- 17 June 2006
- 49,351
Santana III - 1972 - CBS
35th anniversary edition 2006
Μετά την κολοσσιαία επιτυχία των δυό πρωτων δίσκων Santana και Abraxas η πίεση για κάτι ακόμα καλύτερο ήταν περισσότερο έντονη. Τα προβλήματα στο management ήταν ήδη φανερά και μέσα σ όλα υπήρχαν προβλήματα υγείας με τον στυλοβάτη του γκρουπ Jose Chepito Areas.
Ο Carlos απτόητος από τέτοια πράγματα κάνει μια κίνηση ματ και φέρνει στο συγκρότημα τον περκασιονίστα Coke Escovedo και τολμά να φέρει πάνω στο ίδιο πάλκο έναν μόλις 16χρονο βιρτουόζο κιθαρίστα, τον Neil Schon. Λίγοι θα τολμούσαν κάτι τέτοιο. Και όχι μόνο: του δίνει έναν ίσο ρόλο δίπλα του.
Έτσι αρχές του 71 μπαίνουν στο studio. Το υλικό? Όπως πάντα έπρεπε να υπάρχει το γνωστό opening track, σχεδόν κατά κανόνα instrumental.
Το μυστηριώδες Batuka με την εισαγωγή των κρουστών και μια σχεδόν funky επιδειξη με το καλημέρα των μεγάλων δυνατοτήτων του Neil Schon. Το κομμάτι παίχτηκε αρχικά για το τηλεοπτικό πρόγραμμα Bell Telephone TV Hour μαζί με την LA Philarmonic υπό τον Zubin Mehta. Η ισοτρία λέει ότι για την περίσταση τους είχαν δώσει ένα κομμάτι του L. Bernstein πάνω στο οποίο αυτοσχεδίασαν.
Αφού η εισαγωγή είχε καλυφθεί τη σειρά στο δίσκο είχαν, όπως πάντα οι διασκευές.
Ο γνωστός ύποπτος, φίλος του συγκροτήματος και μεγάλος ευεργέτης Willie Bobo. Αυτός είχε μια γνωστή επιτυχία που λεγότανε Spanish Grease. Λίγο από δω λίγο από εκεί, τη βάλανε κάτω, καινούργια εισαγωγή, λίγη αλλαγή στους στίχους, δυό φωνές στην κιθάρα, με τον Neil στα αριστερά και τον Carlos στα δεξιά και να μια σχεδόν τεράστια τσα τσα επιτυχία.
Βέβαια μια διασκευή ίσον καμία. Για το λόγο αυτό ο Carlos παίρνει άλλο ένα γνωστό θέμα, από μια μέτρια επιτυχία ενός άγνωστου συγκροτήματος της εποχής των Emperors, με τίτλο Karate. Βέβαια δεν του άρεζε να μιλάει ένα κομμάτι του για καράτε. Αφού το συζητάει λίγο με τον συθέτη, βάζει τον Areas που μόλις είχε αναρρώσει να παίξει εκείνος φοβερά τύμπανα αντί του Shrieve, αλλάζει τους στίχους εντελώς, καλεί τα πνευστά των Tower of Power, πιάνει κι ο ίδιος ένα κρουστό και αφήνει ελέυθερο τον Neil να παίζει δαιμονισμένος με το wah wah το μοναδικό σόλο …και να: το everybody’s everything, ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου.
Μια και το κοινό είχε δεχτεί πολύ καλά το Oye como va, στρέφονται και πάλι στον άλλο δανειοδότη τον Tito Puente. Παίρνουν ένα από τα πιο πανηγυρτζίδικα κομμάτια του, το Para los rumberos, ένα καθαρά ξεσηκωτικό κομμάτι και το προσαρμόζουν στα μέτρα τους.
Κατά τα άλλα ο δίσκος είχε επίσης την βαρειά slow μπαλάντα Taboo, το Toussaint l’overture, με ελαφρά μεξικάνικη ροπή, το guaguanco Guajira τραγουδισμένο στα ισπανικά, άλλη μια λιγότερο γνωστή διασκευή το Jungle Strut του Gene Ammons και μια religious ροκ μπαλαντούλα το Everything’s is coming our way, τραγουδισμένο από τον ίδιο με την ψιλοφάλτσα του φωνή.
Μετά την μεγάλη επιτυχία των προηγούμενων δίσκων και την αναμονή του το ΙΙΙ γίνεται ανάρπαστο. Το εκπληκτικό εξώφυλλο της Joan Chase είναι το μόνο πιστό στα χνάρια των προηγούμενων, με την φιγούρα που απλώνει το χέρι στο σύμπαν. Στο εσώφυλλο στην φωτογραφία του γκρουπ δεσπόζει η ηγετική πλέον φυσιογνωμία του Carlos, ενώ όλοι οι άλλοι φαίνεται να σκέφτονται το αβέβαιο μέλλον τους. Ο δίσκος αν και περιέχει μεγάλες επιτυχίες θεωρείται ενας γενικά άνισος δίσκος που κλείνει κάπως άδοξα την τριλογία των πρώτων δίσκων (Satnana, Abraxas, III). Αμέσως μετά η παρακμή ολοκληρώνεται με το Live με τον Buddy Miles (μια μικρή παρένθεση) ανάμεσα στην πρώτη τριλογία και τον πρόδρομο – Caravanserai - της δεύτερης τριλογίας (Love devotion & Surrender, Welcome, Borboletta) της πιο παραγωγικής φάσης του Carlos 1972-1974.
Ο δίσκος δεν έχει τη φινέτσα του Abraxas ούτε την ωμή σκληράδα του πρώτου. Αντίθετα έχει μια προσποιητή αγριάδα, κύρια από την αναπόφευκτη αναμέτρηση των δύο κθαριστών, αν και γενικά φαίνεται ο Carlos ότι αδιαφορεί για τα πάντα (ήδη αρκετά χωμένος στις ουσίες) πολλές φορές αφήνοντας περισσότερο τόπο για τον Schon. Σαν δίδυμο, οι δυό κιθαρίστες δένουν, παρ όλα αυτά, αρμονικά, με τον Neil στο αριστερό κανάλι να έχει πιο λεπτό ήχο, χωρίς σώμα, μεγάλη ταχύτητα αν και μεγάλη τραχύτητα, και βρώμικο παίξιμο, ενώ ο Carlos εμφανίζεται πάντα συγκροτημένος, μελωμένος, χτυπώντας την καρδιά της νότας, αν και πιο λιτός και κερδίζοντας σε ένα αόρατο νήμα. Από την άλλη πλευρά η ηχογράφηση πάντα το αδικούσε, ακόμα και στο τελευταίο remaster των 35 ετών. Ο δίσκος χωλαίνει στο χαμηλό, έχοντας μόνο το εξαιρετικά βαθύ χαμηλό, (χαρακτηριστικό είναι το μπάσιμο του μπάσου στο no one to depend on, ή το Taboo). Από την άλλη οι μεσσαίες και οι υψηλές έχουν την τιμητική τους.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλεκτική έκδοση των 35 ετών, σε διπλό δίσκο με αρκετά bonus κομμάτια, και στο δεύτερο δίσκο όλο το άλμπουμ ζωντανά παιγμένο στο Fillmore, αλλά και μερικές εκπλήξεις όπως το In a silent way του Zawinul που φυσικά όλοι ξέρουμε από τον Miles Davis. Ο δίσκος είναι απαραίτητος για όλους τους φανατικούς.
Για την ιστορία η γνωριμία μου με τον δίσκο έγινε κάπου στην Δευτέρα γυμνασίου με μια κασέττα που στη μια μεριά είχε το III και στην άλλη το πολυαναμενόμενο Reflections του Μάνου. (η απογοήτευση και για τα δυό ήταν δεδομένη – αλλιώς τα περιμέναμε όλοι και τα δυό – ευτυχώς η ιστορία ανέτρεψε πολλά….)
35th anniversary edition 2006
Μετά την κολοσσιαία επιτυχία των δυό πρωτων δίσκων Santana και Abraxas η πίεση για κάτι ακόμα καλύτερο ήταν περισσότερο έντονη. Τα προβλήματα στο management ήταν ήδη φανερά και μέσα σ όλα υπήρχαν προβλήματα υγείας με τον στυλοβάτη του γκρουπ Jose Chepito Areas.
Ο Carlos απτόητος από τέτοια πράγματα κάνει μια κίνηση ματ και φέρνει στο συγκρότημα τον περκασιονίστα Coke Escovedo και τολμά να φέρει πάνω στο ίδιο πάλκο έναν μόλις 16χρονο βιρτουόζο κιθαρίστα, τον Neil Schon. Λίγοι θα τολμούσαν κάτι τέτοιο. Και όχι μόνο: του δίνει έναν ίσο ρόλο δίπλα του.
Έτσι αρχές του 71 μπαίνουν στο studio. Το υλικό? Όπως πάντα έπρεπε να υπάρχει το γνωστό opening track, σχεδόν κατά κανόνα instrumental.
Το μυστηριώδες Batuka με την εισαγωγή των κρουστών και μια σχεδόν funky επιδειξη με το καλημέρα των μεγάλων δυνατοτήτων του Neil Schon. Το κομμάτι παίχτηκε αρχικά για το τηλεοπτικό πρόγραμμα Bell Telephone TV Hour μαζί με την LA Philarmonic υπό τον Zubin Mehta. Η ισοτρία λέει ότι για την περίσταση τους είχαν δώσει ένα κομμάτι του L. Bernstein πάνω στο οποίο αυτοσχεδίασαν.
Αφού η εισαγωγή είχε καλυφθεί τη σειρά στο δίσκο είχαν, όπως πάντα οι διασκευές.
Ο γνωστός ύποπτος, φίλος του συγκροτήματος και μεγάλος ευεργέτης Willie Bobo. Αυτός είχε μια γνωστή επιτυχία που λεγότανε Spanish Grease. Λίγο από δω λίγο από εκεί, τη βάλανε κάτω, καινούργια εισαγωγή, λίγη αλλαγή στους στίχους, δυό φωνές στην κιθάρα, με τον Neil στα αριστερά και τον Carlos στα δεξιά και να μια σχεδόν τεράστια τσα τσα επιτυχία.
Βέβαια μια διασκευή ίσον καμία. Για το λόγο αυτό ο Carlos παίρνει άλλο ένα γνωστό θέμα, από μια μέτρια επιτυχία ενός άγνωστου συγκροτήματος της εποχής των Emperors, με τίτλο Karate. Βέβαια δεν του άρεζε να μιλάει ένα κομμάτι του για καράτε. Αφού το συζητάει λίγο με τον συθέτη, βάζει τον Areas που μόλις είχε αναρρώσει να παίξει εκείνος φοβερά τύμπανα αντί του Shrieve, αλλάζει τους στίχους εντελώς, καλεί τα πνευστά των Tower of Power, πιάνει κι ο ίδιος ένα κρουστό και αφήνει ελέυθερο τον Neil να παίζει δαιμονισμένος με το wah wah το μοναδικό σόλο …και να: το everybody’s everything, ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου.
Μια και το κοινό είχε δεχτεί πολύ καλά το Oye como va, στρέφονται και πάλι στον άλλο δανειοδότη τον Tito Puente. Παίρνουν ένα από τα πιο πανηγυρτζίδικα κομμάτια του, το Para los rumberos, ένα καθαρά ξεσηκωτικό κομμάτι και το προσαρμόζουν στα μέτρα τους.
Κατά τα άλλα ο δίσκος είχε επίσης την βαρειά slow μπαλάντα Taboo, το Toussaint l’overture, με ελαφρά μεξικάνικη ροπή, το guaguanco Guajira τραγουδισμένο στα ισπανικά, άλλη μια λιγότερο γνωστή διασκευή το Jungle Strut του Gene Ammons και μια religious ροκ μπαλαντούλα το Everything’s is coming our way, τραγουδισμένο από τον ίδιο με την ψιλοφάλτσα του φωνή.
Μετά την μεγάλη επιτυχία των προηγούμενων δίσκων και την αναμονή του το ΙΙΙ γίνεται ανάρπαστο. Το εκπληκτικό εξώφυλλο της Joan Chase είναι το μόνο πιστό στα χνάρια των προηγούμενων, με την φιγούρα που απλώνει το χέρι στο σύμπαν. Στο εσώφυλλο στην φωτογραφία του γκρουπ δεσπόζει η ηγετική πλέον φυσιογνωμία του Carlos, ενώ όλοι οι άλλοι φαίνεται να σκέφτονται το αβέβαιο μέλλον τους. Ο δίσκος αν και περιέχει μεγάλες επιτυχίες θεωρείται ενας γενικά άνισος δίσκος που κλείνει κάπως άδοξα την τριλογία των πρώτων δίσκων (Satnana, Abraxas, III). Αμέσως μετά η παρακμή ολοκληρώνεται με το Live με τον Buddy Miles (μια μικρή παρένθεση) ανάμεσα στην πρώτη τριλογία και τον πρόδρομο – Caravanserai - της δεύτερης τριλογίας (Love devotion & Surrender, Welcome, Borboletta) της πιο παραγωγικής φάσης του Carlos 1972-1974.
Ο δίσκος δεν έχει τη φινέτσα του Abraxas ούτε την ωμή σκληράδα του πρώτου. Αντίθετα έχει μια προσποιητή αγριάδα, κύρια από την αναπόφευκτη αναμέτρηση των δύο κθαριστών, αν και γενικά φαίνεται ο Carlos ότι αδιαφορεί για τα πάντα (ήδη αρκετά χωμένος στις ουσίες) πολλές φορές αφήνοντας περισσότερο τόπο για τον Schon. Σαν δίδυμο, οι δυό κιθαρίστες δένουν, παρ όλα αυτά, αρμονικά, με τον Neil στο αριστερό κανάλι να έχει πιο λεπτό ήχο, χωρίς σώμα, μεγάλη ταχύτητα αν και μεγάλη τραχύτητα, και βρώμικο παίξιμο, ενώ ο Carlos εμφανίζεται πάντα συγκροτημένος, μελωμένος, χτυπώντας την καρδιά της νότας, αν και πιο λιτός και κερδίζοντας σε ένα αόρατο νήμα. Από την άλλη πλευρά η ηχογράφηση πάντα το αδικούσε, ακόμα και στο τελευταίο remaster των 35 ετών. Ο δίσκος χωλαίνει στο χαμηλό, έχοντας μόνο το εξαιρετικά βαθύ χαμηλό, (χαρακτηριστικό είναι το μπάσιμο του μπάσου στο no one to depend on, ή το Taboo). Από την άλλη οι μεσσαίες και οι υψηλές έχουν την τιμητική τους.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλεκτική έκδοση των 35 ετών, σε διπλό δίσκο με αρκετά bonus κομμάτια, και στο δεύτερο δίσκο όλο το άλμπουμ ζωντανά παιγμένο στο Fillmore, αλλά και μερικές εκπλήξεις όπως το In a silent way του Zawinul που φυσικά όλοι ξέρουμε από τον Miles Davis. Ο δίσκος είναι απαραίτητος για όλους τους φανατικούς.
Για την ιστορία η γνωριμία μου με τον δίσκο έγινε κάπου στην Δευτέρα γυμνασίου με μια κασέττα που στη μια μεριά είχε το III και στην άλλη το πολυαναμενόμενο Reflections του Μάνου. (η απογοήτευση και για τα δυό ήταν δεδομένη – αλλιώς τα περιμέναμε όλοι και τα δυό – ευτυχώς η ιστορία ανέτρεψε πολλά….)