Ο προβληματισμός της ορθής εκπροσώπησης ενός είδους (βλέπε αυθεντικότητα/γνησιότητα) πάντα υπήρχε. Για τη σόουλ και το μπλουζ, ο λευκός καλλιτέχνης αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό μέχρι που η γαλανομάτικη σόουλ (Blue-eyed soul) σαν δούρειος ίππος άλωσε τις συνειδήσεις. Ο B.B. King θεωρήθηκε διασκεδαστής λευκών που εκλαΐκευσε και στρογγύλεψε τα μπλουζ ενώ στον αντίποδα τη δεκαετία του '60 οι λευκοί τσόγλανοι επανέφεραν τα μπλουζ στο προσκήνιο με δικό τους υβρίδιο. Τα μπλουζ του δέλτα και τα τραγούδια εργασίας σήμερα δεν ακούγονται, αλλά σαν μπλουζ δεχόμαστε το ηλεκτρικό, της πόλης. Ο Ντίλαν κράχτηκε που εξηλέκτρισε τη φολκ και η σόουλ τζαζ αποκηρύχτηκε από τους πιουρίστες της τζαζ...
Μπορώ να αναφέρω άλλα τόσα και παραπάνω. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια. Όλο το κροσόβερ, οι μίξεις των ειδών, η φιούσιον, το μπαστάρδεμα γενικώς πολεμήθηκε από τους θεματοφύλακες και τους δογματικούς. Η ποπ (λαϊκή μουσική δεν σημαίνει ; ) έχει την ικανότητα να διαχέεται, μπολιάζει και να αλλοιώνει χαρακτηριστικά. Ένα λίφτινγκ σ' ένα πρόσωπο που του αλλάζει την όψη και μετά συνηθίζεται σαν να ήταν αυτό το πρωταρχικό...
Η σόουλ μουσική κυριάρχησε στην Αμερική τη δεκαετία του 1960, και πολλές ηχογραφήσεις γνώρισαν απήχηση και στα ποπ ακροατήρια στην Αμερική, τη Βρετανία και αλλού. Από το 1968, η σόουλ άρχισε να "θρυμματίζεται". Μερικοί ανέπτυξαν το φανκ, ενώ άλλοι πιο ευέλικτα, εξελιγμένα και σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο πολιτικά συνειδητά είδη.
Ο άνθρωπος που θα μας απασχολήσει παρακάτω όντας ανήσυχος, ανοιχτόμυαλος και ικανός μπόλιασε το ορμητικό, ενεργητικό στυλ που συνδύαζε το ρυθμ εντ μπλουζ με νότιους γκόσπελ μουσικούς ήχους και την ψυχεδέλεια και παρέδωσε ένα μικρό αριστούργημα. Η αποθέωση της σοφής συνύπαρξης μουσικών ειδών και τάσεων, που χωρίς να χαθεί η ταυτότητά τους το αποτέλεσμα προκύπτει φρέσκο, ανανεωμένο και ελκυστικό.
Παρά ταύτα το κοινό του ήταν περιορισμένο, γιατί όπως και άλλα πράγματα που συμβαίνουν γενικώς στην τέχνη, η μουσική του πέρασε απαρατήρητη. Αυτό συμβαίνει γιατί για τους πολλούς, δυστυχώς τo θέμα "τέχνη" δεν υπάρχει στην ατζέντα τους ή στις προτεραιότητές τους. Και βέβαια ας μην υπεισέλθουμε, στο τι εκτιμάται ως τέχνη για τον καθένα και ποια είναι τα κριτήρια και η διαμορφωμένη αισθητική για την πρόσληψη και κατανάλωσή της.
Ο Don Covay, στα 29, βρισκόταν στο σημείο της καριέρας του, σαν συνθέτης και περφόρμερ, που προσπαθούσε να προσελκύσει ταυτόχρονα τόσο το ρυθμ εντ μπλουζ όσο και το αντεργκράουντ ακροατήριο. Αυτό είχε, για τον Don, την τεράστια βαρύτητα μιας μακράς, σκληρής καριέρας πίσω του με δύο επιτυχίες, τα "See Saw" και "Mercy Mercy". Η Aretha Franklin έκανε εκατομμύρια πωλήσεις με τα "See Saw" και "Chain Of Fools" του Don και κέρδισε ένα Grammy για το "See Saw". Ο ίδιος είχε δύο δυνατά άλμπουμ στην Atlantic, τα Mercy! και See Saw και τα σινγκλ του, βρήκαν μια ώριμη αγορά. Περιόδευσε στην Ευρώπη, καθώς και στις Η.Π.Α. και το 1969 πλησίασε ένα ευρύτερο κοινό του οποίου η μουσική εμπειρία ήταν αρκετά ψαγμένη για να ακούσει μπλουζ με τους δικούς του όρους.
