John Mayall - The Turning Point (Live) LP, Polydor 1969
Έτσι προλόγισε ο ίδιος ο Mayall στο οπισθόφυλλο την κυκλοφορία αυτού του δίσκου.
Ο John Mayall υπήρξε απο τους πρωτοπόρους της βρεττανικής blues σκηνής της δεκαετίας του ’60. Βαθύτατα επηρρεασμένος απο τις μουσικά ακούσματα της νιότης του, που ήταν τα blues των μαύρων της απέναντι όχθης του Ατλαντικού, ασχολήθηκε με την μετεξέλιξή τους σε κάτι καινούργιο. Συνθέτης, τραγουδιστής και ταλαντούχος πολυοργανίστας ο ίδιος, υπήρξε ιδρυτής και κινητήριος μοχλός του συγκροτήματος Bluesbrakers, πλήρως «ηλεκτρικού» σχήματος και όχημα για την ανάδειξη και την ανέλιξη μουσικών, ων ουκ έστι αριθμός. Βασικά, σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα των κιθαριστών της βρεττανικής μπλουζ-ροκ σκηνής πέρασαν απο αυτό το συγκρότημα, που άλλαζε συνεχώς σύνθεση, έχοντας πάντα την ίδια επιτυχία.
Έτσι, φτάνοντας στην τελευταία χρονιά της σημαδιακής δεκαετίας και εν μέσω της φρενίτιδας γενικώτερων αλλαγών, προσμίξεων, εξερευνήσεων, επαναπροσδιορισμών ή και κορυφώσεων όλων των μουσικών ειδών, ο Mayall αποφάσισε την στροφή απο τον πλήρως ηλεκτρικό ήχο σε κάτι πιό χαμηλόφωνο. Είδε το πείραμα αυτό σαν μια νέα καμπή στην καριέρα του, εξ ου και ο τίτλος του δίσκου.
Το γκρούπ εδώ αποτελείται απο τους
John Mayall: vocals, harmonica, slide guitar, telecaster guitar, tambourine, mouth percussion –
Jon Mark: acoustic finger-style guitar –
Steve Thompson : bass guitar –
Johnny Almond: tenor & alto saxophone, flutes, mouth percussion
Τα κομμάτια , επτά τον αριθμό έχουν όλα σχέση- άλλα εμφανέστερη, άλλα πιο χαλαρή- με το μπλούζ ιδίωμα όπως το γνωρίζουμε , με αυτοσχεδιαστικές όμως τάσεις και σχεδόν jazzy πινελιές εδώ και εκεί. Μετά από λίγο η απουσία των τυμπάνων παύει να ξενίζει καθώς το μπάσο κρατά το ρυθμό ικανοποιητικά. Ο τρόπος παιξίματος (finger style) της ακουστικής κιθάρας απο τον Mark, προσδίδει μια «έντεχνη» τροπή στο πόνημα, αλλά είναι τα πνευστά (φυσαρμόνικα, σαξόφωνο, φλάουτο) που, κατα την άποψή μου, το απογειώνουν. Τα κομμάτια στιχουργικά έχουν ποικίλη θεματολογία, είναι όλα γραμμένα απο τον Mayall (και δύο μαζί με τον Thompson) και ολα -πλην ενός- σε διαφορετικό «κλειδί» για τονική ποικιλία.
Η συνεργασία των μουσικών είναι εξαιρετική, με καλή οικονομία και δοσομετρική συνεισφορά, χωρίς περιττούς ακροβατισμούς και επιδειξιομανίες.
Κορυφαία στιγμή το Room to move που ξεσηκώνει δικαίως το ακροατήριο και που απο μόνο του αξίζει τα 6.90 ευρώ για την απόκτησή του.
Το blending μουσικά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και το μεγάλο του προτέρημα, είναι.... η Μουσική η ίδια! Ντελικάτη και εύθραυστη. Γαλήνια και σαγηνευτική. Νεανική και παιχνιδιάρα.
Με αιχμαλώτισε με το πρώτο άκουσμα και συνεχίζει να με συναρπάζει όσες φορές κι αν τον ακούσω. Απο τους πολύ αγαπημένους μου δίσκους.
Αλλη αιτία για την απόκτησή του και η εξαιρετική του ηχογράφηση (τουλάχιστον στο βινύλιο), που μεταφέρει τα επι σκηνής δρώμενα αλλά και την ατμόσφαιρα του Ναού (Fillmore East) με θαυμαστό τρόπο στο σαλόνι μας.
Όσοι δεν τον έχετε και αγαπάτε τη μουσική, ανεξαρτήτως του είδους, δοκιμάστε μια νυχτερινή ακρόαση και θα με θυμηθείτε...
ΥΓ.1 Στη Remastered έκδοση του σε CD, υπάρχουν τρία επιπλέον tracks
ΥΓ2 Για την ιστορία, η βραχύβια για το σχήμα εξερεύνηση, συνεχίστηκε μόνο με το Empty rooms, έναν studio δίσκο (με αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές).