- 17 June 2006
- 14,350
Με τον Jackson Pollock, η αμερικανική ζωγραφική δράσης ανεβάζει τους τόνους, αγγίζει το πιο ψηλό σημείο της ιστορικής παρακμής της: είναι το έσχατο σημείο της κρίσης, πέρα από το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει παρά η σιωπή, η ακινησία, ο θάνατος. Όπως και για τον Βαν Γκόγκ, του οποίου μοιάζει να επαναλαμβάνει την υπαρξιακή τραγωδία, τα χρόνια που είναι τα σημαντικότερα, στην ιστορία του Πόλοκ, είναι τα τελευταία. Προηγείται μία περίοδος βασανιστική και πυρετώδης, στην οποία συσσωρεύονται τα αίτια της οργής που θα εκραγεί, με ανήκουστη βιαιότητα, την τελευταία δεκαετία. Στην αρχή υπάρχει μία ηθικο-ιδεολογική ένταση που τον ωθεί προς τους ζωγράφους της μεξικανικής επανάστασης, ιδιαίτερα το Σικέϊρος˙ από τον Πικάσο τον συγκλονίζει το πολιτικά πιο στρατευμένο έργο, η Γκουέρνικα. Δια μέσου του Γκόρκι κατανοεί τη βαθιά έννοια του Σουρρεαλισμού: τη νέα αξία που προσλαμβάνει το γράφημα όχι πια ως έκφραση αλλά ως προέκταση, προς τα έξω, της εσωτερικότητας του καλλιτέχνη. Διαβάζοντας το Γιούνγκ και στοχαζόμενος, πείθεται πως η σφαίρα της τέχνης είναι το ασυνείδητο: είναι το απόθεμα των ζωτικών δυνάμεων, στις οποίες μόνο με την τέχνη φτάνουμε. Σφαίρα της τέχνης δεν είναι ο χώρος της χαμένης μνήμης, αλλά η βαθιά και αναβράζουσα θάλασσα του «Είναι», απ’ όπου προέρχονται οι παροτρύνσεις για δράση. Το «πιστεύω» της πουριτανικής κοινωνίας της Αμερικής είναι ότι υπάρχουμε για να κάνουμε˙ είναι αλήθεια το αντίθετο, κάνουμε για να υπάρχουμε, χρειάζεται να φτιάχνουμε την ύπαρξη. Πριν από τη δράση τίποτα δεν υπάρχει: ούτε υποκείμενο και αντικείμενο, ούτε χώρος όπου να κινηθούμε, ούτε χρόνος διάρκειάς μας. Ο Πόλοκ ξεκινά πραγματικά από το μηδέν, από τη σταγόνα χρώματος που αφήνει να πέσει στον καμβά. Η τεχνική του του dripping (σταγόνες και πιτσιλίσματα χρώματος πάνω στον απλωμένο χάμω καμβά: μια διεργασία που είχε βρεί, αλλά που εκτελούσε με εντελώς διαφορετική έννοια ο Μαξ Ερνστ) αφήνει κάποια περιθώρια στο τυχαίο: χωρίς το τυχαίο δεν υπάρχει ύπαρξη. Το τυχαίο είναι ελευθερία σε σχέση με τους νόμους της λογικής, αλλά είναι επίσης και μια κατάσταση ανάγκης, σύμφωνα με την οποία, ζώντας, αντιμετωπίζουμε, κάθε στιγμή, συνθήκες απρόβλεπτες. Η σωτηρία δεν βρίσκεται στη λογική που προσχεδιάζει, αλλά στην ικανότητα να ζούμε με νηφαλιότητα το απρόβλεπτο των γεγονότων. Όλα εξαρτώνται από το να βρίσκουμε το δικό μας ρυθμό και από το να μην τον χάνουμε, ό, τι κι αν συμβαίνει.
Η action painting και η μουσική τζαζ είναι δύο μεγάλης σημασίας και εμβέλειας συνεισφορές που η Αμερική έδωσε στο μεταμοντέρνο πολιτισμό˙ δομικά είναι πολύ όμοιες. Η τζαζ είναι μουσική που δεν προγραμματίζεται και η οποία συντίθεται ενώ παίζεται˙ και σπάει όλα τα παραδοσιακά μελωδικά και συμφωνικά σχήματα, όπως η action painting σπάει όλα τα χωροδιαστασιακά σχήματα της παραδοσιακής ζωγραφικής. Στο ανακάτωμα ήχων της τζαζ κάθε όργανο αναπτύσσει ένα δικό του ρυθμικό σχέδιο: αυτό που διαπλέκει ήχους και ρυθμούς, είναι η συλλογική διέγερση των εκτελεστών, το κύμα που ανεβαίνει από τα βάθη του ασυνειδήτου και φτάνει στον κολοφώνα του παροξυσμού. Συμβαίνει όπως στις θρησκευτικές χορωδίες των νέγρων αμερικανών: ο καθένας κραυγάζει την πίστη του και την οργή του˙ και κάθε φωνή είναι παράφωνη προς τις άλλες, αλλά απ’ αυτήν ακριβώς τη βασανιστική και εκκωφαντική ασυμφωνία γεννιέται ο ρυθμός μιάς σπαρακτικής χορωδιακότητας. Ετσι και στο χώρο ενός πίνακα του Πόλοκ, κάθε χρώμα αναπτύσσει το ρυθμό του και υψώνει στη μέγιστη ένταση τη μοναδικότητα της απόχρωσής του. Αλλά, όπως η τζαζ περισσότερο από ορχήστρα είναι ένα σύνολο από σολίστ που προκαλούν και απαντούν, διεγείρουν και παρακινούν ο ένας τον άλλο και ξαναρχίζουν, έτσι και ο πίνακας του Πόλοκ μοιάζει μ’ ένα σύνολο πινάκων ζωγραφισμένων πάνω στον ίδιο καμβά και των οποίων τα θέματα διαπλέκονται, παρεμβαίνουν, αποκλίνουν, επανασυνδέονται σ’ ένα φρενιτιώδες ανακάτεμα. Η τζαζ είναι νέγρικη μουσική, των νέγρων της Αμερικής: είναι η αθλιότητα και η απόγνωση του παρόντος που ανακαλεί από τα βάθη του Είναι, με διαπεραστικές νότες βασανιστικής τρυφερότητας και σκοτεινής απειλής, την προγονική μνήμη ενός σχεδόν μυθικού παρελθόντος. Και γίνονται, με τα λόγια του Φόκνερ, «ήχος και οίστρος». Και η ζωγραφική του Πόλοκ είναι, κατά κάποιο τρόπο, «νέγρικη»: κατά την περίοδο που προηγείται των μεγάλων spirituals της τελευταίας δεκαετίας, σαφής είναι η αναζήτηση μιας αίσθησης της εικόνας σ’ ένα ανακάτεμα βαρβαρικό, αλλά εξαιρετικά ζωτικό, ιερότητας και σεξουαλικότητας. Στην αμερικανική κοινωνία, υπερήφανη για την ευταξία και την παραγωγικότητά της, για την πουριτανική παραδειγματικότητά της, ο Πόλοκ θέτει το δίλημμα: να αρκεστεί στα ωραία σχήματα των αυτοκινήτων της και των οικιακών ηλεκτροσυσκευών της ή, αν θέλει τέχνη, να πάει να τη γυρέψει στην ταραχή του ασυνειδήτου, μες στα σκοτάδια του δικού της, ανεξίτηλου, συμπλέγματος ενοχής.
Giuglio Carlo Argan: Η μοντέρνα τέχνη, 1770-1970, ΠΕΚ, 2015