Ξεκίνησα να προσανατολίζω το μυαλό μου και να συγκεντρώνω τις σκέψεις μου για το έργο που επιχειρώ σήμερα να παρουσιάσω, εδώ και μια εβδομάδα έχοντας σαν αρχικό στόχο ένα μέρος του, που μου δημιουργούσε ανέκαθεν εξ επαγωγής την πιο ανθρώπινη αίσθηση του Παραδείσου που έχω νιώσει, αν και βραχύβια.
Στην πορεία συνειδητοποίησα πως, αν και έχω το έργο στη δισκοθήκη μου για περισσότερο από είκοσι χρόνια, δεν είχα αντιληφθεί τη συγκλονιστική του ουσία, γιατί η βελόνα του πικάπ μου απέφευγε συστηματικά το τελευταίο, μεγαλύτερο και πλέον ‛δυσάρεστο’ μέρος του, το τελευταίο.
Η 6η συμφωνία του Μάλερ είναι μοναδική στη δομή της, στις συνθήκες δημιουργίας και στην επίδραση που είχε πάνω στο συνθέτη, μα κυρίως στην ειλικρίνεια, την προφητική και ενορατική της δύναμη και στην μοιραία, συντριπτική βιαιότητα με την οποία εκμηδενίζει το ίδιο το υποκείμενο της. Ο Φουρτβαίγκλερ την είχε χαρακτηρίσει ως «το μοναδικό μηδενιστικό έργο στην ιστορία της Μουσικής», ο Σαίνμπεργκ και ο Μπέργκ την είχαν αντικείμενο μελέτης και ο τελευταίος μάλιστα δήλωνε πως πλην της Ποιμενικής, είναι η μοναδική έκτη συμφωνία.
Γράφτηκε τα καλοκαίρια του 1903 και 1904, σε μια εποχή που οι συνθήκες τις ζωής του συνθέτη ήταν καλύτερες από ποτέ. Στην αρχή του γάμου του με την Άλμα, έχοντας κάνει την πρώτη τους κόρη, νεοδιορισμένος διευθυντής της Αυτοκρατορικής Όπερας της Βιέννης, θέση υψηλότατου κύρους.
Αντικείμενο της προβληματικής της συμφωνίας, ήταν όπως σ’ όλα τα έργα του, ο Αγώνας της Ζωής. Μορφολογικά είναι το πλέον κλασσικό έργο του συνθέτη, σε τέσσερα μέρη, τα δύο ακραία σε τριμερή εσωτερικά, μορφή σονάτας, ένα σκέρτσο και ένα αργό μέρος. Μόνο που εδώ το κλασσικό οικοδόμημα δεν είναι κομψή έπαυλη δια χειρός Χάυδν, ούτε πολύβουο αστικό θέατρο δια χειρός Μπετόβεν. Εδώ είναι μαυρισμένη βιομηχανία του 20ού αιώνα, μεταλλουργία, με χυτήρια, πρέσες και σφυριά. Το μέγεθος της ορχήστρας που απαιτεί είναι γιγάντιο, με πολλαπλά ενισχυμένα χάλκινα (8 κόρνα, 6 τρομπέτες, 4 τρομπόνια και τούμπα) και μια πανστρατιά κρουστών, ορισμένα από τα οποία εισάγονται για πρώτη φορά στην ορχήστρα, όπως π.χ. τα τσελέστα ή ακόμη περισσότερο, τα αγελαδοκούδουνα (!!) και ένα εξ αυτών, το διαβόητο σφυρί του τέταρτου μέρους δεν υπήρχε καν (!!!). Και όμως όλα αυτά η μουσική τα δένει σε μια συγκινητική και υποβλητική ενότητα, σε σημείο που ορισμένες φορές νομίζω πως αναφέρονται σε έναν οργανισμό, με τα έγχορδα να είναι το μυικό, τα πνευστά το κυκλοφοριακό και τα κρουστά το νευρικό του σύστημα.
Ο Αγώνας ξεκινά με το άγριο εμβατήριο της αρχής του πρώτου μέρους όπου και παραθέτονται μια πληθώρα μουσικών θεμάτων, ορισμένα εκ των οποίων θα αποτελέσουν και βασικά δομικά στοιχεία σε όλο το έργο, συμβολίζοντας είτε απειλές της Μοίρας και αντιξοότητες, είτε αντερείσματα ελπίδας και προοπτικής. Η μουσική γραφή του Μάλερ είναι – κατά τους ειδικούς – αντισυμβατική, εμπνευσμένη και περίπλοκη και τα θέματα – κατά την προσφιλή έκφραση του Κώστα – ακροβατούν σε αλλαγές τονικότητας, αντιστρέφονται, διασπώνται και ανασυντάσσονται, δημιουργώντας μια πανίσχυρη συναισθηματική και δραματική δίνη.
Βασικό στοιχείο ελπίδας στο πρώτο μέρος είναι το ανιόν θέμα που εμφανίζεται αρχικά στα έγχορδα και συμβόλιζε τη γυναίκα του Άλμα, ή μάλλον καλύτερα, την εικόνα που είχε ή που ζητούσε ο Μάλερ απ’ αυτήν. Το μέρος τελειώνει με σημαία αυτό το θέμα, σε μια βεβιασμένη, ανασφαλή και αγχώδη εκδοχή του, επισημαίνοντας μια προσωρινή και εύθραυστη επιτυχία.
Το δεύτερο μέρος; Χμ, αυτό είναι κάτι σαν τη γάτα του Σραίντιγκερ. Η έκβαση του εξαρτάται από το μαέστρο. Άλλοι επιλέγουν ως δεύτερο μέρος το σκέρτσο, άλλοι το αντάντε. Αυτό είναι ένα από τα δύο βασικά αινίγματα που συνοδεύουν ακόμη τη συμφωνία – το άλλο είναι ο αριθμός των χτυπημάτων του σφυριού στο τέταρτο μέρος - και για τα οποία μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικότερα στους συνδέσμους που παραθέτω στο τέλος. Εγώ παίρνω το μέρος αυτών που μένουν στην εκδοχή της αρχικής παρτιτούρας και αναφέρονται στο σκέρτσο ως δεύτερο μέρος.
Το σκέρτσο λοιπόν, έρχεται να σαρκάσει και να υπονομεύσει την εύθραυστη επιτυχία της έκβασης του πρώτου μέρους. Με τη μελετημένη πολυρυθμία του αποκαλύπτει την αστάθεια και το τρέκλισμα στο βηματισμό του υποκειμένου της και του προσφέρει ως αντιστάθμιση σύντομα συμπονετικά και ελεγειακά μέρη στο τρίο.
Μετά ακολουθεί ένα υπέροχο αντάντε, το πιο ανεπιτήδευτα όμορφο αργό μέρος που έχει γράψει ο Μάλερ κατά τη γνώμη μου. Μια μουσική Κασταλία κρήνη, με τραγουδιστή ροή, απόλυτα εξαγνιστική. Εδώ εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα συμβολικό ηχητικό στερεότυπο ανακούφισης και διαφυγής, που στο πρώτο και στο τέταρτο μέρος ακούγεται εκτός σκηνής, από μακριά. Τα αγελαδοκούδουνα, με τον ακατέργαστο, βουκολικό τους ήχο, αποτελούν αναφορά και φόρο τιμής του συνθέτη στη Φύση, τη μοναδική Δύναμη που μπορούσε να γαληνέψει την ψυχή του, τη θερμοκοιτίδα ανακούφισης της υπαρξιακής αγωνίας του.
Η δυσάρεστη έκπληξη που ακολουθεί στην αρχή του τέταρτου μέρους, μετά την καθαρτική ελεγεία του αντάντε, με τον κυματισμό των εγχόρδων, την άρπα, τα τσελέστα, το βρυχηθμό των χάλκινων και των τυμπάνων, για ν’ ακολουθήσει μετά το υπόκωφο θέμα στα μπάσα έγχορδα και στην τούμπα, αποτελούν το πιο διακριτικό και συντριπτικό συνάμα, μουσικό τσουνάμι που μ’ έχει χτυπήσει ποτέ. Το τέταρτο μέρος είναι ένας μουσικός μαραθώνιος μετ’ εμποδίων με απαιτήσεις διασκελισμού κατοστάρη! Υπάρχουν σημεία που η μουσική εντός του φθάνει σε θερμοκρασίες σύντηξης, πέρα για πέρα ανθυγιεινή για τη συναισθηματική και ψυχολογική ευστάθεια του ακροατή. Αυτός ο συγκλονιστικός και τρομακτικά επίπονος αγώνας διακόπτεται βίαια σε δύο σημεία που πάει να έχει ευτυχή έκβαση, με ισάριθμα τρομερά χτυπήματα ενός σφυριού και τις εκκαθαριστικές ριπές του θέματος της Μοίρας στα χάλκινα. Για τον ήχο του σφυριού ο ίδιος ο Μάλερ, είχε περιγράψει πως ήθελε να έχει ξύλινη υφή και τρομερή ένταση. Η συσκευή που θα μπορούσε να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα είναι ακόμη άγνωστη και ο καθένας αυτοσχεδιάζει. Αυτό που συνέλαβε ο Μάλερ και χρησιμοποίησε στην πρεμιέρα του έργου στη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, το Έσσεν το 1906 δεν τον ικανοποίησε και το εγκατέλειψε. Φτάνοντας στο τέλος του μέρους, λίγο πριν την κόντα όπου υπάρχει ακόμη μια κορύφωση προς τη λύτρωση και την επιτυχία, έρχεται με την κόντα ξανά το τσουνάμι να την εκμηδενίσει και να επιβάλλει με ένα δεύτερο συντριπτικό κρεσέντο την ανελέητη σιωπή.
Στο σημείο αυτό οι δύσπιστοι – ή οι κακόπιστοι – πιθανώς θα αναρωτηθούν: πόσο σοβαρά μπορούμε να τα πάρουμε όλα αυτά από έναν άνθρωπο που είχε τότε τόσο στρωμένη και επιτυχημένη ζωή; Πριν απαντήσω σ’ αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο ίδιος ο Μάλερ τα πήρε πάρα πολύ σοβαρά. Η 6η συμφωνία ήταν το έργο του που τον επηρέαζε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Πριν την πρεμιέρα του Έσσεν είχε περιπέσει σε καμίνι συναισθηματικής έντασης και ψυχολογικής αστάθειας. Δεν μπορούσε να αντέξει τις συνέπειες του ίδιου του έργου του. Και υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να προχώρησε σε κάποιες μεταγενέστερες αναθεωρήσεις που αποτελούν ακόμη και τώρα αφορμή διχογνωμίας μεταξύ των επαγγελματιών της μουσικής. Για να επικαλεστώ τα λόγια του Φίλιπ Μπάρφορντ από το παλιό και εξαντλημένο βιβλίο της Λέσχης του Δίσκου με τα τραγούδια και τις συμφωνίες του:
«Οι μουσικοί αυτοί ήχοι είναι στην πραγματικότητα σύμβολα και η μουσική λογική της μορφής δεν μπορεί να ξεχωριστεί από τη συμβολική λογική του εσωτερικού ψυχολογικού δράματος, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι πάντα η ίδια η συνείδηση του Μάλερ, μια ψυχή μοιρασμένη ανάμεσα στις δικές της δοκιμασίες και καθάρσεις και στην έγνοια της για το πάσχον ανθρώπινο πνεύμα. Η κατανόηση αυτή της ολοένα και βαθύτερης ψυχοπνευματικής ευαισθησίας του Μάλερ είναι σημαντική για την κατανόηση των μεταγενέστερων έργων του.»
Η 6η συμφωνία του Μάλερ είναι η πιο τίμια, ανιδιοτελής και επώδυνη κατάθεση Ψυχής που έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθώ να θεραπεύσω τις αγωνίες μου μέσω της Μουσικής. Και ακόμη, για τη συνείδηση μου αποτελεί τη πλέον απτή περίπτωση Θυσίας του Ανθρώπου υπέρ της Ανθρωπότητας, από τη θολή εκείνη εποχή της άλλης.
Προτάσεις από τη Δισκογραφία:
Η ηχογράφηση του Μπένζαμιν Ζάντερ στην Τέλαρκ με τη Φιλαρμόνια. Θαυμάσια, αν και διαφωνώ στη επιλογή του tempo του andante, που του αφαιρεί κάτι από την τραγουδιστική του χάρη. Μοναδικό ντοκουμέντο που δίνεται ως τρίτο cd, δώρο: μια αναλυτική και επεξηγηματικότατη παρουσίαση του έργου από τον ίδιο το Ζάντερ, με παραδείγματα, με διάρκεια πλέον της μιας ώρας. Εξαιρετική ποιότητα ηχογράφησης σε υβριδικό SACD.
Μάρις Γιάνσονς, με Συμφωνική του Λονδίνου, ζωντανή ηχογράφηση, εξαιρετικής ποιότητας. Και εδώ αργό andante, θαυμάσια όμως εκτέλεση, με την αναδιάταξη των μεσαίων μερών.
Οι Τσέχοι με τον Βάκλαβ Νόυμαν, σε ένα συνθέτη που ανέκαθεν θεωρούσαν ‛δικό τους’, μια ερμηνεία θαυμάσια, παλλόμενη, με το πλέον υπέροχο andante, λιγότερο όμως δράμα από τις υπόλοιπες. Πολύ καλή ηχογράφηση για την εποχή της. Ένας άλλος Τσέχος, ο Κούμπελικ δίνει μια νευρώδη ερμηνεία με την Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, στην DG (studio), ή στην Audite (ζωντανή). Η τελευταία υπάρχει και σε βαρύ βινύλιο.
Ο Γκέοργκ Τσελ με την Ορχήστρα του Κλήβελαντ, από ζωντανή συναυλία. Υπέροχη αν και η ηχογράφηση δείχνει την ηλικία της.
Ο κατ’ εξοχήν από ιδιοσυγκρασία, μαέστρος γι’ αυτό το έργο, είναι ο δικός μας Δημήτρης Μητρόπουλος. Αυτός διεύθυνε και την πρεμιέρα του έργου στις ΗΠΑ, το 1947. Είχα αγοράσει παλιά ως φοιτητής την 6η του σε βινύλιο με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Κολωνίας και σαν ηλίθιος το επέστρεψα γιατί τότε δεν μου άρεσε. Ευτυχώς, έχει κυκλοφορήσει ξανά σε remaster από την EMI.
Διαθέσιμες on-line πηγές για περισσότερο διάβασμα:
http://www.mahlerfest.org/mfXVI/notes_myth_reality.htm
http://www.andante.com/profiles/Mahler/symph6.cfm
http://en.wikipedia.org/wiki/Symphony_No._6_(Mahler)
Στην πορεία συνειδητοποίησα πως, αν και έχω το έργο στη δισκοθήκη μου για περισσότερο από είκοσι χρόνια, δεν είχα αντιληφθεί τη συγκλονιστική του ουσία, γιατί η βελόνα του πικάπ μου απέφευγε συστηματικά το τελευταίο, μεγαλύτερο και πλέον ‛δυσάρεστο’ μέρος του, το τελευταίο.
Η 6η συμφωνία του Μάλερ είναι μοναδική στη δομή της, στις συνθήκες δημιουργίας και στην επίδραση που είχε πάνω στο συνθέτη, μα κυρίως στην ειλικρίνεια, την προφητική και ενορατική της δύναμη και στην μοιραία, συντριπτική βιαιότητα με την οποία εκμηδενίζει το ίδιο το υποκείμενο της. Ο Φουρτβαίγκλερ την είχε χαρακτηρίσει ως «το μοναδικό μηδενιστικό έργο στην ιστορία της Μουσικής», ο Σαίνμπεργκ και ο Μπέργκ την είχαν αντικείμενο μελέτης και ο τελευταίος μάλιστα δήλωνε πως πλην της Ποιμενικής, είναι η μοναδική έκτη συμφωνία.
Γράφτηκε τα καλοκαίρια του 1903 και 1904, σε μια εποχή που οι συνθήκες τις ζωής του συνθέτη ήταν καλύτερες από ποτέ. Στην αρχή του γάμου του με την Άλμα, έχοντας κάνει την πρώτη τους κόρη, νεοδιορισμένος διευθυντής της Αυτοκρατορικής Όπερας της Βιέννης, θέση υψηλότατου κύρους.
Αντικείμενο της προβληματικής της συμφωνίας, ήταν όπως σ’ όλα τα έργα του, ο Αγώνας της Ζωής. Μορφολογικά είναι το πλέον κλασσικό έργο του συνθέτη, σε τέσσερα μέρη, τα δύο ακραία σε τριμερή εσωτερικά, μορφή σονάτας, ένα σκέρτσο και ένα αργό μέρος. Μόνο που εδώ το κλασσικό οικοδόμημα δεν είναι κομψή έπαυλη δια χειρός Χάυδν, ούτε πολύβουο αστικό θέατρο δια χειρός Μπετόβεν. Εδώ είναι μαυρισμένη βιομηχανία του 20ού αιώνα, μεταλλουργία, με χυτήρια, πρέσες και σφυριά. Το μέγεθος της ορχήστρας που απαιτεί είναι γιγάντιο, με πολλαπλά ενισχυμένα χάλκινα (8 κόρνα, 6 τρομπέτες, 4 τρομπόνια και τούμπα) και μια πανστρατιά κρουστών, ορισμένα από τα οποία εισάγονται για πρώτη φορά στην ορχήστρα, όπως π.χ. τα τσελέστα ή ακόμη περισσότερο, τα αγελαδοκούδουνα (!!) και ένα εξ αυτών, το διαβόητο σφυρί του τέταρτου μέρους δεν υπήρχε καν (!!!). Και όμως όλα αυτά η μουσική τα δένει σε μια συγκινητική και υποβλητική ενότητα, σε σημείο που ορισμένες φορές νομίζω πως αναφέρονται σε έναν οργανισμό, με τα έγχορδα να είναι το μυικό, τα πνευστά το κυκλοφοριακό και τα κρουστά το νευρικό του σύστημα.
Ο Αγώνας ξεκινά με το άγριο εμβατήριο της αρχής του πρώτου μέρους όπου και παραθέτονται μια πληθώρα μουσικών θεμάτων, ορισμένα εκ των οποίων θα αποτελέσουν και βασικά δομικά στοιχεία σε όλο το έργο, συμβολίζοντας είτε απειλές της Μοίρας και αντιξοότητες, είτε αντερείσματα ελπίδας και προοπτικής. Η μουσική γραφή του Μάλερ είναι – κατά τους ειδικούς – αντισυμβατική, εμπνευσμένη και περίπλοκη και τα θέματα – κατά την προσφιλή έκφραση του Κώστα – ακροβατούν σε αλλαγές τονικότητας, αντιστρέφονται, διασπώνται και ανασυντάσσονται, δημιουργώντας μια πανίσχυρη συναισθηματική και δραματική δίνη.
Βασικό στοιχείο ελπίδας στο πρώτο μέρος είναι το ανιόν θέμα που εμφανίζεται αρχικά στα έγχορδα και συμβόλιζε τη γυναίκα του Άλμα, ή μάλλον καλύτερα, την εικόνα που είχε ή που ζητούσε ο Μάλερ απ’ αυτήν. Το μέρος τελειώνει με σημαία αυτό το θέμα, σε μια βεβιασμένη, ανασφαλή και αγχώδη εκδοχή του, επισημαίνοντας μια προσωρινή και εύθραυστη επιτυχία.
Το δεύτερο μέρος; Χμ, αυτό είναι κάτι σαν τη γάτα του Σραίντιγκερ. Η έκβαση του εξαρτάται από το μαέστρο. Άλλοι επιλέγουν ως δεύτερο μέρος το σκέρτσο, άλλοι το αντάντε. Αυτό είναι ένα από τα δύο βασικά αινίγματα που συνοδεύουν ακόμη τη συμφωνία – το άλλο είναι ο αριθμός των χτυπημάτων του σφυριού στο τέταρτο μέρος - και για τα οποία μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικότερα στους συνδέσμους που παραθέτω στο τέλος. Εγώ παίρνω το μέρος αυτών που μένουν στην εκδοχή της αρχικής παρτιτούρας και αναφέρονται στο σκέρτσο ως δεύτερο μέρος.
Το σκέρτσο λοιπόν, έρχεται να σαρκάσει και να υπονομεύσει την εύθραυστη επιτυχία της έκβασης του πρώτου μέρους. Με τη μελετημένη πολυρυθμία του αποκαλύπτει την αστάθεια και το τρέκλισμα στο βηματισμό του υποκειμένου της και του προσφέρει ως αντιστάθμιση σύντομα συμπονετικά και ελεγειακά μέρη στο τρίο.
Μετά ακολουθεί ένα υπέροχο αντάντε, το πιο ανεπιτήδευτα όμορφο αργό μέρος που έχει γράψει ο Μάλερ κατά τη γνώμη μου. Μια μουσική Κασταλία κρήνη, με τραγουδιστή ροή, απόλυτα εξαγνιστική. Εδώ εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα συμβολικό ηχητικό στερεότυπο ανακούφισης και διαφυγής, που στο πρώτο και στο τέταρτο μέρος ακούγεται εκτός σκηνής, από μακριά. Τα αγελαδοκούδουνα, με τον ακατέργαστο, βουκολικό τους ήχο, αποτελούν αναφορά και φόρο τιμής του συνθέτη στη Φύση, τη μοναδική Δύναμη που μπορούσε να γαληνέψει την ψυχή του, τη θερμοκοιτίδα ανακούφισης της υπαρξιακής αγωνίας του.
Η δυσάρεστη έκπληξη που ακολουθεί στην αρχή του τέταρτου μέρους, μετά την καθαρτική ελεγεία του αντάντε, με τον κυματισμό των εγχόρδων, την άρπα, τα τσελέστα, το βρυχηθμό των χάλκινων και των τυμπάνων, για ν’ ακολουθήσει μετά το υπόκωφο θέμα στα μπάσα έγχορδα και στην τούμπα, αποτελούν το πιο διακριτικό και συντριπτικό συνάμα, μουσικό τσουνάμι που μ’ έχει χτυπήσει ποτέ. Το τέταρτο μέρος είναι ένας μουσικός μαραθώνιος μετ’ εμποδίων με απαιτήσεις διασκελισμού κατοστάρη! Υπάρχουν σημεία που η μουσική εντός του φθάνει σε θερμοκρασίες σύντηξης, πέρα για πέρα ανθυγιεινή για τη συναισθηματική και ψυχολογική ευστάθεια του ακροατή. Αυτός ο συγκλονιστικός και τρομακτικά επίπονος αγώνας διακόπτεται βίαια σε δύο σημεία που πάει να έχει ευτυχή έκβαση, με ισάριθμα τρομερά χτυπήματα ενός σφυριού και τις εκκαθαριστικές ριπές του θέματος της Μοίρας στα χάλκινα. Για τον ήχο του σφυριού ο ίδιος ο Μάλερ, είχε περιγράψει πως ήθελε να έχει ξύλινη υφή και τρομερή ένταση. Η συσκευή που θα μπορούσε να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα είναι ακόμη άγνωστη και ο καθένας αυτοσχεδιάζει. Αυτό που συνέλαβε ο Μάλερ και χρησιμοποίησε στην πρεμιέρα του έργου στη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, το Έσσεν το 1906 δεν τον ικανοποίησε και το εγκατέλειψε. Φτάνοντας στο τέλος του μέρους, λίγο πριν την κόντα όπου υπάρχει ακόμη μια κορύφωση προς τη λύτρωση και την επιτυχία, έρχεται με την κόντα ξανά το τσουνάμι να την εκμηδενίσει και να επιβάλλει με ένα δεύτερο συντριπτικό κρεσέντο την ανελέητη σιωπή.
Στο σημείο αυτό οι δύσπιστοι – ή οι κακόπιστοι – πιθανώς θα αναρωτηθούν: πόσο σοβαρά μπορούμε να τα πάρουμε όλα αυτά από έναν άνθρωπο που είχε τότε τόσο στρωμένη και επιτυχημένη ζωή; Πριν απαντήσω σ’ αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο ίδιος ο Μάλερ τα πήρε πάρα πολύ σοβαρά. Η 6η συμφωνία ήταν το έργο του που τον επηρέαζε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Πριν την πρεμιέρα του Έσσεν είχε περιπέσει σε καμίνι συναισθηματικής έντασης και ψυχολογικής αστάθειας. Δεν μπορούσε να αντέξει τις συνέπειες του ίδιου του έργου του. Και υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να προχώρησε σε κάποιες μεταγενέστερες αναθεωρήσεις που αποτελούν ακόμη και τώρα αφορμή διχογνωμίας μεταξύ των επαγγελματιών της μουσικής. Για να επικαλεστώ τα λόγια του Φίλιπ Μπάρφορντ από το παλιό και εξαντλημένο βιβλίο της Λέσχης του Δίσκου με τα τραγούδια και τις συμφωνίες του:
«Οι μουσικοί αυτοί ήχοι είναι στην πραγματικότητα σύμβολα και η μουσική λογική της μορφής δεν μπορεί να ξεχωριστεί από τη συμβολική λογική του εσωτερικού ψυχολογικού δράματος, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι πάντα η ίδια η συνείδηση του Μάλερ, μια ψυχή μοιρασμένη ανάμεσα στις δικές της δοκιμασίες και καθάρσεις και στην έγνοια της για το πάσχον ανθρώπινο πνεύμα. Η κατανόηση αυτή της ολοένα και βαθύτερης ψυχοπνευματικής ευαισθησίας του Μάλερ είναι σημαντική για την κατανόηση των μεταγενέστερων έργων του.»
Η 6η συμφωνία του Μάλερ είναι η πιο τίμια, ανιδιοτελής και επώδυνη κατάθεση Ψυχής που έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθώ να θεραπεύσω τις αγωνίες μου μέσω της Μουσικής. Και ακόμη, για τη συνείδηση μου αποτελεί τη πλέον απτή περίπτωση Θυσίας του Ανθρώπου υπέρ της Ανθρωπότητας, από τη θολή εκείνη εποχή της άλλης.
Προτάσεις από τη Δισκογραφία:
Η ηχογράφηση του Μπένζαμιν Ζάντερ στην Τέλαρκ με τη Φιλαρμόνια. Θαυμάσια, αν και διαφωνώ στη επιλογή του tempo του andante, που του αφαιρεί κάτι από την τραγουδιστική του χάρη. Μοναδικό ντοκουμέντο που δίνεται ως τρίτο cd, δώρο: μια αναλυτική και επεξηγηματικότατη παρουσίαση του έργου από τον ίδιο το Ζάντερ, με παραδείγματα, με διάρκεια πλέον της μιας ώρας. Εξαιρετική ποιότητα ηχογράφησης σε υβριδικό SACD.
Μάρις Γιάνσονς, με Συμφωνική του Λονδίνου, ζωντανή ηχογράφηση, εξαιρετικής ποιότητας. Και εδώ αργό andante, θαυμάσια όμως εκτέλεση, με την αναδιάταξη των μεσαίων μερών.
Οι Τσέχοι με τον Βάκλαβ Νόυμαν, σε ένα συνθέτη που ανέκαθεν θεωρούσαν ‛δικό τους’, μια ερμηνεία θαυμάσια, παλλόμενη, με το πλέον υπέροχο andante, λιγότερο όμως δράμα από τις υπόλοιπες. Πολύ καλή ηχογράφηση για την εποχή της. Ένας άλλος Τσέχος, ο Κούμπελικ δίνει μια νευρώδη ερμηνεία με την Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, στην DG (studio), ή στην Audite (ζωντανή). Η τελευταία υπάρχει και σε βαρύ βινύλιο.
Ο Γκέοργκ Τσελ με την Ορχήστρα του Κλήβελαντ, από ζωντανή συναυλία. Υπέροχη αν και η ηχογράφηση δείχνει την ηλικία της.
Ο κατ’ εξοχήν από ιδιοσυγκρασία, μαέστρος γι’ αυτό το έργο, είναι ο δικός μας Δημήτρης Μητρόπουλος. Αυτός διεύθυνε και την πρεμιέρα του έργου στις ΗΠΑ, το 1947. Είχα αγοράσει παλιά ως φοιτητής την 6η του σε βινύλιο με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Κολωνίας και σαν ηλίθιος το επέστρεψα γιατί τότε δεν μου άρεσε. Ευτυχώς, έχει κυκλοφορήσει ξανά σε remaster από την EMI.
Διαθέσιμες on-line πηγές για περισσότερο διάβασμα:
http://www.mahlerfest.org/mfXVI/notes_myth_reality.htm
http://www.andante.com/profiles/Mahler/symph6.cfm
http://en.wikipedia.org/wiki/Symphony_No._6_(Mahler)