Όσο μειώνεις τις τιμές Ανδρέα αυξάνεις την συνδρομητική βάση και έτσι κάνεις απόσβεση της χασούρας σε εισαγωγικά από την αύξηση συνδρομητών.
Δυστυχώς δεν ισχύει απόλυτα. Πριν κάθε απόφαση, προφανός υπάρχει μια οικονομοτεχνική μελέτη όσον αφορά τις τιμές. Αυτή τη στιγμή, η αγορά της συνδρομητικής τηλεόρασης έχει χάσει μεγάλο μέρος της δυναμικής της μιας και όσοι ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο αυτής σε πολύ μεγάλο ποσοστό έχουν συνδρομητική τηλεόραση. Συνεπώς, για τη nova μιας και έχει κατά πολύ πιο ακριβή συνδρομητική τηλεόραση από τον ΟΤΕ, μια μείωση του full pack επί παραδείγματι από τα 50 ευρώ στα 25-30 ευρώ -επίτηδες το έριξα στην ίδια τιμή με του ΟΤΕ πάνω κάτω- σε υπάρχοντες και νέους συνδρομητές θα απαιτούσε τις διπλάσιες συνδρομές ίδιου είδους ώστε τα έσοδα να παραμείνουν τα ίδια. Ή, πιο σωστά, ακόμα και να διπλασιαζόντουσαν οι συνδρομές, θα αυξάνονταν αναλόγως τα έξοδα της εταιρίας ανά συνδρομητή. Συνεπώς, δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να φανεί και σίγουρα, η αγορά δεν έχει την αναγκαία δυναμική αυτή τη στιγμή για τέτοιες αυξήσεις σε συνδρομητική βάση.
Επιπλέον, όταν συνδέεται η σταθερή σου επιχειρηματικά με τη συνδρομητική τηλεόραση, δυστυχώς ή ευτυχώς, όποια κέρδη -ανά πακέτο- από ορισμένες, stand alone συνδρομές, πρέπει να συμψηφιστούν με ζημιές από bundles που περιέχουν τη τηλεόραση σχεδόν δωρεάν.
Ρεαλιστικά, αυτή τη στιγμή, κανένας από τους δύο δεν έχει περιθώριο να ρίξει τιμές και η αγορά είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Το penetration της τελευταίας δεκαετίας έχει πολλαπλασιαστεί και αυτό κυρίως με bundles που είχαν εξαιρετικά χαμηλές τιμές συνδρομητικής. Αυτό, εάν το διατηρήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι εις βάρος της σταθερής εάν είναι κερδοφόρα -ΟΤΕ- ή στη περίπτωση της Forthnet, οδηγεί σε μεγάλες ζημιές.