- 17 June 2006
- 14,350
Sparks: The Seduction Of Ingmar Bergman (Lil' Beethoven CD - 2009)
Οι ίδιοι θεωρούν εαυτούς ‘θύματα’ του Σύνδρομου Jimi Hendrix: στην πατρίδα σου δεν σε ξέρει κανείς, αποδημείς στην Αγγλία όπου γίνεσαι σταρ, μετά, η χώρα σου σε αγοράζει σαν προϊόν Εισαγωγής και, φυσικά, Πολυτελείας.
Αυτό έκαναν κι οι ίδιοι. Γέννημα-θρέμα του Λος Αντζελες, οι αδελφοί Ronald και Russell Mael ζούσαν κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού: ο πρώτος πούλαγε παγωτά, ο δεύτερος ήταν φωτομοντέλο. Ηχογράφησαν 2 άλμπουμ που δεν τα πρόσεξε κανείς, τα ‘Halfnelson’ (1971) και ‘A Woofer In Tweeters’ Clothing’ (1972) - για την ακρίβεια μόνο οι παραγωγοί τους ήταν πεπεισμένοι πως πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό: στο πρώτο άλμπουμ τους είχε κάνει παραγωγή ο Todd Rundgren, στο δεύτερο ο Jim Lowe (πρώην Electric Prunes). Οι αδελφοί Mael δεν το έβαλαν κάτω: πήραν των ομματιών τους και εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο που, τότε, καιγόταν από τον πυρετό του glam-rock: τον Garry Glitter, τους T. Rex, τους Slade. Σύντομα οι Sparks απέκτησαν φανατικούς οπαδούς και οι κριτικοί τους κατέταξαν στο πιο διανοουμενίστικο παρακλάδι του glam, δίπλα στους Roxy Music και στον David Bowie. Οι Queen είναι το πιο κλασσικό παράδειγμα γκρούπ που θα έπρεπε να τους ανάψει λαμπάδα στο μπόϊ τους: είναι ...Sparks, πλην χωρίς ίχνος από την ευφυία, την τόλμη, την τρέλλα των δύο αδελφών. Την καλύτερη περιγραφή γι αυτό που έκαναν την έχω διαβάσει από τον Paul Morley (‘Words and Music’): ‘μία διασταύρωση ανάμεσα στον Walt Disney και στον David Lynch, στους Bonzo Dog Doo-Dah Band και στον Todd Rundgren, στους Roxy Music και τον Steven Sondheim, στους Monkees και στη Φωλιά του Κούκου, στον Garry Glitter και στον Frank Zappa, στους Abbot & Costello και στον Kurt Vonegut Junior’.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι Sparks γύρισαν στο Λος Αντζελες και συνέχισαν να κυκλοφορούν δίσκους. Ο Giorgio Moroder τους έκανε παραγωγή στο ‘No. 1 In Heaven’, disco αλλά...Οχι ακριβώς : μύριζε χημικά αρώματα και το καρδιοχτύπι του ήταν συνθετικό αλλά έμοιαζε περισσότερο με Τεχνικολόρ σχοινοβασία ανάμεσα στο Ονειρο και στον Εφιάλτη. Το ντεκόρ θύμιζε ντισκοτέκ που έμοιαζε να έρχεται από το ‘Κάτω απ το Ηφαίστειο’ του Τζον Χιούστον. Στους τοίχους της ήταν κρεμασμένοι πίνακες του Whyndam Lewis και του Jean Dubuffet κι ένας αποσχηματισμένος ιεροκήρυκας διάβαζε εδάφια από τον Joseph Conrad και τον Philp K. Dick.
Λήθη και, περίπου, λησμονιά στις 2 δεκαετίες που ακολούθησαν: μία μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία (‘When I’m With You’), έκαναν παραγωγή στους Les Rita Mitsuko, κάτι τοπικά hits στις gay discos του Λος Αντζελες, μία σειρά από μέτρια έως αδιάφορα άλμπουμ, rigor mortis. Aυτοί που τους αγαπούσαν πάντα έβρισκαν ένα-δύο ψήγματα χρυσού σε κάθε άλμπουμ, ίσα ίσα να τους συντηρούν το ενδιαφέρον μέχρι το επόμενο το οποίο, συνήθως, ήταν ‘μία από τα ίδια’. Ενα διπλό άλμπουμ, συλλογή της Rhino, σχετικά δυσεύρετο σήμερα -Profile: The Ultimate Sparks Collection- φτάνει για να καλύψει μιά χαρά όλη την πορεία τους μέχρι το 1991.
Κάτι μέτριοι δίσκοι συνέχισαν να κρατούν τη φλόγα αναμένη. Τρεμόσβυνε βέβαια αλλά, σε κάθε περίπτωση, οι στίχοι ήταν περίπου αδιανόητοι για mainstream act και το ντουέτο έδειχνε μιά εξοργιστική περιφρόνηση για τις ευθείες: αρνούνταν να γίνουν βαρετοί, πάντα έκαναν τα πράγματα με τον πιο περίπλοκο τρόπο, κάθε κομμάτι τους χαρακτηριζόταν από μιά απίστευτη πληθώρα ιδεών. Κάτι δεν κόλλαγε, κάτι έμοιαζε τελείως απροσάρμοστο, σχεδόν εχθρικό για το μέσο ακροατή. Σαν λέκτορας που προσπαθεί να δώσει διάλεξη σε κωλάδικο και δεν μπορεί να μιλήσει απλά, στη γλώσσα των θαμώνων.
Το 2002 έμελλε να τα αλλάξει όλα αυτά. Η αρχή έγινε με το ‘Lil’ Beethoven’, ένα Κλασσικότροπο αριστούργημα όπου τα synths είχαν την τιμητική τους. Ακολούθησαν δύο διαμάντια, τα ‘Hello Young Lovers’ και ‘Exotic Creatures Of The Deep’. Τότε, ο Θεατρικός τομέας της Σουηδικής Ραδιοφωνίας, τους ανέθεσε το επόμενο project τους.
Το ραδιοφωνικό μιούζικαλ The Seduction Of Ingmar Bergman, μιά mini-opera.
Το story αφορά το μεγάλο Σουηδό σκηνοθέτη που πάει σ ένα συνοικιακό σινεμά να δεί ένα Χολλυγουντιανό blockbuster της σειράς. Στη διάρκειά του, σαν να έχει πάρει LSD, ο Bergman περνάει σε μία εναλλακτική πραγματικότητα με πρωταγωνιστή τον ίδιο να επισκέπτεται το Χόλλυγουντ, με προοπτική να κάνει, εκεί, μία ταινία. Μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας του Barry Malzberg: o Δημιουργός βρίσκεται παγιδευμένος σ εναν παράλληλο κόσμο Αγνωστο γι αυτόν. Ενα εικονικό τοπίο όπου η Υψηλή Καλλιτεχνία συναντά το Εμπόριο, το σπαθί βρίσκει το πουγγί, ο Αρχοντας συνδιαλλέγεται με σαράφηδες και καμποτίνους. Το φινάλε, φυσικά, είναι πέρα για πέρα Χολλυγουντιανό. Happy ending.
Αφηγητές, σοπράνο, ένα οπλοστάσιο από πλήκτρα και ηλεκτρικές κιθάρες στήνουν αυτό το εκπληκτικό soundtrack, άλλοτε βαρύγουπο και στομφώδες, άλλες πάλι φορές εξαιρετικά ευαίσθητο και διεισδυτικό, με τα αισθητήριά του σε μόνιμο πυρετό και τις αντιληπτικές ικανότητές του ‘στα κόκκινα’. Το φάσμα του είναι απέραντο: σαρώνει κάθε τι από το μινιμαλισμό μέχρι το industrial.
Οι ίδιοι οι δημιουργοί του λένε: ‘προσπαθήσαμε να σεβαστούμε απόλυτα τον Bergman, νιώθοντας, ταυτόχρονα, την ανάγκη να είμαστε πέρα για πέρα ριζοσαπαστικοί. Αυτό υποτίθεται πως πρέπει να είναι η pop music’.
Αν κάποιος ψάξει για hits, απλά ...έχασε.
Ο δίσκος είναι μία συνολική εμπειρία από αυτές που σε αποσβολώνουν και σε αφήνουν εμβρόντητο.
Mέσα στις 4 ή 5 πιο σημαντικές κυκλοφορίες της χρονιάς.