Το videoclip της ημέρας

17 June 2009
3,594
Kathlen "Bird" York - Have no Fear


http://www.youtube.com/watch?v=LXzchCVb7Ag


Have no fear in your heart
though you feel you've been broken and lost
there's a place where we will meet up again
there's a place that mends your hurt and takes you in
there are times faced alone
when you find all the holes in yourself
you don't have to walk the night on your own
I will say a prayer for you to lead you on
I will say a prayer for you when you have gone
 

ΠΕΤΡΑΛΙΑΣ ΝΙΚΟΣ

AVClub Addicted Member
3 February 2007
2,363
Αθήνα

Haagenti

AVClub Fanatic
18 November 2006
16,559
Ministry Of Silly Walks
Απ τα πιο αμφιλεγόμενα άλμπουμ τους,ίσως...έστω και εάν εκεί μέσα είχε "ρόλο" ο μέγας Fripp....αμφιλεγόμενο για τους άλλους,,όχι για μένα...ίσα ίσα που η σκοτεινή ατμόσφαιρα και παραγωγή (σε σχέση με προηγούμενα άλμπουμ η και επόμενα),,κατά κάποιο τρόπο με εμπνέει...οι επαναλαμβανόμενες κιθάρες είναι σήμα κατατεθέν των Opeth κατά βάση,,και Katatonia κατ' επέκταση....αυτοσχεδιασμοί,,υπάρχουν (στο τέλος),,,το trip των πρώτων δίσκων προσφέρεται με διαφορετικό τρόπο,,κάτι σαν επαγγελματικό τζαμαρισμα πλέον,,ωμό,,βίαιο,,σαν την εποχή μας ,,που ο απέναντί μας έχει ένα τζάμι μπροστά του,,,σαν το δικό μου,,μπορεί σε άλλες ίντσες,,,μπορεί με καλύτερη ανάλυση,,,,but still,,,it's fucking glass.......Άλλωστε ,, το concept,,προς τα κει το πάει...


http://www.youtube.com/watch?v=95QS3c_Tei4


Out at the train tracks
I dream of escape
But a song comes onto my iPod
And I realize it's getting late

And I can't take the staring
And the sympathy
And I don't like the questions "How do you feel?"
"How's it going in school?"
and "Do you wanna talk about it?"

Way out
Way out of here
Fade out
Fade out, vanish

And I'm trying to forget you
And I know that I will


In a thousand years, or maybe a week
Burn all your pictures, and cut out your face

The shutters are down and the curtains are closed
And I've covered my tracks
Disposed of the car
Trying to forget even your name and the way that you look
When you're sleeping
Dreaming of this

Way out
Way out of here
Fade out
Fade out, vanish
 

Haagenti

AVClub Fanatic
18 November 2006
16,559
Ministry Of Silly Walks
Αλλά αφού αναφέρθηκα στους Katatonia θα είναι κρίμα να μην βάλω κάτι από αυτούς στο καπάκι....από τον δίσκο που άφησαν για πρώτη (ίσως και τελευταία) φορά,τον εαυτό τους ελεύθερο,,απαλλαγμένο από σημαίες,,και έτοιμο να δημιουργήσει κάτι μοναδικό...

Δεν θυμάμαι πόσα κομμάτια έχει ο δίσκος,,,αλλά αντίστοιχα είναι και τα "δωμάτια" που πρέπει κάποιος να διαβεί για να αντικρίσει το φως...κάτι σαν τον "Κύβο" (την ταινία)...κλειστοφοβικό και εν μέρη επικίνδυνο ....


http://www.youtube.com/watch?v=7z1lntprsUw&feature=related




Visions come, visions come, in a sickroom bed
There's something left to learn
Pass them on, let it show
Let the rich meet death
Confront out own concern

See us sleep behind the glass unaware of crime
Will you wake us up before it is time

The red circle holds the only light
Break down my perspective
And notify everyone when the time is right
My mouth remains inactive

See us sleep behind the glass unaware of crime
Will you wake us up before it is time

So when you let me in
You let me justify
My own reward
You put your hands on me
Now I learn the words
I didnt know before

I am ice, I am clear
Let the world be cold
Our deliberation
Pass them on, let it show
Let the words come slow
Your constant incantation

See us sleep behind the glass unaware of crime
Will you wake us up before it is time

So when you let me in
You let me justify
My own reward
You put your hands on me
Now I learn the words
I didnt know before

Repeating cycle of light, no light
There's nothing in the air space
Theres no one in the air space
Repeating cycle
Of love, no love

See us sleep behind the glass unaware of crime
Will you wake us up before it is time

So when you let me in
You let me justify
My own reward
You put your hands on me
Now I learn the words
I didnt know before
 
Last edited:

Budda

Supreme Member
2 February 2009
3,734
Orc Village(Λουτσα)
Ικανοποίησε τα αιτήματα της εποχής του εκφράζοντας το νέο λαϊκό τραγούδι, ως ο σημαντικότερος τραγουδιστής της μεταπολεμικής περιόδου. Ερμηνεύοντας με ιδιαίτερο τρόπο τραγούδια των Βασίλη Τσιτσάνη, Απόστολου Καλδάρα, Στέλιου Χρυσίνη, Γεράσιμου Κλουβάτου και άλλων συνθετών γεφύρωσε το παλιότερο ρεμπέτικο ύφος -με τα αδρά χαρακτηριστικά- με τη νέα αντίληψη του μεταπολεμικού -κάποτε σκληρού λόγω συνθηκών- λαϊκού τραγουδιού.


Ο Τσαουσάκης δεν ήταν μόνο ο τραγουδιστής με τη «βροντερή ρεμπέτικη φωνή», όπως με μια πρώτη ακρόαση μπορεί να τη χαρακτηρίσει κάποιος, αλλά και εκείνος που με τη γλυκιά βραχνάδα, την εκφραστικότητα και την υποδόρια ευελιξία στο σπάνιο μέταλλό της -που περνούσε σε δεύτερο επίπεδο, κρυμμένη κάτω από την επιβλητικότητα της βαριάς εντύπωσής της- επηρέασε όσο κανένας άλλος τη νεότερη γενιά των τραγουδιστών και έγινε δάσκαλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Δίκαια ο Τσιτσάνης, ο οποίος τον ανακάλυψε στη Θεσσαλονίκη στην Κατοχή και τον κατέβασε στην Αθήνα για να ηχογραφήσει μαζί του το 1946, τον χαρακτήρισε «γίγαντα του μεταπολεμικού τραγουδιού».

1919-1945
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1919. Το 1922, με τον διωγμό, η οικογένειά του μετακινήθηκε και λίγο αργότερα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και έμεινε στην Άνω Πόλη, στο Κουλέ-Καφέ. Μικρό παιδί τραγουδούσε στο παραθύρι του σπιτιού του, απ’ όπου τον άκουγαν οι «παλιές γυναίκες» που αργότερα, όταν έβγαλε δίσκους, του έλεγαν πόσο ωραία τραγουδούσε μικρός. Οι πρώτες, όμως, επαγγελματικές δραστηριότητές του δεν είχαν σχέση με το τραγούδι. Σε νεαρή ηλικία έγινε παλαιστής. Πεχλιβάνης, όπως έλεγαν τότε στην τούρκικη ορολογία τους παλαιστές που πάλευαν αλείφοντας τα σώματά τους με λάδι. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Εργάστηκε ως επαγγελματίας παλαιστής και το 1940 πήγε εθελοντής φαντάρος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν ήδη στρατιώτης. Πολέμησε, και από ανδραγαθήματα στη μάχη έγινε λοχίας. Τους λοχίες τους λέγανε και τσαούσηδες, και έτσι πήρε το ψευδώνυμο Τσαουσάκης. Στον πόλεμο πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Σκληρός, όμως, όπως ήταν άντεξε τις κακουχίες, τον κίτρινο πυρετό, τα κρυοπαγήματα και τα βασανιστήρια. Στα χρόνια της Κατοχής γνωρίστηκε με τη γυναίκα του, Άννα Καδόγλου, από την Προύσα, με την οποία κλέφτηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1943. Τότε έπαιζε και τραγουδούσε με κομπανίες σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Εκεί γνωρίστηκε και συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Βασίλη Τσιτσάνη.



