3X ten true summers

supersonic

Μέλος Σωματείου
17 June 2006
49,351
Yes Fragile Atlantic 1972 – Remaster Rhino 2003
Yes Relayer Atlantic 1974 – Remaster Rhino 2003
ELP Tarkus Island-Manticore 1971 – Remaster Sanctuary 2007

Fragile.jpg


Περάσανε όντως τρεις φορές τα δέκα καλοκαίρια που τραγουδάει ο Jon Anderson στο Roundabout, το πιο ολοκληρωμένο ίσως κομμάτι προοδευτικού ροκ που έχει γραφτεί ποτέ και ανοίγει το Fragile.
Ένας δίσκος από τους πιο ιστορικούς του γκρουπ. Με την καλύτερή τους σύνθεση ποτέ (με τους Bruford και Wakeman).
Ένας δίσκος που έβαλε τα θεμέλια για τη χρυσή εποχή τους.
Ένας δίσκος με αρκετή δόση πειραματισμού καθώς από τις εννιά συνθέσεις οι πέντε είναι προσωπικά σχεδόν πονήματα του κάθε μέλους, αν και η πικρή αλήθεια είναι ότι ο Wakeman ερχόμενος στους Yes και στοχεύοντας στους πρωτομάστορες ELP, τους έσπρωξε στην αγορά πανάκριβων μουσικών οργάνων, που κάπως έπρεπε να ξεπληρωθούν.
Έτσι το βιαστικά ηχογραφημένο Fragile περιλαμβάνει το cans and Brahms, μια διασκευή του Wakeman όπου παίζει όλα τα όργανα του 3ου μέρους της 4ης συμφωνίας του Brahms, το we have heaven, ένα υπερπολλαπλό overdub των φωνών του Anderson, το five percent of nothing, ένα εξαιρετικά δύστροπο ρυθμικό σχήμα του Bruford παιγμένο σχεδόν ανάποδα, το fish του Squire, ένα άλλο ονειρικό overdub με τα πάντα να παίζονται από το μπάσο και το σχεδόν ιστορικό ισπανίζον Mood for a day του Howe, μια ίσως αδιάφορη σπουδή κλασικής κιθάρας, αλλά σε περιτύλιγμα ροκ και προς διαφορετικό κοινό.
Από την άλλη πλευρά της ζυγαριάς βαραίνουν αρκετά δυσανάλογα, αλλά χωρίς να μειώνουν την αξία των πειραμάτων, το πλήρες Roundabout, τι σκληρό και σφιχτό South side of the sky, το λυρικό Heart of the sunrise και το ακροβατικό Long distance runaround
Δύσκολα βρίσκεις λόγια να περιγράψεις. Τον σχεδόν παραμορφωμένο μεγαλοδιάστατο ήχο του μπάσου του Squire και τα ευρηματικά ανορθόδοξα riffs, τον αλύπητα σκληρό και επιτηδευμένα κακό ήχο του κιθαρίστα Howe στα περισσότερα κομμάτια, όπου παίζει συνέχεια και σχεδόν αντιστικτικά πάνω από τα φωνητικά, τον πολυρυθμικό Bruford με τον μοναδικό ξερό ήχο του ταμπούρου που δεν μπόρεσε να αντιγραφεί από κανέναν, τις περίτεχνες πινελιές του Wakeman και τη φωνή του Anderson να δένει αρμονικά με εκείνη του Squire και να τα οργανώνει όλα και να τα ολοκληρώνει σε σύνολο.
Κάθε άκουσμα του δίσκου, ακόμα και αυτού του νέου remaster της Rhino βγάζει στην επιφάνεια καλοδουλεμένες λεπτομέρειες και μια προσπάθεια συνδυασμού του σύγχρονου κλασικού στην πιο ίσως στρυφνή μορφή με τις πιο προοδευτικές τάσεις του ροκ.

e7c05ca0b94c7c4e39c3c334aab8400f.jpg


Δυό χρόνια μετά και δυό ιστορικούς επίσης δίσκους (Close to the edge & Tales…) και τεράστιες τουρνέ έχουν μπεί ήδη τα θεμέλια του νέου δίσκου υπό την καθοδήγηση του Anderson.
Τότε είναι που εγκαταλείπει το πλοίο ο Wakeman.
Ο Ελβετός Patrick Moraz που έρχεται στη θέση του αντί του δικού μας Βαγγέλη (προς μέγιστη απογοήτευσή μας) δίνει νέα ώθηση στο συγκρότημα και προσέρχεται στις ηχογραφήσεις του νέου δίσκου Relayer.
Ουσιαστικά ο δίσκος περιστρέφεται γύρω από μια βασική ιδέα, το κομμάτι Gates of Delirium που καταλαμβάνει όλη την πρώτη πλευρά. Στα 21 του λεπτά, ξετυλίγονται όλες οι αρετές και οι εμπειρίες του συγκροτήματος. Οι επιρροές από Στραβίνσκυ είναι φανερές, η μουσική είναι σχεδόν κινηματογραφική αλλά μόνο που ίσως θα μπορούσε να περιγράφει θρίλερ επιστημονικής φαντασίας σε καταιγιστικούς ρυθμούς με βάση την καλύτερη rhythm section σε προοδευτικό συγκρότημα που έχουμε ζήσει, αυτή των White – Squire. Από την άλλη, ο σκληρός ήχος της κιθάρας του Howe σε πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς είναι φανερό ότι πολλά πράγματα ήδη είχαν ηχογραφηθεί πριν προσληφθεί ο Moraz, και τα φωνητικά μαζί με έναν καταιγισμό κρουστών και μεταλλικών ήχων.
Ο ήχος είναι σκληρός, με τον ρυθμό πότε να τρέχει με φρενίτιδα και πότε να καθυστερεί στα πλαίσια μπαλάντας, το Rickenbacker μπάσο του Squire πλούσιο και σχεδόν κιθαριστικά κρουστό κάπου 5-6 χρόνια πριν ανακαλυφθεί το bass slap και επί πλέον το νέο στοιχείο: ο διαφοροποιημένος χαρακτήρας των keyboards σαφώς αποστασιοποιημένος από την αγγλικανική σχολή Wakeman. Ο Moraz δίνει την ατμόσφαιρα των βαλς της κεντρικής ευρώπης χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα άλλης ηχητικής ταυτότητας συνθεσάϊζερ. Το κομμάτι ξεκινά και χτίζεται, πέτρα πέτρα, με σύντομα ξεσπάσματα, δημιουργώντας ένα οικοδόμημα που κορυφώνεται στα 3/4; της διάρκειάς του, για να μεταλλαχθεί στο τελευταίο μέρος (που υπάρχει στο remaster ως Bside με τον τίτλο soon) σε μια νωχελική εξώκοσμη μπαλάντα που ολοκληρώνει ήρεμα την πρώτη πλευρά.
Μετά τα 21 λεπτά του ντελίριουμ (από τις λίγες φορές που ένας τίτλος ταιριάζει απόλυτα με το θέμα) ακολουθεί το sound chaser μια σύνθεση του Moraz εν πολλοίς, που αν και μικρότερο σε διάρκεια δεν υστερεί σε πολυπλοκότητα δομής και ολοκλήρωσης και το χαλαρό ονειρικό to be over.
Στο εξώφυλλο (όπως και στο fragile, αλλά και στους άλλους δίσκους των yes) το εξώκοσμο, φανταστικό και υπερρεαλιστικό σχέδιο του Roger Dean, του μεγάλου γκουρού της γραφιστικής του 70, υπεύθυνου για εξώφυλλα και λογότυπα συγκροτημάτων από τους Greenslade έως τους Osibisa. Πλήρης εναρμόνιση με το περιεχόμενο στίχων και ύφους για άλλη μια φορά.
Δυστυχώς το Relayer αν και πέτυχε εμπορικά, δεν είναι τόσο αναγνωρισμένο, ιδίως εκείνη την εποχή από τους κριτικούς. Ίσως έφταιγε που ο Moraz δεν ήταν ξανθός όπως ο Wakeman ή ο Emerson, και δεν κοπάναγε μέσα στους καπνούς του ξερού πάγου τα πλήκτρα του για να παραληρεί το κοινό. Η σύνθεση αυτή του συγκροτήματος δεν κράτησε πολύ.
Προσωπικά δεν νοιάζομαι. Το Relayer ήταν το απαύγασμα του προοδευτικού ρόκ στην πιο στρυφνή και δύσκολη μορφή του. Ένας δίσκος σφιχτά σαν γροθιά δομημένος, με φρέσκες ιδέες, χωρίς προσποιητό περιτύλιγμα, χωρίς έκπτωση στην ποιότητα ή ενδοιασμό όσον αφορά την δυνατότητα αφομοίωσης από το κοινό.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που γνώρισα και όργωσα τον δίσκο αυτό το 1975. Από τα καλύτερα δώρα γιά έναν teenager.


elp-tarkus.jpg


Στον αντίποδα ή το αντίπαλον δέος, οι πρωτοπόροι του είδους, ELP το 1972 έβγαλαν τον πιο ριζοσπαστικό δίσκο τους.
Tarkus. Ο δίσκος αυτός (δεύτερο studio album) έδειξε το δρόμο που θα ακολουθούσε μετά το συγκρότημα: Αυτόν του γιγαντισμού και της ατέλειωτης κόντρας με τους Yes.
Φυσικά πρόκειται για μια προσωπική σύνθεση, οργάνωση και εκτέλεση του εγκεφαλικού Keith Emerson, ενός εξαιρετικά εγωκεντρικού αλλά αναμφισβήτητα ιδιαίτερα ταλαντούχου πιανίστα και οργανίστα που χρησιμοποίησε ως όχημα τους Lake και Palmer.
Το Tarkus είναι ένας δίσκος που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να πουλήσει ούτε ένα αντίγραφο σε κοινό ροκ μουσικής. Παρ όλα αυτά ήταν η απαρχή μιας ολόκληρης θύελλας προοδευτικού κλασικού ροκ που σάρωσε την Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική.
Οι ρυθμοί είναι ανορθόδοξοι, αρκετές φορές περιττοί, τα μουσικά θέματα (riffs) πολύπλοκα, στρυφνά και εκτός κάθε γνωστού κλισέ της ροκ, ενώ οι ήχοι που χρησιμοποιούνται βασικά για τα keyboards αλλά και για τα υπόλοιπα όργανα τουλάχιστον πρωτότυποι. Ο Emerson σχεδόν σε κάθε δίσκο πρωτοτυπούσε χρησιμοποιώντας τις beta versions των οργάνων που παρήγαγε ο Bob Moog (λέγεται ότι ο Moog τα σχεδίαζε γι αυτόν), με χροιές μη κοινότυπες και πολλές φορές ούτε κάν ευχάριστες στα αυτιά. Τα σύνθι προσομοιάζουν σάλπιγγες της κολάσεως, ελέφαντες ή άλλα ανύπαρκτα και φανταστικά πλάσματα, σαν αυτά που κοσμούν το εξαιρετικό εξώφυλλο διά χειρός William Neal, σε συνθέσεις transformers και φυσικά και πάλι 20 χρόνια πριν εφευρεθεί ο όρος.
Όλα είναι σφιχτά δεμένα κάτω από τις πυκνές ενορχηστρώσεις του Keith, όπου ο ίδιος εγγράφει και ξαναεγγράφει στρώματα επί στρωμάτων από πλήκτρα. Από κάτω υπάρχει το μπάσο του Lake και το πιο εξελιγμένο μοντέλο ραπτομηχανής που εμφανίστηκε, τύπου Carl Palmer.
Το Tarkus ως θεματική έννοια καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου. Στα 6 βασικά του θέματα, βρίσκει κανείς τα πάντα, από τις απαραίτητες επιρροές κλασικών όπως ο Stravinski ή ο Ginastera, σε βιαστικά και αγχωμένα riffs, με το B3 να φτύνει τις νότες με κρουστό ήχο, ενώ κάθε θέμα είναι στοιχειωτικό, σχεδόν τρομακτικό, διαβολικό ή μακιαβελικό. Υπάρχει το βασικό θέμα που σε αρπάζει Erruption, η επική μπαλάντα stones of years, ο πολυρυθμικός βιαστικός iconoclast, το σχεδόν ροκ mass, το κυνηγημένο manticore, το εξ ίσου επικό battlefield και η κατάληξη στην παραλλαγή του βασικού θέματος Aquatarkus. Μόνη ένσταση η παρουσία του Lake, με τα πομπώδη φωνητικά του και τους επικούς (εξ ού και οι χαρακτηρισμοί) στίχους που μονίμως μιλάνε για το απόλυτο τίποτα, πιθανόν και ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να κάνει εμφανή την παρουσία του στο καθ όλα οργανωμένο σύνολο του Emerson.
Όπως όλοι οι δίσκοι των ELP, το Tarkus περιλαμβάνει και την άλλη τους (κάκιστη) πλευρά με τα ψευτο-σαλούν κομάτια Jeremy Bender και Are you ready Eddy ?, ενώ αξιόλογα δείγματα εκτός της θεματικής ενότητας Tarkus είναι το θαυμάσιο και εύθραυστο Bitches Crystal βασισμένο σε ένα θέμα από ένα μουσικό κουτί και το δίπτυχο The only way – Infinite Space ένας ύμνος με εκκλησιαστικό όργανο, βασισμένο στον Ιωάννη Σεβαστιανό και ηχογραφημένο στην St Marks Cathedral με παγερά αδιάφορους και παιδικού επιπέδου νοήματος στίχους που καταλήγει ένα μονότονο θέμα σε 7/8. Η όλη δεύτερη πλευρά υστερεί εμφανέστατα έναντι του περιγραφικού Tarkus και ίσως για το λόγο αυτό δεν την θυμάται και κανείς…
Μετά ήρθε το Trilogy και η γιγάντωση στο κορυφαίο Brain Salad Surgery και την ιστορική περιοδεία Welcome Back my friends to the show that never ends.
Το Tarkus όμως θα μείνει, ως η πρώτη προσέγγιση στον ήχο ELP κύρια για την ομώνυμη σύνθεση και τα μοναδικά πλούσια ηχητικά και ρυθμικά χρώματά της.
 
Last edited by a moderator:

Δημήτρης Ν.

AVClub Fanatic
17 June 2006
10,209
Θεσσαλονίκη
Αρχηγού γράφοντος , πάσα περαιτέρω αναφορά καθίσταται περιττή . Οσοι δεν τα έχουν να πάνε να τα πάρουν τώρα . Ετσι θα έρθουν σε επαφή με τις πλέον σημαντικές στιγμές της σύγχρονης μουσικής ( έστω από το 1960 και μετά ;).

( Το πως θα αντέξουν την φωνή του Lake είναι άλλο θέμα )
 
27 June 2006
7,771
Εξαιρετική παρουσίαση Δημήτρη!
Το ότι είμαι φανατίλα για το Tarkus (τουλάχιστον), αλλά και το progressive εν γένει, με κάνει πάντα να ελπίζω ότι κάποτε θα ασχοληθώ σοβαρά και με τη κλασσική.
 

supersonic

Μέλος Σωματείου
17 June 2006
49,351
ξέχασα να αναφέρω γιά τις επανεκδόσεις.

τα remaster της rhino είναι πολύ καλά ως εκδόσεις, αν και ηχητικά δεν παίρνεις αυτό που θα περίμενες ίσως από ένα γιαπωνέζικο ή αμερικάνικο remaster (τώρα η rhino τι ακριβώς είναι ?) πάντως mofi δεν είναι.
Ίσως το γεγονός ότι είναι γραμμένα σε οκτακάναλα με χιλιάδες overdub...
Σου δίνουν την αίσθηση του σκασμού γενικά και της ασφυξίας, κάτι που μετά από 35 χρόνια θα περίμενες περισσότερα... (όχι βέβαια ότι δεν ακούγονται καλύτερα από τις αρχικές εκδόσεις. Απλά δεν προσκυνάς κι όλας)
Πάντως πολύ επιμελημένες εκδόσεις.

Αντίθετα το remaster της sanctuary, αν και ως πακέτο υστερεί, λόγω φτωχότατων εξωφύλλων, ηχητικά είναι σχεδόν άψογο στο επίπεδο του γιαπωνέζικου χάρτινου HK2D ή κάτι τέτοιο αν θυμάμαι καλά.
 

nikos 1850

AVClub Addicted Member
18 June 2006
2,422
Λάρισα
Άψογη παρουσίαση Δημήτρη.
Πρέπει (μετά από χρόνια) να τα ξανακούσω.
Θυμάμαι ότι είχα φάει χοντρό κόλημα με το Heart of the sunrise.
Το άκουγα συνέχεια...