η Βηθλεέμ;
Και το πάθος – γίνεται σκόνη;
Εννιά, οκτώ, εφτά, έξι, τέσσερα, τρία...
Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

8
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά απ’ το δέκα...
Ανάβεις τον αντιστροφομετρητή.
Φόρμαν, Πούσκιν, Βούδας, Ζεν.
Μπήκαμε στην εποχή των πιθήκων;

7
Στάλιν. Πέτρος. Κι αντιστρόφως.
Το ταξίμετρο γράφει.
Μέχρι να εκχριστιανιστεί η Ρωσία
με τη θέλησή της: ένας χρόνος.

6
Κάποιος στο «Σύννεφο με παντελόνια» –
παλαιομοδίτης∙ και μετρά:«Οκτώ, εννιά, δέκα».
Μέτρα σωστά! «Εννιά, οκτώ, εφτά».
Όπως στην εκτόξευση.

5
Μαυσωλεία – οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξύπνιοι.
Ο Νίτσε λέει: «Στον Θεό που πιστεύουμε!»
Ποιος ξεκινά;
Ποιος εκτοξεύεται;

4
Χάθα Γιόγκα. Αναλγητικά.
Δεν υπάρχει αλληλογραφία.
Μόνο «Γκαίτε-Έκκερμαν»
και «Αστάφιεβ-Έιντελμαν».

3
Τρόμος το «Αν» στον ουρανό∙
πετά και προσπερνάει.
Μέτρα αντίστροφα: εννιά, οκτώ, εφτά
έξι, πέντε, τέσσερα. Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

2
Συγγνώμη για το ανόητο πνεύμα μας –
εποχή της εικόνας και των βίντεο-κλιπ.
Συγγνώμη για τα παιδιά
των δέκα, εννιά, οκτώ, επτά.

1
Εκτοξεύουμε ό,τι απαγορεύουν∙
όπως τον «Ζιβάγκο»: συναρπαστικό!
Υπάρχουν πολλά ονόματα διαθέσιμα;
Εννιά... Οκτώ... Εφτά... Πέντε... Τέσσερα...

0
Αργά, μες στο χαμό,
στη θύελλα, η ελευθερία προχωράει –
σαν πινακίδα∙ στον δρόμο, δεξιά:
«9», «8», «7» κ.λπ.

1
Γιατί έχουμε Κίττυ, Λέβιν,
Μαρξ, Βούδα-Ζεν, Χριστό;
Μέτρα: εννιά, οκτώ, εφτά...
Τελειώνεις με μηδέν, αρχίζεις απ’ το δέκα...​


Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος. Εφημερίδα “Αυγή”, φ. 14/3/2010.

Ο θάνατος του ποιητή
 

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,308
Αθήνα
Σχετικά με τον Γκίνσμπεργκ και το "Ουρλιαχτό"

Του Γιάννη Λειβαδά

Διάβασα πρώτη φορά το Ουρλιαχτό του Aλλεν Γκίνσμπεργκ από μiα μετάφραση της κακιάς ώρας, όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων. Για τη Γενιά των Μπιτ δεν γνώριζα πολλά, μα μέσα στη δίνη των εφηβικών αναζητήσεων και των πρώτων σημαντικών εμπειριών, το ποίημα του Γκίνσμπεργκ ήρθε να ενισχύσει μέσα μου όλη εκείνη τη θαυματουργή αίσθηση της ζωής, που παρότι τη νιώθεις να καίγεται, σαν στέκεσαι στην άκρη μιας προκυμαίας απέναντι στη μαβιά θάλασσα και τους σημαδιακούς γλάρους μιας επαρχίας, νιώθεις εκείνο το μυστηριακό συστατικό της που σε κάνει να θες να ουρλιάξεις για το πόσο ωραίο είναι να είσαι ζωντανός και άνθρωπος ακόμη και μέσα σ' αυτόν τον ιδιόμορφο ολοκληρωτισμό.

Η αίσθηση αυτή εξακολουθεί να με συνοδεύει και σήμερα που είμαι τριάντα οκτώ χρόνων. Ακόμη και το ύφος του ποιήματος έπαιξε ρόλο σημαντικό στη δική μου γραφή. Στα πρώτα μου βήματα ως ποιητής, η ποίηση του Γκίνσμπεργκ, και ειδικότερα το Ουρλιαχτό ήταν παρών σε οτιδήποτε έγραφα. Στις μέρες μας όμως αυτό το κλασικό πλέον ποίημα δεν μετρά τόσο για την τεχνική και το ύφος του, μα περισσότερο για όλη εκείνη τη δίκαιη και δραματική απεικόνιση των σύγχρονων κοινωνιών μα και του κόσμου του ποιητή. Είναι η γυμνή αλήθεια του ποιήματος που συντείνει για μια υψηλή συνειδητοποίηση αλλά και προκαλεί.

Η ποίηση των Μπιτ εν γένει ο τρόπος χειρισμού των θεμάτων τους, το ύφος και η γλώσσα τους είχαν τεράστια επίδραση στη νεότερη λογοτεχνία, και μέχρι να εμφανιστεί μια παρομοίως ανανεωτική κίνηση στα λογοτεχνικά πράγματα, θα εξακολουθούν να επιδρούν και να βρίσκονται στη πρώτη γραμμή της ποιητικής δοκιμασίας ως κίνημα.

Την εποχή της αποπομπής μου από τον Ελληνικό Στρατό με τα παράσημα της φρενοβλάβειας, έπεσε στα χέρια μου μία ακόμη μετάφραση του Ουρλιαχτού, αποσπασματική αυτήν τη φορά, διά χειρός Σπύρου Μεϊμάρη. Σύντομα θα συνδεόμουν φιλικά με τον μεταφραστή και θα μάθαινα από πρώτο χέρι για το ποιόν και την καθημερινή στάση του Γκίνσμπεργκ αφού ο Σπύρος τον γνώριζε από τη δεκαετία του '60 και διατηρούσε μαζί του επαφή δι' αλληλογραφίας. Εξέλιξη όλων αυτών ήταν να αρχίσω να αλληλογραφώ κι εγώ με την σειρά μου με τον Γκίνσμπεργκ για περίπου έξι χρόνια και να συνδεθώ φιλικά μαζί του. Τότε ήταν που ξεκίνησα να μεταφράζω το Ουρλιαχτό και ν' ασχολούμαι όλο και πιο εμπεριστατωμένα με τη λογοτεχνία των Μπιτ καθώς και την κληρονομιά που μας έχουν αφήσει.

Εξακολουθώ να πιστεύω πως, εκείνα τα χρόνια, ο Σπύρος Μεϊμάρης ήταν ο μόνος που είχε ασχοληθεί σοβαρά με τη Γενιά των Μπιτ - και τώρα που τον φέρνω στο μυαλό μου νιώθω θλίψη που αντ' αυτού εκπροσώπησαν τους Μπιτ και τοποθετήθηκαν για το έργο τους κάποια ρεντίκολα της αθηναϊκής «υποκουλτούρας». Μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1994, ο Γκίνσμπεργκ εξέφρασε και ο ίδιος την απογοήτευσή του για τη στάση των ανθρώπων που συνάντησε στην Ελλάδα και για το πόσο ανίδεοι ήταν. Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν οι τραγικές αστοχίες και τα ανεπανάληπτα λάθη απ' αυτούς που μιλούν και γράφουν για τη Γενιά των Μπιτ. Αλλά ας τ' αφήσουμε αυτά.

