- 17 June 2006
- 49,351
Brian Wilson presents Smile - 2004 - Nonesuch
Μια παροιμία λέει: δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Και ανήκει στον κανόνα που θέλει να επιβεβαιώνεται και χωρίς εξαιρέσεις.
Τρανό παράδειγμα είναι σίγουρα ο Brian Wilson. Αδιαμφισβήτητα ο μεγαλύτερος εν ζωή συνθέτης σύγχρονης μουσικής με ό,τι μπορεί να καλύπτει ο όρος εκτός φυσικά της κλασικής.
Ηγέτης, αδιαμφισβήτητος, αν και ουσιαστικά έστω για λίγα μόλις χρόνια του μεγαλύτερου αμερικανικού συγκροτήματος των Beach Boys μεταξύ του 1961 και 1966 όταν και παραγκωνίστηκε και εξαναγκάστηκε σε αυτοεγκλεισμό διότι «χαλούσε την συνταγή».
Από μικρός είχε μια έφεση στις φωνητικές μελωδίες. Ζώντας μέσα σε μια οικογένεια – κόλαση δίδαξε τον εαυτό του μουσική και έμαθε ερασιτεχνικά τα κόλπα της πολλαπλής ηχογράφησης, ως μοναδική διέξοδο από την καταπιεστική, τυρρανική φυσιογνωμία του πατέρα. Όμως μόλις ήρθε η πρώτη επιτυχία αφοσιώθηκε στον μοναδικό σκοπό της ζωής του. Να φτιάξει μουσική που να του επιτρέψει να επικοινωνήσει με την υπέρτατη δύναμη.
Σιγά σιγά, βήμα βήμα τα δείγματα ήταν φανερά. Αποσύρθηκε από επιτυχημένες και προπωλημένες περιοδείες και όρισε αντικαταστάτες μόνο και μόνο για να αφοσιωθεί στο συνθετικό του έργο.
Το 1966 συνθέτει, ενορχηστρώνει, δομεί και ηχογραφεί μοναχός του με επαγγελματία στιχουργό, μαζί με την αφρόκρεμα των επαγγελματιων μουσικών του LA τον ιστορικό δίσκο Pet Sounds. Εν τη απουσία όλου του συγκροτήματος.
Ο δίσκος θεωρήθηκε και θεωρείται από την μουσική κοινωνία ένας από τους δυό πιο σημαντικούς σε επιρροή στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής. Κι όμως ο δίσκος αυτός ήταν το πρώτο βήμα για την ολοκλήρωση του τελικού στόχου. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων συνθέτει επίσης το Good Vibrations, ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα των τελευταίων 50 ετών, που έχει χαρακτηριστεί τραγούδι-συμφωνία.
Όμως μέσα στο συνθετικό του φόρτε, αδυνατεί να αντιληφθεί τι παίζεται γύρω του. Τα αδέρφια-ξαδέρφια του στο συγκρότημα εναντιώνονται με το πόνημα, ενώ η Capitol βλέπει τις μετοχές της να καταβαρθρώνονται. Παρ όλα αυτά τους πείθει και ο δίσκος κυκλοφορεί. Η Capitol δεν τον προωθεί καθόλου, ο δίσκος ηχογραφείται μονοφωνικά, ενώ το Good Vibrations παραλείπεται για να προστεθούν κάποιες λεπτομέρειες και να ενσωματωθεί στον χώρο που ανήκει το σπονδυλωτό έργο Smile.
Για το έργο αυτό ο Brian ήδη έχει εργαστεί με τον στιχουργό-ποιητή Van Dyke Parks και βάζει όλα τα δυνατά του βελτιώνοντας στα σημεία το Pet Sounds. Οι αντιδράσεις όμως είναι ένας τοίχος μπροστά του. Το έργο δεν ηχογραφείται ποτέ όπως το ήθελε, και υπάρχουν κομμάτια σκόρπια εδώ και εκεί, που καταφέρνουν να επιβιώσουν μόνο και μόνο επειδή τα αδέρφια κρίνουν ότι είναι πιο εύπεπτα. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για τον Brian. Αποσύρεται από τα εγκόσμια και καταφεύγει σε βαρειά βοηθήματα για να ξεπεράσει την απογοήτευσή του. Αυτό χρησιμοποιείται άλλοτε σαν δικαιολογία για την απουσία του από την προς τα έξω εικόνα του συγκροτήματος (που συνεχίζει να ηχογραφεί κανονικά) και άλλοτε σαν ευκαιρία για να τον κατηγορήσουν ότι ευθύνεται για την μέτρια επιτυχία.
Τελικά το Smile έμεινε στα αζήτητα. Υπήρχε όμως η αίσθηση ότι κάτι υπέροχο ήταν κρυμένο κάπου.
Το 2004, χρόνια πλέον μετά τον χαμό των δυό αδερφών του και αφού ο Brian είχε ψυχικά συνέλθει βάζει το σχέδιο Smile ξανά στην πρίζα.
Στις 20 Φεβρουαρίου 2004 στο Royal Festival Hall και μπροστά σε κοινό που περιλαμβάνει τον Paul McCartney και τον Geοrge Matin μεταξύ άλλων παρουσιάζεται η τελική μορφή του Smile. Με την ολοκλήρωση το κοινό αποθεώνει όρθιο για τουλάχιστον 10 λεπτά τον 62χρονο συνθέτη..
Δυό μήνες αργότερα χτίζει ένα 10μελές συγκρότημα σε καθαρά φωνητικές βάσεις, πάνω στην αρχική δομή των Beach Boys, βρίσκοντας έναν φωνητικό αντικαταστάτη για κάθε αρχικό μέλος. Χρησιμοποιεί μόνο τον κιθαρίστα Jeff Foskett που συμμετείχε στο συγκρότημα, ενώ τα περισσότερα μέλη δηλώνονται να παίζουν κρουστά όργανα, πνευστά ή ο,τι δήποτε άλλο που δεν έχει σχέση με τη ροκ μουσική. Εκτός από τα δέκα μέλη και τον εαυτό του χρησιμοποιείται και το οκταμελές κλασικό μουσικό σύνολο Stockholm Strings ʽn horns με δυό βιολιά, δυό τσέλα,, βιόλα, δυό τρομπόνια και σαξόφωνο. Χρησιμοποιεί το ίδιο στούντιο που ηχογραφήθηκε το Good Vibrations καθώς και την ίδια λαμπάτη κονσόλα. Ηχογραφεί αρχικά σε 4 μέρες τα μουσικά θέματα και για τους επόμενους τρεις μήνες τα φωνητικά. Ο δίσκος ηχογραφείται από τον υπεύθυνο για τις επανεκδόσεις του Pet Sounds mark Linett, ενώ για το master παραδίνεται στον γκουρού Bob Ludwig που ολοκληρώνει την εργασία σε HDCD.
Η ίδια η μουσική του smile ακολουθεί την δομή του Good Vibrations. Το κομμάτι αυτό έχει 7 ανεξάρτητα μουσικά θέματα, πάνω στα οποία εναλλάσσονται περισσότερα από ένα φωνητικά ή άλλα οργανικά θέματα. Ήταν η πρώτη προσέγγιση στην modular σύνθεση που τελειοποιείται στο Smile. Το Smile έχει συνολικά 17 κομμάτια διάρκειας από 1 έως 4 λεπτά τα οποία είναι χωρισμένα σε τρεις ενότητες που η κάθε μια έχει ένα βασικό αναγνωρίσιμο εννοιολογικό θέμα, τα αμερικάνικα πρότυπα, τη σχέση παιδιού πατέρα και τη σχέση του Brian με διάφορα αντικείμενα και καταστάσεις.
Κάθε ένα από τα κομμάτια στηρίζεται σε απλή, με την πρώτη ματιά, ενορχήστρωση που έχει καθαρά υποστηρικτικό ρόλο για τα φωνητικά που αποτελούν την επιτομή του κάθε κομματιού και του συνολικού έργου. Σε πρώτη ακρόαση κάθε κομμάτι είναι απλό όσο ένα θέμα από μουσικό κουτί, ενώ τα όργανα που το συνθέτουν απέχουν πολύ από αυτό που ορίζεται ως ροκ ή ποπ μουσική. Μια πιο προσεκτική ακρόαση ή πιο σωστά πολλές συστηματικές, αποκαλύπτουν ότι οι ενορχηστρώσεις έχουν πολλά όργανα να παίζουν ταυτόχρονα το ίδιο θέμα έτσι ώστε να μην μπορείς να τα ξεχωρίζεις, όπως πχ μπάσσο και δυό κιθάρες. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους είναι ελάχιστες, κύρια στο βάθος (τεχνητό ή φυσικό) που είναι μια τεχνική που έχει τελειοποιήσει ο Wilson στα χνάρια του Phil Spector. Ο ρόλος του ορχηστρικού μέρους είναι ουσιατικά να είναι ανύπαρκτο και να μην εμπλέκεται όταν υπάρχει ανάγκη ανάδειξης των φωνητικών και να κάνει την παρουσία του έντονη στα ενδιάμεσα κενά τα οποία φυσικά διαρκούν από ένα έως ελάχιστα δευτερόλεπτα. Φυσικά υπάρχουν και τα περισσότερο ενορχηστρωμένα θέματα όπου πλέον και ο πιο προσεκτικός ακροατής χάνει τη μπάλα, καθώς το κλασικό σύνολο και τα ηλεκτρικά όργανα είναι τόσο σφιχτά δεμένα σε αρμονικά θέματα πολλών φωνών ή καθαρά αντιστικτικά.
Για τα φωνητικά εκείνο που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι αποτελούν αξεπέραστο σημείο αναφοράς για τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Οκτώ ξεχωριστοί τραγουδιστές μοιράζονται μαζί με τα overdubs σε τουλάχιστον 5 φωνές, ενώ πολλά από τα θέματα έχουν δυό ή και τρείς διαφορετικούς στίχους. Οι επιρροές από την προκλασική και την εκκλησιαστική μουσική είναι φανερές. Αντίστοιχα η τεχνική της ηχογράφησης είναι παραδειγματική καθώς η κάθε λεπτομέρεια στην προφορά, τον συγχρονισμό των αναπνοών και των καταλήξεων κόβει την ανάσα, όταν ανακαλύπτεις ότι αυτό που σε πρώτη ακρόαση είναι δυό ή τρεις τραγουδιστές όταν προσηλωθείς γίνεται 5-6 και όταν βάλεις ακουστικά και κλείσεις τα μάτια 10 και 12…
Για να επανέλθουμε στο θέμα της modular σύνθεσης σαφώς μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα concept άλμπουμ στα πρότυπα μια κλασικής σύνθεσης ή συμφωνικού έργου όπου τα διάφορα θέματα αποτελούν ξεχωριστές οντότητες, αλλά έχουν την δυνατότητα να δένουν μεταξύ τους και το καθένα να ανακαλεί ένα προηγούμενο ή να προδιαθέτει για ένα επόμενο. Η δυνατότητα της αλληλοσύνδεσης είναι σοφά ενορχηστρωμένη και ποτέ κανένα από τα ξένα θέματα δεν ακούγεται εκτός τόπου από το τρέχον. Ετσι σχεδόν κάθε τραγούδι μέσα στα τέσσερα, πέντε ή και περισσότερα θέματά του θα δώσει μια πρόγευση από ένα τραγούδι που μπορεί να ακολουθήσει μετά από έξι ή επτά κομμάτια. Η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι επαναλαμβάνονται ιδέες λόγω στέρησης, αλλά μάλλον ότι δημιουργεί περισσότερο αρμονικό πλούτο και αναδεικνύει τις δυνατότητες των modular θεμάτων που έχουν συντεθεί έτσι ώστε να μπορούν να τοποθετήθούν με την ίδια ευκολία σε διάφορες θέσεις δημιουργώντας κάθε φορά ένα διαφορετικό πίνακα, διαφορετικές απόψεις του ιδίου θέματος.
Η όλη μουσική που φτάνει στο αυτί του ακροατή, έχει την δομή και την χροιά της ποπ, αλλά η ίδια η επιλογή των οργάνων, μακρυά από τις ηλεκτρικές επιταγές της ποπ ή της ροκ δημιουργεί άλλα συναισθήματα χωρίς να αποξενώνεσαι από το είδος αλλά αντίθετα να στρέφεσαι στην κλασική. Τα ίδια τα ηλεκτρικά όργανα όταν χρησιμοποιούνται δεν έχουν ποτέ την ίδια επίδραση και ηχητικό αποτέλεσμα που έχουμε συνηθίσει. Φυσικά, εννοείται, ότι ο ήχος, η ενορχήστρωση και το ύφος είναι το ύφος του 1966-67 κάτι που θα έπρεπε να αποπροσανατολίζει τον ακροατή στο 2004 ή στο 2009 και φυσικά το πετυχαίνει απόλυτα με την πρώτη, δεύτερη, τρίτη ή και δέκατη ακρόαση. Μετά το σημείο αυτό έρχεται η απόλυτη υποταγή του ακροατή και ο βαρύς εθισμός σε συνδυασμό με τη μανία αποκάλυψης και άλλων μυστικών που είναι κρυμμένα στο έργο αυτό.
Είναι γεγονός ότι μερικά από τα τραγούδια του δίσκου κυκλοφόρησαν κατά περιόδους μέσα σε δίσκους από το 1968 έως το 1974. Σιγά σιγά τα αδέρφια και η εταιρεία είχαν κατανοήσει το ειδικό βάρος του έργου και προσπαθούσαν να το επανασυνθέσουν. Όμως το κλειδί το κρατούσε πάντα ο Brian. Η υπόθεση smile θυμίζει τις γνωστές περιπέτειες του κινηματογράφου και την αναζήτηση του χαμένου θησαυρού όπου όλοι έχουν από ένα κομμάτι του χάρτη και προσπαθούν να τον συνθέσουν, χωρίς όμως ποτέ να γνωρίζουν τι είχε στο μυαλό ο συντάκτης-συνθέτης. Ετσι τα μικρά διαμάντια που συνθέτουν το σύνολο, με τις συχνές παραπομπές στα άλλα, δίνουν τη δυνατότητα να συντεθούν όμορφες εικόνες, χωρίς όμως κάποιο σαφές νόημα, μάλλον ακατάληπτες ή όπως ο ίδιος ο Wilson έλεγε όταν τον ρωτούσαν «πως είναι το smile σαν σύνολο ?» «inappropriate music», θέλοντας προφανώς να δηλώσει ότι είναι μια μουσική όχι για πολλούς και όσο και να προσπαθήσει κάποιος να την επανασυνθέσει είναι αδύνατον αν ο ίδιος δεν τοποθετήσει όλα τα κομμάτια με την σωστή σειρά, προσανατολισμό, θέση.
Στο σύνολο σημαντικότατη επίδραση έχουν οι στίχοι του Van Dyke Parks, που δεν είναι απαίδευτη επιλογή λέξεων που κάνουν ρίμα, (δεν κάνουν τις περισσότερες φορές) αλλά η προσεκτική σύνθεση και στον τομέα αυτό, πάντα κάτω από την υπαγόρευση του ίδιου του Brian Wilson. Είναι γεγονός ότι κατά τις πρώτες προσπάθειες ηχογράφησης το 1967 κομματιών όπως το Heroes and Villains ο ξάδερφος Mike Love απαίτησε από τον Parks να του εξηγήσει τι σημαίνουν οι στίχοι με αποτέλεσμα να ακολουθήσει άγριος καυγάς και να αποχωρήσει ο στιχουργός για να επανέλθει ξανά το 2004.
Σαν επιρροή, ο δίσκος έστω και στα κομμάτια που είχαν κρυφά διαρρεύσει ή επιλεχθεί προς κυκλοφορία, έχει αφήσει βαθειά το σημάδι του στη μουσική βιομηχανία. Η αλληλεπίδραση είναι τόσο έντονη ιδίως στους Beatles που μια πιθανή αλληλουχία θα μπορούσε να είναι:
Rubber Soul, Pet Sounds, Smile, Sgt Pepperʼs, Smile, White Album, Smile καθώς κάποια κομμάτια του Smile ολοκληρώθηκαν μετά τους δυό δίσκους των Beatles και πλέον είναι αδιόρατο ποιος έχει επηρεάσει ποιόν. Όπως πχ οι επιρροές του Iʼm in a great Shape με το Sheʼs leaving home, του barnyard με τα Piggies και Goodmorning, το τέλος του heros and villains και το το old master painter με το Glass onion ή γενικώτερα των φωνητικών των Beach Boys στο Birthday
Είναι περιττό επίσης να αναφερθεί η κριτική αποδοχή που έγινε στο Smile το 2004 παρά την αναμενόμενη μικρή του εμπορική επιτυχία. Φυσικά περιττό να γίνει αναφορά και στα διθυραμβικά σχόλια ονομάτων όπως ο Leonard Bernstein, Philip Glass, Paul McCartney, George Martin, Neil Young, Bob Dylan, Pete Townshend, Stevie Wonder, Eric clapton, Elton John, Linda Rondstadt, Graham Nash, David Crosby, Burt Bacharach, Tom Petty, Lindsay Buckingham, Elvis Costello, John Cale μεταξύ άλλων…
Τελικά τι μένει σε έναν ακροατή του 2009 από την επιμονή στην παρουσίαση ενός έργου που ουσιαστική δημιουργήθηκε κάπου 42 χρόνια πριν?
Για όποιον ασχολείται σοβαρά με τη μουσική το Smile αποτελούσε το ημιτελές τελειότερο puzzle επειδή λείπαν μερικά κομμάτια καθώς και το υπόδειγμα για να συντεθεί. Για να το ακούσει και να το κατανοήσει ο σύγχρονος ακροατής θα πρέπει να αποσυνδέσει τον εαυτό του από την πραγματικότητα και να το δεχτεί ως είναι, χωρίς τις άσκοπες αναφορές στο τι γίνεται σήμερα, που έφτασε η μουσική σήμερα.
Καλύτερα θα είναι να αναρωτηθεί που θα έφτανε η μουσική σήμερα αν αυτό το απόλυτο έργο είχε ολοκληρωθεί κάτω από συνθήκες ηρεμίας και πλήρους αποδοχής από τον συνθέτη το 1967. Εγώ είμαι πεπεισμένος ότι σίγουρα θα είχε πάρει άλλο δρόμο. Ο Brian Wilson ήταν διάσημος, πλούσιος και καταξιωμένος συνθέτης το 1967 όταν έγραφε το σημαντικώτερο έργο του. Ένα έργο που πετάχτηκε στον Καιάδα. Σίγουρα η μεγαλοφυία του και η σιγουριά του πλήρωσε βαρύ τίμημα.
Σήμερα το Smile είναι εδώ. Δεν είναι για όλους. Είναι αυστηρά για λίγους. Αυτοί οι λίγοι όμως που θα πιστέψουν σ αυτό και του δώσουν τις ευκαιρίες που ζητάει ένα έργο ζωής θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα.
o δίσκος έχει παρουσιαστεί από τον Κ. Λυμπερόπουλο σε αντίστοιχο θέμα πριν από 3 χρόνια.. Κάπου 2-3 χρόνια μετά την απόκτησή του αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω μερικά πράγματα επι πλέον και σε ξεχωριστό θέμα σε μιά προσπάθεια να δώσω προς τα έξω αυτά που εισέπραξα από τις πολλαπλές ακροάσεις.