Δεν συνηθίζω να γράφω παρουσιάσεις (ειδικά) κλασσικών έργων στο forum για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί αναγνωρίζω την αδυναμία μου στο χειρισμό του γραπτού λόγου, τουλάχιστον με τον τρόπο που ενδείκνυται για την παρουσίαση ενός έργου. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταγράψω τα συναισθήματα που μου γεννά ένα μουσικό έργο τέχνης. Μου είναι δύσκολο ακόμα και να τα κατανοήσω, πόσο μάλλον να τα εκφράσω γραπτώς. Ο λόγος μου είναι πολύ «ορθολογικός» για να τα καταφέρω, πολύ «κάθετος» και απόλυτος. (Ίσως για αυτό να επέλεξα τη φωτογραφία ως μέσο έκφρασης, σε στριμώχνει σε αποφάσεις και εκφράσεις της μιας στιγμής).
Ο δεύτερος λόγος προέκυψε τα τελευταία χρόνια. Δεν θέλω να παρασύρω τον αναγνώστη. Δεν θέλω να του υποβάλλω συναισθήματα και σκέψεις που μπορεί να μην του γεννηθούν από ένα έργο όπως γεννήθηκαν σε εμένα. Ο φόβος να αλλοιωθεί η πρόθεση του συνθέτη με κατακυριεύει κάθε φορά που σκέφτομαι να γράψω δυο λέξεις…(Μάλλον γι’ αυτό δεν συμπαθώ τους επαγγελματίες κριτικούς τελικά…).
Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ αυτή τη φορά και έτσι προκύπτει αυτή η παράγραφος για το πιανιστικό έργο του Erik Satie.
Αδυνατώ να χωρίσω το έργο σε σαφή μέρη όπως δήθεν έκανε ο ίδιος, δεν νομίζω ότι έχει και νόημα άλλωστε.
Gymnopedies, Gnossiennes, Croquis et agaceries d’ un gros bonhomme en bois, Embryon desseches, Sonatine bureaucratique, avant-dernieres pensees, veritables preludes flasques (pour un chien), Cinq Nocturnes, Trois Morceaux en forme de poire, La Belle excentrique.
Πραγματικά ακατανόητες περιγραφές κομματιών που κινούνται μεταξύ σουρεαλισμού και ιμπρεσιονισμού. Αρχαίες «γυμνοπαιδιές», «Γραφειοκρατικές σονατίνες», «Νυχτερινά» και «Κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού» αντικατοπτρίζουν την ιδιαίτερη ζωή ενός ανθρώπου που κινούνταν πάντα στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τρέλας και ισορροπίας, αλκοολισμού και απόλαυσης (?) και τελικά μεταξύ πραγματικής μουσικής και ακαδημαικής μουσικής. Πώς να μην είναι έτσι για έναν άνθρωπο που στο Παρίσι των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των πρώτων του 20ου βρέθηκε να παίζει πιάνο σε καμπαρέ, γνώρισε τον Debussy, τους Ντανταιστές, τον Picasso, ζούσε στην Montmartre και αποφάσισε να ολοκληρώσει τις (ατελείς) μουσικές του σπουδές στα 39 ώστε να ξεπεράσει και τα κόμπλεξ μουσικής κατωτερότητας που τον διακατείχαν; O Ravel τον θαύμαζε αλλά οι μουσικοκριτικοί των αποκαλούσαν τσαρλατάνο και βλάκα.
Οι «μινιατούρες» που περιέχονται στο CD της ΕΜΙ είναι χαρακτηριστικές του Satie που αρεσκόταν στα σύντομα έργα. Ήταν κατά της «ανάπτυξης» ενός έργου με τον τρόπο που γινόταν σε μια συμφωνία ή μια σονάτα οπότε και όλα τα έργα κυριαρχούνται από μια σχεδόν παιδική απλότητα μιας και μόνο μελωδίας που πολλές φορές επαναλαμβάνεται. Αυτό είναι που προσωπικά βρίσκω ανεπανάληπτο. Ο πλούτος των συναισθημάτων και εικόνων που καταφέρνει να δημιουργήσει ο Satie με την σχεδόν απλοική σύνθεση του ενός (μερικές φορές και δύο) πιάνου καταφέρνει να συγκριθεί με αυτόν που ξεπηδούν από ορχηστρικά έργα τεραστίων διαστάσεων και μουσικής πολυπλοκότητας. Σε παρασύρει σε μια βόλτα στο Παρίσι του ’20, από το μικρό σπίτι του στη Μονμάρτρη μέχρι την Παναγία και πίσω. Όταν δεις το σπίτι του σου δημιουργείται η εντύπωση ότι και να ήθελε, δεν μπορούσε να γράψει διαφορετική μουσική λόγω των παραστάσεων και των εικόνων που είχε. Νομίζω ότι τον είδα να βγαίνει από τη μικρή πορτούλα, τυλιγμένος σε ένα από τα δώδεκα πανομοιότυπα παλτά που είχε (φορώντας το επόμενο μόνο αφού είχε φθαρεί τελείως το προηγούμενο) για να αντιμετωπίσει το παριζιάνικο, χριστουγεννιάτικο κρύο που με τρυπούσε κι εμένα.
Πρόσεξα πάρα πολύ ώστε να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη «μελαγχολική» για τη μουσική του Satie. Όχι γιατί δεν τη θεωρώ, αλλά γιατί φοβάμαι μην της κολλήσω κάποια ταμπέλα που δεν της αξίζει. Μην τη μικρύνω για να χωρέσει σε έναν χαρακτηρισμό που την αδικεί και την κάνει μονοδιάστατη. Λυπάμαι αλλά εξακολουθώ να μην μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για την παρουσίαση αλλά ελπίζω να κατάφερα να κινήσω την περιέργειά σας για αυτόν τον ιδιόρρυθμο, αγαπημένο μου συνθέτη.
Ο Satie πέθανε το 1925 και στην ντουλάπα του είχαν μείνει ακόμα επτά άθικτα παλτά.
ΥΓ. Το σκίτσο είναι προσωπογραφία του Satie από τον Jean Cocteau.
Ο δεύτερος λόγος προέκυψε τα τελευταία χρόνια. Δεν θέλω να παρασύρω τον αναγνώστη. Δεν θέλω να του υποβάλλω συναισθήματα και σκέψεις που μπορεί να μην του γεννηθούν από ένα έργο όπως γεννήθηκαν σε εμένα. Ο φόβος να αλλοιωθεί η πρόθεση του συνθέτη με κατακυριεύει κάθε φορά που σκέφτομαι να γράψω δυο λέξεις…(Μάλλον γι’ αυτό δεν συμπαθώ τους επαγγελματίες κριτικούς τελικά…).
Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ αυτή τη φορά και έτσι προκύπτει αυτή η παράγραφος για το πιανιστικό έργο του Erik Satie.
Αδυνατώ να χωρίσω το έργο σε σαφή μέρη όπως δήθεν έκανε ο ίδιος, δεν νομίζω ότι έχει και νόημα άλλωστε.
Gymnopedies, Gnossiennes, Croquis et agaceries d’ un gros bonhomme en bois, Embryon desseches, Sonatine bureaucratique, avant-dernieres pensees, veritables preludes flasques (pour un chien), Cinq Nocturnes, Trois Morceaux en forme de poire, La Belle excentrique.
Πραγματικά ακατανόητες περιγραφές κομματιών που κινούνται μεταξύ σουρεαλισμού και ιμπρεσιονισμού. Αρχαίες «γυμνοπαιδιές», «Γραφειοκρατικές σονατίνες», «Νυχτερινά» και «Κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού» αντικατοπτρίζουν την ιδιαίτερη ζωή ενός ανθρώπου που κινούνταν πάντα στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τρέλας και ισορροπίας, αλκοολισμού και απόλαυσης (?) και τελικά μεταξύ πραγματικής μουσικής και ακαδημαικής μουσικής. Πώς να μην είναι έτσι για έναν άνθρωπο που στο Παρίσι των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των πρώτων του 20ου βρέθηκε να παίζει πιάνο σε καμπαρέ, γνώρισε τον Debussy, τους Ντανταιστές, τον Picasso, ζούσε στην Montmartre και αποφάσισε να ολοκληρώσει τις (ατελείς) μουσικές του σπουδές στα 39 ώστε να ξεπεράσει και τα κόμπλεξ μουσικής κατωτερότητας που τον διακατείχαν; O Ravel τον θαύμαζε αλλά οι μουσικοκριτικοί των αποκαλούσαν τσαρλατάνο και βλάκα.
Οι «μινιατούρες» που περιέχονται στο CD της ΕΜΙ είναι χαρακτηριστικές του Satie που αρεσκόταν στα σύντομα έργα. Ήταν κατά της «ανάπτυξης» ενός έργου με τον τρόπο που γινόταν σε μια συμφωνία ή μια σονάτα οπότε και όλα τα έργα κυριαρχούνται από μια σχεδόν παιδική απλότητα μιας και μόνο μελωδίας που πολλές φορές επαναλαμβάνεται. Αυτό είναι που προσωπικά βρίσκω ανεπανάληπτο. Ο πλούτος των συναισθημάτων και εικόνων που καταφέρνει να δημιουργήσει ο Satie με την σχεδόν απλοική σύνθεση του ενός (μερικές φορές και δύο) πιάνου καταφέρνει να συγκριθεί με αυτόν που ξεπηδούν από ορχηστρικά έργα τεραστίων διαστάσεων και μουσικής πολυπλοκότητας. Σε παρασύρει σε μια βόλτα στο Παρίσι του ’20, από το μικρό σπίτι του στη Μονμάρτρη μέχρι την Παναγία και πίσω. Όταν δεις το σπίτι του σου δημιουργείται η εντύπωση ότι και να ήθελε, δεν μπορούσε να γράψει διαφορετική μουσική λόγω των παραστάσεων και των εικόνων που είχε. Νομίζω ότι τον είδα να βγαίνει από τη μικρή πορτούλα, τυλιγμένος σε ένα από τα δώδεκα πανομοιότυπα παλτά που είχε (φορώντας το επόμενο μόνο αφού είχε φθαρεί τελείως το προηγούμενο) για να αντιμετωπίσει το παριζιάνικο, χριστουγεννιάτικο κρύο που με τρυπούσε κι εμένα.
Πρόσεξα πάρα πολύ ώστε να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη «μελαγχολική» για τη μουσική του Satie. Όχι γιατί δεν τη θεωρώ, αλλά γιατί φοβάμαι μην της κολλήσω κάποια ταμπέλα που δεν της αξίζει. Μην τη μικρύνω για να χωρέσει σε έναν χαρακτηρισμό που την αδικεί και την κάνει μονοδιάστατη. Λυπάμαι αλλά εξακολουθώ να μην μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για την παρουσίαση αλλά ελπίζω να κατάφερα να κινήσω την περιέργειά σας για αυτόν τον ιδιόρρυθμο, αγαπημένο μου συνθέτη.
Ο Satie πέθανε το 1925 και στην ντουλάπα του είχαν μείνει ακόμα επτά άθικτα παλτά.
ΥΓ. Το σκίτσο είναι προσωπογραφία του Satie από τον Jean Cocteau.
Attachments
Last edited: