- 17 June 2009
- 3,594
Ry Cooder - I, Flathead (Nonesuch Records 2008)
Το δισκάκι αυτό, έπεσε στα χέρια μου σχεδόν τυχαία.
Ας πούμε, ότι ήταν το τελευταίο cd που δεν το προτίμησε κανείς σε μια φιλική παρέα κι έτσι ξέμεινε σε μένα.
Τον Ry Cooder δεν τον ήξερα. Κακώς βέβαια, διότι το «βιογραφικό» του είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό.
Αμερικανός μουσικός, συνθέτης και τραγουδιστής.
Ryland Peter Cooder, γεννημένος στα 1947, fusion κιθαρίστας ( :chinscratch:που τον άκουσα προσφάτως τον όρο; Α! ναι, anyway, στους αποχαιρετισμούς και τα καλωσορίσματα…:music-smiley-005: ) λίγο blues, λίγο country, λίγο από rock και άλλες «αμερικανιές».
Μουσικές για ταινίες όπως το «Παρίσι, Τέξας» του Wim Wenders, το “The Long Riders”, ένα τραγούδι στο “Steel Magnolias”, αλλά, αν μη τι άλλο, έχει συνεργαστεί με τον Captain Beefheart , τους Rolling Stones, την Marianne Faithfull και τον Van Morrison κι αυτό από μόνο του είναι ικανός λόγος για να τον ξέρει κανείς.
Βέβαια, το I, flathead, δεν είναι γραμμένο από τον Ry Cooder, κάθε άλλο κύριοι.
Το album είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Kash Buk και της μπάντας του, των Κlowns!
Μπερδευτήκατε;
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Το I, flathead λοιπόν, είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 2005 με το άλμπουμ Chavez Ravine, μια ελεγεία για μια κατεστραμμένη κοινότητα Λατίνων στο L.A., συνεχίστηκε το 2007 με το My Name is Buddy, ύμνο στην εργατική τάξη της Αμερικής και αποτελεί δημιουργία του φανταστικού μουσικού Kash Buk and the Klowns.
Φανταστικό πρόσωπο λοιπόν ο δημιουργός του, κατά συνέπεια κι ο δίσκος κινείται ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, το λογικό και το παράξενο, ανάμεσα στις ερήμους της Βόρειας Καλιφόρνια και σε αφιλόξενα βουνά, ανάμεσα σε σε επαρχιώτες Αμερικάνους και σε ιθαγενείς Chinook, αν και το flathead ουδόλως αναφέρεται σε αυτούς όπως θα δείτε παρακάτω, αγώνες ντράγκστερ και χέρια μουτζουρωμένα με λάδια κινητήρων, εξαθλιωμένα clubs και σκοτεινές εξωπραγματικές συνομωσίες, στα χρόνια ανάμεσα στα ‛50s και τα ‛60s, ένα μπέρδεμα και ταυτόχρονα μιά αρμονική συνύπαρξη μελωδιών μιας άλλης εποχής με το σήμερα, λίγο «παράξενο», λίγο «διαφορετικό» και πολύ, μα πάρα πολύ όμορφο.
Ο Kash Buk μας μιλάει ο ίδιος για το I, flathead στο booklet που συνοδεύει το δίσκο:
“You got your hard times, your good times, a dog story for you animal lovers, and a forbidden-race love song, which every record ought to have at least one of. You’re going to meet the ghost of Dick Nixon the drag racer, plus a bonus Red-Scare speciality for all you politically-minded hi-brow foot-stompers out there. I felt it was important to include a circus story since most people agree the circus is a mirror for ‛life itself.’ And you can’t say you got a record album unless there is a selection of honky-tonk heart-ache ballats, so I took care of the ballat chores for
you.”
Και συνεχίζει:
“And I spatially wanted to pay o-mage to the steel guitar legends of yore. It has been my privilege to know quite a few. That’s a hard-bitten, un-sung fraternity, and I figured if I remember them, some body might remember me some day and raise a glass some where and put a nickel in the juke-box.”
Τώρα, αν αναρωτηθείτε, γιατί αποφάσισα να γράψω για ένα δίσκο ενός μουσικού που δεν ήξερα καν, θα σας πω ότι είπα και σε ένα φίλο που μου έκανε την ερώτηση αυτή:
Γιατί μου άρεσε.
Και γιατί το άκουσα πολλές φορές από τότε που βρέθηκε στα χέρια μου, και, γιατί πολύ απλά μου φτιάχνει το κέφι.
Κι αυτό, μερικές φορές, είναι από μόνο του ένας πολύ καλός λόγος.
Γιατί βρέθηκα σε όλα εκείνα τα μέρη που ήθελε να με πάει, σε επαρχιακά μπαράκια που κάθε βράδυ τραγουδάνε μικρές μπάντες με καρό πουκάμισα κι εκείνο το ηλίθιο υποκατάστατο γραβάτας, ξέρετε, αυτόν τον φιόγκο με τις μεταλλικές άκρες και που οι σερβιτόρες είναι σαν την αξιολάτρευτη δεσποινίδα Ντιούκ (καλά, καλά, το «αξιολάτρευτη» δεν είναι ακριβώς το επίθετο που έρχεται στο μυαλό σας), με έκανε να θέλω να λικνιστώ στο ρυθμό κρατώντας μια bud στο χέρι, μύρισα καμμένα λάστιχα και βρέθηκα ξαφνικά σε πίστες που τα μουζουρωμένα αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τα κορίτσια τους με την πιο γρήγορη εκκίνηση, όχι, δεν είχε Μπιούικ, ούτε Plymouth Belvedere κύριε Λυμπερόπουλε, ούτε Φεράρι αγαπητέ Γ.Χ. της «εκτός» , flathead είναι κάτι 'αξιοθρήνητες' οχτακύλινδρες V engines :driver:, εντελώς ακατάλληλες για τη διαδρομή Κηφισίας-Πλατεία Κολωνακίου.
Παρ’ όλα αυτά, μια παλιά Cadillac μνημονεύεται στο αγαπημένο μου “Fernando Sez”, ναι, από κανένα δεν θεωρείται το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, αλλά εμένα είναι το καλύτερό μου, ρυθμικό, παιχνιδιάρικο, μου φτιάχνει τη διάθεση, γιατί πολύ απλά αγαπάς αυτό που αγαπάς και δεν τ’ αλλάζεις για τον κόσμο ολόκληρο
……………….
Fernando Sez my car is trash and he wants cash.
My car is old but it’s still good
I wouldn’t change it baby if I could
I really like that old Cadillac
Fernando Sez he won’t give it back…..
Και το νο. 10 μ’ αρέσει, “Filipinno DanceHall Girl”, κιθάρες, μαριάτσι, χαζά ερωτικά στιχάκια για κρυφά ραντεβού, και τρυφερά αφελή romances, φυσικά το “My Dwarf is Getting Tired” , μια τρυφερή μπαλάντα θα το έλεγα εγώ, πείτε το όπως θέλετε εσείς, εξάλλου πόσο τρυφερό μπορεί να είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται σε “hot dog contests” με μουσική υπόκρουση τραγουδιού σαν από το Lemon Popsicle :bang:, αλλά είναι αυτό το αλλόκοτο και γκροτέσκ που κάνει το I, Flathead ακαταμάχητο, πανέξυπνο όταν περνάς στο Ridin’ with the Blues, στο jazzy enough “Flathead one more time”…
Τέλος πάντων, ας παραθέσω την ΤrackList για να κάνω αυτήν την κεφαλιά που δέχτηκα κατακούτελα να μοιάζει κάπως με παρουσίαση δίσκου...
Και Μαριάτσι’ς έχει αυτός ο δίσκος, σας το είπα εξάλλου, τους Mariachi Los Camperos
Ry Cooder mandolin, guitar and bass
Joachim Cooder, and Jim Keltner drums
Rene Camacho bass
Francisco Torres trombone
Ron Blake and Jon Hassell trumpet
Anthony Gil bass sax
Flaco Jimenez accordion
Gil Bernal tenor sax
Jared Smith keyboards
Martin Pradler electric piano and drums
Juliette Commagere on vocals.
Το δισκάκι αυτό, έπεσε στα χέρια μου σχεδόν τυχαία.
