Θα περάσω στη παρουσίαση του δίσκου χωρίς εκτενή πρόλογο, άλλωστε τι να πει κανείς για τους "Ευγνώμονες Νεκρούς". Σίγουρα υπήρξαν πολλά παραπάνω από μια τυπική ροκ μπάντα, ήταν οι ενσαρκωτές της κατ' εξοχήν χίπικης κουλτούρας όχι μόνο επικοινωνιακά, αλλά το σημαντικότερο, μέσα από τον τρόπο που λειτουργούσαν ατομικά αλλά και σαν ομάδα μουσικών.
Οι Grateful Dead, ένα από τα πρώτα και πιο επιδραστικά ψυχεδελικά σχήματα, ξεκίνησαν στο Σαν Φρανσίσκο τα μέσα της δεκαετίας του '60. Κεντρική φιγούρα ήταν ο Jerome John "Jerry" Garcia (1942-1995), ληντ κιθαρίστας, φωνητικά και σύνθεση, που παρέμεινε στη θρυλική μπάντα για το σύνολο της τριαντάχρονης πορείας της (1965-1995). Συμμετείχε, επίσης, σε μια ποικιλία από πρότζεκτ, κυκλοφόρησε αρκετά σόλο άλμπουμ και συνέβαλε σε δουλειές άλλων καλλιτεχνών σαν σέσιον μουσικός.
Η πρώτη κιθάρα του Jerry Garcia ήταν ηλεκτρική και το είδωλό του ήταν ο Chuck Berry. Συναντήθηκε με το στιχουργό, Robert Hunter (1941), στο San Mateo Junior College και σχημάτισαν το μπλούγκρας γκρουπ, Wildwood Boys. Νωρίτερα, ενώ έπαιζε στο κύκλωμα των καφέ της Περιοχής του Κόλπου, είχε γνωρίσει τον Bob Weir (1947, ρυθμική κιθάρα/φωνητικά) και τον Ron McKernan, παρατσούκλι Pigpen, (1945-1973, πλήκτρα/φυσαρμόνικα/φωνητικά). Οι Pigpen και Bill Kreutzmann (1946, ντραμς), που επίσης είχε συναντήσει ο Garcia όταν εργαζόταν σε κατάστημα μουσικής, σχημάτισαν τους Zodiacs. Οι Wildwood Boys άλλαξαν το όνομά τους, σε Valley Hart Drifters και πρωταγωνίστησαν στο φολκ φεστιβάλ του Monterey το 1963. Το επόμενο γκρουπ του Garcia, οι Mother McCree's Uptown Jug Champions, που περιλάμβανε τους Pigpen, Dawson και Bob Weir, άλλαξε αργότερα το όνομά του, πρώτα σε Asphalt Jungle Boys και στη συνέχεια, αρχές του 1965, σε Warlocks. Ο ντράμερ Kreutzmann, αντικατέστησε τον Dawson και ο Phil Lesh (1940) κλήθηκε να παίξει μπάσο. Αυτή η σύνθεση έπαιξε σε συναυλία του Bill Graham για το Θίασο της Παντομίμας/The San Francisco Mime Troupe στο Fillmore.
Όλοι είχαν διαφορετικό μουσικό υπόβαθρο, ο Phil Lesh είχε κλασικό (βιολί και τρομπέτα), ο πατέρας του Pigpen υπήρξε μουσικός R&B, ο Bill Kreutzmann ήταν τζαζ ντράμερ και ο ίδιος ο Garcia, είχε παίξει κυρίως μπλούγκρας. Η πρώιμη μουσική των Warlocks είχε ρίζες στα μπλουζ, αλλά υπό την επίδραση του άσιντ (νόμιμο στην Καλιφόρνια μέχρι το 1966), η μουσική τους έγινε λιγότερο συμβατική. Υπήρξαν η σπιτική μπάντα των Merry Pranksters του Ken Kesey και η περίοδος αυτή είναι καλά τεκμηριωμένη στο βιβλίο του Tom Wolfe, "The Electric Kool-Aid Acid Test".
Στα τέλη του 1965, μετονομάστηκαν σε Grateful Dead και σύντομα έγιναν μια σημαντική δύναμη στη νέα συναρπαστική μουσική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Οι Dead τώρα έπαιζαν, σε όλες τις μεγάλες αίθουσες χορού, όπως Matrix, Avalon, Fillmore, μεγάλης διάρκειας, ταξιδιάρικα οργανικά σύνολα για τα οποία απέκτησαν φήμη. Η ανάπτυξή τους σαν γκρουπ της κοινότητας, παίζοντας συχνά σε όλη την πόλη δωρεάν, προσέλκυσε στη Δυτική Ακτή τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και τελικά υπέγραψαν στην Warner Brother, που κυκλοφόρησε το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ τους, το 1967. Την ίδια χρονιά ο Mickey Hart (1943) πλαισίωσε τον Kreutzmann στα ντραμς ενώ το 1968 προστέθηκε σαν δεύτερος κιμπορντίστας, ο Tom Constanten (1944).
Οι Dead αποδείχτηκαν ανθεκτικοί. H "χαλαρή" μουσική τους δεν είχε τη σπουδή των Airplane, αλλά ήταν αρκετά μοναδική για να εξασφαλίσει τη λατρεία των υποστηρικτών τους. Το μυστικό της επιτυχίας τους, φαίνεται να ήταν η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στην αλλαγή των καιρών... (πηγές: Vernon Joynson, wikipedia)
Οι Grateful Dead, ένα από τα πρώτα και πιο επιδραστικά ψυχεδελικά σχήματα, ξεκίνησαν στο Σαν Φρανσίσκο τα μέσα της δεκαετίας του '60. Κεντρική φιγούρα ήταν ο Jerome John "Jerry" Garcia (1942-1995), ληντ κιθαρίστας, φωνητικά και σύνθεση, που παρέμεινε στη θρυλική μπάντα για το σύνολο της τριαντάχρονης πορείας της (1965-1995). Συμμετείχε, επίσης, σε μια ποικιλία από πρότζεκτ, κυκλοφόρησε αρκετά σόλο άλμπουμ και συνέβαλε σε δουλειές άλλων καλλιτεχνών σαν σέσιον μουσικός.
Η πρώτη κιθάρα του Jerry Garcia ήταν ηλεκτρική και το είδωλό του ήταν ο Chuck Berry. Συναντήθηκε με το στιχουργό, Robert Hunter (1941), στο San Mateo Junior College και σχημάτισαν το μπλούγκρας γκρουπ, Wildwood Boys. Νωρίτερα, ενώ έπαιζε στο κύκλωμα των καφέ της Περιοχής του Κόλπου, είχε γνωρίσει τον Bob Weir (1947, ρυθμική κιθάρα/φωνητικά) και τον Ron McKernan, παρατσούκλι Pigpen, (1945-1973, πλήκτρα/φυσαρμόνικα/φωνητικά). Οι Pigpen και Bill Kreutzmann (1946, ντραμς), που επίσης είχε συναντήσει ο Garcia όταν εργαζόταν σε κατάστημα μουσικής, σχημάτισαν τους Zodiacs. Οι Wildwood Boys άλλαξαν το όνομά τους, σε Valley Hart Drifters και πρωταγωνίστησαν στο φολκ φεστιβάλ του Monterey το 1963. Το επόμενο γκρουπ του Garcia, οι Mother McCree's Uptown Jug Champions, που περιλάμβανε τους Pigpen, Dawson και Bob Weir, άλλαξε αργότερα το όνομά του, πρώτα σε Asphalt Jungle Boys και στη συνέχεια, αρχές του 1965, σε Warlocks. Ο ντράμερ Kreutzmann, αντικατέστησε τον Dawson και ο Phil Lesh (1940) κλήθηκε να παίξει μπάσο. Αυτή η σύνθεση έπαιξε σε συναυλία του Bill Graham για το Θίασο της Παντομίμας/The San Francisco Mime Troupe στο Fillmore.
Όλοι είχαν διαφορετικό μουσικό υπόβαθρο, ο Phil Lesh είχε κλασικό (βιολί και τρομπέτα), ο πατέρας του Pigpen υπήρξε μουσικός R&B, ο Bill Kreutzmann ήταν τζαζ ντράμερ και ο ίδιος ο Garcia, είχε παίξει κυρίως μπλούγκρας. Η πρώιμη μουσική των Warlocks είχε ρίζες στα μπλουζ, αλλά υπό την επίδραση του άσιντ (νόμιμο στην Καλιφόρνια μέχρι το 1966), η μουσική τους έγινε λιγότερο συμβατική. Υπήρξαν η σπιτική μπάντα των Merry Pranksters του Ken Kesey και η περίοδος αυτή είναι καλά τεκμηριωμένη στο βιβλίο του Tom Wolfe, "The Electric Kool-Aid Acid Test".
Στα τέλη του 1965, μετονομάστηκαν σε Grateful Dead και σύντομα έγιναν μια σημαντική δύναμη στη νέα συναρπαστική μουσική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Οι Dead τώρα έπαιζαν, σε όλες τις μεγάλες αίθουσες χορού, όπως Matrix, Avalon, Fillmore, μεγάλης διάρκειας, ταξιδιάρικα οργανικά σύνολα για τα οποία απέκτησαν φήμη. Η ανάπτυξή τους σαν γκρουπ της κοινότητας, παίζοντας συχνά σε όλη την πόλη δωρεάν, προσέλκυσε στη Δυτική Ακτή τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και τελικά υπέγραψαν στην Warner Brother, που κυκλοφόρησε το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ τους, το 1967. Την ίδια χρονιά ο Mickey Hart (1943) πλαισίωσε τον Kreutzmann στα ντραμς ενώ το 1968 προστέθηκε σαν δεύτερος κιμπορντίστας, ο Tom Constanten (1944).
Οι Dead αποδείχτηκαν ανθεκτικοί. H "χαλαρή" μουσική τους δεν είχε τη σπουδή των Airplane, αλλά ήταν αρκετά μοναδική για να εξασφαλίσει τη λατρεία των υποστηρικτών τους. Το μυστικό της επιτυχίας τους, φαίνεται να ήταν η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στην αλλαγή των καιρών... (πηγές: Vernon Joynson, wikipedia)