- 17 June 2009
- 3,594
Οι προσπάθειες του Καββαδία να ξεφύγει από τον μύθο του δεν πετύχαιναν πάντα.
Γιατί πολλές φορές ξεφεύγοντας από τον χώρο του εξωτισμού μετέφερε απλώς σε μιαν άλλη περιοχή την γλώσσα του αμετάβλητη.
Υπάρχουν στο έργο του δύο τουλάχιστον περιπτώσεις που εικονίζουν αυτές τις ματαιωμένες απόπειρες εξόδου.
Η μια είναι το ποίημά του «Αντίσταση», που δημοσίευσε στα «Ελεύθερα Γράμματα» αλλά δεν συμπεριέλαβε στα βιβλία του, και η άλλη, που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι δυο ομόλογα ποιήματα που απέχουν πάνω από 25 χρόνια μεταξύ τους: το Federico Garcia Lorca στο «Πούσι» και το Guevara στο «Τραβέρσο».
Ανάμεσά τους μεσολαβούν (όχι χρονικά, αλλά θεματικά) οι διακριτικές αναφορές στα βιώματα του πολέμου που περνάει στην ποίηση του Καββαδία τελείως αντι-ηρωικά - με την εικόνα ενός βυθισμένου υποβρυχίου στο ποίημα «Θαλάσσια Πανίς»:
Το ποίημα για τον Λόρκα και το ποίημα για τον Γκεβάρα, παρά την μεγάλη χρονική απόστασή τους δεν αποτελούν δυο διαφορετικά στίγματα πάνω στην ευθεία μιας πορείας, αλλά ένα και μοναδικό στίγμα που σημειώνει τη θέση του κυματοθραύστη των εξόδων του Καββαδία από το θαλασσινό μύθο προς την πολιτική συνείδηση.
Σ’ αυτά τα δυο ποιήματα υπάρχει μια ταυτότητα ως προς τη λειτουργία παραγωγής τους, μια ταυτότητα που εκφράζεται στην, κοινή και για τα δυο ποιήματα, γλώσσα ενός επαναστατικού-εξωτικού φολκλόρ.
Ο 15σύλλαβος του Federico Garcia Lorca και το σμίξιμο της ισπανικής και της ελληνικής αντιστασιακής ατμόσφαιρας μεσ’ από δέσμες συνειρμών (Λόρκα - Θάνατος - Καισαριανή - Βελουχιώτης - Εικοσιένα), επανέρχονται στο ποίημα για τον Γκεβάρα.
Μόνο που τώρα, μεριές - μεριές ο 15σύλλαβος κουτσαίνει, ενώ η θεματογραφία Ελλάδα - Κατοχή - Αντίσταση - Ισπανία αντικαθίσταται από το ανανεωμένο με το αίμα του Γκεβάρα συμβολοποιητικό δυναμικό της Λατινικής Αμερικής.
Στο πρώτο ποίημα υπάρχουν ο «Πικάσο» ο «Ταύρος, το «μπολερό». Στο δεύτερο τα Λατινοαμερικάνικά τους ποιητικά ισοδύναμα: ο Μπολιβάρ, ο Χοσέ Μαρτί, ο Κόνδωρας των Κορδιλλιέρων και το κουβανέζικο cigarillo του Γκεβάρα. Πρόκειται για μια γεωγραφική μετάθεση του ιδίου συναισθηματικού υλικού.
Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ποιήματα είναι πως στο δεύτερο ακούγεται κάτι - και μάλιστα κάτι σημαντικό - από το εγώ του ποιητή το οποίο στο ποίημα για το Λόρκα αφανίζεται πίσω από μια άψογη στιχουργική πλαστικότητα.
Η ανωτερότητα του Guevara είναι πως ο Federico Garcia Lorca δεν ξεπερνάει το τυπικό ποιητικό φολκλόρ μιας εποχής, μένοντας έγκλειστο κάπου μεταξύ μεταφρασμένου στα ελληνικά Λόρκα (βλ. την δημοτικοσουρεαλιστική εικονοποιΐα του Γκάτσου κ.α) και μιας εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας που βάζει δίπλα δίπλα τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη, ενώ ο "Guevara" στο τελευταίο τουλάχιστον τετράστιχο ξεφεύγει από αυτά τα δεσμά:
Α υ τ ό ς ο γέρος ναύτης ε ί ν α ι πράγματι ο Καββαδίας - ή οποιοσδήποτε άλλος έχει χέρια για να δουλέψει, αλλά δεν έχει χέρια για να κλείσει τα μάτια ενός αγαπημένου του νεκρού.
Και μόνο αυτό το τετράστιχο είναι αρκετό για να μετατρέψει ό,τι μέσα στα δυό ποιήματα μπορεί να νοηθεί ως απλή πολιτική «καταγγελία» σε κάτι που καίει διαρκέστερα μέσα μας.
Η «ειδική αλήθεια» του τριτοπρόσωπου στίχου («έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα») αναφέρεται όχι μόνο στην ενοχή μας για ένα σκοτωμό που έγινε σε κάποιον «εξωτικό» χώρο αλλά για ένα σκοτωμό που πρώτα - πρώτα έγινε μέσα μας.
Αναφέρεται στη συμμετοχή μας σε κάθε πράξη που κουτσουρεύει εμάς τους ίδιους - αναφέρεται πλέον στην συμμετοχή μας στο έγκλημα που ε π ά ν ω μας γίνεται κι όχι απλώς στην ψυχρή εγελιανή εποπτεία μιας γεωμετρίας της ιστορίας.
Αυτή είναι η αρετή του ποιητή Καββαδία, αυτή είναι η θλιβερή αρετή της ποίησης - να λέει την αλήθεια κι όταν ακόμη δεν την ξέρει.
Γερ. Λυκιαρδόπουλος [1975]
"Αναφορές" εκδ. Έρασμος
Γιατί πολλές φορές ξεφεύγοντας από τον χώρο του εξωτισμού μετέφερε απλώς σε μιαν άλλη περιοχή την γλώσσα του αμετάβλητη.
Υπάρχουν στο έργο του δύο τουλάχιστον περιπτώσεις που εικονίζουν αυτές τις ματαιωμένες απόπειρες εξόδου.
Η μια είναι το ποίημά του «Αντίσταση», που δημοσίευσε στα «Ελεύθερα Γράμματα» αλλά δεν συμπεριέλαβε στα βιβλία του, και η άλλη, που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι δυο ομόλογα ποιήματα που απέχουν πάνω από 25 χρόνια μεταξύ τους: το Federico Garcia Lorca στο «Πούσι» και το Guevara στο «Τραβέρσο».
Ανάμεσά τους μεσολαβούν (όχι χρονικά, αλλά θεματικά) οι διακριτικές αναφορές στα βιώματα του πολέμου που περνάει στην ποίηση του Καββαδία τελείως αντι-ηρωικά - με την εικόνα ενός βυθισμένου υποβρυχίου στο ποίημα «Θαλάσσια Πανίς»:
Το ‛να σου χέρι ανάλαφρα φύκια κρατεί
Και το ζερβί σου το λειψό σάπια καβίλια
Η Katherin τούτη τη στιγμή χιλιάδες μίλια
Βγάνει τη ντάμα με το ρήγα σταυρωτά.
Ο κατασκότεινος βρέχει νερένιος ουρανός
Μολύβι, εγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό παράξενο παιχνίδι με τις σάρκες
Καθώς διαβαίνει ο σκύλος ο θαλασσινός.
Τοπίο σκωτσέζικο - σκυλιά και κυνηγοί
Πύργος με φάντασμα - παλιό Johnie Walker whisky
Απόψε οι δυο χαλύβδινοι πρωραίοι πυργίσκοι
Προσμένουν Τρίτωνες για βάρδιας αλλαγή.
Γουΐλιαμ!... γέλα στο βυθό φλεγματικά
Αφού πιά τίποτα δε μέλει να προδώσεις.
Ας παίξουν κι άλλοι με παιχνίδια ναυτικά
Κι άλλοι ας φορέσουνε φανέλλα με ραβδώσεις.
Και το ζερβί σου το λειψό σάπια καβίλια
Η Katherin τούτη τη στιγμή χιλιάδες μίλια
Βγάνει τη ντάμα με το ρήγα σταυρωτά.
Ο κατασκότεινος βρέχει νερένιος ουρανός
Μολύβι, εγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό παράξενο παιχνίδι με τις σάρκες
Καθώς διαβαίνει ο σκύλος ο θαλασσινός.
Τοπίο σκωτσέζικο - σκυλιά και κυνηγοί
Πύργος με φάντασμα - παλιό Johnie Walker whisky
Απόψε οι δυο χαλύβδινοι πρωραίοι πυργίσκοι
Προσμένουν Τρίτωνες για βάρδιας αλλαγή.
Γουΐλιαμ!... γέλα στο βυθό φλεγματικά
Αφού πιά τίποτα δε μέλει να προδώσεις.
Ας παίξουν κι άλλοι με παιχνίδια ναυτικά
Κι άλλοι ας φορέσουνε φανέλλα με ραβδώσεις.
Το ποίημα για τον Λόρκα και το ποίημα για τον Γκεβάρα, παρά την μεγάλη χρονική απόστασή τους δεν αποτελούν δυο διαφορετικά στίγματα πάνω στην ευθεία μιας πορείας, αλλά ένα και μοναδικό στίγμα που σημειώνει τη θέση του κυματοθραύστη των εξόδων του Καββαδία από το θαλασσινό μύθο προς την πολιτική συνείδηση.
Σ’ αυτά τα δυο ποιήματα υπάρχει μια ταυτότητα ως προς τη λειτουργία παραγωγής τους, μια ταυτότητα που εκφράζεται στην, κοινή και για τα δυο ποιήματα, γλώσσα ενός επαναστατικού-εξωτικού φολκλόρ.
Ο 15σύλλαβος του Federico Garcia Lorca και το σμίξιμο της ισπανικής και της ελληνικής αντιστασιακής ατμόσφαιρας μεσ’ από δέσμες συνειρμών (Λόρκα - Θάνατος - Καισαριανή - Βελουχιώτης - Εικοσιένα), επανέρχονται στο ποίημα για τον Γκεβάρα.
Μόνο που τώρα, μεριές - μεριές ο 15σύλλαβος κουτσαίνει, ενώ η θεματογραφία Ελλάδα - Κατοχή - Αντίσταση - Ισπανία αντικαθίσταται από το ανανεωμένο με το αίμα του Γκεβάρα συμβολοποιητικό δυναμικό της Λατινικής Αμερικής.
Στο πρώτο ποίημα υπάρχουν ο «Πικάσο» ο «Ταύρος, το «μπολερό». Στο δεύτερο τα Λατινοαμερικάνικά τους ποιητικά ισοδύναμα: ο Μπολιβάρ, ο Χοσέ Μαρτί, ο Κόνδωρας των Κορδιλλιέρων και το κουβανέζικο cigarillo του Γκεβάρα. Πρόκειται για μια γεωγραφική μετάθεση του ιδίου συναισθηματικού υλικού.
Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ποιήματα είναι πως στο δεύτερο ακούγεται κάτι - και μάλιστα κάτι σημαντικό - από το εγώ του ποιητή το οποίο στο ποίημα για το Λόρκα αφανίζεται πίσω από μια άψογη στιχουργική πλαστικότητα.
Η ανωτερότητα του Guevara είναι πως ο Federico Garcia Lorca δεν ξεπερνάει το τυπικό ποιητικό φολκλόρ μιας εποχής, μένοντας έγκλειστο κάπου μεταξύ μεταφρασμένου στα ελληνικά Λόρκα (βλ. την δημοτικοσουρεαλιστική εικονοποιΐα του Γκάτσου κ.α) και μιας εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας που βάζει δίπλα δίπλα τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη, ενώ ο "Guevara" στο τελευταίο τουλάχιστον τετράστιχο ξεφεύγει από αυτά τα δεσμά:
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
Βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Α υ τ ό ς ο γέρος ναύτης ε ί ν α ι πράγματι ο Καββαδίας - ή οποιοσδήποτε άλλος έχει χέρια για να δουλέψει, αλλά δεν έχει χέρια για να κλείσει τα μάτια ενός αγαπημένου του νεκρού.
Και μόνο αυτό το τετράστιχο είναι αρκετό για να μετατρέψει ό,τι μέσα στα δυό ποιήματα μπορεί να νοηθεί ως απλή πολιτική «καταγγελία» σε κάτι που καίει διαρκέστερα μέσα μας.
Η «ειδική αλήθεια» του τριτοπρόσωπου στίχου («έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα») αναφέρεται όχι μόνο στην ενοχή μας για ένα σκοτωμό που έγινε σε κάποιον «εξωτικό» χώρο αλλά για ένα σκοτωμό που πρώτα - πρώτα έγινε μέσα μας.
Αναφέρεται στη συμμετοχή μας σε κάθε πράξη που κουτσουρεύει εμάς τους ίδιους - αναφέρεται πλέον στην συμμετοχή μας στο έγκλημα που ε π ά ν ω μας γίνεται κι όχι απλώς στην ψυχρή εγελιανή εποπτεία μιας γεωμετρίας της ιστορίας.
Αυτή είναι η αρετή του ποιητή Καββαδία, αυτή είναι η θλιβερή αρετή της ποίησης - να λέει την αλήθεια κι όταν ακόμη δεν την ξέρει.
Γερ. Λυκιαρδόπουλος [1975]
"Αναφορές" εκδ. Έρασμος