- 17 June 2006
- 14,350
Enrico Pieranunzi, Marc Johnson, Joey Baron: Live in Japan (Camjazz 2XCD-2007)
Ο Enrico Pieranunzi γεννήθηκε στη Ρώμη το 1949 και διαθέτει μια αξιοζήλευτη Ακαδημαϊκή παιδεία. Ξεκίνησε με την προοπτική να γίνει κοντσερτίστας του πιάνου. Στο δρόμο, του έκλεψε την ψυχή ο Bill Evans. Ακολούθησε μια πορεία που θύμιζε Δόκτορα Τζέκυλ και κύριο Χάϋντν: στη διάρκεια της ημέρας δίδασκε ανώτατα θεωρητικά και Κλασσικό πιάνο στο Κονσερβατουάρ του Frosinone. Ηταν ο βασικός πιανίστας στην ορχήστρα των κινηματογραφικών στούντιο που ηχογραφούσε τη μουσική για ταινίες του Ennio Morricone. Τα βράδια έπαιζε τζάζ. Η είσοδός του στη δισκογραφία χρονολογείται από το 1975.
Ο Pieranunzi είναι Ιταλός μέχρι το μεδούλι. Ακούς τη μουσική του και τη νιώθεις να έρχεται κατευθείαν μέσα από τις ταινίες της Τσινετσιτά του '60, γεμάτη Τραγούδι, μελόδραμα, νοσταλγία, ενοχή και τη λατρεία της γυναίκας. Είναι επίσης ρομαντικός, αλλά με την πρωταρχική σημασία του όρου: τη μια λυρικός και λεπταίσθητος, την άλλη παρορμητικός και καταρρακτώδης. Αλλοτε τολμηρός κι άλλοτε να παλινωδεί αβέβαιος. Άλλες φορές να σαρκάζει κι άλλες πάλι ενδοσκοπικός και στοχαστικός. Πάντα φλογερός και παλλόμενος. Δεδομένης της παιδείας του, ώρες ώρες έχεις την εντύπωση πως ακούς λέκτορα να δίνει διάλεξη σε χαμαιτυπείο: ένα σκανδαλιστικό κοκτέηλ, φτιαγμένο από απόηχους του Schubert και του Schumann, ιριδισμούς που φέρνουν στο νού τον Debussy, δριμύτητα και καυστικότητα που παραπέμπουν στον Prokofiev, καρυκευμένο με ισχυρές δόσεις ιλαροτραγωδίας, εξωτισμού, σύγχρονης έντεχνης μουσικής, blues και post-bop. Αν, για πολλούς, το σύγχρονο piano-trio ορίζεται στις μέρες μας από τύπους σαν τον Esbjorn Svenson, τον Brad Mehldau, τους Bad Plus ή τον Keith Jarrett, εδώ τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη: ο Pieranunzi είναι στον αντίποδα όλων αυτών. Σαν πιανίστας είναι εξαιρετικά ταπεινόφρων: το παίξιμό του δεν είναι ποτέ ναρκισσιστικό και φιλάρεσκο. Δεν θα τον ακούσεις ποτέ να ακκίζεται ασύστολα, όπως κάνουν συχνά πολλοί από τους ομότεχνούς του. Καλλιτεχνικά, το τρίο του είναι υπόδειγμα εσωτερικής δημοκρατίας, πειθαρχίας και πολύ -μα πάρα πολύ...- σκληρής δουλειάς.
Από το 1984, οι βασικοί του συνεργάτες είναι ο Marc Johnson στο μπάσο και ο Joey Baron στα τύμπανα. Οι τρείς μουσικοί ξέρουν ο ένας τον άλλο απέξω κι ανακατωτά και βρίσκονται με κλειστά μάτια, ακόμα και μέσα στους πιο Δαιδαλώδεις αρμονικούς λαβύρινθους.
Το “Live in Japan” είναι απάνθισμα από τις 5 συναυλίες που έδοσε το τρίο στην Ιαπωνία το 2004. Κυκλοφόρησε πέρυσι και είναι ανάμεσα στα 4 ή 5 καλύτερα άλμπουμ piano-trio των τελευταίων χρόνων. Στη διάρκεια των 2 CDs, ο ακροατής του περνάει από 40 κύματα.
Καταρχήν ο μπασίστας είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους μάστορες στο όργανό του. Τα σόλο του ξεχειλίζουν από ενέργεια και κάνει συνέχεια μελωδικούς υπαινιγμούς. Μαζί με τα παραδοσιακά του καθήκοντα, τον ακούς κάθε τόσο να αφήνεται σε μελωδικές αναστροφές, να γρατζουνάει τις χορδές του ή να στήνει μια πανδαισία από μικρά κομψά riffs που τα σκορπίζει εδώ κι εκεί να φτεροκοπούν ολοτρίγυρα – σαν σημαδούρες που σε βοηθούν να μη χάνεις το νήμα, καθώς το πιάνο και τα τύμπανα ξεχύνονται σε εκρηκτικούς free διάλογους, βίαιες πολυρυθμικές πολυφωνίες που σπρώχνουν τα όρια της τονικότητας. Ο ντράμερ διαθέτει γρήγορα ανακλαστικά και είναι από τους πιο μελωδικούς στην πιάτσα, άλλοτε χρωματικός κι άλλοτε να συνδιαλέγεται πυρετικά με τους άλλους δύο ή να τους σπιρουνίζει με έναν καταιγισμό από τονικά και ρυθμικά κοντράστ.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια του άλμπουμ, σε θαμπώνει αυτή η αναζωογονητική αίσθηση περιπέτειας, η ετοιμότητα, η επαγρύπνηση και η σβελτάδα που χαρακτηρίζουν τη μεγάλη τζάζ: οι μουσικοί δημιουργούν κυριολεκτικά “στην Αρένα”, μπροστά στο κοινό, χωρίς περιθώρια για λάθη, χωρίς τη δυνατότητα για διορθώσεις, σβησίματα, αναθεωρήσεις και δεύτερες σκέψεις. Ξέρουν στιγμιαία τι να παραλείψουν ή πότε ο πίνακας είναι τελειωμένος και πλήρης: πότε να προσδιορίσουν μια φράση, πώς να τη στολίσουν, που να υπερθεματίσουν και πότε να κλείσουν.
Οι μεγάλες στιγμές είναι οι 2 αφηρημένες εξπρεσιονιστικές σουίτες, συλλογικοί αυτοσχεδιασμοί με διάρκεια γύρω στα 15 λεπτά ο καθένας στον πρώτο δίσκο κι άλλος ένας, 11λεπτος, στο δεύτερο. Πλαισιώνονται από 4 συνθέσεις του Morricone, 6 του πιανίστα και μία του ντράμερ.
Από τα 110 περίπου λεπτά της συνολικής διάρκειας, δεν πετάς το παραμικρό.
Last edited: