Οι δύο άσπονδοι εχθροί στον αγώνα για την κατάκτηση μίας θέσης στο σαλόνι μας, για ένα μικρό διάστημα όχι μόνο είχαν σταματήσει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, αλλά ήρθαν "εις γάμου κοινωνίαν", κανονικά με παπά και με κουμπάρο... :flipout: Το διαζύγιο, βέβαια, ήρθε σύντομα, αλλά για όσο κράτησε η σύζευξη τους, αποτέλεσε το έναυσμα για έντονη σιελόρροια από όλους τους "τηλεορασάκηδες", καθώς η PALC (Plasma Addressed Liquid Crystal) ήταν η πρώτη τεχνολογία που παρουσιάσε λειτουργικό πρωτότυπο οθόνης τύπου κάδρου, με ρεαλιστικά χρώματα, στο θεόρατο μέγεθος των 25 ιντσών, εν έτει 1995...
Η ιστορία της PALC ξεκίνησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80 στα εργαστήρια της Tektronix. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, επικρατούσε δημιουργικός πυρετός, καθώς η αλματώδης ανάπτυξη των υπολογιστών μόλις είχε δώσει νέα εργαλεία στους ερευνητές, τα οποία τους επέτρεπαν να είναι πολύ αισιόδοξοι για την εξέλιξη ορισμένων τεχνολογιών που εως τότε θεωρούνταν δύστροπες. Έτσι, όλοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να μετατρέψουν τις απαράδεκτες από πλευράς ποιότητας απεικόνισης τότε, Plasma και LCD, σε σοβαρούς ανταγωνιστές και μετέπειτα αντικαταστάτες των μπαουλάτων CRT.
Είχαν όμως μερικά βασικά προβλήματα: κατ' αρχήν και οι δύο τεχνολογίες εκείνη την εποχή ήταν απαράδεκτες στον τομέα της κίνησης. Έπειτα, οι Plasma, μπορούσαν μεν από τότε να κατασκευαστούν σε μεγάλα μεγέθη, έδιναν δε όμως μόνο 2bit εύρος χρώματος ανά συνιστώσα. Στο στρατόπεδο των LCD πάλι είχαν τη δυνατότητα για 4-6bit χρώμα, αλλά τα νεά πάνελ TFT-LCD που κατάφερναν αυτές τις επιδόσεις ήταν πανάκριβα και στο εργαστήριο κατασκευάζονταν εώς το μέγεθος των 15 ιντσών (9" σε γραμμή παραγωγής).
Αυτό που ανέβαζε κατακόρυφα το κόστος και την δυσκολία κατασκευής ενός πάνελ TFT-LCD εκείνα τα χρόνια, ήταν η επίστρωση με τους ημιαγωγούς ελέγχου των υποεικονοστοιχείων. Ο ρόλος αυτών των ημιαγωγών, ήταν να λειτουργούν ως διακόπτες με μνήμη, που σταθεροποιούσαν τη γωνία προσανατολισμού του κρυστάλλου για την διάρκεια ενός καρέ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μακράν μεγαλύτερη ακρίβεια στον έλεγχο του πάνελ, γεγονός που επέτρεπε τις καλύτερες χρωματικές επιδόσεις σε σχέση με τις Plasma της εποχής και μείωνε το motion blur από την αργή απόκριση των κρυστάλλων. Η κατασκευή όμως αυτής της επίστρωσης ήταν δύσκολη και πανάκριβη για τα "μεγάλα" μεγέθη (15 ίντσες).
Σε αυτό το σημείο, ένας από τους μηχανικούς της Tektronix είχε μία φαεινή ιδέα: αντί για ημιαγωγό (τρανζίστορ), να χρησιμοποιήσει ένα κελί πλάσματος για την ίδια δουλειά. Έφτιαξε μία διάταξη που είχε σε μορφή "σάντουιτς" ένα πάνελ LCD χωρίς TFT, με μονά ηλεκτρόδια σταθεροποίησης, από πίσω ένα πάνελ πλάσματος χωρίς φωσφόρους με τα κλασσικά δύο ηλεκτρόδια ανάφλεξης και τέλος το backlight. Το πάνελ πλάσματος στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε το ρόλο του ημιαγωγού ελέγχου για το LCD. Όταν ήταν ενεργοποιημένο το κελί με το αέριο σε ανάφλεξη, λειτουργούσε ως εικονικό "ηλεκτρόδιο" που έκανε επαφή με το μονό ηλεκτρόδιο της LCD, σταθεροποιώντας τον κρύσταλλο.
Με αυτή την διάταξη, ο ιδιοφυής αυτός μηχανικός, συνδύαζε τα πλεονεκτήματα των δύο τεχνολογιών και εκμηδένιζε τα μειονεκτήματα τους. Τα πάνελ πλάσματος άνετα κατασκευάζονταν σε μεγέθη άνω των 15" με σχετικά υποφερτό κόστος και οι υγροί κρύσταλλοι με αυτόν τον έλεγχο έδιναν 6bit ανά συνιστώσα εύρος χρώματος, οπότε μία PALC είχε τις πιο ρεαλιστικές πιθανότητες να δώσει ένα πραγματικό καταναλωτικό προϊόν.
Πράγματι, η Sony ενδιαφέρθηκε αμέσως για την τεχνολογία αγοράζοντας όλα τα δικαιώματα των ευρισιτεχνιών το 1993 και στα τέλη του '95 παρουσίασε δύο λειτουργικά δείγματα προπαραγωγής στις 25" στην CES, με την βαρύγδουπη εμπορική ονομασία Plasmatron. Στα σχέδια της, ήταν να κυκλοφορήσει το συγκεκριμένο μοντέλο στην αγορά της Ιαπωνίας το '96 και στη συνέχεια να καθιερώσει την τεχνολογία ως το επόμενο στάνταρ μετά τις CRT. Προς τούτο, σύναψε συμφωνίες με τη Sharp και τη Philips (!) (ο παπάς και ο κουμπάρος που λέγαμε... ), με στόχο να μοιράσουν το κόστος εξέλιξης και βελτίωσης της τεχνολογίας PALC, αναλαμβάνοντας ο καθένας από ένα κομμάτι (Sony: λόγος αντίθεσης-μαύρο-χρώμα, Sharp: γωνία θέασης-απόκριση, Philips: επεξεργασία εικόνας-frame interpolation-αύξηση ανάλυσης-διαχείρηση ενέργειας).
Για κακή τους τύχη, στα χρόνια που μεσολάβησαν, η Fujitsu κατάφερε να λύσει όλα τα βασικά προβλήματα της τεχνολογίας Plasma, προσφέροντας ανταγωνιστική ποιότητα σε μικρότερο κόστος, καθώς αποδέσμευε το πάνελ από την στρώση LCD και τον οπίσθιο φωτισμό, ενώ η πρόοδος στην κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων άρχισε να επιτρέπει σιγά-σιγά μεγαλύτερα και ολοένα φτηνότερα πάνελ TFT-LCD. Το αποτέλεσμα ήταν μετά το 1999 όπου έληξαν οι συμφωνίες των τριών εταιρειών να μπει και η οριστική ταφόπλακα στο όλο εγχείρημα.
Το μόνο που έμεινε τελικά, πέρα από τις αναμνήσεις, είναι η τεχνογνωσία που απέκτησαν οι εταιρείες στους ανωτέρω αναφερόμενους τομείς, την οποία και εφάρμοσαν η κάθε μια στις LCD της.
Η ιστορία της PALC ξεκίνησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80 στα εργαστήρια της Tektronix. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, επικρατούσε δημιουργικός πυρετός, καθώς η αλματώδης ανάπτυξη των υπολογιστών μόλις είχε δώσει νέα εργαλεία στους ερευνητές, τα οποία τους επέτρεπαν να είναι πολύ αισιόδοξοι για την εξέλιξη ορισμένων τεχνολογιών που εως τότε θεωρούνταν δύστροπες. Έτσι, όλοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να μετατρέψουν τις απαράδεκτες από πλευράς ποιότητας απεικόνισης τότε, Plasma και LCD, σε σοβαρούς ανταγωνιστές και μετέπειτα αντικαταστάτες των μπαουλάτων CRT.
Είχαν όμως μερικά βασικά προβλήματα: κατ' αρχήν και οι δύο τεχνολογίες εκείνη την εποχή ήταν απαράδεκτες στον τομέα της κίνησης. Έπειτα, οι Plasma, μπορούσαν μεν από τότε να κατασκευαστούν σε μεγάλα μεγέθη, έδιναν δε όμως μόνο 2bit εύρος χρώματος ανά συνιστώσα. Στο στρατόπεδο των LCD πάλι είχαν τη δυνατότητα για 4-6bit χρώμα, αλλά τα νεά πάνελ TFT-LCD που κατάφερναν αυτές τις επιδόσεις ήταν πανάκριβα και στο εργαστήριο κατασκευάζονταν εώς το μέγεθος των 15 ιντσών (9" σε γραμμή παραγωγής).
Αυτό που ανέβαζε κατακόρυφα το κόστος και την δυσκολία κατασκευής ενός πάνελ TFT-LCD εκείνα τα χρόνια, ήταν η επίστρωση με τους ημιαγωγούς ελέγχου των υποεικονοστοιχείων. Ο ρόλος αυτών των ημιαγωγών, ήταν να λειτουργούν ως διακόπτες με μνήμη, που σταθεροποιούσαν τη γωνία προσανατολισμού του κρυστάλλου για την διάρκεια ενός καρέ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μακράν μεγαλύτερη ακρίβεια στον έλεγχο του πάνελ, γεγονός που επέτρεπε τις καλύτερες χρωματικές επιδόσεις σε σχέση με τις Plasma της εποχής και μείωνε το motion blur από την αργή απόκριση των κρυστάλλων. Η κατασκευή όμως αυτής της επίστρωσης ήταν δύσκολη και πανάκριβη για τα "μεγάλα" μεγέθη (15 ίντσες).
Σε αυτό το σημείο, ένας από τους μηχανικούς της Tektronix είχε μία φαεινή ιδέα: αντί για ημιαγωγό (τρανζίστορ), να χρησιμοποιήσει ένα κελί πλάσματος για την ίδια δουλειά. Έφτιαξε μία διάταξη που είχε σε μορφή "σάντουιτς" ένα πάνελ LCD χωρίς TFT, με μονά ηλεκτρόδια σταθεροποίησης, από πίσω ένα πάνελ πλάσματος χωρίς φωσφόρους με τα κλασσικά δύο ηλεκτρόδια ανάφλεξης και τέλος το backlight. Το πάνελ πλάσματος στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε το ρόλο του ημιαγωγού ελέγχου για το LCD. Όταν ήταν ενεργοποιημένο το κελί με το αέριο σε ανάφλεξη, λειτουργούσε ως εικονικό "ηλεκτρόδιο" που έκανε επαφή με το μονό ηλεκτρόδιο της LCD, σταθεροποιώντας τον κρύσταλλο.
Με αυτή την διάταξη, ο ιδιοφυής αυτός μηχανικός, συνδύαζε τα πλεονεκτήματα των δύο τεχνολογιών και εκμηδένιζε τα μειονεκτήματα τους. Τα πάνελ πλάσματος άνετα κατασκευάζονταν σε μεγέθη άνω των 15" με σχετικά υποφερτό κόστος και οι υγροί κρύσταλλοι με αυτόν τον έλεγχο έδιναν 6bit ανά συνιστώσα εύρος χρώματος, οπότε μία PALC είχε τις πιο ρεαλιστικές πιθανότητες να δώσει ένα πραγματικό καταναλωτικό προϊόν.
Πράγματι, η Sony ενδιαφέρθηκε αμέσως για την τεχνολογία αγοράζοντας όλα τα δικαιώματα των ευρισιτεχνιών το 1993 και στα τέλη του '95 παρουσίασε δύο λειτουργικά δείγματα προπαραγωγής στις 25" στην CES, με την βαρύγδουπη εμπορική ονομασία Plasmatron. Στα σχέδια της, ήταν να κυκλοφορήσει το συγκεκριμένο μοντέλο στην αγορά της Ιαπωνίας το '96 και στη συνέχεια να καθιερώσει την τεχνολογία ως το επόμενο στάνταρ μετά τις CRT. Προς τούτο, σύναψε συμφωνίες με τη Sharp και τη Philips (!) (ο παπάς και ο κουμπάρος που λέγαμε... ), με στόχο να μοιράσουν το κόστος εξέλιξης και βελτίωσης της τεχνολογίας PALC, αναλαμβάνοντας ο καθένας από ένα κομμάτι (Sony: λόγος αντίθεσης-μαύρο-χρώμα, Sharp: γωνία θέασης-απόκριση, Philips: επεξεργασία εικόνας-frame interpolation-αύξηση ανάλυσης-διαχείρηση ενέργειας).
Για κακή τους τύχη, στα χρόνια που μεσολάβησαν, η Fujitsu κατάφερε να λύσει όλα τα βασικά προβλήματα της τεχνολογίας Plasma, προσφέροντας ανταγωνιστική ποιότητα σε μικρότερο κόστος, καθώς αποδέσμευε το πάνελ από την στρώση LCD και τον οπίσθιο φωτισμό, ενώ η πρόοδος στην κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων άρχισε να επιτρέπει σιγά-σιγά μεγαλύτερα και ολοένα φτηνότερα πάνελ TFT-LCD. Το αποτέλεσμα ήταν μετά το 1999 όπου έληξαν οι συμφωνίες των τριών εταιρειών να μπει και η οριστική ταφόπλακα στο όλο εγχείρημα.
Το μόνο που έμεινε τελικά, πέρα από τις αναμνήσεις, είναι η τεχνογνωσία που απέκτησαν οι εταιρείες στους ανωτέρω αναφερόμενους τομείς, την οποία και εφάρμοσαν η κάθε μια στις LCD της.