Ο Γκίνσμπεργκ, προτού εμφανιστεί στο προσκήνιο των αμερικανικών γραμμάτων, ήταν μέλος εκείνης της αμίμητης παρέας (με τον Τζακ Κέρουακ, τον Λούσιεν Καρ, τον Ουίλλιαμ Μπάρροουζ κι άλλους), η οποία αποτέλεσε τη μήτρα ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που θα σημάδευε για πάντα τη νεότερη αμερικανική και παγκόσμια λογοτεχνία. Νεαρός και απροετοίμαστος ποιητής ακόμη, κυκλοφορούσε ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και την Τάιμς Σκουέαρ διάγοντας μια πολύχρωμη και περιπετειώδη ζωή από την οποία δεν έλειψαν τα ναρκωτικά, η ομοφυλοφιλία, ο τυχοδιωκτισμός αλλά και τα οράματα. Στα μέσα της δεκαετίας του '50, ο Γκίνσμπεργκ μετακόμισε στην Καλιφόρνια όπου και συγκρότησε μαζί με άλλους πρωτοεμφανιζόμενους λογοτέχνες (όπως ο Γκάρυ Σνάιντερ, ο Μάικλ ΜακΚλουρ, ο Φίλιπ Λαμαντία, ο Λόρενς Φερλινγκέττι και πολλοί άλλοι), την «Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο». Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στον χώρο της ποίησης ως φυσιογνωμία με τεράστια φήμη και βαρύτητα, για μια ολόκληρη πεντηκονταετία.

Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1926, στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϋ. Πέθανε στις 7 Απριλίου του 1997 στην πόλη της Νέας Υόρκης. Με την έκδοση του Ουρλιαχτού (1956) ξεκίνησε την πορεία αναζήτησης ενός νέου οχήματος που θα έφερνε την ποίηση στα μέτρα και στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής, αλλά θα ήταν εξίσου σε θέση να κυοφορήσει τη μετέπειτα εξελιγμένη της συνέχεια.

Βασισμένος κι αυτός, όπως και ολόκληρη η Γενιά των Μπιτ, στα έργα και τις εισηγήσεις των Υπερβατιστών (Εμερσον, Θορώ, Ουίτμαν), κινητοποιήθηκε ώστε να καλύψει όσο το δυνατό πληρέστερα ένα προσδόκιμο πεδίο αναφορών που θα έδιναν εκ νέου εξακριβωμένες απαντήσεις. Μυημένος στη μεταφυσική του πνεύματος, και στην ιερότητα της σπατάλης του ανθρώπινου δράματος, αποτέλεσε -μαζί με τον Χαρτ Κρέην και τον Χάρολντ Νορς- τα πιο λαμπρά παραδείγματα του ουϊτμανικού ιδεώδους.

Η γραφή του πέρασε από διάφορα στάδια επηρεασμών και εξέλιξης. Καταπιάστηκε με τη ρομαντική σημειογραφία, τα επιγράμματα, την αυτόματη γραφή, ακόμη και με το τραγούδι. Τα άσματα και τα προφητικά οράματα του Ουίλλιαμ Μπλαίηκ έπαιξαν κι αυτά καθοριστικό ρόλο στη γραφή και τη σκέψη του. Ο Γκίνσμπεργκ βίωσε ένα μυστηριακό παραλήρημα με τον σπουδαίο Αγγλο ρομαντικό ποιητή, το οποίο διήρκησε χρόνια. Ο Μπλαίηκ έγινε βαρύς οπλισμός στα χέρια του Γκίνσμπεργκ· προωθητήρας των δικών του σαλπισμάτων.

Ο ανοιχτός, εξομολογητικός λόγος της ποίησης του, προφανέστατα ανασυρμένος από τον Ουίτμαν, είχε έναν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και ειλικρινή χαρακτήρα, «όταν προσεγγίζεις τη Μούσα να μιλάς με την ίδια ειλικρίνεια που μιλάς στον εαυτό σου ή τους φίλους σου». Να ειπωθεί εκείνο που σκόπιμα αποκρύπτεται ώστε ο ποιητικός λόγος να πιάσει την ουρά του με το στόμα του.

Ο Γκίνσμπεργκ πάντως, από τα τέλη της δεκαετίας του '60, επέλεξε ν' αλλάξει κατεύθυνση παίζοντας τον ρόλο ενός υπερεθνικού ποιητή διαμαρτυρίας κι αφήνοντας τη μετεξέλιξη της γραφής σε χέρια αλλονών.

Αν και κορυφαία φυσιογνωμία της Γενιάς των Μπιτ, έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων, τιμήθηκε με το μετάλλιο του Τάγματος των Ιπποτών για τις Τέχνες και τα Γράμματα από το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού. Δέχθηκε δεκάδες λογοτεχνικά βραβεία, ηχογράφησε αρκετούς δίσκους μακράς διαρκείας και εξέδωσε δεκάδες ποιητικές συλλογές, ημερολογιακές καταγραφές και δοκίμια. Σήμερα, εκλιπών πια, θεωρείται ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους ποιητές της υφηλίου κι ένας από τους κορυφαίους της αμερικανικής μεταμοντέρνας λογοτεχνίας.

Το Ουρλιαχτό ήταν ένα ποίημα που άλλαξε τη ροή των αμερικανικών (και όχι μόνο) γραμμάτων, μετακίνησε έστω και ελάχιστα τον κόσμο προς το καλύτερο. Ο Γκίνσμπεργκ χρησιμοποίησε το ψυχολογικό αδιέξοδο και την ιδεολογική ήττα για να μας εισάγει σε μια, ώριμη πλέον, επείγουσα και συνειδητοποιημένη απόπειρα ακύρωσης του στημένου παιχνιδιού, τόσο της ζωής όσο και της ποίησης. Αυτή η παγκοσμιοποιημένη πλέον ήττα είναι που προσδιορίζει δραματικά ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο.

Η ποίηση του Ουρλιαχτού είναι χειμαρρώδης - μια οργιώδης έκφραση εκείνου που ο ίδιος ονόμαζε «αδιαχώριστη συνείδηση» της απόλυτης συγχώνευσης του παραλόγου, της φαντασίας, του προφητικού πνεύματος και της σοφίας της καθημερινής εμπειρίας. Είναι κείμενο σαφώς προορισμένο να απαγγέλλεται, ν' ακούγεται, και στις μέρες μας έχει έναν ακόμη σπουδαίο λόγο ύπαρξης: την κραυγή της ανάγκης να μην λησμονηθεί το πνεύμα της ίδιας της ποίησης, τόσο μέσα στον κόσμο της ανόργανης, φασματικής γνώσης, η οποία υποδηλώνεται με το έκτρωμα που ονομάζουμε σήμερα, υπό το καθεστώς υπογαστρικών σκιρτημάτων, «πληροφόρηση» όσο κι εντός του οργανικού σώματος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας.

Η πρώτη μετάφραση του ποιήματος ξεκίνησε τον χειμώνα του 1994 και ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο μεταγραφές, την άνοιξη του 1996. Η γλωσσική προσέγγιση του κειμένου καθορίστηκε σημαντικά από συστάσεις και σημειώσεις του ίδιου, οι οποίες αποτέλεσαν μέρος της μεταξύ μας αλληλογραφίας. Το κείμενο μεταφράστηκε εξ ολοκλήρου άλλη μία φορά, το φθινόπωρο του 1997, όπου προέκυψαν κάποιες σημαντικές αλλαγές. Το ποίημα εκδόθηκε σε περιορισμένα αντίτυπα το 2001 από τις εκδόσεις "Ακρον". Στη συνέχεια, ξαναείδα το κείμενο από την αρχή και κατέληξα στη μορφή με την οποία κυκλοφορεί σήμερα. Δεν απομένει παρά να αισθανθούμε τις επωφελείς συνέπειες της κυκλοφορίας του.

Σ' εμάς εναπόκειται η δημιουργική ανάγνωση και η σοβαρή αντιμετώπιση των έργων τόσο σημαντικών δημιουργών. Και οι ποιητές μας, επίσης, να προβούν σε αλλαγές και ειδικεύσεις ώστε να μπορούν να λέγονται ποιητές. Οσο για την καθημερινότητα των πολλών, εκείνη έχει πια κοκκαλώσει. Κι ο ποιητής οφείλει στην κοινωνία την εκπαρθένευση.