- 17 June 2009
- 3,594
1984. Στα μπαράκια παντού, σε όλον τον κόσμο, τα καλά κορίτσια φοράνε τα κολάν, τις βάτες τους και glitter στα μάτια, τα κακά κορίτσια μοιάζουν με κακέκτυπα της Madonna, και τ’ αγόρια, καλά ή κακά, προσπαθούν ν’ αποφασίσουν αν θέλουν να μοιάσουν στον Michael (Jackson), τον Tom (Selleck) ή τον Don (Johnson).
Παντού, εκτός από ένα μισοσκότεινο, γεμάτο καπνούς κλαμπ, κρυμμένο σ’ ένα δρομάκι, κάπου στο Denver, του Colorado.
Εκεί, ένα κορίτσι, στριφογυρίζει αμήχανα τα μακριά καστανά μαλλιά της ανάμεσα στα δάχτυλα, η φράντζα της είναι εντελώς έξω από το κλίμα, ξέμεινε αποπνέοντας μια παγωμένη σεβεντίλα, και κοιτάζει με αμηχανία τους τρεις τύπους που κάθονται λίγο παραπέρα και μιλάνε χαμηλόφωνα, τρεις τύπους που δεν είναι ούτε Michael, ούτε Don, ούτε Tom…
Ο ένας, είναι λιπόσαρκος, καστανόξανθος, φοράει γυαλάκια δίχως σκελετό κι έχει ένα τραγίσιο γένι, ναι, έτσι ακριβώς της φάνηκε, τραγίσιο. Ο άλλος, α, αυτός είναι κούκλος, όχι ακριβώς κούκλος από αυτούς που αρέσουν στα άλλα κορίτσια, αλλά αυτή, δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια, κι αυτός είναι ξανθός, ίσως και λίγο άπλυτος, τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια του την τρελαίνουν, και τα μάτια του της θυμίζουν τα μάτια ενός αδέσποτου γατιού που τριβόταν κάποτε στα πόδια της. Υπάρχει κι ένας τρίτος, το ‛καλό παιδί’ της παρέας, ένα αγόρι με παιδιάστικο πρόσωπο και μακριά, λεπτά δάχτυλα, που μοιάζει σα να βρέθηκε κατά λάθος με τους άλλους δύο…
Το κορίτσι ανατριχιάζει, τους βλέπει να μιλάνε σκυμμένοι ο ένας στο μέρος του άλλου, και είναι σίγουρη πως κάτι κακό κρύβεται πίσω από αυτή Σχεδόν 30 χρόνια μετά, είναι βέβαιο ότι κάτι συνέβη εκείνο το βράδυ.
Ο Jeffrey Paul (Norlander) συναντά τον Keven (Soll) και τον David Eugene (Edwards), και φτιάχνουν την πρώτη τους μπάντα, άγνωστη όπως είναι φυσικό σε όσους παρεπηδημούσαν σε άλλες πολιτείες, πόσω μάλλον δε σε άλλες ηπείρους.
Όχι, στο θεό σου, πες μου τώρα, ποιος έχει ξανακούσει τους Pavilion Steps και τους Bloodflower, που μόνο κάτι κασέτες κυκλοφόρησαν, μαζί με έναν άλλον ανεκδίηγητο τύπο με 60’s γυαλάκια και στέτσον;
Η συνωμοσία, που καθόλου δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της μικρής Poireuse, είχε πράγματι «κακό» σκοπό.
Μετά από αυτήν, τίποτα πιά δεν ήταν το ίδιο στη μουσική σκηνή του Denver, ο όρος country αποδομήθηκε και αναδομήθηκε, λεξιπλάστες έκαναν χρυσές δουλειές εφευρίσκοντας όρους όπως Goth Country, Americana, gypsy country, southern gospel, gothabilly και, καθώς η νύχτα ως γνωστόν είναι γεμάτη σκοτεινούς και παράξενους τύπους, οι δύο από τους τρεις ‛νονούς’, ο Jeffrey Paul κυρίως και ο David Eugene, συναντάνε τον Slim Cessna, τον Jay Munly, την Kal Cahoon, τον Jean Yves Tola, παίρνουν μαζί τον John Rumley, που μέχρι τότε μόνο τις κιθάρες τους έφτιαχνε, ενίοτε κι έναν ‛παππά με ξύλινα πόδια’ και ξυπνάνε τον κοιμισμένο γίγαντα.
Slim Cessna’s Auto Club, 16 Horsepower, Tarantella, Lilium, Reverend Glasseye and his Wooden Legs, Wovenhand, Munly and the Lupercalians, Munly and the Lee Lewis Harlots…. ένα ατέλειωτο κοινόβιο...
Ο ήχος, εύκολα αναγνωρίσιμος. Απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα, τους ακούς και λές: Είναι Αυτοί.
Κι απ’ την άλλη, κανένας δεν μοιάζει με τον άλλον.
Οι SCAC είναι η χαρά της ζωής και το Ευαγγέλιο της Κυριακής.
Αν οι Birthday Party ήταν μέχρι τώρα το πιο συναρπαστικό ζωντανό θέαμα, το πιο μακρινό σημείο στο οποίο θα μπορούσε ποτέ να φτάσει η ζωντανή σκηνική παρουσία, τούτοι εδώ τους κάνουν να νιώθουν το θρόνο τους να τρίζει.
Καταιγιστικοί ρυθμοί, απίστευτη ενέργεια, ένας χορός των δερβίσηδων με ατέλειωτα παλαμάκια, βιολιά, πιάνο, μπάντζο, ντραμς και pedal steel, κορίτσια που δεν θα κάνουν έρωτα παρά μόνο την πρώτη νύχτα του γάμου τους με ένα καλό επαρχιωτόπουλο, και την στιγμή του πρώτου τους οργασμού, θα φωνάζουν Glory Glory Hallelujah αφού πρώτα έχουν κρύψει το πτώμα του άντρα της αδελφής τους, ο Munly και ο Slim Cessna άγγελοι της κολάσεως.
8 albums, τελευταίο το Unentitled του 2011, με ένα υπέροχο εξώφυλλο, αλλά όχι καλύτερο από το Buried Behind the Barn που το θεωρώ από τα καλύτερά τους μαζί με το American Country Music Changed Her Life και το Always Say Please and Thank You.
Οι 16 Horsepower είναι οι ‛επαναστάτες’. H παρουσία του David Eugene Edwards κυρίαρχη, η κληρονομιά της άλλης Αμερικής πανταχού παρούσα και οι συγκρούσεις αναπόφευκτες.
Οι Tarantella, δημιουργήθηκαν μάλλον διότι έπρεπε κάπου όλο αυτό να ισορροπήσει. Οι σκοτεινοί ιππότες χρειαζόταν μια γυναικεία παρουσία να απαλύνει τη διαδρομή στις υπόγειες στοές και η Kal Cahoon μοιάζει σαν μια σενιορίτα που κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα σε άπλυτους και κατασκονισμένους gringos πριν τους μεθύσει σε συντριβάνια τεκίλας.
Ο Munly, είναι αυτός ο Καναδός, un vrai Quebecois, του οποίου την μια πλευρά γνωρίσαμε ήδη εδώ. Τις άλλες, μόνος του ή με παρέα, τις κρύβει μέσα σε τρομακτικά παραμύθια, σε cabaret και σε ροκ’ν’ρολ, με μοναδική αδιάφορη κατά την ταπεινή μου άποψη στιγμή το Blurry, και με το Jimmy Carter Syndrome να αντανακλά στα χωμένα στις κόγχες στοιχειωμένα μάτια του, το όνειρο κάθε νεκρόφιλου…
Οι Lilium ζηλεύουν διακριτικά τους Swans, μπαλάντες του τρόμου, ραγισμένες καρδιές, μοναξιά, αγάπη, παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες, χαϊδεμένος βενιαμίν ενός από τους τελευταίους ιππότες της αποκάλυψης.
Φυσικά και δεν θα μπορούσε να λείπει κι ένας ιερωμένος.
Εξάλλου τελευταία, όλοι τους μοιάζουν με ένα δικό τους, αλλόκοτο τρόπο να έχουν στραφεί στη θρησκεία, μόνο που η θρησκεία μάλλον θα ήθελε απελπισμένα να κάνει πως δεν τους γνωρίζει.
Ο Reverend Glasseye με, ή χωρίς τα ξύλινα πόδια του, είναι άλλη μια παράξενη φιγούρα που προσκολήθηκε στους τύπους που συνωμότησαν για πρώτη φορά εκείνη τη σκοτεινή νύχτα.
Χρόνια πριν, στη Φολέγανδρο, ίσως να ήταν και η Σίκινος, ποιός να θυμάται τώρα παλιές ιστορίες, όταν πέθανε ο κανονικός παππάς, κι επειδή δεν έβρισκαν άλλον να πάει εκεί, που τότε ήταν εξορία του Αδάμ (δεν την είχε ακόμη επισκεφθεί ο καπετάνιος), έχρισαν έναν τύπο που έπαιζε βιολί στα πανηγύρια. Βέβαια δεν έμενε θεία κοινωνία ούτε για δείγμα, κι ό παππάς ήταν πάντα μεθυσμένος, αλλά όλο το εκκλησίασμα έμοιαζε να έχει βουλιάξει σε μία ανείπωτη ευτυχία. Κάπως έτσι κι εδώ, μόνο με λίγο περισσότερο μακάβριο ήχο και στίχους που σου κάθονται στο στομάχι.
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι μεγάλωσε, η φράντζα έφυγε μαζί με τη σεβεντίλα, αλλά η κακή συνήθεια είχε μείνει, και πότε πότε πήγαινε σ’ αυτό το σκοτεινό μπαράκι. Οι τύποι, ήταν εκεί τις περισσότερες φορές, και θα είναι, είναι σίγουρη γι’ αυτό, και τα χρόνια που θα έρθουν.
Τους θυμάται όλους, μα επίτηδες δεν ανέφερε ακόμη αυτούς που την σημάδεψαν πιο πολύ απ’ όλους, αυτούς που οι ουλές τους δεν θα φύγουν ποτέ από πάνω της.
The Denver Gentlemen, αυτή η βραχνή, μονότονη φωνή, στο Holiday, στο As my Widow την οδηγεί στην παράνοια, μεστές κίτρινες και πορτοκαλί αποχρώσεις χασίς σε δρόμους σα βαθιά, υγρά φαράγγια, κίτρινα φώτα σε φτηνά μπαρ, μικρά αγόρια τρεμοπαίζουν το βλέμμα τους βγαίνοντας στον ήλιο, η ψυχή της συνθλίβεται κάτω από το βάρος όλων αυτών που την οδηγούν, οδηγούν όλους σε ένα κέρινο τάγμα νηφαλιότητας, σονάτες για πιάνο, όπως θα τις έγραφε σήμερα ο Μεγάλος συνθέτης, το βιολί θρηνεί, παντού, αλλά κυρίως εκεί, στο τρίτο λεπτό του A thing that I done wrong, στα πρώτα λεπτά του Nik the Mik, είναι ο μοναδικός raison d’ etre….
Κάνει κρύο, τα πόδια της είναι ξυπόλητα στο ξύλινο πάτωμα. Απομεινάρια από κόκκινο, σαν το κεράσι βερνίκι, στα λεπτά δάχτυλα.
Σπρώχνει ένα άταχτο τσουλούφι απ’ τα μάτια της, και κλείνει το player. Έτσι κι αλλιώς, Αυτή η Μουσική, δεν θα σταματήσει ποτέ.
Παντού, εκτός από ένα μισοσκότεινο, γεμάτο καπνούς κλαμπ, κρυμμένο σ’ ένα δρομάκι, κάπου στο Denver, του Colorado.
Εκεί, ένα κορίτσι, στριφογυρίζει αμήχανα τα μακριά καστανά μαλλιά της ανάμεσα στα δάχτυλα, η φράντζα της είναι εντελώς έξω από το κλίμα, ξέμεινε αποπνέοντας μια παγωμένη σεβεντίλα, και κοιτάζει με αμηχανία τους τρεις τύπους που κάθονται λίγο παραπέρα και μιλάνε χαμηλόφωνα, τρεις τύπους που δεν είναι ούτε Michael, ούτε Don, ούτε Tom…
Ο ένας, είναι λιπόσαρκος, καστανόξανθος, φοράει γυαλάκια δίχως σκελετό κι έχει ένα τραγίσιο γένι, ναι, έτσι ακριβώς της φάνηκε, τραγίσιο. Ο άλλος, α, αυτός είναι κούκλος, όχι ακριβώς κούκλος από αυτούς που αρέσουν στα άλλα κορίτσια, αλλά αυτή, δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια, κι αυτός είναι ξανθός, ίσως και λίγο άπλυτος, τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια του την τρελαίνουν, και τα μάτια του της θυμίζουν τα μάτια ενός αδέσποτου γατιού που τριβόταν κάποτε στα πόδια της. Υπάρχει κι ένας τρίτος, το ‛καλό παιδί’ της παρέας, ένα αγόρι με παιδιάστικο πρόσωπο και μακριά, λεπτά δάχτυλα, που μοιάζει σα να βρέθηκε κατά λάθος με τους άλλους δύο…
Το κορίτσι ανατριχιάζει, τους βλέπει να μιλάνε σκυμμένοι ο ένας στο μέρος του άλλου, και είναι σίγουρη πως κάτι κακό κρύβεται πίσω από αυτή Σχεδόν 30 χρόνια μετά, είναι βέβαιο ότι κάτι συνέβη εκείνο το βράδυ.
Ο Jeffrey Paul (Norlander) συναντά τον Keven (Soll) και τον David Eugene (Edwards), και φτιάχνουν την πρώτη τους μπάντα, άγνωστη όπως είναι φυσικό σε όσους παρεπηδημούσαν σε άλλες πολιτείες, πόσω μάλλον δε σε άλλες ηπείρους.
Όχι, στο θεό σου, πες μου τώρα, ποιος έχει ξανακούσει τους Pavilion Steps και τους Bloodflower, που μόνο κάτι κασέτες κυκλοφόρησαν, μαζί με έναν άλλον ανεκδίηγητο τύπο με 60’s γυαλάκια και στέτσον;
Η συνωμοσία, που καθόλου δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της μικρής Poireuse, είχε πράγματι «κακό» σκοπό.
Μετά από αυτήν, τίποτα πιά δεν ήταν το ίδιο στη μουσική σκηνή του Denver, ο όρος country αποδομήθηκε και αναδομήθηκε, λεξιπλάστες έκαναν χρυσές δουλειές εφευρίσκοντας όρους όπως Goth Country, Americana, gypsy country, southern gospel, gothabilly και, καθώς η νύχτα ως γνωστόν είναι γεμάτη σκοτεινούς και παράξενους τύπους, οι δύο από τους τρεις ‛νονούς’, ο Jeffrey Paul κυρίως και ο David Eugene, συναντάνε τον Slim Cessna, τον Jay Munly, την Kal Cahoon, τον Jean Yves Tola, παίρνουν μαζί τον John Rumley, που μέχρι τότε μόνο τις κιθάρες τους έφτιαχνε, ενίοτε κι έναν ‛παππά με ξύλινα πόδια’ και ξυπνάνε τον κοιμισμένο γίγαντα.
Slim Cessna’s Auto Club, 16 Horsepower, Tarantella, Lilium, Reverend Glasseye and his Wooden Legs, Wovenhand, Munly and the Lupercalians, Munly and the Lee Lewis Harlots…. ένα ατέλειωτο κοινόβιο...
Ο ήχος, εύκολα αναγνωρίσιμος. Απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα, τους ακούς και λές: Είναι Αυτοί.
Κι απ’ την άλλη, κανένας δεν μοιάζει με τον άλλον.
Οι SCAC είναι η χαρά της ζωής και το Ευαγγέλιο της Κυριακής.
Αν οι Birthday Party ήταν μέχρι τώρα το πιο συναρπαστικό ζωντανό θέαμα, το πιο μακρινό σημείο στο οποίο θα μπορούσε ποτέ να φτάσει η ζωντανή σκηνική παρουσία, τούτοι εδώ τους κάνουν να νιώθουν το θρόνο τους να τρίζει.
Καταιγιστικοί ρυθμοί, απίστευτη ενέργεια, ένας χορός των δερβίσηδων με ατέλειωτα παλαμάκια, βιολιά, πιάνο, μπάντζο, ντραμς και pedal steel, κορίτσια που δεν θα κάνουν έρωτα παρά μόνο την πρώτη νύχτα του γάμου τους με ένα καλό επαρχιωτόπουλο, και την στιγμή του πρώτου τους οργασμού, θα φωνάζουν Glory Glory Hallelujah αφού πρώτα έχουν κρύψει το πτώμα του άντρα της αδελφής τους, ο Munly και ο Slim Cessna άγγελοι της κολάσεως.
8 albums, τελευταίο το Unentitled του 2011, με ένα υπέροχο εξώφυλλο, αλλά όχι καλύτερο από το Buried Behind the Barn που το θεωρώ από τα καλύτερά τους μαζί με το American Country Music Changed Her Life και το Always Say Please and Thank You.
Οι 16 Horsepower είναι οι ‛επαναστάτες’. H παρουσία του David Eugene Edwards κυρίαρχη, η κληρονομιά της άλλης Αμερικής πανταχού παρούσα και οι συγκρούσεις αναπόφευκτες.
Οι Tarantella, δημιουργήθηκαν μάλλον διότι έπρεπε κάπου όλο αυτό να ισορροπήσει. Οι σκοτεινοί ιππότες χρειαζόταν μια γυναικεία παρουσία να απαλύνει τη διαδρομή στις υπόγειες στοές και η Kal Cahoon μοιάζει σαν μια σενιορίτα που κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα σε άπλυτους και κατασκονισμένους gringos πριν τους μεθύσει σε συντριβάνια τεκίλας.
Ο Munly, είναι αυτός ο Καναδός, un vrai Quebecois, του οποίου την μια πλευρά γνωρίσαμε ήδη εδώ. Τις άλλες, μόνος του ή με παρέα, τις κρύβει μέσα σε τρομακτικά παραμύθια, σε cabaret και σε ροκ’ν’ρολ, με μοναδική αδιάφορη κατά την ταπεινή μου άποψη στιγμή το Blurry, και με το Jimmy Carter Syndrome να αντανακλά στα χωμένα στις κόγχες στοιχειωμένα μάτια του, το όνειρο κάθε νεκρόφιλου…
Οι Lilium ζηλεύουν διακριτικά τους Swans, μπαλάντες του τρόμου, ραγισμένες καρδιές, μοναξιά, αγάπη, παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες, χαϊδεμένος βενιαμίν ενός από τους τελευταίους ιππότες της αποκάλυψης.
Φυσικά και δεν θα μπορούσε να λείπει κι ένας ιερωμένος.
Εξάλλου τελευταία, όλοι τους μοιάζουν με ένα δικό τους, αλλόκοτο τρόπο να έχουν στραφεί στη θρησκεία, μόνο που η θρησκεία μάλλον θα ήθελε απελπισμένα να κάνει πως δεν τους γνωρίζει.
Ο Reverend Glasseye με, ή χωρίς τα ξύλινα πόδια του, είναι άλλη μια παράξενη φιγούρα που προσκολήθηκε στους τύπους που συνωμότησαν για πρώτη φορά εκείνη τη σκοτεινή νύχτα.
Χρόνια πριν, στη Φολέγανδρο, ίσως να ήταν και η Σίκινος, ποιός να θυμάται τώρα παλιές ιστορίες, όταν πέθανε ο κανονικός παππάς, κι επειδή δεν έβρισκαν άλλον να πάει εκεί, που τότε ήταν εξορία του Αδάμ (δεν την είχε ακόμη επισκεφθεί ο καπετάνιος), έχρισαν έναν τύπο που έπαιζε βιολί στα πανηγύρια. Βέβαια δεν έμενε θεία κοινωνία ούτε για δείγμα, κι ό παππάς ήταν πάντα μεθυσμένος, αλλά όλο το εκκλησίασμα έμοιαζε να έχει βουλιάξει σε μία ανείπωτη ευτυχία. Κάπως έτσι κι εδώ, μόνο με λίγο περισσότερο μακάβριο ήχο και στίχους που σου κάθονται στο στομάχι.
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι μεγάλωσε, η φράντζα έφυγε μαζί με τη σεβεντίλα, αλλά η κακή συνήθεια είχε μείνει, και πότε πότε πήγαινε σ’ αυτό το σκοτεινό μπαράκι. Οι τύποι, ήταν εκεί τις περισσότερες φορές, και θα είναι, είναι σίγουρη γι’ αυτό, και τα χρόνια που θα έρθουν.
Τους θυμάται όλους, μα επίτηδες δεν ανέφερε ακόμη αυτούς που την σημάδεψαν πιο πολύ απ’ όλους, αυτούς που οι ουλές τους δεν θα φύγουν ποτέ από πάνω της.
The Denver Gentlemen, αυτή η βραχνή, μονότονη φωνή, στο Holiday, στο As my Widow την οδηγεί στην παράνοια, μεστές κίτρινες και πορτοκαλί αποχρώσεις χασίς σε δρόμους σα βαθιά, υγρά φαράγγια, κίτρινα φώτα σε φτηνά μπαρ, μικρά αγόρια τρεμοπαίζουν το βλέμμα τους βγαίνοντας στον ήλιο, η ψυχή της συνθλίβεται κάτω από το βάρος όλων αυτών που την οδηγούν, οδηγούν όλους σε ένα κέρινο τάγμα νηφαλιότητας, σονάτες για πιάνο, όπως θα τις έγραφε σήμερα ο Μεγάλος συνθέτης, το βιολί θρηνεί, παντού, αλλά κυρίως εκεί, στο τρίτο λεπτό του A thing that I done wrong, στα πρώτα λεπτά του Nik the Mik, είναι ο μοναδικός raison d’ etre….
Κάνει κρύο, τα πόδια της είναι ξυπόλητα στο ξύλινο πάτωμα. Απομεινάρια από κόκκινο, σαν το κεράσι βερνίκι, στα λεπτά δάχτυλα.
Σπρώχνει ένα άταχτο τσουλούφι απ’ τα μάτια της, και κλείνει το player. Έτσι κι αλλιώς, Αυτή η Μουσική, δεν θα σταματήσει ποτέ.
Last edited: