ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ το κλάμα μας, αλλιώς, και το γέλιο μας βέβαια. Σπανιότερα όμως. Την τέχνη γεννούν ο έρως, ο θάνατος, το δέος της ύπαρξης και η κοινωνική ανάγκη. Η ευκολία την εκφυλίζει, η εγωπάθεια την ακυρώνει, το δράμα τη σώζει. Εξάλλου, μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Η τέχνη λοιπόν είναι το έλεος σ' έναν ανήλεο κόσμο. Είναι επίσης η δύναμη που προκύπτει από την αδυναμία μας. Εδώ ακριβώς έγκειται και το θαύμα της.
Απόσπασμα από το άρθρο ‘Μυστικά Ομορφιάς’ από τη στήλη του Μάνου Στεφανίδη στο τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 30ης Ιουνίου 2006.
Νιώθω μια ένοχη, ενστικτώδη ενόχληση όταν πρέπει να μιλήσω για την Τέχνη, ως έκφραση και καταφύγιο της αδυναμίας μας. Αφενός γιατί φοβάμαι τη ρετσινιά του ρομαντικού, εγωπαθούς στερεότυπου, αφ’ ετέρου γιατί η Τέχνη όντως έχει προσφέρει λαμπρά έργα με αντικείμενο την ισχύ, την μεγαλοπρέπεια, το βακχικό παροξυσμό, τη χαρά κλπ. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό στην αρχιτεκτονική ο Παρθενώνας και στην μουσική η μουσική για τα βασιλικά πυροτεχνήματα του Χαίντελ.
Το απόσπασμα από το άρθρο του Στεφανίδη ξαναέφερε το θέμα στο προσκήνιο μου. Ο δίσκος που αγόρασα δύο ημέρες μετά, προσέφερε το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα. Αναφέρομαι στην υπέροχη φαντασία για τέσσερα χέρια σε φα ελάσσονα, αριθμός καταλόγου Deutsch 940 (D940) του Φραντς Σούμπερτ. Έργο γραμμένο τους δύο τελευταίους μήνες της ζωής του, το 1828, αφιερωμένο στην μαθήτρια του κόμισσα Καρολίνε Εστερχάζυ, με την οποία υπήρξε βαθιά και απελπισμένα ερωτευμένος. Είναι ενδεικτικό ότι το έγραψε για τέσσερα χέρια, δηλαδή για δύο πιανίστες καθισμένους στο ίδιο πιάνο. Προφανώς φιλοδοξούσε να εκτελέσουν το έργο μαζί αν και είναι απίθανο να τη συνάντησε στο διάστημα μέχρι το θάνατο του.
Το έργο όμως δεν είναι μια ερωτική εξομολόγηση. Ακόμη και το υπερφυσικά όμορφο, μελαγχολικό και ευαίσθητο θέμα της αρχής, ακούγεται περισσότερο σαν αναστεναγμός νοσταλγίας και συμπάθειας, σα μια ζεστή αγκαλιά που αναζητάς να σε υποδεχτεί για να κάνεις τον οδυνηρό απολογισμό σου.
Ο συνθέτης υπήρξε ιδιοφυής, ευαίσθητος αλλά και αμετανόητος ηδονιστής. Έκανε επιλογές, τολμηρές ή απελπισμένες, πήρε τα ρίσκα του και πλήρωσε τις συνέπειες. Ο έρωτας του για την Καρολίνε ήξερε ότι ήταν ιδανικός και εκ των προτέρων καταδικασμένος. Η αμείλικτη συνέπεια της ερωτικής ζωής που κατάφερε να ζήσει, ήταν η σύφιλη. Σε μια επιστολή του το 1824 έγραφε μεταξύ άλλων:
Φαντάσου έναν άνθρωπο που δεν θα ξαναγίνει ποτέ καλά, και που μέσα στη μαύρη απελπισία που νιώθει γι’ αυτόν το λόγο κάνει τα πράγματα χειρότερα αντί καλύτερα. Φαντάσου έναν άνθρωπο, λέω, που έχει χάσει τις πιο μεγάλες ελπίδες του, στον οποίο η ευτυχία του έρωτα και της φιλίας έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο πόνο να προσφέρουν, του οποίου ο ενθουσιασμός (τουλάχιστον ο ερεθιστικός ενθουσιασμός) για όλα τα όμορφα πράγματα απειλεί να εξαφανιστεί, και σε ρωτάω, δεν είναι άραγε άθλιο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Κατά τη γνώμη μου η φαντασία σε φα ελάσσονα είναι κατεξοχήν ελεήμων έργο, μ’ έναν τρόπο που μόνο οι ιδιοφυΐες κατορθώνουν. Δεν ζητούν το έλεος από κανέναν. Δημιουργούν ένα αθάνατο αριστούργημα, εναποθέτουν σε αυτό τον καλύτερο εαυτό τους και λαμβάνουν το έλεος και την ανακούφιση που ζητάνε από το ίδιο τους το δημιούργημα. Το ευτύχημα για μας τους υπόλοιπους είναι πως αυτά τα έργα, εκτός από την αθανασία που χαρίζουν στους δημιουργούς τους, παραμένουν πάντα γενναιόδωρα, έτοιμα να τραβήξουν στην αγκαλιά τους και να ανακουφίσουν τον καθένα μας που θα τους ανοίξει την καρδιά του.
Προτεινόμενη εκτέλεση η ιστορική ζωντανή του Ρίχτερ με τον Μπρίτεν από το φεστιβάλ του Aldeburgh. Γρήγορη, παθιασμένη, με υπόγεια ανησυχία. Κυκλοφορεί σε φθηνό cd της Decca (περίπου 7 ευρώ).
ΥΓ. Έχοντας απομείνει η οπισθοφυλακή της κλασσικής στο φόρουμ, γράφω αυτό το μήνυμα με κίνδυνο ν' ακουστεί ως φωνή βοώντος... Το έργο αυτό όμως μ' έχει συγκινήσει όσο λίγα και δεν μπορώ να του αντισταθώ.
Απόσπασμα από το άρθρο ‘Μυστικά Ομορφιάς’ από τη στήλη του Μάνου Στεφανίδη στο τηλεοπτικό ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 30ης Ιουνίου 2006.
Νιώθω μια ένοχη, ενστικτώδη ενόχληση όταν πρέπει να μιλήσω για την Τέχνη, ως έκφραση και καταφύγιο της αδυναμίας μας. Αφενός γιατί φοβάμαι τη ρετσινιά του ρομαντικού, εγωπαθούς στερεότυπου, αφ’ ετέρου γιατί η Τέχνη όντως έχει προσφέρει λαμπρά έργα με αντικείμενο την ισχύ, την μεγαλοπρέπεια, το βακχικό παροξυσμό, τη χαρά κλπ. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό στην αρχιτεκτονική ο Παρθενώνας και στην μουσική η μουσική για τα βασιλικά πυροτεχνήματα του Χαίντελ.
Το απόσπασμα από το άρθρο του Στεφανίδη ξαναέφερε το θέμα στο προσκήνιο μου. Ο δίσκος που αγόρασα δύο ημέρες μετά, προσέφερε το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα. Αναφέρομαι στην υπέροχη φαντασία για τέσσερα χέρια σε φα ελάσσονα, αριθμός καταλόγου Deutsch 940 (D940) του Φραντς Σούμπερτ. Έργο γραμμένο τους δύο τελευταίους μήνες της ζωής του, το 1828, αφιερωμένο στην μαθήτρια του κόμισσα Καρολίνε Εστερχάζυ, με την οποία υπήρξε βαθιά και απελπισμένα ερωτευμένος. Είναι ενδεικτικό ότι το έγραψε για τέσσερα χέρια, δηλαδή για δύο πιανίστες καθισμένους στο ίδιο πιάνο. Προφανώς φιλοδοξούσε να εκτελέσουν το έργο μαζί αν και είναι απίθανο να τη συνάντησε στο διάστημα μέχρι το θάνατο του.
Το έργο όμως δεν είναι μια ερωτική εξομολόγηση. Ακόμη και το υπερφυσικά όμορφο, μελαγχολικό και ευαίσθητο θέμα της αρχής, ακούγεται περισσότερο σαν αναστεναγμός νοσταλγίας και συμπάθειας, σα μια ζεστή αγκαλιά που αναζητάς να σε υποδεχτεί για να κάνεις τον οδυνηρό απολογισμό σου.
Ο συνθέτης υπήρξε ιδιοφυής, ευαίσθητος αλλά και αμετανόητος ηδονιστής. Έκανε επιλογές, τολμηρές ή απελπισμένες, πήρε τα ρίσκα του και πλήρωσε τις συνέπειες. Ο έρωτας του για την Καρολίνε ήξερε ότι ήταν ιδανικός και εκ των προτέρων καταδικασμένος. Η αμείλικτη συνέπεια της ερωτικής ζωής που κατάφερε να ζήσει, ήταν η σύφιλη. Σε μια επιστολή του το 1824 έγραφε μεταξύ άλλων:
Φαντάσου έναν άνθρωπο που δεν θα ξαναγίνει ποτέ καλά, και που μέσα στη μαύρη απελπισία που νιώθει γι’ αυτόν το λόγο κάνει τα πράγματα χειρότερα αντί καλύτερα. Φαντάσου έναν άνθρωπο, λέω, που έχει χάσει τις πιο μεγάλες ελπίδες του, στον οποίο η ευτυχία του έρωτα και της φιλίας έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο πόνο να προσφέρουν, του οποίου ο ενθουσιασμός (τουλάχιστον ο ερεθιστικός ενθουσιασμός) για όλα τα όμορφα πράγματα απειλεί να εξαφανιστεί, και σε ρωτάω, δεν είναι άραγε άθλιο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Κατά τη γνώμη μου η φαντασία σε φα ελάσσονα είναι κατεξοχήν ελεήμων έργο, μ’ έναν τρόπο που μόνο οι ιδιοφυΐες κατορθώνουν. Δεν ζητούν το έλεος από κανέναν. Δημιουργούν ένα αθάνατο αριστούργημα, εναποθέτουν σε αυτό τον καλύτερο εαυτό τους και λαμβάνουν το έλεος και την ανακούφιση που ζητάνε από το ίδιο τους το δημιούργημα. Το ευτύχημα για μας τους υπόλοιπους είναι πως αυτά τα έργα, εκτός από την αθανασία που χαρίζουν στους δημιουργούς τους, παραμένουν πάντα γενναιόδωρα, έτοιμα να τραβήξουν στην αγκαλιά τους και να ανακουφίσουν τον καθένα μας που θα τους ανοίξει την καρδιά του.
Προτεινόμενη εκτέλεση η ιστορική ζωντανή του Ρίχτερ με τον Μπρίτεν από το φεστιβάλ του Aldeburgh. Γρήγορη, παθιασμένη, με υπόγεια ανησυχία. Κυκλοφορεί σε φθηνό cd της Decca (περίπου 7 ευρώ).
ΥΓ. Έχοντας απομείνει η οπισθοφυλακή της κλασσικής στο φόρουμ, γράφω αυτό το μήνυμα με κίνδυνο ν' ακουστεί ως φωνή βοώντος... Το έργο αυτό όμως μ' έχει συγκινήσει όσο λίγα και δεν μπορώ να του αντισταθώ.