- 17 June 2006
- 14,350
Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να εκφράσω με λόγια πόσο μου λείπουν. Είναι ʽενεργοίʼ ακόμα βέβαια αλλά, εδώ και πολλά χρόνια, είναι πια background music. Η ακμή τους κάπου εκεί γύρω στο 1974-75 και σε ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας του ʼ80. Τότε που...ʼέλα μωρέ...δεν έγινε και τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό...ʼ. Το Τι θεωρεί καθένας μας ʽσημαντικόʼ δεν μου πέφτει λόγος να το σχολιάσω. Εγώ ξέρω πως μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια συντελέσθηκαν κοσμογονικές αλλαγές στη μουσική με πιο σπουδαία την κατάργηση των συνόρων ανάμεσα στη Μουσική και στο Θόρυβο. Είναι φοβερή η εμμονή της καλλιτεχνίας με τον Θόρυβο σε ολόκληρη τη διάρκεια του 20 αιώνα, από τους Iταλούς φουτουριστές και τον Marinetti μέχρι τους ατονικούς της δεύτερης Σχολής της Βιέννης, το Dada, τον Stockhausen, τη free jazz. Τη Μουσική την αγαπούσαμε, τον Θόρυβο όχι. Αλλά...: μήπως ένας συνδυασμός των δύο μπορούσε να ...τραγουδήσει; Και πως θα ακουγόταν αλήθεια; Πως θα ακουγόταν μία μουσική επαναληπτική, προκατειλημένη με την κακοφωνία, τους βιομηχανικούς θόρυβους, το δράμα και την ευεξία που θα μπορούσε να κρύβει το τραγούδι των μηχανών; Μια μουσική που θα έπαιρνε όλους τους ήχους της σύγχρονης καθημερινότητας γύρω της, θα τους ενσωμάτωνε στη μουσική και θα τους έδινε ρυθμό; Τώρα τα synthesizers γίνονταν καθημερινά όλο και πιο προσιτά και άρχισαν να εξαπλώνονται, η τεχνολογία midi το ίδιο, τα samples όλο και πλήθαιναν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι είχαν πια πρόσβαση σε υπολογιστές και ʽψάχνοντανʼ. Μέχρι τότε είχαμε τα τραγούδια, κατανοητή αφηγηματική γλώσσα με συγκεκριμένους κώδικες που μιλούσε σε πολλούς. Τώρα το τοπίο γινόταν πιο αφηρημένο, πιο ψυχρό, πιο απόμακρο. Ο ήχος δεν ήταν πια ούτε ακουστικός ούτε ηλεκτρικός, τα τραγούδια ήταν αδύνατον να παιχτούν σε μιά κιθάρα ή ένα πιάνο, το μελωδικό περιεχόμενο χλώμιαζε συνεχώς, η εικόνα σκοτείνιαζε: η μουσική είχε υποστεί προσθετική χειρουργική, η φάτσα της ήταν mutant. Hταν πιο νευρωτική, υπερκινητική και ληθαργική μαζί, βλοσυρή αλλά και πνευματώδης, το καρδιοχτύπι της πιο σκληρό, σχεδόν μηχανιστικό. Και, περίπου, αδυσώπητο. ʽA body music for the mind. A mind music for the bodyʼ.
Ω ναί: δεν έγινε και τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό στη διεκαετία του ʼ80. Μόνο που η Τέχνη τάʼφτιαξε με την Τεχνολογία, το Διονυσιακό ξεσάλωμα φλέρταρε ξεδιάντροπα με την πλήρη οργάνωση, άλλαξε η μουσική μας γλώσσα εκ βάθρων, τα ακούσματά μας ήρθαν τα πάνω-κάτω.
=========================================================
Κraftwerk: Radio-Aktivität (1975)
Το πιο αγαπημένο μου άλμπουμ των Kraftwerk – και μου αρέσει μόλις το μισό. Μεγάλωσα με το βινύλιο, είχα λιώσει την πρώτη πλευρά και το τελευταίο κομμάτι της δεύτερης, αυτό που κλείνει το άλμπουμ.
Τα ʽGeigerzählerʼ, ʽRadioaktivitätʼ, ʽRadiolandʼ, ʽÄtherwellenʼ και ʽOhm Sweet Ohmʼ. Tόννοι μελάνης έχουν χυθεί γι αυτούς τους Γερμανούς που αγνόησαν, σαν να μην υπήρχε, ολόκληρη την Αγγλο-Αμερικάνικη ʽτυραννίαʼ των charts, τα blues και το rockʼnʼroll. Τα καλύτερα τα έχω διαβάσει στο βιβλίο Words and Music του Paul Morley (Bloomsbury, London, 2003). Μέσα σε 30 περίπου σελίδες ο ώριμος πια Morley εξυμνεί το αντικείμενο της λατρείας του γράφοντας χοντρικά: Γερμανοί μέχρι το μεδούλι και, φυσικά, οραματιστές, οι Kraftwerk θέλησαν να ξαναπροσδιορίσουν απ την αρχή τη γερμανική μουσική ταυτότητα. Στράφηκαν αφʼενός στη Σχολή του Μπάουχάουζ και αφετέρου στον Stockhausen. Από την πρώτη πήραν τη φιλοσοφία της: πως ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μιά απλή αντανάκλαση ατομικής δημιουργίας αλλά οφείλει να είναι αδιαχώριστος από την κοινότητα, από το περιβάλλον του και από την τεχνολογία της εποχής του. Από τον δεύτερο πήραν την περιέργειά του, την τάση του για πειραματισμούς, την ανάπτυξη τεχνικών μέσων για τη δημιουργία ηλεκτρονικής μουσικής καθώς και την ευαισθησία του γύρω από το πως οι ήχοι από το περιβάλλον μπορούν να ενταχθούν μέσα στη μουσική. Η πηγή της δικής τους pop λοιπόν, δεν ήταν το beat, τα blues ή η soul, η Αμερική, το σεξ και τα λοιπά στερεότυπα. Ηταν η Τέχνη, ο Θόρυβος, η τεχνολογία, οι ιδέες. Καινούργιο ʽμοντέλοʼ, βασισμένο σε μιά φαντασίωση του Πως θα ηχούσε η pop αν δεν είχε ξεκινήσει μέσα στο θυμό, στους βάλτους της Λουιζιάνα, στη λαγνεία, στην φτώχεια ή στη σεξουαλική φρενίτιδα. Πως θα ηχούσε αν, αντί γι αυτά, είχε γεννηθεί μέσα στην avant-garde, στις σύγχρονες πόλεις από μέταλο και γυαλί, στη γιορτή, στο δέος και στο σεβασμό, στην αφηρημένη τέχνη, σε όλα αυτά επιπροσθέτως γαρνιρισμένα με τους καινούργιους αγγέλους και διαβόλους της σύγχρονης ψυχής, το άγχος, την αβεβαιότητα, την αδημονία, την πείνα για ερεθίσματα.
Εξυπακούεται ότι κάποιος πρέπει να έχει οπωσδήποτε τη Γερμανική βερσιόν (ο δίσκος κυκλοφόρησε επίσης σε Αγγλική και Γαλλική - εκδοχές για τους μυρωδιάδες και αυτούς που θεωρούν το γκρούπ, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως ένα σοφιστικέ παρακλάδι της Eurodisco). Η μουσικότητα της γερμανικής γλώσσας είναι εκ των ων ουκ άνευ στους Kraftwerk γιατί τα φωνητικά έρχονται κατευθείαν από το γερμανικό singspiel, αυτό το ʽμισό μιλητό-μισό τραγούδιʼ που διατρέχει ολόκληρη τη γερμανική πολιτιστική κληρονομιά, από τις όπερες του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ μέχρι τα lieder και, αργότερα, το καμπαρέ του Κουρτ Βάϊλ.
=========================================================
Yello: 1980-1985: The New Mix In One Go (1986)
Ενας ʽποντικόςʼ της κονσόλας και των studio (Boris Blank) κι ένας avant-garde κιθαρίστας/πειραματιστής (Carlos Peron) έσμιξαν με έναν βιομήχανο πολυεκατομμυριούχο, διεθνή playboy, επαγγελματία ʽαλογομούρηʼ και μέλος της ολυμπιακής ομάδας golf της Ελβετίας (Dieter Meier). Eφτιαξαν τους Yello, ένα πρωτοποριακό pop group που σήμερα θεωρείται προπάτωρ της electronica και του techno. Δεν έμοιαζε με τίποτα: στις παρυφές της avant-garde, αλλά μπορούσες και να χορέψεις. Στο 3ο άλμπουμ, ο κιθαρίστας κατέβηκε απ το τραίνο. Δεύτεροι μόνο ίσως μπροστά στους Kraftwerk, οι Yello έφτιαχναν μια μουσική που ώρες ώρες έμοιαζε με συνθετική κούκλα. Από ʽκείνες τις πλαστικές που μπορείς να τις παραγγείλεις με mail order και αντικαταβολή. Αν η κούκλα των Kraftwerk είχε ξυρισμένες μασχάλες, αυτή εδώ είχε κάνει αποτρίχωση και χρησιμοποιούσε κολπικά αποσμητικά. Ηταν turbo κλώσσα, σου θύμιζε την Kelly McGillis στο Top Gun. Εμοιαζε να πάσχει από αμνησία: κάτι θυμόταν από τα blues ή τη disco αλλά έπαιζε σε άλλο γήπεδο. Κάθε τραγούδι θύμιζε επίσης το singspiel αλλά ήταν εμποτισμένο με γερές δόσεις κυνισμού, νοσταλγίας, σοβαροφάνειας και ιλαρότητας, ένα μικρό soundtrack που έψαχνε κάποιο εξίσου ευφάνταστο videoclip. Τα samples ήταν παντού: φρεναρίσματα, γυναικείες κραυγές, εξωτικά πουλιά, η habanera, το tango, το swing, η carioca - χαμός. Τα 7 πρώτα άλμπουμ τους είναι απαραίτητα, μετά επέρχεται νεκρική ακαμψία και η μυρωδιά της φορμόλης.
Ακούω το ʽ1980-1985: The New Mix In One Goʼ, εκεί που έχουν μαζέψει τα 12-ιντσα χορευτικά remixes των hits. Τα remasters των δίσκων τους βγήκαν το 2005 σε συσκευασία digipack. Είναι πάμφθηνα και ανεκτίμητα γιατί περιλαμβάνουν alternate mixes αλλά κάποιος ʽφωστήραςʼ τα ξέσκισε: ο ήχος είναι συμπιεσμένος, ουρλιάζει στα μούτρα σου και ψαλλιδίζει. Μουσική για τη γενιά των mp3s.
Προχθές το άκουγα στο αυτοκίνητο και είχα λαλήσει. Στάθμευσα, άφησα το δίσκο στο player, κλείδωσα και απομακρύνθηκα. Είχα-δεν είχα κάνει 20 βήματα και θυμήθηκα τον Μεγάλο Λεμπόφσκι. Εκεί που του έχουν κλέψει το αυτοκίνητο κι έρχεται η μπασκινερί και τον ρωτάνε αν είχε τίποτα πολύτιμα ή τιμαλφή μέσα κι αυτός απαντάει ʽsome Creedence tapesʼ.
Πάγωσα.
Γύρισα στο αυτοκίνητο, ξεκλείδωσα και πήρα το δίσκο σπίτι.
Ω ναί: δεν έγινε και τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό στη διεκαετία του ʼ80. Μόνο που η Τέχνη τάʼφτιαξε με την Τεχνολογία, το Διονυσιακό ξεσάλωμα φλέρταρε ξεδιάντροπα με την πλήρη οργάνωση, άλλαξε η μουσική μας γλώσσα εκ βάθρων, τα ακούσματά μας ήρθαν τα πάνω-κάτω.
=========================================================
Κraftwerk: Radio-Aktivität (1975)
Το πιο αγαπημένο μου άλμπουμ των Kraftwerk – και μου αρέσει μόλις το μισό. Μεγάλωσα με το βινύλιο, είχα λιώσει την πρώτη πλευρά και το τελευταίο κομμάτι της δεύτερης, αυτό που κλείνει το άλμπουμ.
Τα ʽGeigerzählerʼ, ʽRadioaktivitätʼ, ʽRadiolandʼ, ʽÄtherwellenʼ και ʽOhm Sweet Ohmʼ. Tόννοι μελάνης έχουν χυθεί γι αυτούς τους Γερμανούς που αγνόησαν, σαν να μην υπήρχε, ολόκληρη την Αγγλο-Αμερικάνικη ʽτυραννίαʼ των charts, τα blues και το rockʼnʼroll. Τα καλύτερα τα έχω διαβάσει στο βιβλίο Words and Music του Paul Morley (Bloomsbury, London, 2003). Μέσα σε 30 περίπου σελίδες ο ώριμος πια Morley εξυμνεί το αντικείμενο της λατρείας του γράφοντας χοντρικά: Γερμανοί μέχρι το μεδούλι και, φυσικά, οραματιστές, οι Kraftwerk θέλησαν να ξαναπροσδιορίσουν απ την αρχή τη γερμανική μουσική ταυτότητα. Στράφηκαν αφʼενός στη Σχολή του Μπάουχάουζ και αφετέρου στον Stockhausen. Από την πρώτη πήραν τη φιλοσοφία της: πως ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μιά απλή αντανάκλαση ατομικής δημιουργίας αλλά οφείλει να είναι αδιαχώριστος από την κοινότητα, από το περιβάλλον του και από την τεχνολογία της εποχής του. Από τον δεύτερο πήραν την περιέργειά του, την τάση του για πειραματισμούς, την ανάπτυξη τεχνικών μέσων για τη δημιουργία ηλεκτρονικής μουσικής καθώς και την ευαισθησία του γύρω από το πως οι ήχοι από το περιβάλλον μπορούν να ενταχθούν μέσα στη μουσική. Η πηγή της δικής τους pop λοιπόν, δεν ήταν το beat, τα blues ή η soul, η Αμερική, το σεξ και τα λοιπά στερεότυπα. Ηταν η Τέχνη, ο Θόρυβος, η τεχνολογία, οι ιδέες. Καινούργιο ʽμοντέλοʼ, βασισμένο σε μιά φαντασίωση του Πως θα ηχούσε η pop αν δεν είχε ξεκινήσει μέσα στο θυμό, στους βάλτους της Λουιζιάνα, στη λαγνεία, στην φτώχεια ή στη σεξουαλική φρενίτιδα. Πως θα ηχούσε αν, αντί γι αυτά, είχε γεννηθεί μέσα στην avant-garde, στις σύγχρονες πόλεις από μέταλο και γυαλί, στη γιορτή, στο δέος και στο σεβασμό, στην αφηρημένη τέχνη, σε όλα αυτά επιπροσθέτως γαρνιρισμένα με τους καινούργιους αγγέλους και διαβόλους της σύγχρονης ψυχής, το άγχος, την αβεβαιότητα, την αδημονία, την πείνα για ερεθίσματα.
Εξυπακούεται ότι κάποιος πρέπει να έχει οπωσδήποτε τη Γερμανική βερσιόν (ο δίσκος κυκλοφόρησε επίσης σε Αγγλική και Γαλλική - εκδοχές για τους μυρωδιάδες και αυτούς που θεωρούν το γκρούπ, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως ένα σοφιστικέ παρακλάδι της Eurodisco). Η μουσικότητα της γερμανικής γλώσσας είναι εκ των ων ουκ άνευ στους Kraftwerk γιατί τα φωνητικά έρχονται κατευθείαν από το γερμανικό singspiel, αυτό το ʽμισό μιλητό-μισό τραγούδιʼ που διατρέχει ολόκληρη τη γερμανική πολιτιστική κληρονομιά, από τις όπερες του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ μέχρι τα lieder και, αργότερα, το καμπαρέ του Κουρτ Βάϊλ.
=========================================================
Yello: 1980-1985: The New Mix In One Go (1986)
Ενας ʽποντικόςʼ της κονσόλας και των studio (Boris Blank) κι ένας avant-garde κιθαρίστας/πειραματιστής (Carlos Peron) έσμιξαν με έναν βιομήχανο πολυεκατομμυριούχο, διεθνή playboy, επαγγελματία ʽαλογομούρηʼ και μέλος της ολυμπιακής ομάδας golf της Ελβετίας (Dieter Meier). Eφτιαξαν τους Yello, ένα πρωτοποριακό pop group που σήμερα θεωρείται προπάτωρ της electronica και του techno. Δεν έμοιαζε με τίποτα: στις παρυφές της avant-garde, αλλά μπορούσες και να χορέψεις. Στο 3ο άλμπουμ, ο κιθαρίστας κατέβηκε απ το τραίνο. Δεύτεροι μόνο ίσως μπροστά στους Kraftwerk, οι Yello έφτιαχναν μια μουσική που ώρες ώρες έμοιαζε με συνθετική κούκλα. Από ʽκείνες τις πλαστικές που μπορείς να τις παραγγείλεις με mail order και αντικαταβολή. Αν η κούκλα των Kraftwerk είχε ξυρισμένες μασχάλες, αυτή εδώ είχε κάνει αποτρίχωση και χρησιμοποιούσε κολπικά αποσμητικά. Ηταν turbo κλώσσα, σου θύμιζε την Kelly McGillis στο Top Gun. Εμοιαζε να πάσχει από αμνησία: κάτι θυμόταν από τα blues ή τη disco αλλά έπαιζε σε άλλο γήπεδο. Κάθε τραγούδι θύμιζε επίσης το singspiel αλλά ήταν εμποτισμένο με γερές δόσεις κυνισμού, νοσταλγίας, σοβαροφάνειας και ιλαρότητας, ένα μικρό soundtrack που έψαχνε κάποιο εξίσου ευφάνταστο videoclip. Τα samples ήταν παντού: φρεναρίσματα, γυναικείες κραυγές, εξωτικά πουλιά, η habanera, το tango, το swing, η carioca - χαμός. Τα 7 πρώτα άλμπουμ τους είναι απαραίτητα, μετά επέρχεται νεκρική ακαμψία και η μυρωδιά της φορμόλης.
Ακούω το ʽ1980-1985: The New Mix In One Goʼ, εκεί που έχουν μαζέψει τα 12-ιντσα χορευτικά remixes των hits. Τα remasters των δίσκων τους βγήκαν το 2005 σε συσκευασία digipack. Είναι πάμφθηνα και ανεκτίμητα γιατί περιλαμβάνουν alternate mixes αλλά κάποιος ʽφωστήραςʼ τα ξέσκισε: ο ήχος είναι συμπιεσμένος, ουρλιάζει στα μούτρα σου και ψαλλιδίζει. Μουσική για τη γενιά των mp3s.
Προχθές το άκουγα στο αυτοκίνητο και είχα λαλήσει. Στάθμευσα, άφησα το δίσκο στο player, κλείδωσα και απομακρύνθηκα. Είχα-δεν είχα κάνει 20 βήματα και θυμήθηκα τον Μεγάλο Λεμπόφσκι. Εκεί που του έχουν κλέψει το αυτοκίνητο κι έρχεται η μπασκινερί και τον ρωτάνε αν είχε τίποτα πολύτιμα ή τιμαλφή μέσα κι αυτός απαντάει ʽsome Creedence tapesʼ.
Πάγωσα.
Γύρισα στο αυτοκίνητο, ξεκλείδωσα και πήρα το δίσκο σπίτι.
Last edited: