(Κική Δημουλά)
Η Κική Δημουλά είναι Ελληνίδα ποιήτρια.
Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα.Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Τιμήθηκε το 1972 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Η Association Capitale Européenne des Littératures έχει ήδη αναγγείλει τη βράβευσή της, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά.
Διαθέσιμα Έργα/ηχητικο
http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=69
(Υπό την απειλή του θέλω)
Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.
Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντάς το μὲ μακρύκανο
κυνηγενικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.
Από τη συλλογή Χλόη θερμοκηπίου (2005)
(Στο πλοίο)
Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.
Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.
Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν
σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι
ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.
Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.
Από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
(Βασιλιάς ή πένης)
Ονείρου μανιώδης σαρκασμός
σ' έφερε ολόκληρο ταξίδι από κάτω
όχι για μένα βέβαια, μόνο για να διαλάμψει
μία εχθρά του άσπονδη αλήθεια.
Τελάλης λόφος διαλαλούσε την κορφή του
απ' όπου ανάβλυζε γάργαρο παλάτι.
Όποιος το έπινε γινότανε αμέσως
μονοπάτι έως απάνω, την πύλη του ανερμήνευτου.
Εσύ, κάπου στο μέσον της ανάβασης.
Επίγειος ρυθμός πετώντας τη συντόμευε.
Στους πρόποδες η έγνοια μου
πού πήγαινες εσύ ένας αχρείαστος στα όνειρα
αφού δεν υποφέρεις,
τι πάρε δώσε άνοιξες με ανάκτορα
ποιες ματαιοδοξίες κοιλιόδουλες σε κάλεσαν
πώς θ' αρτυθείς αιματηρά κοψίδια βασιλείας
εσύ που διαιτάσαι με αυστηρή
ισότητα χωμάτων.
Χίλιες φορές τύραννος παρά τυραννισμένος σύριξες
κι άστραψες μπροστά μου καθ' όλα βασιλιάς
με στέμματα με υπηκόους οίνους μουσικές
δούλες πιατέλες έσκυβαν γεμάτες σφάγια ζήτω
βελούδινοι σε τύλιγαν μανδύες
κόλακες πορφυροί της εύπιστης σκιάς σου.
Μυστικοσύμβουλός σου επιστήθιος
ο μανιώδης του ονείρου σαρκασμός.
Άδειος ο θρόνος δίπλα στον δικό σου
κι ας ήμουνα διά νόμου έτερον ήμισυ της δόξας σου.
Μια και την ονειρεύτηκες την ήθελες ολόκληρη δική σου
και όρθιες ξεροστάλιαζαν οι δύο βέρες
σαν πελαργοί στο ένα δάχτυλό μου.
Στο χέρι που μου έτεινες απρόσωπα
για ν' ασπαστώ φορούσες το μονόπετρο
διακριτικό της μοναρχίας σου
εξαίσιο δαχτυλίδι δολοπλόκο
-- κούφια η πέτρα μέσα, θήκη
εγγύς για δηλητήριο.
Προς τι να πικραθώ.
Η κάθε αγάπη, εστεμμένη ή απλός πολίτης
ή και νεκρός ακόμα που είναι υπεράνω υποψίας
κάπου πάντα κάπου
θέλεις στο διάδημά της θες στη μεσαία τάξη της
εκεί στης συγχορδίας το πίσω πίσω τέλι
ανάμεσα στο αφόρετο ακόμα ασπρόρουχό της
μα και σε πλαϊνή ραφή φιλιού
αγάζωτου ακόμα στα τρυπώματα στις πρόβες
η κάθε αγάπη πάντα
κάπου σου το 'χει φυλαγμένο το φαρμάκι.
Από τη συλλογή Ενός λεπτού μαζί (1998)
(Εν πτωχεύσει)
Είμαι σχεδόν χωρίς επάγγελμα τώρα.
Νεότερη
κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες.
Αλλά και μεταχειρισμένες καταστάσεις
μάζευα
που μεταποιούσα εύκολα
σε πρωτοτυπίες και παραφορές.
Στρωμένη δουλειά.
Ευπορούσα.
Τώρα επιδίδομαι στο άσκοπο.
Ίσα-ίσα τα προς το ζειν :
επιβαίνω του άνεργου χρόνου μου
κι εκτελώ μικρά δρομολόγια
για λίγη αναδρομή
στα εύκρατα της νεότητός μου
επαγγέλματα ...
Από τη συλλογή Ερήμην (1958)
(Το διαζευκτικόν ή)
Μ' έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Στεγνή στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα :
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ' ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.
Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δεν βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)
(Έκστασις)
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο στον τοίχο τ' ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να 'ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι
τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.
Από τη συλλογή Ερήμην (1958)
(Φωτογραφία 1948)
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.
Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.
Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)
(Το κοριτσάκι με τα σπίρτα)
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.
Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες
μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες
όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.
Από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
(Τυφλό σύστημα επαφής)
Σε προσκυνώ, γλώσσα, πολλά τα θαύματά σου.
Επί κυμάτων σφοδράς εποχής βαδίζουσα
-- ην γαρ ενάντιος της αλαλίας ο άνεμος --
σώα βγήκες στην ακτή και άρθωση εμφύσησες
σε μερικούς τουλάχιστον λόγους κακοποιούς
που εξεβίαζαν την επαφή μας να σιωπά.
Οι υπόλοιποι δεν πίστεψαν.
Έμειναν μέχρι τέλους βουβό εμπόδιό της.
Τη νεκρή θυγατέρα του χρόνου ανάστησες
ευλογώντας την με όνομα διπλό:
Λήθη για όταν έλειπε ο πατέρας της καιρό
Μνήμη δε για ώρα ανάγκης.
Μονοτονική άφησες τη δαιμονιζόμενη έλξη.
Μήτε συ ήξερες τι πνεύμα παίρνει το σώμα.
Τα παραλυτικά μέρη τού λόγου τής υπάρξεως
θεράπευσες και βάδισαν τα επιφωνήματα
οι καλές προθέσεις τα ανάμεικτα ρήματα
οι επεξηγηματικοί σύνδεσμοι και χωρισμοί
-- έμαθε κανονικά να γράφει το όνομά του
ο θάνατος και όχι να υπογράφει με σταυρό --
τα σύμφωνα κύρια άρθρα οι εριστικές
αντωνυμίες οι φρόνιμες οι αλληλοπαθείς
-- αλήθεια τι συνέβη με τις κτητικές
και δεν ξαναπατήσανε στο μάθημα;
Υπό τον λύχνο τής επιβίωσης σκυμμένες
μερόνυχτα οι στερήσεις μας έγιναν
ευφραδείς είτε πεζά μονολογώντας
είτε με περίπλοκους νευμάτων συνδυασμούς
χάρη στο τυφλό σύστημα που εφαρμόζει
ο λυρισμός σου.
Αμέτρητα τα θαύματά σου, γλώσσα
γερνάς εντός μου και όλα πού να τα θυμάμαι.
Αχάριστοι δεν είμαστε αλλά
μέμνησο του φόβου μας που
ως απληροφόρητος ουδέποτε ιάθη.
Πάρε λαλιά από την άφθονη
την παραπανίσια που έδωσες στην κραυγή
και επίβαλέ την σε κείνο το βουβό απόρρητο
τουλάχιστον να μας φανερώσει
η νέα μας παιδεία εκεί κάτω
θα σε περιλαμβάνει άραγε, γλώσσα
θα κουβεντιάζουμε καθόλου με τη γειτνίασή μας
ή μόνο χάριν ενός μικρού μεσοδιαστήματος
-- τι χαζοπούλι, Θε μου --
κοπίασε η τόση ευγλωττία;
Από τη συλλογή ήχος απομακρύνσεων (2001)
(Γράψε λάθος)
Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων
ενόχλησες και την ορθογραφία μου.
Κατ' επανάληψη λες, μ' έπιασες να γράφω
συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δυο μαζί ενώνω -- το ζω το αφήνουμε έξω
για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός.
Δεν είναι λάθος φίλε μου.
Είναι μια πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.
Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον
που τα κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.
Συνδυασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν
τη ρηματική τού ζω απεραντοσύνη.
Απ' τη σκοπιά τού καθενός η ορθογραφία.
Πάρε παράδειγμα
τι κινητά που γράφεται το ψέμα:
όταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον
σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Όμως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθα
τότε το γράφεις ψαίμα.
Ρωτάς από πού ως πού
γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.
Ποιος ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια
ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση
το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν
και η αοιδός επιθυμία
απ' την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.
Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό.
Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988)
(Απροσδοκίες)
Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.
Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.
Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives – αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.
Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988)
(Translatum)