Παρόρμηση της στιγμής να δημοσιεύσω κάτι δικό μου.
Δυό στιγμές πριν απ' το τέλος
...σε γυάλινο πάτωμα.
Στέκεται εκεί μπροστά μου, με την πλάτη γυρισμένη και το βλέμμα στον τοίχο.
Μένει εκεί περιμένοντας να αντιδράσω, να προσπαθήσω να της μιλήσω, να την αγκαλιάσω, να ζητήσω συγνώμη.
Ίσως απλά να μην έχει βρει τη δύναμη να φύγει, γιατί δεν αντέχει οι τίτλοι του τέλους να τη βρουν σε ένα δρόμο μόνη, χαμένη στις σκέψεις, στα δάκρυα.
Εγώ είμαι ο θύτης. Εγώ τα επεδίωξα όλα αυτά, εγώ μεθόδευσα το τέλος. Ναι το μεθόδευσα. Τώρα όμως με πονάει αναπάντεχα, απρόβλεπτα, ανυπολόγιστα. Με πονάει ο δικός της πόνος.
Παρεισφρέει μέσα μου και με παγώνει.
Δεν ήξερα ότι η παγωνιά μπορεί να έχει τόσο βάθος.
Η στιγμή που επεδίωξα έχει έρθει, αλλά είναι αβάσταχτη. Αυτό δεν το είχα προβλέψει. Σκεφτόμουν εγωιστικά και καθόριζα τα πράγματα με ψυχρή λογική.
Άσπρο και μαύρο. Και να που ήρθε η ώρα και τίποτα δεν είναι άσπρο και μαύρο. Κόκκινο ναι, βαθύ μαύρο ναι, αυτά είναι τα χρώματα που νιώθω και όχι μόνο αυτά.
Είναι μια ακραία οδυνηρή διάχυση αποχρώσεων, τα χρώματα του σκοταδιού, αν το σκοτάδι είχε χρώμα.
Αυτήν την έκρηξη συναισθημάτων δεν την υπολόγισε η λογική μου, δεν χώρεσε στις κυνικές μου σκέψεις, στο εγωαυτοκεντρικό μου είναι.
Είναι η στιγμή που καταρρέω μέσα μου, που καταρρέει η εικόνα μου, γιατί αν και ταλαντεύομαι, φοβάμαι ότι και τώρα, την ώρα που την έχω σπρώξει στο τέλος, δεν σκέφτομαι τόσο εκείνη,
όσο εμένα, τα δικά μου συναισθήματα είναι που με πονούν, όχι τα δικά της.
Αλλά τι προκάλεσε αυτά τα συναισθήματα; Η δική της εικόνα δεν είναι; Η διάλυση που εγώ της προκάλεσα δεν είναι; Εγώ δεν την γκρέμισα; Με την πλάτη γυρισμένη μεταδίδει την ασφυξία που νιώθει,
την προδοσία, το κενό. Σαν να είναι γυάλινο το πάτωμα, έτοιμο να συντριβεί και να την ρίξει στην άβυσσο.
Αυτός ο φόβος της με διαπερνά.
Εγώ είμαι το γυάλινο πάτωμα, εγώ είμαι η παγίδα. Μα τι κάνω;
Έχω μπει στο μυαλό της, ή έχει μπει στο δικό μου;
Ό,τι νιώθει, το νιώθω και εγώ. Τη σκοτώνω και αυτό με σκοτώνει. Ούτε αυτό η ανόητη λογική μου το υπολόγισε και πώς να το υπολογίσει; Υπολογίζεται η ψυχή;
Οι στιγμές που κυλούν, έχουν διάρκεια και σημασία. Έχουν τη διάρκεια του παγωμένου χρόνου, της πιο σκοτεινής αμηχανίας, τότε που όλη η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια σου και τα μάτια της
και ναι , εγώ ο εγωιστής, τώρα δεν βλέπω τη ζωή μέσα από τα δικά μου μάτια, αλλά μέσα από τα δικά της και αυτό πονάει περισσότερο.
Εκείνη δεν έχει όπλα, ή για να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, δεν τα χρησιμοποιεί. Μόνο η σιωπή της διαχέεται , διαχέεται παντού. Αυτή η σιωπή που βγάζουν τα σφιγμένα στήθη,
αυτή η εσωτερική κατάρρευση που σε κάνει να νιώθεις μια μαύρη τρύπα μέσα σου, απύθμενη και πιο βαριά από όποιο βάρος φαντάστηκες ποτέ, αυτή η σιωπή που αν την νιώσεις σε μαγκώνει και σε χτυπάει αλύπητα.
Υπάρχει ένα διαβολάκι πίσω από το κεφάλι μου, ακριβώς πίσω από το πλαϊνό του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου μου, υπάρχει εκεί ένα άθλιο υποκείμενο, που προσπαθεί όχι μόνο να με κρατήσει αδρανή,
αλλά τρέφεται με όλο αυτό που συμβαίνει. Υπάρχει ένας αηδιαστικά ηλίθιος εκεί, έτοιμος σχεδόν να ηδονιστεί κτηνωδώς, που μια γυναίκα υποφέρει για μένα, ή για να είμαι και πάλι ειλικρινής με τον εαυτό μου,
που εγώ κάνω μια γυναίκα να υποφέρει. Στέλνω το γελοίο κτήνος, που παρασιτεί σε κάποια γωνιά εντός μου, από εκεί που ήρθε.
Η σιωπή σε απογυμνώνει, σε ξεσκεπάζει, σε αφοπλίζει. Δεν μπορείς να επιτεθείς, δεν έχεις αφορμή, δεν μπορείς να αμυνθείς, δεν έχεις αιτία. Ματαιώνεσαι.
Οι ασπίδες προστασίας άδικες, παράταιρες και άσκοπες, αυτοαχρηστεύονται ταχέως, τόσο γρήγορα που θες να απαλλαγείς άμεσα από αυτή τη κατα-δική σου γελοιότητα, να τις βγάλεις από πάνω σου.
Από τι να σε προστατέψουν; Εχθρός δεν υπάρχει άλλος εκτός από εσένα. Πικρή παραδοχή, αφυδατωμένη.
Καθρέφτες γύρω σου, μπροστά σου και εντός σου, ούτε μια ιδέα διαφυγής. Από κάτοπτρο σε κάτοπτρο, το παραμικρό ψέμα θα πολλαπλασιαστεί.
Η αλήθεια σου, επιτέλους χωρίς φτιασίδια, πέπλα, φίλτρα, χωρίς να σου επιτρέπει να αποστρέψεις το πρόσωπό σου.
Είναι ώρα να αδειάσω το εγώ μου, να το ξεφουσκώσω, ή μάλλον να παραδεχτώ ότι το εγώ μου τελείωσε και πως και αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν οι ψυχροί υπολογισμοί μου.
Το εγώ έγινε εμείς σε δυό στιγμές και τώρα γίνεται εσύ και βιάζεται να γίνει εσύ, γιατί οι στιγμές που μοιάζουν παγωμένες και αιώνες σε χρόνους καρδιάς, κυλούν ανελέητα γρήγορα σε πραγματικούς
χρόνους και αν χάσω ακόμα μια στιγμή, θα χάσω αυτήν για πάντα, αυτήν που πονάει για μένα και χωρίς να μιλάει με κάνει να πονάω τόσο για εκείνη, αυτήν που έκανα κομμάτια και αισθάνθηκα τα θρύψαλά της
και κομματιάστηκα μαζί της.
Θα την αγκαλιάσω, ξέρω πως δεν θα αντιδράσει. Θα μείνει σιωπηλή και ακίνητη.
Αλλά θα προλάβω τη στιγμή, πριν προσπεράσει, πριν να είναι αργά. Θα αφήσω την ψυχή μου να εκφραστεί, άλλωστε η δική της πάντα με άκουγε. Η ψυχή δεν θα κάνει λάθος, δεν θα μπλέξει σε υπολογισμούς,
εγωισμούς, φόβους, λαχνούς και επίκτητα συμπλέγματα. Δεν θα ακούσει δεύτερες φωνές, δεν θα κάνει τρίτες σκέψεις. Θα την αγκαλιάσει με αλήθεια. Εγώ ο θύτης είμαι τώρα που πρέπει να εμφυσήσω ζωή σε εμάς,
να ανακαλέσω από μέσα μου όση ζωή της έκλεψα και να της την επιστρέψω.
Γιάννης Παναγιωτόπουλος Φεβρουάριος 2016
(είναι απόσπασμα)
Δυό στιγμές πριν απ' το τέλος
...σε γυάλινο πάτωμα.
Στέκεται εκεί μπροστά μου, με την πλάτη γυρισμένη και το βλέμμα στον τοίχο.
Μένει εκεί περιμένοντας να αντιδράσω, να προσπαθήσω να της μιλήσω, να την αγκαλιάσω, να ζητήσω συγνώμη.
Ίσως απλά να μην έχει βρει τη δύναμη να φύγει, γιατί δεν αντέχει οι τίτλοι του τέλους να τη βρουν σε ένα δρόμο μόνη, χαμένη στις σκέψεις, στα δάκρυα.
Εγώ είμαι ο θύτης. Εγώ τα επεδίωξα όλα αυτά, εγώ μεθόδευσα το τέλος. Ναι το μεθόδευσα. Τώρα όμως με πονάει αναπάντεχα, απρόβλεπτα, ανυπολόγιστα. Με πονάει ο δικός της πόνος.
Παρεισφρέει μέσα μου και με παγώνει.
Δεν ήξερα ότι η παγωνιά μπορεί να έχει τόσο βάθος.
Η στιγμή που επεδίωξα έχει έρθει, αλλά είναι αβάσταχτη. Αυτό δεν το είχα προβλέψει. Σκεφτόμουν εγωιστικά και καθόριζα τα πράγματα με ψυχρή λογική.
Άσπρο και μαύρο. Και να που ήρθε η ώρα και τίποτα δεν είναι άσπρο και μαύρο. Κόκκινο ναι, βαθύ μαύρο ναι, αυτά είναι τα χρώματα που νιώθω και όχι μόνο αυτά.
Είναι μια ακραία οδυνηρή διάχυση αποχρώσεων, τα χρώματα του σκοταδιού, αν το σκοτάδι είχε χρώμα.
Αυτήν την έκρηξη συναισθημάτων δεν την υπολόγισε η λογική μου, δεν χώρεσε στις κυνικές μου σκέψεις, στο εγωαυτοκεντρικό μου είναι.
Είναι η στιγμή που καταρρέω μέσα μου, που καταρρέει η εικόνα μου, γιατί αν και ταλαντεύομαι, φοβάμαι ότι και τώρα, την ώρα που την έχω σπρώξει στο τέλος, δεν σκέφτομαι τόσο εκείνη,
όσο εμένα, τα δικά μου συναισθήματα είναι που με πονούν, όχι τα δικά της.
Αλλά τι προκάλεσε αυτά τα συναισθήματα; Η δική της εικόνα δεν είναι; Η διάλυση που εγώ της προκάλεσα δεν είναι; Εγώ δεν την γκρέμισα; Με την πλάτη γυρισμένη μεταδίδει την ασφυξία που νιώθει,
την προδοσία, το κενό. Σαν να είναι γυάλινο το πάτωμα, έτοιμο να συντριβεί και να την ρίξει στην άβυσσο.
Αυτός ο φόβος της με διαπερνά.
Εγώ είμαι το γυάλινο πάτωμα, εγώ είμαι η παγίδα. Μα τι κάνω;
Έχω μπει στο μυαλό της, ή έχει μπει στο δικό μου;
Ό,τι νιώθει, το νιώθω και εγώ. Τη σκοτώνω και αυτό με σκοτώνει. Ούτε αυτό η ανόητη λογική μου το υπολόγισε και πώς να το υπολογίσει; Υπολογίζεται η ψυχή;
Οι στιγμές που κυλούν, έχουν διάρκεια και σημασία. Έχουν τη διάρκεια του παγωμένου χρόνου, της πιο σκοτεινής αμηχανίας, τότε που όλη η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια σου και τα μάτια της
και ναι , εγώ ο εγωιστής, τώρα δεν βλέπω τη ζωή μέσα από τα δικά μου μάτια, αλλά μέσα από τα δικά της και αυτό πονάει περισσότερο.
Εκείνη δεν έχει όπλα, ή για να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, δεν τα χρησιμοποιεί. Μόνο η σιωπή της διαχέεται , διαχέεται παντού. Αυτή η σιωπή που βγάζουν τα σφιγμένα στήθη,
αυτή η εσωτερική κατάρρευση που σε κάνει να νιώθεις μια μαύρη τρύπα μέσα σου, απύθμενη και πιο βαριά από όποιο βάρος φαντάστηκες ποτέ, αυτή η σιωπή που αν την νιώσεις σε μαγκώνει και σε χτυπάει αλύπητα.
Υπάρχει ένα διαβολάκι πίσω από το κεφάλι μου, ακριβώς πίσω από το πλαϊνό του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου μου, υπάρχει εκεί ένα άθλιο υποκείμενο, που προσπαθεί όχι μόνο να με κρατήσει αδρανή,
αλλά τρέφεται με όλο αυτό που συμβαίνει. Υπάρχει ένας αηδιαστικά ηλίθιος εκεί, έτοιμος σχεδόν να ηδονιστεί κτηνωδώς, που μια γυναίκα υποφέρει για μένα, ή για να είμαι και πάλι ειλικρινής με τον εαυτό μου,
που εγώ κάνω μια γυναίκα να υποφέρει. Στέλνω το γελοίο κτήνος, που παρασιτεί σε κάποια γωνιά εντός μου, από εκεί που ήρθε.
Η σιωπή σε απογυμνώνει, σε ξεσκεπάζει, σε αφοπλίζει. Δεν μπορείς να επιτεθείς, δεν έχεις αφορμή, δεν μπορείς να αμυνθείς, δεν έχεις αιτία. Ματαιώνεσαι.
Οι ασπίδες προστασίας άδικες, παράταιρες και άσκοπες, αυτοαχρηστεύονται ταχέως, τόσο γρήγορα που θες να απαλλαγείς άμεσα από αυτή τη κατα-δική σου γελοιότητα, να τις βγάλεις από πάνω σου.
Από τι να σε προστατέψουν; Εχθρός δεν υπάρχει άλλος εκτός από εσένα. Πικρή παραδοχή, αφυδατωμένη.
Καθρέφτες γύρω σου, μπροστά σου και εντός σου, ούτε μια ιδέα διαφυγής. Από κάτοπτρο σε κάτοπτρο, το παραμικρό ψέμα θα πολλαπλασιαστεί.
Η αλήθεια σου, επιτέλους χωρίς φτιασίδια, πέπλα, φίλτρα, χωρίς να σου επιτρέπει να αποστρέψεις το πρόσωπό σου.
Είναι ώρα να αδειάσω το εγώ μου, να το ξεφουσκώσω, ή μάλλον να παραδεχτώ ότι το εγώ μου τελείωσε και πως και αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν οι ψυχροί υπολογισμοί μου.
Το εγώ έγινε εμείς σε δυό στιγμές και τώρα γίνεται εσύ και βιάζεται να γίνει εσύ, γιατί οι στιγμές που μοιάζουν παγωμένες και αιώνες σε χρόνους καρδιάς, κυλούν ανελέητα γρήγορα σε πραγματικούς
χρόνους και αν χάσω ακόμα μια στιγμή, θα χάσω αυτήν για πάντα, αυτήν που πονάει για μένα και χωρίς να μιλάει με κάνει να πονάω τόσο για εκείνη, αυτήν που έκανα κομμάτια και αισθάνθηκα τα θρύψαλά της
και κομματιάστηκα μαζί της.
Θα την αγκαλιάσω, ξέρω πως δεν θα αντιδράσει. Θα μείνει σιωπηλή και ακίνητη.
Αλλά θα προλάβω τη στιγμή, πριν προσπεράσει, πριν να είναι αργά. Θα αφήσω την ψυχή μου να εκφραστεί, άλλωστε η δική της πάντα με άκουγε. Η ψυχή δεν θα κάνει λάθος, δεν θα μπλέξει σε υπολογισμούς,
εγωισμούς, φόβους, λαχνούς και επίκτητα συμπλέγματα. Δεν θα ακούσει δεύτερες φωνές, δεν θα κάνει τρίτες σκέψεις. Θα την αγκαλιάσει με αλήθεια. Εγώ ο θύτης είμαι τώρα που πρέπει να εμφυσήσω ζωή σε εμάς,
να ανακαλέσω από μέσα μου όση ζωή της έκλεψα και να της την επιστρέψω.
Γιάννης Παναγιωτόπουλος Φεβρουάριος 2016
(είναι απόσπασμα)