Ο Don γεννήθηκε σε μια οικογένεια με οκτώ αδελφούς και μια αδελφή, τον Μάρτιο του 1936, στο Όραντζμπουργκ της Νότιας Καρολίνας. Ο πατέρας του, John, ήταν Νότιος Βαπτιστής ιεροκήρυκας, έτσι ο Don ήταν βουτηγμένος στον γκόσπελ ήχο από παιδί.
Η οικογένεια πέρασε δύσκολες στιγμές, όταν ο John Covay απεβίωσε. Ο Don ήταν οκτώ. Η μητέρα του πήρε την οικογένεια μέχρι την Ουάσινγκτον όπου ζούσαν οι αδελφές και οι παππούδες της. Ο εκκλησιασμός συνεχίστηκε με μεγάλη ένταση... Ο Don και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, John και Sammy καθώς και ο κουνιάδος του, Julius, έφτιαξαν ένα γκόσπελ κουαρτέτο που ονομαζόταν Cherry-Keys. Ερμήνευαν τακτικά στην εκκλησία τους, Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής και σε άλλες εκκλησίες της περιφέρειας, ακόμη και στο Νιούπορτ Νιουζ και Νόρφολκ της Βιρτζίνια.
Ο Don είχε μια κιθάρα από τότε που ήταν δώδεκα. Την είχε δανειστεί από έναν φίλο, μέχρι που αποφάσισε να την αγοράσει, ένα χρόνο αργότερα. Όπως και τόσοι άλλοι, ξεκίνησε παίζοντας από τους δίσκους των Brownie/Stick McGhee, Guitar Slim, B.B. King που ακούγονταν από τα τζούκμποξ και το ραδιόφωνο.
Ο Don ενδιαφέρθηκε για το τραγούδι επηρεασμένος από έναν φίλο στο γυμνάσιο, τον John Berry. Ο Berry τραγουδούσε σ' ένα φωνητικό ροκ εντ ρολ γκρουπ που ο Don ήθελε να συμμετάσχει. "Με ρώτησε, τι θα έλεγε η μητέρα μου", λέει ο Don. "Και είπα ότι δεν θα την ένοιαζε. Έτσι ήρθα στο γκρουπ ως πρώτος τενόρος και καθώς εξελισσόμουν, ενδιαφερόμουν όλο και περισσότερο". Το γκρουπ ήταν οι Rainbows που καταλάμβαναν υψηλή θέση στο R&B πάνθεον, καθώς δεν ήταν παρακατιανό παιδικό γκρουπ, αν και όλοι τους εκείνο το διάστημα, πήγαιναν στο γυμνάσιο. Έτυχε να γράψουν και να ηχογραφήσουν ένα σινγκλ με τίτλο"Mary Lee" που απογειώθηκε σ' όλη τη χώρα και τελικά πούλησε περίπου δύο εκατομμύρια.
Στη συνέχεια, ο παραγωγός George Wein, με έδρα τη Βοστώνη, εντόπισε τον δίσκο και με τον Cecil Steen στην Pilgrim Records τον επανέκδωσαν. Έγινε πάλι χιτ όπως και ακόμη ένας δίσκος που φτιάχτηκε επίσης με τον Wein, το "Shirley".
Κατά τη διάρκεια αυτών των γυμνασιακών ημερών έφτασαν τα επτά μέλη στο γκρουπ, από τα οποία τα τρία υπήρξαν σημαντικά: o Billy Stewart, που υπέγραψε στην Chess Records, o Marvin Gaye στη Motown και o Don Covay.
"Το τραγούδι ήταν η ραχοκοκαλιά του κάθε καλλιτέχνη - οι Billy και Marvin πάντα ήθελαν να γίνουν σόλο καλλιτέχνες, και εγώ... ήμουν απλά τυχερός...", λέει ο Don. Η τύχη ήρθε με τη μορφή ενός ντι τζέι, του Jay Perry, στον WOL, ένα "λευκό" σταθμό στην περιφέρεια της Κολούμπια. "Με ενθάρρυνε να γίνω τραγουδιστής, ενώ δούλευε σε χορούς με τους Rainbows. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας από τους πρώτους λευκούς ντι τζέι που έπαιζε σόουλ μουσική και ήταν φοβερός υποστηρικτής".
Στη συνέχεια, ο Λιτλ Ρίτσαρντ έφτασε στην Ουάσιγκτον και ο Ντον συγχρωτιζόμενος με τη μουσική κοινότητα, κατάφερε να πάρει τη δουλειά του τραγουδιστή που εισήγαγε την παράσταση. Αυτό έγινε στα δεκαεπτά του χρόνια, όταν ήταν στην 11η τάξη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνέβησαν πολλά, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης του Don να παρατήσει το σχολείο.
Οι συναυλίες του Little Richard ήταν μεγάλες με τον Don να περιοδεύει στην περιοχή ανοίγοντας το πρόγραμμα. Οι χώροι των σόου ήταν φημισμένοι, καθώς τότε ο Little Richard έλκυε χιλιάδες, τόσο μαύρους όσο και λευκούς. Αυτά συνέβησαν το 1958.
Κατά τη διάρκεια των συναυλιών του Little Richard, ο Don δοκίμαζε το υλικό του, παρατηρώντας την αντίδραση του κοινού. Τελικά, ο Little Richard έκανε ένα ντέμο του Don που υποστηριζόταν από το γκρουπ του, τους Upsetters και στάλθηκε στον Ahmet Ertegun και τον Jerry Wexler της Atlantic Records. Το όνομα Don Covay δεν ιντρίγκαρε κανέναν, οπότε ο Little Richard έφερε το όνομα Pretty Boy για τον Don! Η πρώτη κυκλοφορία του Pretty Boy ήταν ένα σινγκλ, που ονομαζόταν "Bip Bop Bip", γραμμένο από τον Don.
"Ο Little Richard ήταν τότε το είδωλό μου", λέει ο Don, "διότι εκείνο το διάστημα ήταν μια βραδυνή ατραξιόν των 15.000 δολαρίων και πέρα απ' αυτόν, υπήρχαν φυσικά, ο Fats και ο Elvis... ήταν οι τύποι από τους οποίους μάθαμε!".
Για τον Don, μετέπειτα, δεν υπήρξε κάποιο άλλο είδωλο που να τον ενέπνεε, αλλά θαύμαζε επίσης τους Otis Redding, Aretha, B.B. King, Albert King, Richie Havens, περφόρμερ που απευθύνονταν σ' ένα ευρύ κοινό και ήταν πιστοί στις ρίζες τους. Ο Don πλησίασε αυτό το κοινό με το νέο μπλουζ άλμπουμ του στην Atlantic, το The House Of Blue Lights.
Μπορώ να αναφέρω άλλα τόσα και παραπάνω. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια. Όλο το κροσόβερ, οι μίξεις των ειδών, η φιούσιον, το μπαστάρδεμα γενικώς πολεμήθηκε από τους θεματοφύλακες και τους δογματικούς. Η ποπ (λαϊκή μουσική δεν σημαίνει ; ) έχει την ικανότητα να διαχέεται, μπολιάζει και να αλλοιώνει χαρακτηριστικά. Ένα λίφτινγκ σ' ένα πρόσωπο που του αλλάζει την όψη και μετά συνηθίζεται σαν να ήταν αυτό το πρωταρχικό...
Η σόουλ μουσική κυριάρχησε στην Αμερική τη δεκαετία του 1960, και πολλές ηχογραφήσεις γνώρισαν απήχηση και στα ποπ ακροατήρια στην Αμερική, τη Βρετανία και αλλού. Από το 1968, η σόουλ άρχισε να "θρυμματίζεται". Μερικοί ανέπτυξαν το φανκ, ενώ άλλοι πιο ευέλικτα, εξελιγμένα και σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο πολιτικά συνειδητά είδη.
Ο άνθρωπος που θα μας απασχολήσει παρακάτω όντας ανήσυχος, ανοιχτόμυαλος και ικανός μπόλιασε το ορμητικό, ενεργητικό στυλ που συνδύαζε το ρυθμ εντ μπλουζ με νότιους γκόσπελ μουσικούς ήχους και την ψυχεδέλεια και παρέδωσε ένα μικρό αριστούργημα. Η αποθέωση της σοφής συνύπαρξης μουσικών ειδών και τάσεων, που χωρίς να χαθεί η ταυτότητά τους το αποτέλεσμα προκύπτει φρέσκο, ανανεωμένο και ελκυστικό.
Παρά ταύτα το κοινό του ήταν περιορισμένο, γιατί όπως και άλλα πράγματα που συμβαίνουν γενικώς στην τέχνη, η μουσική του πέρασε απαρατήρητη. Αυτό συμβαίνει γιατί για τους πολλούς, δυστυχώς τo θέμα "τέχνη" δεν υπάρχει στην ατζέντα τους ή στις προτεραιότητές τους. Και βέβαια ας μην υπεισέλθουμε, στο τι εκτιμάται ως τέχνη για τον καθένα και ποια είναι τα κριτήρια και η διαμορφωμένη αισθητική για την πρόσληψη και κατανάλωσή της.
Ο Don Covay, στα 29, βρισκόταν στο σημείο της καριέρας του, σαν συνθέτης και περφόρμερ, που προσπαθούσε να προσελκύσει ταυτόχρονα τόσο το ρυθμ εντ μπλουζ όσο και το αντεργκράουντ ακροατήριο. Αυτό είχε, για τον Don, την τεράστια βαρύτητα μιας μακράς, σκληρής καριέρας πίσω του με δύο επιτυχίες, τα "See Saw" και "Mercy Mercy". Η Aretha Franklin έκανε εκατομμύρια πωλήσεις με τα "See Saw" και "Chain Of Fools" του Don και κέρδισε ένα Grammy για το "See Saw". Ο ίδιος είχε δύο δυνατά άλμπουμ στην Atlantic, τα Mercy! και See Saw και τα σινγκλ του, βρήκαν μια ώριμη αγορά. Περιόδευσε στην Ευρώπη, καθώς και στις Η.Π.Α. και το 1969 πλησίασε ένα ευρύτερο κοινό του οποίου η μουσική εμπειρία ήταν αρκετά ψαγμένη για να ακούσει μπλουζ με τους δικούς του όρους.
Ο Don γεννήθηκε σε μια οικογένεια με οκτώ αδελφούς και μια αδελφή, τον Μάρτιο του 1936, στο Όραντζμπουργκ της Νότιας Καρολίνας. Ο πατέρας του, John, ήταν Νότιος Βαπτιστής ιεροκήρυκας, έτσι ο Don ήταν βουτηγμένος στον γκόσπελ ήχο από παιδί.
Η οικογένεια πέρασε δύσκολες στιγμές, όταν ο John Covay απεβίωσε. Ο Don ήταν οκτώ. Η μητέρα του πήρε την οικογένεια μέχρι την Ουάσινγκτον όπου ζούσαν οι αδελφές και οι παππούδες της. Ο εκκλησιασμός συνεχίστηκε με μεγάλη ένταση... Ο Don και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, John και Sammy καθώς και ο κουνιάδος του, Julius, έφτιαξαν ένα γκόσπελ κουαρτέτο που ονομαζόταν Cherry-Keys. Ερμήνευαν τακτικά στην εκκλησία τους, Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής και σε άλλες εκκλησίες της περιφέρειας, ακόμη και στο Νιούπορτ Νιουζ και Νόρφολκ της Βιρτζίνια.
Ο Don είχε μια κιθάρα από τότε που ήταν δώδεκα. Την είχε δανειστεί από έναν φίλο, μέχρι που αποφάσισε να την αγοράσει, ένα χρόνο αργότερα. Όπως και τόσοι άλλοι, ξεκίνησε παίζοντας από τους δίσκους των Brownie/Stick McGhee, Guitar Slim, B.B. King που ακούγονταν από τα τζούκμποξ και το ραδιόφωνο.
Ο Don ενδιαφέρθηκε για το τραγούδι επηρεασμένος από έναν φίλο στο γυμνάσιο, τον John Berry. Ο Berry τραγουδούσε σ' ένα φωνητικό ροκ εντ ρολ γκρουπ που ο Don ήθελε να συμμετάσχει. "Με ρώτησε, τι θα έλεγε η μητέρα μου", λέει ο Don. "Και είπα ότι δεν θα την ένοιαζε. Έτσι ήρθα στο γκρουπ ως πρώτος τενόρος και καθώς εξελισσόμουν, ενδιαφερόμουν όλο και περισσότερο". Το γκρουπ ήταν οι Rainbows που καταλάμβαναν υψηλή θέση στο R&B πάνθεον, καθώς δεν ήταν παρακατιανό παιδικό γκρουπ, αν και όλοι τους εκείνο το διάστημα, πήγαιναν στο γυμνάσιο. Έτυχε να γράψουν και να ηχογραφήσουν ένα σινγκλ με τίτλο"Mary Lee" που απογειώθηκε σ' όλη τη χώρα και τελικά πούλησε περίπου δύο εκατομμύρια.
Στη συνέχεια, ο παραγωγός George Wein, με έδρα τη Βοστώνη, εντόπισε τον δίσκο και με τον Cecil Steen στην Pilgrim Records τον επανέκδωσαν. Έγινε πάλι χιτ όπως και ακόμη ένας δίσκος που φτιάχτηκε επίσης με τον Wein, το "Shirley".
Κατά τη διάρκεια αυτών των γυμνασιακών ημερών έφτασαν τα επτά μέλη στο γκρουπ, από τα οποία τα τρία υπήρξαν σημαντικά: o Billy Stewart, που υπέγραψε στην Chess Records, o Marvin Gaye στη Motown και o Don Covay.
"Το τραγούδι ήταν η ραχοκοκαλιά του κάθε καλλιτέχνη - οι Billy και Marvin πάντα ήθελαν να γίνουν σόλο καλλιτέχνες, και εγώ... ήμουν απλά τυχερός...", λέει ο Don. Η τύχη ήρθε με τη μορφή ενός ντι τζέι, του Jay Perry, στον WOL, ένα "λευκό" σταθμό στην περιφέρεια της Κολούμπια. "Με ενθάρρυνε να γίνω τραγουδιστής, ενώ δούλευε σε χορούς με τους Rainbows. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας από τους πρώτους λευκούς ντι τζέι που έπαιζε σόουλ μουσική και ήταν φοβερός υποστηρικτής".
Στη συνέχεια, ο Λιτλ Ρίτσαρντ έφτασε στην Ουάσιγκτον και ο Ντον συγχρωτιζόμενος με τη μουσική κοινότητα, κατάφερε να πάρει τη δουλειά του τραγουδιστή που εισήγαγε την παράσταση. Αυτό έγινε στα δεκαεπτά του χρόνια, όταν ήταν στην 11η τάξη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνέβησαν πολλά, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης του Don να παρατήσει το σχολείο.
Οι συναυλίες του Little Richard ήταν μεγάλες με τον Don να περιοδεύει στην περιοχή ανοίγοντας το πρόγραμμα. Οι χώροι των σόου ήταν φημισμένοι, καθώς τότε ο Little Richard έλκυε χιλιάδες, τόσο μαύρους όσο και λευκούς. Αυτά συνέβησαν το 1958.
Κατά τη διάρκεια των συναυλιών του Little Richard, ο Don δοκίμαζε το υλικό του, παρατηρώντας την αντίδραση του κοινού. Τελικά, ο Little Richard έκανε ένα ντέμο του Don που υποστηριζόταν από το γκρουπ του, τους Upsetters και στάλθηκε στον Ahmet Ertegun και τον Jerry Wexler της Atlantic Records. Το όνομα Don Covay δεν ιντρίγκαρε κανέναν, οπότε ο Little Richard έφερε το όνομα Pretty Boy για τον Don! Η πρώτη κυκλοφορία του Pretty Boy ήταν ένα σινγκλ, που ονομαζόταν "Bip Bop Bip", γραμμένο από τον Don.
"Ο Little Richard ήταν τότε το είδωλό μου", λέει ο Don, "διότι εκείνο το διάστημα ήταν μια βραδυνή ατραξιόν των 15.000 δολαρίων και πέρα απ' αυτόν, υπήρχαν φυσικά, ο Fats και ο Elvis... ήταν οι τύποι από τους οποίους μάθαμε!".
Για τον Don, μετέπειτα, δεν υπήρξε κάποιο άλλο είδωλο που να τον ενέπνεε, αλλά θαύμαζε επίσης τους Otis Redding, Aretha, B.B. King, Albert King, Richie Havens, περφόρμερ που απευθύνονταν σ' ένα ευρύ κοινό και ήταν πιστοί στις ρίζες τους. Ο Don πλησίασε αυτό το κοινό με το νέο μπλουζ άλμπουμ του στην Atlantic, το The House Of Blue Lights.