Ας πούμε, ότι ήταν το τελευταίο cd που δεν το προτίμησε κανείς σε μια φιλική παρέα κι έτσι ξέμεινε σε μένα.
Τον Ry Cooder δεν τον ήξερα. Κακώς βέβαια, διότι το «βιογραφικό» του είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό.
Αμερικανός μουσικός, συνθέτης και τραγουδιστής.
Ryland Peter Cooder, γεννημένος στα 1947, fusion κιθαρίστας ( :chinscratch:που τον άκουσα προσφάτως τον όρο; Α! ναι, anyway, στους αποχαιρετισμούς και τα καλωσορίσματα…:music-smiley-005: ) λίγο blues, λίγο country, λίγο από rock και άλλες «αμερικανιές».
Μουσικές για ταινίες όπως το «Παρίσι, Τέξας» του Wim Wenders, το “The Long Riders”, ένα τραγούδι στο “Steel Magnolias”, αλλά, αν μη τι άλλο, έχει συνεργαστεί με τον Captain Beefheart , τους Rolling Stones, την Marianne Faithfull και τον Van Morrison κι αυτό από μόνο του είναι ικανός λόγος για να τον ξέρει κανείς.
Βέβαια, το I, flathead, δεν είναι γραμμένο από τον Ry Cooder, κάθε άλλο κύριοι.
Το album είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Kash Buk και της μπάντας του, των Κlowns!
Μπερδευτήκατε;
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Το I, flathead λοιπόν, είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 2005 με το άλμπουμ Chavez Ravine, μια ελεγεία για μια κατεστραμμένη κοινότητα Λατίνων στο L.A., συνεχίστηκε το 2007 με το My Name is Buddy, ύμνο στην εργατική τάξη της Αμερικής και αποτελεί δημιουργία του φανταστικού μουσικού Kash Buk and the Klowns.
Φανταστικό πρόσωπο λοιπόν ο δημιουργός του, κατά συνέπεια κι ο δίσκος κινείται ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, το λογικό και το παράξενο, ανάμεσα στις ερήμους της Βόρειας Καλιφόρνια και σε αφιλόξενα βουνά, ανάμεσα σε σε επαρχιώτες Αμερικάνους και σε ιθαγενείς Chinook, αν και το flathead ουδόλως αναφέρεται σε αυτούς όπως θα δείτε παρακάτω, αγώνες ντράγκστερ και χέρια μουτζουρωμένα με λάδια κινητήρων, εξαθλιωμένα clubs και σκοτεινές εξωπραγματικές συνομωσίες, στα χρόνια ανάμεσα στα ‛50s και τα ‛60s, ένα μπέρδεμα και ταυτόχρονα μιά αρμονική συνύπαρξη μελωδιών μιας άλλης εποχής με το σήμερα, λίγο «παράξενο», λίγο «διαφορετικό» και πολύ, μα πάρα πολύ όμορφο.
Ο Kash Buk μας μιλάει ο ίδιος για το I, flathead στο booklet που συνοδεύει το δίσκο:
“You got your hard times, your good times, a dog story for you animal lovers, and a forbidden-race love song, which every record ought to have at least one of. You’re going to meet the ghost of Dick Nixon the drag racer, plus a bonus Red-Scare speciality for all you politically-minded hi-brow foot-stompers out there. I felt it was important to include a circus story since most people agree the circus is a mirror for ‛life itself.’ And you can’t say you got a record album unless there is a selection of honky-tonk heart-ache ballats, so I took care of the ballat chores for
you.”
Και συνεχίζει:
“And I spatially wanted to pay o-mage to the steel guitar legends of yore. It has been my privilege to know quite a few. That’s a hard-bitten, un-sung fraternity, and I figured if I remember them, some body might remember me some day and raise a glass some where and put a nickel in the juke-box.”
Τώρα, αν αναρωτηθείτε, γιατί αποφάσισα να γράψω για ένα δίσκο ενός μουσικού που δεν ήξερα καν, θα σας πω ότι είπα και σε ένα φίλο που μου έκανε την ερώτηση αυτή:
Γιατί μου άρεσε.
Και γιατί το άκουσα πολλές φορές από τότε που βρέθηκε στα χέρια μου, και, γιατί πολύ απλά μου φτιάχνει το κέφι.
Κι αυτό, μερικές φορές, είναι από μόνο του ένας πολύ καλός λόγος.
Γιατί βρέθηκα σε όλα εκείνα τα μέρη που ήθελε να με πάει, σε επαρχιακά μπαράκια που κάθε βράδυ τραγουδάνε μικρές μπάντες με καρό πουκάμισα κι εκείνο το ηλίθιο υποκατάστατο γραβάτας, ξέρετε, αυτόν τον φιόγκο με τις μεταλλικές άκρες και που οι σερβιτόρες είναι σαν την αξιολάτρευτη δεσποινίδα Ντιούκ (καλά, καλά, το «αξιολάτρευτη» δεν είναι ακριβώς το επίθετο που έρχεται στο μυαλό σας), με έκανε να θέλω να λικνιστώ στο ρυθμό κρατώντας μια bud στο χέρι, μύρισα καμμένα λάστιχα και βρέθηκα ξαφνικά σε πίστες που τα μουζουρωμένα αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τα κορίτσια τους με την πιο γρήγορη εκκίνηση, όχι, δεν είχε Μπιούικ, ούτε Plymouth Belvedere κύριε Λυμπερόπουλε, ούτε Φεράρι αγαπητέ Γ.Χ. της «εκτός» , flathead είναι κάτι 'αξιοθρήνητες' οχτακύλινδρες V engines :driver:, εντελώς ακατάλληλες για τη διαδρομή Κηφισίας-Πλατεία Κολωνακίου.
Παρ’ όλα αυτά, μια παλιά Cadillac μνημονεύεται στο αγαπημένο μου “Fernando Sez”, ναι, από κανένα δεν θεωρείται το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, αλλά εμένα είναι το καλύτερό μου, ρυθμικό, παιχνιδιάρικο, μου φτιάχνει τη διάθεση, γιατί πολύ απλά αγαπάς αυτό που αγαπάς και δεν τ’ αλλάζεις για τον κόσμο ολόκληρο
……………….
Fernando Sez my car is trash and he wants cash.
My car is old but it’s still good
I wouldn’t change it baby if I could
I really like that old Cadillac
Fernando Sez he won’t give it back…..
Και το νο. 10 μ’ αρέσει, “Filipinno DanceHall Girl”, κιθάρες, μαριάτσι, χαζά ερωτικά στιχάκια για κρυφά ραντεβού, και τρυφερά αφελή romances, φυσικά το “My Dwarf is Getting Tired” , μια τρυφερή μπαλάντα θα το έλεγα εγώ, πείτε το όπως θέλετε εσείς, εξάλλου πόσο τρυφερό μπορεί να είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται σε “hot dog contests” με μουσική υπόκρουση τραγουδιού σαν από το Lemon Popsicle :bang:, αλλά είναι αυτό το αλλόκοτο και γκροτέσκ που κάνει το I, Flathead ακαταμάχητο, πανέξυπνο όταν περνάς στο Ridin’ with the Blues, στο jazzy enough “Flathead one more time”…
Τέλος πάντων, ας παραθέσω την ΤrackList για να κάνω αυτήν την κεφαλιά που δέχτηκα κατακούτελα να μοιάζει κάπως με παρουσίαση δίσκου...
- Drive like I never been hurt
- Waitin’ for some girl
- Johny Cash
- Can I smoke in here?
- Steel Guitar Heaven
- Ridin’ with the Blues
- Pink-O Boogie
- Fernando Sez
- Sprayed Kooley
- Filipino Dancehall Girl
- My Dwarf is Getting tired
- Flathead one more Time
- 5000 Country Music Songs
- Little Trona Girl
Και Μαριάτσι’ς έχει αυτός ο δίσκος, σας το είπα εξάλλου, τους Mariachi Los Camperos
Ry Cooder mandolin, guitar and bass
Joachim Cooder, and Jim Keltner drums
Rene Camacho bass
Francisco Torres trombone
Ron Blake and Jon Hassell trumpet
Anthony Gil bass sax
Flaco Jimenez accordion
Gil Bernal tenor sax
Jared Smith keyboards
Martin Pradler electric piano and drums
Juliette Commagere on vocals.
Last edited: