Η ρυθμική βάση του μπλουζ παραπέμπει στα τραγούδια εργασίας (work songs) και αυτά στις αφρικάνικες ρίζες τους. Το αστικό περιβάλλον εξηλέκτρισε τα μπλουζ για να μπορούν να αντανακλούν τις νέες συνθήκες, όπου η ένταση "προκαλεί" την προσοχή και τη διεκδίκηση. Όμως η εξέλιξη δεν σταμάτησε, γιατί οι εκφραστικές ανάγκες, άρρηκτα συνδεδεμένες με την εποχή τους, συνεχώς διαφοροποιούνταν. Έτσι ο εμπλουτισμός με άλλα στοιχεία όπως ο αυτοσχεδιασμός, τα πνευστά κ.α. φαινόταν φυσική συνέπεια. Αυτό απαιτούσε ανήσυχους καλλιτέχνες που μπορούσαν να λάβουν τα μηνύματα αλλά και με ικανότητες για να μπορούν να τα εκφράσουν μουσικά.
Ο Paul Butterfield ήταν ένας καλλιτέχνης με όραμα για μια νέα μουσική, που απέρριπτε τα όρια που καθορίζονταν από τη δισκογραφική βιομηχανία και είναι ευτύχημα το γεγονός ότι δημιούργησε την μουσική του, στην εποχή του καλλιτεχνικού πειραματισμού. Μέχρι το 1967, ο Butterfield έχει ήδη αναπτύξει τη φωνή και το στυλ του στη φυσαρμόνικα, σε μια ενιαία έκφραση που ξεπερνά την απλή μίμηση των επιρροών του. Η πρόθεσή του ήταν να συμπεριλάβει τζαζ στοιχεία στη μουσική του. Πολλοί από τους μεταπολεμικούς παίκτες του Σικάγο μπλουζ το προσπάθησαν και σίγουρα δεν υπήρξε νέα ιδέα. Αλλά η απόπειρα του Butterfield είχε μια ποικιλία από στοιχεία που είναι διαφορετικά, για παράδειγμα, από αυτά του Little Walter. Όπως ο Walter, είχε το ταλέντο, τις ικανότητες και τη φιλοδοξία, αλλά είχε επίσης μια ευρύτερη κατανόηση των διαφόρων ειδών της μουσικής. Είχε ακόμα ένα μεγάλο δεκτικό ακροατήριο, καθώς και την μοναδική ικανότητα να αναγνωρίζει τα ταλέντα και στη συνέχεια να τα αξιοποιεί, για το δικό του καλλιτεχνικό όφελος.
Ο Paul ίδρυσε την πρώτη του μπάντα το 1963 στο Σικάγο. Ήταν γιος ενός δικηγόρου και ο Elvin Bishop ήταν φοιτητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου τον συνάντησε o Paul. Και οι δύο άρχισαν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη μουσική και συνεργάστηκαν με τον Jerome Arnold και τον Sam Lay, που έπαιζαν με τον Howlin' Wolf, καθώς επίσης και με τον άλλο από το Σικάγο, Nick Gravenites. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Mike Bloomfield επίσης από το Σικάγο, ένα φαινόμενο στην μπλουζ κιθάρα, θα γίνει μέλος της μπάντας. Στο ξεκίνημά τους, έγιναν η "σπιτική" μπάντα του Big John, ενός κλαμπ στη βόρεια πλευρά του Σικάγου, πριν ακόμη ο Mike Bloomfield ή ο Paul Butterfield ήταν σε νόμιμη ηλικία για να πιουν. Η σύνθεση της μπάντας τους ήταν διαφυλετική, πριν την εμφάνιση του Sly and the Family Stone. Το ομότιτλο LP τους, του 1965 υπήρξε ιστορικό και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μπλουζ άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν στην Αμερική με λευκό τραγουδιστή, λίγα χρόνια πριν το βρετανικό μπλουζ κίνημα. Στο επόμενο "East-West" του 1966, υπήρχε και το ομότιτλο 13λεπτο τζαμάρισμα, που βασίστηκε σε ινδικές τονικότητες και τζαζ αυτοσχεδιασμούς... όχι ακριβώς μπλουζ, αλλά σίγουρα ένας πρόδρομος για παρόμοια αυτοσχεδιαστική ροκ μουσική που ολοκληρώθηκε αργότερα από μπάντες σαν τους Allman Brothers και Grateful Dead.
Ο Paul Butterfield ήταν ένας καλλιτέχνης με όραμα για μια νέα μουσική, που απέρριπτε τα όρια που καθορίζονταν από τη δισκογραφική βιομηχανία και είναι ευτύχημα το γεγονός ότι δημιούργησε την μουσική του, στην εποχή του καλλιτεχνικού πειραματισμού. Μέχρι το 1967, ο Butterfield έχει ήδη αναπτύξει τη φωνή και το στυλ του στη φυσαρμόνικα, σε μια ενιαία έκφραση που ξεπερνά την απλή μίμηση των επιρροών του. Η πρόθεσή του ήταν να συμπεριλάβει τζαζ στοιχεία στη μουσική του. Πολλοί από τους μεταπολεμικούς παίκτες του Σικάγο μπλουζ το προσπάθησαν και σίγουρα δεν υπήρξε νέα ιδέα. Αλλά η απόπειρα του Butterfield είχε μια ποικιλία από στοιχεία που είναι διαφορετικά, για παράδειγμα, από αυτά του Little Walter. Όπως ο Walter, είχε το ταλέντο, τις ικανότητες και τη φιλοδοξία, αλλά είχε επίσης μια ευρύτερη κατανόηση των διαφόρων ειδών της μουσικής. Είχε ακόμα ένα μεγάλο δεκτικό ακροατήριο, καθώς και την μοναδική ικανότητα να αναγνωρίζει τα ταλέντα και στη συνέχεια να τα αξιοποιεί, για το δικό του καλλιτεχνικό όφελος.
Ο Paul ίδρυσε την πρώτη του μπάντα το 1963 στο Σικάγο. Ήταν γιος ενός δικηγόρου και ο Elvin Bishop ήταν φοιτητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου τον συνάντησε o Paul. Και οι δύο άρχισαν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη μουσική και συνεργάστηκαν με τον Jerome Arnold και τον Sam Lay, που έπαιζαν με τον Howlin' Wolf, καθώς επίσης και με τον άλλο από το Σικάγο, Nick Gravenites. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Mike Bloomfield επίσης από το Σικάγο, ένα φαινόμενο στην μπλουζ κιθάρα, θα γίνει μέλος της μπάντας. Στο ξεκίνημά τους, έγιναν η "σπιτική" μπάντα του Big John, ενός κλαμπ στη βόρεια πλευρά του Σικάγου, πριν ακόμη ο Mike Bloomfield ή ο Paul Butterfield ήταν σε νόμιμη ηλικία για να πιουν. Η σύνθεση της μπάντας τους ήταν διαφυλετική, πριν την εμφάνιση του Sly and the Family Stone. Το ομότιτλο LP τους, του 1965 υπήρξε ιστορικό και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μπλουζ άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν στην Αμερική με λευκό τραγουδιστή, λίγα χρόνια πριν το βρετανικό μπλουζ κίνημα. Στο επόμενο "East-West" του 1966, υπήρχε και το ομότιτλο 13λεπτο τζαμάρισμα, που βασίστηκε σε ινδικές τονικότητες και τζαζ αυτοσχεδιασμούς... όχι ακριβώς μπλουζ, αλλά σίγουρα ένας πρόδρομος για παρόμοια αυτοσχεδιαστική ροκ μουσική που ολοκληρώθηκε αργότερα από μπάντες σαν τους Allman Brothers και Grateful Dead.