Metal Machine Music
(αν είναι δυνατόν ο Λυμπερόπουλος πρότεινε αυτό το διπλό;;; δεν μπορεί, πλάκα έκανε σίγουρα)[/I]....
Δεν κάνω πλάκα, αντίθετα: είμαι όσο πιο σοβαρός γίνεται.
Προσωπικά, με τον Lou Reed, πάω πολλά χρόνια πίσω, αν δεν απατώμαι από τα 19 μου. Με εξαίρεση τους Doors, θεωρώ αυτό που έκανε ό τι πιο συναρπαστικό άκουσα από την πέρα μεριά του Ατλαντικού. Δεν εννοώ κάποιο συγκεκριμένο δίσκο, εννοώ κύρια αυτό που ξεκίνησε με τους Velvets και, κατά δεύτερο λόγο τους Stooges, και συνεχίσθηκε με τις πιο...ήσυχες βερσιόν των βαφτισιμιών τους: του Jonathan Richman και των Modern Lovers, των Violent Femmes και άλλων. Δεν εννοώ πως το συγκεκριμένο νήμα ήταν “το καλύτερο”, εννοώ πως αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που εγώ ήθελα να ακούω: ροκ'ν'ρολ που το έχουν γδύσει από κάθε λογής καλλιτεχνίζουσες φιλοδοξίες και φιοριτούρες και επικεντρώνεται στα βασικά – κυρίως: κότσια, στάση, ήθος, συμπεριφορά. Και κιθάρες σπαρτιάτικες, που γδέρνουν κόκαλα. Με όλα αυτά δεν θέλω να πώ πως δεν μου άρεσε το Rock'n'Roll Animal: ήμουν 21 όταν βγήκε, άκουγα Alice Cooper σαν παλαβός και μου άλλαξε τα φώτα. Αλλά μόλις είχα αρχίσει να ξετυλίγω το saga που άκουγε στο όνομα Lou Reed (είχα ήδη τη μπανάνα καναδυό χρόνια και μόλις αγοράσει το 1969 Live). Και, ξετυλίγοντάς το, απαξίωσα σχεδόν ολόκληρη τη δισκογραφία του των 70ς: στα Berlin και Transformer σε πρώτο πλάνο ήταν η persona, ο μοιραίος “καταραμένος ποιητής” -my ass- και οι κιθάρες στο “Ζώο” μου φαίνονταν Χολυγουντιανές, Diesel, σαν κάποιος φαφλατάς καυχησιάρης που φώναζε για να τον ακούσουν, υπερόπτης αλλά χωρίς Καρδιά, all dressed up with nowhere to go - δεν είχαν ίχνος από τη Δωρική αμεσότητα των Velvets. Βλέποντάς το σήμερα από απόσταση πιστεύω πως προέλεγε αυτήν ακριβώς την περίοδο του ροκ που σιχαίνομαι: Bon Jovi, Guns & Roses και τα συναφή. Και πάνω που απαξίωνα το “Ζώο”, σκάει το Metal Machine Music(MMM). Το άκουσα μία (1) φορά θυμάμαι, και αυτή από περιέργεια: “μας δουλεύει το πρεζόνι;” - και το έβαλα στο ράφι. Κάτι μήνες μετά το ξανάκουσα. Και μετά πάλι, ξανά και ξανά. Πρέπει να προσθέσω ότι ήταν η εποχή της ανομβρίας, 1975-77, prog δεν άκουγα γιατί δεν είχε να μου πεί τίποτα σε σχέση με τους Κλασσικούς και είχα ήδη αρχίσει να αλληθωρίζω προς τη τζαζ και ιδιαίτερα εκείνη τη φόρμα της που ήταν η πιο σκληροπυρηνική και ασυμβίβαστη, Cecil Taylor, Art Ensemble of Chicago, Albert Ayler. Το ΜMM “ήρθε κι έδεσε”: το άκουγα όλο και πιο συχνά κι ένιωθα σιγά σιγά να με αιχμαλωτίζει. Δεν είχα βέβαια να το μοιραστώ με κανέναν: οι φίλοι ...σκέτος κόλαφος. Αλλά εγώ ένιωθα να ωριμάζω -ή να σαπίζω, όπως το πάρει κανείς- σαν ακροατής και αφηνόμουν στο Live/Dead, στο 1969 Live θυμάμαι, με ολίγη από Ya-Ya's κι ένα best των Troggs για να δέσει το ...γλυκό. Και πάνω κεί, έσκασε το punk. Iδιαίτερα αυτή η “φέτα” που ξεκίναγε από τους PiL και τους Throbbing Gristle κι έφτανε μέχρι τον Steve Albini και τον Glenn Branca. Ολα -μα ΟΛΑ!- αυτά ένιωθα πως συμπεριλαμβάνονταν εν σπέρματι στο MMM του τσόγλανου, αυτό το θρασύ ηχητικό γλυπτό από feedback, σκέτο Noisegasm, ένα τεχνούργημα ξεκρέμαστο, μετέωρο στο χρόνο, που έμοιαζε να γεφυρώνει τις πρώτες στιγμές ενός solo του Jimi Hendrix με τον αδηφάγο βασιληά-Θόρυβο που στοίχειωνε τα live του Anthony Braxton, τους Sonic Youth, τον John Zorn και τους Merzbow με τους Supersilent (God Bless Doc!).
A σίγουρα, δεν είναι δίσκος που θα τον βάλεις να τον ακούσεις για την ευχαρίστησή σου, τι να λέμε τώρα. Ποιός θα κάτσει να διαβάσει το Γυμνό Γεύμα του Μπάρροουζ, ποιός θα κοιτάξει τη Νεκροκεφαλή-που-Σοδομίζει-Πιάνο του Νταλί για την ευχαρίστησή του. Αλλά σαν στάση και σαν καλλιτεχνικό statement το MMM είναι συντριπτικό - απλά αδιανόητο ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Απαραίτητο, επιτακτικό και εκ των Ουκ Ανευ.
Στη βερσιόν του πρώτου vinyl pressing όπου στην τελευταία στροφή του δίσκου, “κολλάει” επίτηδες η βελόνα και ο θόρυβος σε τυλίγει ad infinitum. Οι ..."διαταραγμένοι" που το θέλουν έτσι, θα το βρούν εύκολα στο e-Bay: πούλησε τα κέρατά του στην Αμερική γιατί αυτοί που το αγόρασαν δεν είχαν ιδέα Τι τους περίμενε κι έτσι η αγορά, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν πλημμυρισμένη από mint copies -κανείς δεν άκουσε το άλμπουμ πάνω από μία φορά και ελάχιστοι "έβγαλαν" σε μία ακρόαση και τις 4 πλευρές του- που τις αγόραζες για πενταροδεκάρες.