Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ'τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις- πλην ανατολικών- και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι' αμεριμνησία.
Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλύτερα.
Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες. Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ότι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.
Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πό, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.
Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978
Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλύτερα.
Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες. Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ότι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.
Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πό, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.
Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978