- 17 June 2006
- 14,350
Σεργκέϊ Παρατζάνοφ: Σαγιάτ Νόβα - Το Χρώμα το Ροδιού (1968)
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στο Σινεμά κάτι παρόμοιο με αυτό εδώ το Αριστούργημα του Σεργκέϊ Παρατζάνοφ.
Αρμένιος σκηνοθέτης, τράβηξε τον παθών του τον τάραχο από τη λογοκρισία και πέρασε ένα σεβαστό κομμάτι της ζωής του στα Γκουλάγκ με κατηγορίες όπως εθνικιστής, παιδεραστής και αρχαιοκάπηλος: τον συνέλαβαν να κλέβει εικόνες από τις εκκλησιές, όχι για να τις πουλήσει αλλά για να τις περισώσει. Ο εθνικισμός θεωρείτο περίπου αδίκημα στη Σοβιετική Ενωση και οι κατηγορίες περί παιδεραστείας έχουν καταρρεύσει και αποδειχθεί χαλκευμένες από την αρχή ως το τέλος. Τις ταινίες του τις περιέκοψαν, δεν τους έδωσαν άδεια εξαγωγής και μετά τις απαγόρευσαν εντελώς. Η wiki μας λέει ότι το Σαγιάτ Νόβα θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες που φτιάχτηκαν ποτέ, από ανθρώπους όπως ο Φελίνι, ο Γκοντάρ, ο Αντονιόνι και πολλοί άλλοι.
Πρόκειται για μία απόπειρα απεικόνισης της ζωής και της πνευματικής Οδύσσειας του θρυλικού μεσαιωνικού Αρμένιου τροβαδούρου Σαγιάτ Νόβα που ξεκίνησε από υφαντής χαλιών, έγινε αρχιεπίσκοπος και στη συνέχεια μάρτυρας. Η ταινία κάνει διαρκώς αναφορές στην ποίησή του με εξαιρετικές εικόνες μιάς ομορφιάς που σχεδόν σε πονάει. Μετά από τα πρώτα πλάνα νιώθεις ήδη ανήμπορος να αντέξεις αυτόν τον ματωμένο, παραληρηματικό ποιητικό λόγο: κάθε σκηνή είναι ένας πίνακας που σε παραλύει, συχνά ο σκηνοθέτης καταφεύγει στο cut αντί να κινεί την κάμερα - έτσι κι αλλιώς θα ήταν αδύνατο για το θεατή να αφομοιώσει, πόσο μάλλον να παρακολουθήσει αυτή την κινηματογραφική γλώσσα που εκ πρώτης όψεως δείχνει τελείως αφηρημένη και καθόλου αφηγηματική καθώς οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη και καθεμιά σου φαίνεται πιο συγκλονιστική από την αμέσως προηγούμενη: κάτι αρχέγονο και πάρα πολύ δυνατό σου μιλάει μέσα απ αυτά τα πλάνα με τη γλώσσα των παραδοσιακών θρύλων, των εικόνων από τις εκκλησιές, τους ύμνους και τα μοιρολόγια, τις ιστορίες που αφηγούνται παλιοί τάπητες που ο σκηνοθέτης τις ζωντανεύει και τις εκδραματίζει. Και Ναι, φυσικά και υπάρχει αφηγηματική δομή, η οποία μάλιστα υπακούει σε κάποιους σιδερένιους κανόνες πειθαρχίας. Αλλά μιλάμε για μια δική της εσωτερική πειθαρχία στην οποία αυτή η ίδια έχει θεσπίσει τους όρους και έχει την πρώτη και την τελευταία λέξη. Είναι τόσο πληθωρική, αβυσσαλέα και αδηφάγα που σε παίρνει μέσα της και σε καταβροχθίζει, σε μασάει και φτήνει τα απομεινάρια σου στην άκρη του δρόμου και συνεχίζει ξεσαλωμένη, παραδομένη σε δικούς της δαίμονες που άλλοτε σε διασκεδάζουν κι άλλες φορές τρέχεις στη θέα τους να κρυφτείς τρομαγμένος. Ανεπανάληπτη εμπειρία από εκείνες που σε στιγματίζουν εφ όρου ζωής, σταθμός και Σημείο-μη-επιστροφής από αυτούς που σου διαμορφώνουν το Κριτήριό σου τελεσίδικα και σε κάνουν να ξεχωρίζεις την ήρα από το στάρι.
Η κινηματογραφική γλώσσα του Παρατζάνοφ θεωρήθηκε ό τι πιο νεωτεριστικό πάνω στο μέσο μετά από εκείνη του Γκρίφιθ ή του Αϊζενστάϊν και η ταινία χαρακτηρίσθηκε ένα Διαμάντι που καίει.
Δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψει κανείς καθώς τον παρασέρνει σαν ορμητικό ποτάμι σ ένα κόσμο ποιητικό, γεμάτο δοξασίες, μύθους, φαντάσματα. Τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη του σ αυτό το παγανιστικό πανηγύρι για τις αισθήσεις που δεν παίρνει αιχμάλωτους.
Το είχα δεί, θυμάμαι, στο Σινεμά σ ένα αφιέρωμα στο σκηνοθέτη, πρέπει να ήταν γύρω στο 1985-86.
Ηταν πλαισιωμένο με άλλες 2 ταινίες του: τις 'Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων' και το 'Θρύλο του Κάστρου Σουράμ'.
Μιλάμε για overdose από το οποίο έκανα μέρες να συνέλθω.
Για την ακρίβεια, δεν έχω συνέλθει ακόμη και τώρα, 25 χρόνια μετά.
Aν νομίζετε πως ο κινηματογράφος είναι μόνο 'παραμυθάκια για ενήλικους', εδώ σας περιμένει ένα αληθινό σοκ.