1946 - Συμβόλαιο με την Columbia.
Το ερέθισμα της φωνής του Τσαουσάκη για τον Τσιτσάνη ήταν μεγάλο. Με έντονη την επιρροή της φωνής του έγραψε πολλά από τα μεγάλα τραγούδια εκείνης της εποχής. Όταν το 1946 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, και με την επαναδραστηριοποίηση της δισκογραφίας ξεκίνησε τις φωνοληψίες, τον ήθελε οπωσδήποτε μαζί του. Η άρνηση του Τσαουσάκη να κατέβει στην Αθήνα και να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής των δίσκων ανάγκασε τον Τσιτσάνη να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του με τον κουμπάρο του, αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή ο οποίος, τελικά, τον έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας και να κατέβει κι εκείνος στην Αθήνα. Τα Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά και Ο ζητιάνος ήταν τα πρώτα τραγούδια της συνεργασίας τους που έγινε στην Odeon. Η μετάβαση συνθέτη και τραγουδιστή στην Columbia στα τέλη του ’46 είχε ως αποτέλεσμα η συνεργασία αυτή να αποτυπωθεί, σχεδόν στο σύνολό της, στους δίσκους της Columbia-His Masters Voice και να μείνει ως μία από τις ιστορικότερες συνεργασίες -ανάμεσα σε έναν συνθέτη και έναν τραγουδιστή- που έγιναν ποτέ. Ο Τσαουσάκης υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia στις 6 Νοεμβρίου 1946. Η αμοιβή των καλλιτεχνών τότε γινόταν βάσει του αντιτίμου της τιμής λιανικής πωλήσεως ενός δίσκου 25 εκατοστών, κοινής κατηγορίας, πολλαπλασιασμένης επί… Στο πρώτο συμβόλαιο ο Τσαουσάκης αμείφτηκε με την τιμή 5 δίσκων, ενώ το 1952 είχε φτάσει να αμείβεται με την τιμή των 18 δίσκων! Αυτή, ίσως, ήταν και η μεγαλύτερη αμοιβή για λαϊκό καλλιτέχνη εκείνη την εποχή.

Ο Τσιτσάνης για τον Τσαουσάκη.
Όταν στα 1976 ο Τσιτσάνης φιλοξενήθηκε στο Τρίτο Πρόγραμμα, στην εκπομπή της Σοφίας Μιχαλίτση, είχε πει για τον Τσαουσάκη: «Έρχομαι τώρα να πω δυο λόγια για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, για τη βροντερή ρεμπέτικη φωνή του. Έχει τραγουδήσει περισσότερα από 150 τραγούδια μου. Γίνανε σχεδόν όλα επιτυχίες. Είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν αξιοποίησε αυτές τις επιτυχίες και προτίμησε την ησυχία, τον απομονωτισμό. Είναι ο μεταπολεμικός γίγαντας του λαϊκού τραγουδιού. Κι αυτός ήταν αποκάλυψίς μου».
Στον Κώστα Χατζηδουλή: «Ο Τσαουσάκης είναι η μεγάλη μου αποκάλυψη του ’46. Τον έφερα από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τον είχα προπαρασκευάσει τέλεια από την Κατοχή. Ήταν έτοιμος για δίσκους! Το αντιλαμβάνεσαι; Τα τραγούδια που έγραφα πάνω στη φωνή του αργότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και λίγο μετά, τα τραγουδούσαμε ντουέτο στους δίσκους και γίνονταν αμέσως μεγάλες επιτυχίες. Ήταν συνταρακτικός ερμηνευτής στην εποχή του, μέχρι και σήμερα αναντικατάστατος. Δεν υπήρξε τυχαίος τραγουδιστής ο Τσαουσάκης. Τι νόμιζες; Ο Πρόδρομος υπήρξε η πιο γνήσια, η πιο αντιπροσωπευτική λαϊκή φωνή! Να το ξέρεις αυτό! Είναι ο πρώτος που εμπιστεύτηκα τη Συννεφιασμένη Κυριακή, το 1948. Ήταν βυζαντινός αυτός• τρομερός. Οι εκτελέσεις του αριστουργηματικές, ανεπανάληπτες…»

Θεσσαλονίκη, Κατοχή, Συννεφιασμένη Κυριακή και Αχάριστη.
Η Συννεφιασμένη Κυριακή γράφτηκε στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη και γραμμοφωννήθηκε το 1948 με πρώτους εκτελεστές τον Πρ. Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σε μια παλιά του συνομιλία με τον Κώστα Χατζηδουλή, μέρος της οποίας είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Αυγή στις 20 Φεβρουαρίου 1977, περιέγραφε όλη την ιστορία της: «Στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της κατοχής εμπνεύστηκα τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στον τόπο μας, με το φόβο, την πείνα, τη δυστυχία, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα της εποχής που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μουσική του. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας, τότε που όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δεν προσκύνησε κατακτητή, που δεν σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνον ένα περιστατικό της Κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της ολόκληρη την περίοδο αυτή. Ότι είχα μέσα μου, ότι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα μ’ αυτό το τραγούδι μου. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή και το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωσή του από την μια άκρη μέχρι την άλλη με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής». Για την περίοδο εκείνη, της Θεσσαλονίκης, ο Πρ. Τσαουσάκης αφηγήθηκε στη Σοφία Μιχαλίτση, στο Τρίτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας, στα μέσα της δεκαετίας του 70: «Στην Κατοχή το 1942 δουλεύαμε σ’ ένα κέντρο πίσω από το Καραβάν σαράι που είναι τώρα η δημαρχία. Υπήρχε ένα κέντρο που λεγότανε Μποέμ. Εργαζόμασταν εκεί. Εγώ, ο Τσιτσάνης και κάποιος άλλος συνάδελφος Τσανάκας Γεώργιος. Εκείνο το πρωινό, ήτανε Κυριακή, άργησε ο Τσιτσάνης να ’ρθει και τον περιμέναμε για δουλειά. Δουλεύαμε τα μεσημέρια γιατί το βραδάκι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε πολύ, ήτανε Κατοχή. Και έρχεται… ο Βασίλης, χαμογελάει κι εμείς έχουμε νευριάσει. Του λέμε «γιατί Βασίλη άργησες; Περιμένουμε, δεν ξέρεις, είναι κατοχή τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά». Μου λέει: «Εσύ να σωπαίνεις». «Γιατί Βασίλη να σωπαίνω»; του λέω. «Άκου τι έχω γράψει», λέει, και τότε μας παρουσίασε την Αχάριστη, τον Κατάδικο που λέμε».

Τέλος εποχής.
Η συνεργασία Τσαουσάκη - Τσιτσάνη κράτησε μέχρι το 1951 που ο συνθέτης διέκοψε για κάποιο διάστημα τη συνεργασία του με την Columbia και επέστρεψε στην Odeon. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων τραγουδιών του Θεσσαλονικιού μπουζουξή και συνθέτη Χρήστου Μίγκου, του Κ. Καπλάνη, του Απ. Καλδάρα, του Γ. Μητσάκη, του Γ. Παπαϊωάννου και του Στέλιου Χρυσίνη, τη βάση του ρεπερτορίου του τραγουδιστή, την πρώτη πενταετία, αποτέλεσαν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. Λέγεται πως ακόμη και αυτές οι εμβόλιμες συνεργασίες του Τσαουσάκη με άλλους συνθέτες κλόνισαν τη σχέση συνθέτη και τραγουδιστή, μιας και ο Τσιτσάνης, ο οποίος θεωρούσε τον Τσαουσάκη ανακάλυψή του, ήθελε τον απόλυτο έλεγχο. Όποια κι αν είναι η εξήγηση, σημασία έχει πως από το 1951 και μετά δεν υπήρξε, επίσημα τουλάχιστον, ποτέ ξανά συνεργασία ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Τσαουσάκη. Ούτε ακόμη όταν το 1956 ο Τσιτσάνης επέστρεψε δυναμικά στην Columbia με την οποία ο Τσαουσάκης είχε, πια, τυπικά συνεργασία. Ακόμη, λέγεται πως ο Τσιτσάνης δώρισε στον Τσαουσάκη κάποια τραγούδια, μεταξύ των οποίων και ορισμένα τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά το 1952, όταν εκείνος δεσμευόταν από το νέο του συμβόλαιο με την Odeon. Ακόμη κι αν είναι έτσι, τότε γιατί μετά το 1955, όταν συνθέτης και τραγουδιστής βρέθηκαν ξανά υπό την ίδια δισκογραφική στέγη, δεν συνεργάστηκαν; Εδώ θίγεται και ένα άλλο θέμα το οποίο αφορά στη συνθετική ιδιότητα του Πρόδρομου Τσαουσάκη η οποία, όπως και στην περίπτωση άλλων τραγουδιστών, αμφισβητείται. Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέγεθος της συμβολής του στη δημιουργία αυτών των τραγουδιών. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι η σκιά που περιβάλλει τις περιπτώσεις των τραγουδιστών-συνθετών (Γεωργακοπούλου, Χασκήλ, Στελλάκης, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Καζαντζίδης κ.ά.) δεν πρόκειται να φύγει ποτέ, όσο υπάρχει ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα, ακόμη κι αν αποδειχθεί περίτρανα ότι τα τραγούδια ήταν δικά τους.

«Ο Τσαουσάκης ήταν η πραγματική φίρμα».
Μέχρι το 1952-’53 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν ο πρώτος τραγουδιστής της Columbia. Ερμήνευσε όλους τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής και επηρέασε τη νέα γενιά των τραγουδιστών. Είναι γνωστό σε όλους το πόσο επηρέασε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο ξεκίνημά του. Αποκαλυπτικά είναι όσα αναφέρει ο Θόδωρος Δερβενιώτης: «Το δεύτερό μου τραγούδι, με τίτλο Στον κόσμο αυτόν τα βάσανα, είχε πάλι στίχους του Βασιλειάδη. Εντάσσεται κι αυτό στα μετεμφυλιακά τραγούδια που λέμε. Όταν μου είπανε ότι το τραγούδι μου αυτό το ενέκρινε η εταιρεία και θα το πει ο Τσαουσάκης, εγώ δεν το πίστεψα. Ο Τσαουσάκης ήταν μεγάλη φίρμα, κάτι σαν Καζαντζίδης της εποχής εκείνης. Αλλά ήτανε πολύ καλό και χρυσό παιδί. Δεν είχε άλλα τραγούδια να πει, κι αφού τελείωσε την ηχογράφηση τους χαιρέτησε όλους και σηκώθηκε να φύγει. Εγώ είχα βγει έξω απ’ το στούντιο και ήμουνα εκεί στον κήπο. Πέρασε από κοντά μου. “Γεια σου, ρε Θόδωρα, και σ’ ευχαριστώ πολύ”, μου λέει και μου πιάνει το χέρι… Και θα έμεινα εκεί ένα τέταρτο και παραμιλούσα: “Μα τι έγινε; Μου είπε ότι μ’ ευχαριστεί εμένα; Εμένα που είμαι άγνωστος, καινούργιος, αρχάριος; Και μου είπε το τραγούδι μου! Εγώ έπρεπε να τον ευχαριστήσω… Και μου έφυγε μέσα απ’ τα χέρια μου και δεν πρόλαβα…” Αυτός ήταν ο Πρόδρομος! Σαν τον Τσαουσάκη δεν γνώρισα άλλους, τόσο απλούς, τόσο καταδεκτικούς, γελαστούς... Με την πρώτη στιγμή γινότανε φίλος σου, ενώ οι άλλοι κρατούσανε αποστάσεις, το παίζανε φίρμες… Όμως ο Τσαουσάκης ήταν η πραγματική φίρμα! Γίναμε γρήγορα πολύ καλοί φίλοι, και με υποστήριξε όσο μπορούσε. Του χρωστάω πολλά… Ο άνθρωπος αυτό ήταν… Άνθρωπος!» (Από το βιβλίο Νέαρχος Γεωργιάδης - Τάνια Ραχματούλινα Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.)

Με τον Απόστολο Καλδάρα.
Πολύ δυνατή ήταν η συνεργασία του Τσαουσάκη με τον Απόστολο Καλδάρα, οι οποίοι με τα χρόνια συνδέθηκαν με βαθιά φιλία. Πολλά κυριακάτικα πρωινά, μάλιστα, όπως ανέφερε στον Πάνο Γεραμάνη ο γιος του Πρόδρομου, Δημήτρης, πήγαιναν κατευθείαν μετά τη δουλειά στην εκκλησία, στους Άγιους Πάντες, όπου ο Τσαουσάκης έψελνε και μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι για καφέ. Τα πρώτα τραγούδια τους έγιναν το 1949 με δεύτερη φωνή την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και την ορχηστική επιμέλεια του Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος έπαιξε μπουζούκι μαζί με τον Στέλιο Χρυσίνη και ήταν τα Γυναίκα απ’ το σωρό και Ας με κρίνει η κοινωνία. Ακολούθησαν σπουδαία τραγούδια όπως τα Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, Εσύ πασά μου φάε και πιες, Δεν ζούμε εμείς οι μάγκες, Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, Μια στενοχώρια που έχω απόψε κ.ά. Του Καλδάρα ήταν και τα τελευταία τραγούδια που είπε ο Τσαουσάκης στην Columbia, σε μια εποχή που εμφανίζονταν στο κέντρο Παλόμα στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με την Καίτη Πετράκη (με την οποία αμέσως μετά ο Καλδάρας έφυγε στην Αμερική), τον Μάρκο Μιχαλά ή Μαρκάκη μπουζούκι, και άλλους. Παλαιότερα είχαν εμφανιστεί μαζί στου Θείου, λίγο πιο πάνω από την Παλόμα, στην περιοχή Βλάχου στα σύνορα Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας και Μεταμόρφωσης. Για την εποχή εκείνη (1957-1958) ο Τάκης Μπίνης αναφέρει: «Τότε, αρχή φθινοπώρου ήταν, δούλευα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη στην Παλόμα του Βασίλη Πετρόπουλου, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με τον Τσαουσάκη ήταν η πρώτη συνεργασία, αν και γνωριζόμασταν από παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Δεν συνεργαζόμασταν γιατί ήμασταν σχεδόν το ίδιο πράγμα, τα ίδια τραγούδια λέγαμε, και ήμασταν κι οι δυο σοβαροί και αυστηροί τραγουδιστές. Σπουδαίος ερμηνευτής και ο Πρόδρομος. Εκεί χωρίσαμε τα τραγούδια και έκανε ο καθένας το δικό του πρόγραμμα. Μπουζούκι είχαμε τον Μαρκάκη. Είχαμε και μια γυναίκα. Από αυτό το μαγαζί έφυγα για την Αμερική, μόλις ήρθε η βίζα μου. Άφησα το μαγαζί και έφυγα. (Ιωάννας Κλειάσιου - Τάκης Μπίνης, βίος ρεμπέτικος, εκδόσεις Ντέφι)

1955-1959 Τα δύσκολα χρόνια.
Είναι εντυπωσιακή η δισκογραφική πτώση του Τσαουσάκη σε αυτή την εποχή. Από το 1955 έως το 1960, που μετέβη στην RCA Victor, ηχογράφησε μόνο12 τραγούδια! Όσα, δηλαδή, το 1953 ηχογράφησε σε λίγους μήνες. Η νέα εποχή, στην οποία το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του, τον είχε περιθωριοποιήσει, όπως και άλλους παλιούς τραγουδιστές (τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Τάκη Μπίνη κ.ά.)

Ο Στέλιος και ο Πρόδρομος.
Η πρώτη τριετία του Στέλιου Καζαντζίδη στο τραγούδι, από τα τέλη του 1952 μέχρι και τις αρχές του 1955, έχει έντονο το στίγμα της επιρροής της φωνής του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Το έλεγε κι ο ίδιος: «…τον λάτρευα και τον είχα για ίνδαλμά μου, γιατί η φωνή μου είχε αδελφωθεί με τη δική του, κι όταν πρωτοβγήκα στη δουλειά όχι μόνο τραγουδούσα το ρεπερτόριο του Τσαουσάκη, αλλά προσπαθούσα να τον “κάνω” κιόλας. Προσπαθούσα να του μοιάσω…» Ήταν τέτοια η επίδραση του Τσαουσάκη που ο Καζαντζίδης, παρότι αργότερα βρήκε τον δρόμο του και έφτιαξε τη δική του αυτοκρατορία, δεν ξεπέρασε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά επέστρεφε σε αυτή την αναφορά της πρώτης νιότης του στο τραγούδι, η οποία είχε αφήσει βαθύ το χάραγμά της. Στη δισκογραφία επανεκτέλεσε αρκετά από τα τραγούδια εκείνα που άκουγε πριν γίνει τραγουδιστής ή ακόμη όταν ξεκινούσε δειλά-δειλά από τα εργοστάσια και τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας. Στις παρέες του αυτά τα τραγούδια είχαν ξεχωριστή θέση. Τραγούδια που είχαν μείνει με τη φωνή του Τσαουσάκη, και ο Καζαντζίδης θυμότανε ακέραια, λέγοντας όλους τους στίχους. Το αμαρτωλό σου σώμα, Ο χωρισμός με πλήγωσε, Πλήγωσέ με, Θέλω βαριά να κοιμηθώ κ.ά.


Μη μου πατάτε το ζωνάρι.
Με την πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου το 1960 επανήλθαν στο προσκήνιο και τη δισκογραφία αρκετά από τα πρόσωπα της παλιότερης εποχής, όπως ο Μάρκος, ο Στράτος, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου και άλλοι. Σε αυτή την εποχή μπήκαν τα θεμέλια της δεύτερης καριέρας του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Μια εποχή κατά την οποία το ρεπερτόριό του και η λογική της ερμηνείας του άντλησαν την εκφραστική και τη δυναμική τους από τη ρεμπέτικη περίοδο με τα μάγκικα τραγούδια και τη μακρόσυρτη εκφορά των λέξεων που έγινε το σήμα κατατεθέν του. Αυτή η περίοδος του ρεπερτορίου και της φωνής του, που συμπίπτει με την εμφάνιση των δίσκων 45 στροφών, είναι και εκείνη που κυριάρχησε στα νεότερα χρόνια, σαφώς εις βάρος της πρώτης εποχής του γραμμόφωνου στην οποία υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές. Στην RCA Victor, με την οποία συνεργάστηκε μέχρι το 1963, ηχογράφησε 43 τραγούδια και τα περισσότερα έγιναν επιτυχίες. Σε αυτό το ρεπερτόριο τον συνόδευσαν μπουζουξήδες όπως ο Γ. Τσιμπίδης, ο Ευάγγ. Μπαλλής, ο Αντ. Κατινάρης και ο Σπ. Λιώσης. Το Πιτσιρικάκι, του Γιώργου Ροβερτάκη, έγινε το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής της δεύτερης, όψιμης, καριέρας που συνεχίστηκε στην Odeon-Parlophone μέχρι το 1970. Όλη αυτή την εποχή ο Τσαουσάκης τραγούδησε και στα λαϊκά μαγαζιά στο Αιγάλεω, το Περιστέρι και το Χαϊδάρι (τότε συνεργάστηκε και με το Μάρκο), ή ακόμη και στην επαρχία και σε πανηγύρια, στα οποία έλεγε μέχρι και δημοτικά τραγούδια... Η φωνή του μπορεί να μην είχε τη γοητεία και τη συγκίνηση της πρώτης εποχής, αλλά, πλέον έπεφτε βαριά και μάγκικη: Όπου πατώ το πόδι μου, Να καεί το πελεκούδι. Αυτή την περίοδο ο Τσαουσάκης στηρίχτηκε από τον Θόδωρο Δερβενιώτη και τον Κώστα Βίρβο, ενώ έγραψε και πάρα πολλά δικά του τραγούδια. Το 1976 ηχογράφησε τα τελευταία τραγούδια στην Panivar μ’ έναν μεγάλο δίσκο στον οποίο η φωνή του ακουγόταν πολύ βαριά και δύσκαμπτη. Είχε υποστεί όχι μόνο τη φθορά του χρόνου αλλά και των καταχρήσεων. Ήταν γνωστό το πόσο του άρεσε το ούζο. Έφυγε σε ηλικία 60 χρόνων στις 23 Οκτωβρίου 1979. Ο ένας από τους δύο γιους του, ο Δημήτρης, που έπαιζε μαζί του από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μπουζούκι και αργότερα ντραμς, συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του τραγουδώντας και εκείνος με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο Τσαουσάκης έμεινε στη συνείδηση των περισσοτέρων, σαν ένας από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου και μάγκικου τραγουδιού.


http://www.youtube.com/watch?v=9KwxVbMydwk

http://www.youtube.com/watch?v=Vv14QVtUtjw&feature=related
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,852
Εξάρχεια
http://www.youtube.com/watch?v=Pp2esmG3gj0&feature=related


Γράμμα σ' έναν ποιητή
(Στίχοι Νίκου Καββαδία)

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ´ αυτές απλά να σε σύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ´κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες τ ´αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ´ αυτές απλά να σε σύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες
Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει...
 

christos

Supreme Member
6 August 2006
5,483
πέρα μαχαλάς
Al Kooper/Mike Bloomfield: Season of the Witch (Live)http://www.youtube.com/watch?v=jXdEDcY79vE&feature=related

Al Kooper (born Alan Peter Kuperschmidt; February 5, 1944) is an American songwriter, record producer and musician, probably best known for organizing the group Blood, Sweat & Tears, though he did not stay with the group long enough to share its popularity. He provided studio support for Bob Dylan when he went electric in 1965, and also brought together guitarists Mike Bloomfield (Paul Butterfield Blues Band) and Stephen Stills (Buffalo Springfield, CSNY) to record the Super Session album.
http://en.wikipedia.org/wiki/Al_Kooper

Michael Bernard "Mike" Bloomfield (July 28, 1943 – February 15, 1981) was an American musician, guitarist, and composer, born in Chicago, Illinois, who became one of the first popular music superstars of the 1960s to earn his reputation entirely on his instrumental prowess.[citation needed] Respected for his fluid guitar playing, Bloomfield, who knew and played with many of Chicago's blues legends even before he achieved his own fame, was one of the primary influences on the mid-to-late 1960s revival of classic Chicago and other styles of blues music. In 2003 he was ranked at number 22 on Rolling Stone's "100 Greatest Guitarists of All Time".[1]

http://en.wikipedia.org/wiki/Mike_Bloomfield
 
Last edited:
17 June 2006
62,722
Χολαργός
http://www.youtube.com/watch?v=jw1QQHTTOYA&p=779C2C9308255CF8&playnext=1&index=20

This is why events unnerve me,
Define it all, a different story,
Notice whom for wheels are turning,
Turn again and turn towards this time,
All she ask's the strength to hold me,
Then again the same old story,
Word will travel, oh so quickly,
Travel first and lean towards this time.

Oh, I'll break them down, no mercy shown,
Heaven knows, it's got to be this time,
What she heard, these things she said,
The times she cried,
Too frail to wake this time.

I break them down, no mercy shown,
Heaven knows, it's got to be this time,
Avenues all lined with trees,
Picture me and then you start watching,
Watching forever, forever,
Watching love grow, forever,
Letting me know, forever.

JOY DIVISION:Ceremony