Υπάρχουν φορές που η ψυχή βαραίνει και καταφεύγει στην μουσική για παρηγοριά κι’ ανάταση. Είναι όμως πολύ αδύναμη για ν’ αντέξει τον ίλιγγο της αλήθειας αριστουργημάτων μεγάλου βάθους, όπως για παράδειγμα συμφωνίες του Μάλερ ή του Σοστακόβιτς, και νιώθει έκπτωτη, αποκομμένη από την ολύμπια στοχαστική τελειότητα του Μπαχ.
Τότε η απλοποίηση, η έξοδος σε έναν περίπατο φωτεινού Κυριακάτικου πρωινού, ο ρεμβασμός από απόσταση σκηνών διασκέδασης και επιθυμίας κεντημένων στον καμβά μιας διακριτικής μελαγχολίας, μπορεί να είναι μια κάποια λύση. Τέτοια αίσθηση μου άφησαν οι λεγόμενες σουίτες για ορχήστρα τζαζ του Σοστακόβιτς – ο άλλος τιμώμενος συνθέτης μετά τον Μότσαρτ, γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του.
Δύο σουίτες με χορευτική μουσική της δεκαετίας του 1930, με κεντροευρωπαϊκό χρώμα, που ελάχιστη σχέση έχουν με τη τζαζ, ειδικά η δεύτερη. Γράφτηκε για την κρατική ορχήστρα τζαζ της Σ.Ε., δημιούργημα της σταλινικής περιόδου για να παίζει αυτό που το καθεστώς θεωρούσε αποδεκτή τζαζ, ‘καθαρή’ από αμερικανικές επιρροές.
Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η μουσική είναι φρέσκια και εκπέμπει μια απέριττη ομορφιά. Είμαι απ’ αυτούς που δεν μεσολαβούν οι εικόνες μεταξύ των και της μουσικής. Οι σουίτες αυτές όμως μου φέρνουν αυθόρμητα στο μυαλό τις εικόνες των οργανωμένων εκδρομών στην εξοχή από τον ψεύτη ήλιο του Μιχάλκωφ, με σμήνη πιονιέρων με τα λευκά πουκαμισάκια τους. Και όχι με την κακή έννοια της καθεστωτικής χειραγώγησης, αλλά ως λαϊκή διασκέδαση, παιχνίδι που αρκείται σε μια απλοϊκή, ρηχή ομορφιά, τόσο απτή και πραγματική όμως, που μόνο η ξινισμένη προκατάληψη μπορεί να μην την αντιλαμβάνεται.
Η ίδια η μουσική όμως δεν είναι μόνο αυτό και πως θα μπορούσε άλλωστε, προερχόμενη από έναν τόσο περίπλοκο και διαταραγμένο δημιουργό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που μια άλλη περίπλοκη μεγαλοφυΐα έκανε πασίγνωστο το υπέροχο δεύτερο βαλς της δεύτερης σουίτας του, επενδύοντας με αυτό το πιο αριστοτεχνικό καμάκι που ‘χω δει στο πανί, στα μάτια ερμητικά κλειστά.
Η ερμηνεία του Κιταγιένκο με την ορχήστρα της ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης στην rca είναι απολαυστική και συνδυάζεται με μια εξαιρετική ηχογράφηση.
Τότε η απλοποίηση, η έξοδος σε έναν περίπατο φωτεινού Κυριακάτικου πρωινού, ο ρεμβασμός από απόσταση σκηνών διασκέδασης και επιθυμίας κεντημένων στον καμβά μιας διακριτικής μελαγχολίας, μπορεί να είναι μια κάποια λύση. Τέτοια αίσθηση μου άφησαν οι λεγόμενες σουίτες για ορχήστρα τζαζ του Σοστακόβιτς – ο άλλος τιμώμενος συνθέτης μετά τον Μότσαρτ, γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του.
Δύο σουίτες με χορευτική μουσική της δεκαετίας του 1930, με κεντροευρωπαϊκό χρώμα, που ελάχιστη σχέση έχουν με τη τζαζ, ειδικά η δεύτερη. Γράφτηκε για την κρατική ορχήστρα τζαζ της Σ.Ε., δημιούργημα της σταλινικής περιόδου για να παίζει αυτό που το καθεστώς θεωρούσε αποδεκτή τζαζ, ‘καθαρή’ από αμερικανικές επιρροές.
Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η μουσική είναι φρέσκια και εκπέμπει μια απέριττη ομορφιά. Είμαι απ’ αυτούς που δεν μεσολαβούν οι εικόνες μεταξύ των και της μουσικής. Οι σουίτες αυτές όμως μου φέρνουν αυθόρμητα στο μυαλό τις εικόνες των οργανωμένων εκδρομών στην εξοχή από τον ψεύτη ήλιο του Μιχάλκωφ, με σμήνη πιονιέρων με τα λευκά πουκαμισάκια τους. Και όχι με την κακή έννοια της καθεστωτικής χειραγώγησης, αλλά ως λαϊκή διασκέδαση, παιχνίδι που αρκείται σε μια απλοϊκή, ρηχή ομορφιά, τόσο απτή και πραγματική όμως, που μόνο η ξινισμένη προκατάληψη μπορεί να μην την αντιλαμβάνεται.
Η ίδια η μουσική όμως δεν είναι μόνο αυτό και πως θα μπορούσε άλλωστε, προερχόμενη από έναν τόσο περίπλοκο και διαταραγμένο δημιουργό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που μια άλλη περίπλοκη μεγαλοφυΐα έκανε πασίγνωστο το υπέροχο δεύτερο βαλς της δεύτερης σουίτας του, επενδύοντας με αυτό το πιο αριστοτεχνικό καμάκι που ‘χω δει στο πανί, στα μάτια ερμητικά κλειστά.
Η ερμηνεία του Κιταγιένκο με την ορχήστρα της ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης στην rca είναι απολαυστική και συνδυάζεται με μια εξαιρετική ηχογράφηση.