Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="Black Jack" data-source="post: 1058327921" data-attributes="member: 29200"><p>Αρχικά φαινόταν να μην υπάρχει εχθρότητα ή ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τζαζ και το ροκ, έστω κι αν οι προσεκτικοί αναγνώστες του βιβλίου μου Η σκηνή της τζαζ θα επισημάνουν τη συγκαταβατική περιφρόνηση με την οποία οι κριτικοί και, ακόμα περισσότερο, οι επαγγελματίες της τζαζ αντιμετώπισαν τους πρώτους θριάμβους του ροκ-εντ-ρολλ, το κοινό του οποίου φαινόταν ανίκανο να ξεχωρίσει τον Bill Haley (Rock Around the Clock / Decca Records, 1955) απ' τον Chuck Berry. Μια κρίσιμη διάκριση της τζαζ από το ροκ είναι ότι το ροκ ποτέ δεν ήταν μουσική μιας μειονότητας. Το ρυθμ-εντ-μπλουζ, όπως αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η λαϊκή μουσική των μαύρων των πόλεων της δεκαετίας του 1940, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο μαύροι άφησαν το Νότο για να εγκατασταθούν στα γκέτο του Βορρά και της Δύσης. Όλοι αυτοί αποτελούσαν μια νέα αγορά, την οποία κάλυψαν αρχικά ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες όπως η Chess Records, την οποία ίδρυσαν στο Σικάγο το 1949 δύο Πολωνοί μετανάστες που σχετίζονταν με το κύκλωμα των κλαμπ, και η οποία ειδικεύτηκε στα λεγόμενα Σικάγο μπλουζ (Muddy Waters, Howlin' Wolf, Sonny "Boy" Williamson) και ηχογράφησε, μεταξύ άλλων, και τον Chuck Berry, που υπήρξε ίσως μαζί με τον Elvis Presley, το σημαντικότερο όνομα στο ροκ-εντ-ρολλ της δεκαετίας του 1950. Οι νεαροί λευκοί άρχισαν να αγοράζουν δίσκους μαύρης ρυθμ-εντ-μπλουζ μουσικής στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έχοντας ανακαλύψει αυτή τη μουσική σε τοπικούς και εξειδικευμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς που πολλαπλασιάζονταν αυτά τα χρόνια, καθώς η μάζα των ενηλίκων στρεφόταν στην τηλεόραση. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι επρόκειτο για τη συνηθισμένη μικρή και παράξενη μειονότητα που δημιουργείται ακόμα και σήμερα στις παρυφές της μαύρης μουσικής, όπως ήταν και οι λευκοί που πήγαιναν στα μαύρα μπλουζ κλαμπ του Σικάγου. Μόλις όμως η μουσική βιομηχανία συνειδητοποίησε τη δυνητική αγορά των λευκών νέων, έγινε σαφές ότι το ροκ ήταν το αντίθετο μιας μειονοτικής προτίμησης. Ήταν η μουσική μιας ολόκληρης ηλικιακής ομάδας.</p><p></p><p>Αυτό ήταν αποτέλεσμα του «οικονομικού θαύματος» της δεκαετίας του 1950, το οποίο όχι μόνο δημιούργησε έναν δυτικό κόσμο πλήρους απασχόλησης, αλλά και πρόσφερε, ίσως για πρώτη φορά, στη μάζα των εφήβων επαρκώς αμειβόμενες δουλειές, που σήμαινε λεφτά στην τσέπη ή ένα πρωτοφανές μερίδιο της ευημερίας των μεσοαστών γονιών τους. Αυτή η αγορά των παιδιών και των εφήβων ήταν που μεταμόρφωσε τη μουσική βιομηχανία. Από το 1955, που γεννήθηκε το ροκ-εντ-ρολλ, μέχρι το 1959, οι πωλήσεις δίσκων στην Αμερική ανέβαιναν κατά 36% κάθε χρόνο. Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα,η βρετανική εισβολή του 1963, με τους Beatles επικεφαλής, εγκαινίασε μια ακόμα θεαματικότερη άνοδο: οι πωλήσεις δίσκων στις ΗΠΑ, που από 277 εκατομμύρια το 1955 είχαν φτάσει στα 600 εκατομμύρια το 1959, πέρασαν στα 2 δις το 1973 (συμπεριλαμβανομένων πλέον και των κασετών). Το 75 με 80% αυτών των πωλήσεων ήταν ροκ και παρεμφερή είδη. Ποτέ άλλοτε οι εμπορικές τύχες της βιομηχανίας δίσκων δεν εξαρτιόταν τόσο πολύ από ένα μουσικό είδος που απευθυνόταν σε μία μόνο στενή ηλικιακή κατηγορία. Η σχέση των πωλήσεων των δίσκων με την οικονομική ανάπτυξη και το εισόδημα ήταν προφανέστατη. Το 1973 οι ΗΠΑ είχαν τις υψηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες για δίσκους και ακολουθούσαν (κατά σειράν) η Σουηδία, η Δυτική Γερμανία, η Ολλανδία και η Βρετανία. Σε όλες αυτές τις χώρες, η κατά κεφαλήν δαπάνη ήταν 7 με 10 δολάρια. Την ίδια χρονιά οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Μεξικανοί ξόδεψαν μεταξύ 1 και 1,4 δολάρια το άτομο, και οι Βραζιλιάνοι 0,66.</p><p></p><p>Το ροκ έγινε σχεδόν αμέσως ένα μέσον για την έκφραση των επιθυμιών, των ενστίκτων, των συναισθημάτων και των φιλοδοξιών της ηλικίας που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και στο σημείο που οι ενήλικες κατασταλάζουν σε κάποια συμβατική κοινωνική θέση, οικογένεια ή καριέρα, έγινε η φωνή και η γλώσσα μιας «νεολαίας» και μιας «νεανικής κουλτούρας» που αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Μπορούσε να εκφράσει οτιδήποτε μέσα σ' αυτό το ηλικιακό φάσμα, αλλά ενώ το ροκ σαφώς ανέπτυξε διάφορες τοπικές, εθνικές, ταξικές ή πολιτικο-ιδεολογικές παραλλαγές, η βασική του γλώσσα, όπως και το εξίσου «λαϊκό» νεανικό ντύσιμο (κυρίως τα τζην), ξεπερνούσε τους εθνικούς, ταξικούς και ιδεολογικούς φραγμούς. Στο ροκ, όπως και στη ζωή των ηλικιακών ομάδων του, δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στο συναίσθημα και την πίστη, στον έρωτα, την εξέγερση και την τέχνη, στην αυθεντική πράξη και τη θεατρική συμπεριφορά. Έτσι, οι πιο μεγάλοι σε ηλικία παρατηρητές, που ήταν συνηθισμένοι να διαχωρίζουν εξ ορισμού την επανάσταση από τη μουσική και να κρίνουν την καθεμιά με τα δικά της κριτήρια, έμεναν αμήχανοι μπροστά στην αποκαλυπτική ρητορεία που συχνά περιέβαλε το ροκ στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας νεανικής εξέγερσης, όταν το Rolling Stone έγραφε με αφορμή μια συναυλία ροκ:</p><p></p><p>«Μια στρατιά ειρηνικών ανταρτών έφτιαξε μια πόλη μεγαλύτερη από το Ρότσεστερ, τη Νέα Υόρκη, και έδειξε αμέσως έτοιμη να επιστρέψει στην ήδη λεηλατημένη πόλη και στους αβίωτους τρόπους ζωής της, έτοιμη αμέσως να ξεχυθεί στα ομιχλώδη λιβάδια και στα δροσερά και ήρεμα δάση. Και θα το κάνουν πάλι, το νήμα της νεανικής εξέγερσης στο Παρίσι και στην Πράγα και στο Φορτ Λότερντεηλ και στο Μπέρκλεϋ και στο Σικάγο και στο Λονδίνο θα πυκνώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που ο χάρτης του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε να είναι βιώσιμος και ορατός για όλους εκείνους που ανήκουν σ' αυτόν και όλους όσους είναι θαμμένοι κάτω απ' αυτόν». (3)</p><p>Το Γούντστοκ ήταν προφανώς μια υπέροχη εμπειρία για όσους συμμετείχαν, αλλά, ακόμα και τότε, η πολιτική του σημασία και το στενά μουσικό ενδιαφέρον πολλών από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν δεν ήταν και τόσο προφανή. </p><p></p><p>Μια παγκόσμια πολιτισμική γλώσσα δεν μπορεί να κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίνεται ένα συγκεκριμένο είδος καλλιτεχνικής μουσικής, και δεν είχε, ούτε έχει, νόημα να κρίνουμε το ροκ με τα μέτρα της καλής τζαζ. Ωστόσο, το ροκ στέρησε από την τζαζ τους περισσότερους από τους δυνητικούς νέους ακροατές της, επειδή οι νέοι που προσέτρεχαν στο ροκ έβρισκαν σ' αυτό, σε μια απλουστευμένη και ίσως χοντροκομμένη εκδοχή, πολλά, αν όχι όλα, απ' αυτά που τραβούσαν τους μεγαλύτερους τους στην τζαζ: ρυθμό, έναν ήχο άμεσα αναγνωρίσιμο, γνήσιο (ή επίπλαστο) αυθορμητισμό και ζωντάνια, και έναν τρόπο να μεταφέρουν άμεσα τις ανθρώπινες συγκινήσεις στη μουσική. Και επιπλέον, όλα αυτά τα ανακάλυπταν σε ένα είδος που είχε άμεση σχέση με την τζαζ. Τι τη χρειάζονταν λοιπόν την τζαζ; Με λίγες εξαιρέσεις, οι νέοι που θα μπορούσαν να προσηλυτιστούν στην τζαζ είχαν τώρα μια εναλλακτική λύση. </p><p></p><p></p><p></p><p></p><p>3. Παρατίθεται στο S. Chapple - R. Garofalo, Rock'n'Roll is Here to Pay, Σικάγο 1977, σ. 144.</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Black Jack, post: 1058327921, member: 29200"] Αρχικά φαινόταν να μην υπάρχει εχθρότητα ή ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τζαζ και το ροκ, έστω κι αν οι προσεκτικοί αναγνώστες του βιβλίου μου Η σκηνή της τζαζ θα επισημάνουν τη συγκαταβατική περιφρόνηση με την οποία οι κριτικοί και, ακόμα περισσότερο, οι επαγγελματίες της τζαζ αντιμετώπισαν τους πρώτους θριάμβους του ροκ-εντ-ρολλ, το κοινό του οποίου φαινόταν ανίκανο να ξεχωρίσει τον Bill Haley (Rock Around the Clock / Decca Records, 1955) απ' τον Chuck Berry. Μια κρίσιμη διάκριση της τζαζ από το ροκ είναι ότι το ροκ ποτέ δεν ήταν μουσική μιας μειονότητας. Το ρυθμ-εντ-μπλουζ, όπως αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η λαϊκή μουσική των μαύρων των πόλεων της δεκαετίας του 1940, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο μαύροι άφησαν το Νότο για να εγκατασταθούν στα γκέτο του Βορρά και της Δύσης. Όλοι αυτοί αποτελούσαν μια νέα αγορά, την οποία κάλυψαν αρχικά ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες όπως η Chess Records, την οποία ίδρυσαν στο Σικάγο το 1949 δύο Πολωνοί μετανάστες που σχετίζονταν με το κύκλωμα των κλαμπ, και η οποία ειδικεύτηκε στα λεγόμενα Σικάγο μπλουζ (Muddy Waters, Howlin' Wolf, Sonny "Boy" Williamson) και ηχογράφησε, μεταξύ άλλων, και τον Chuck Berry, που υπήρξε ίσως μαζί με τον Elvis Presley, το σημαντικότερο όνομα στο ροκ-εντ-ρολλ της δεκαετίας του 1950. Οι νεαροί λευκοί άρχισαν να αγοράζουν δίσκους μαύρης ρυθμ-εντ-μπλουζ μουσικής στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έχοντας ανακαλύψει αυτή τη μουσική σε τοπικούς και εξειδικευμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς που πολλαπλασιάζονταν αυτά τα χρόνια, καθώς η μάζα των ενηλίκων στρεφόταν στην τηλεόραση. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι επρόκειτο για τη συνηθισμένη μικρή και παράξενη μειονότητα που δημιουργείται ακόμα και σήμερα στις παρυφές της μαύρης μουσικής, όπως ήταν και οι λευκοί που πήγαιναν στα μαύρα μπλουζ κλαμπ του Σικάγου. Μόλις όμως η μουσική βιομηχανία συνειδητοποίησε τη δυνητική αγορά των λευκών νέων, έγινε σαφές ότι το ροκ ήταν το αντίθετο μιας μειονοτικής προτίμησης. Ήταν η μουσική μιας ολόκληρης ηλικιακής ομάδας. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του «οικονομικού θαύματος» της δεκαετίας του 1950, το οποίο όχι μόνο δημιούργησε έναν δυτικό κόσμο πλήρους απασχόλησης, αλλά και πρόσφερε, ίσως για πρώτη φορά, στη μάζα των εφήβων επαρκώς αμειβόμενες δουλειές, που σήμαινε λεφτά στην τσέπη ή ένα πρωτοφανές μερίδιο της ευημερίας των μεσοαστών γονιών τους. Αυτή η αγορά των παιδιών και των εφήβων ήταν που μεταμόρφωσε τη μουσική βιομηχανία. Από το 1955, που γεννήθηκε το ροκ-εντ-ρολλ, μέχρι το 1959, οι πωλήσεις δίσκων στην Αμερική ανέβαιναν κατά 36% κάθε χρόνο. Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα,η βρετανική εισβολή του 1963, με τους Beatles επικεφαλής, εγκαινίασε μια ακόμα θεαματικότερη άνοδο: οι πωλήσεις δίσκων στις ΗΠΑ, που από 277 εκατομμύρια το 1955 είχαν φτάσει στα 600 εκατομμύρια το 1959, πέρασαν στα 2 δις το 1973 (συμπεριλαμβανομένων πλέον και των κασετών). Το 75 με 80% αυτών των πωλήσεων ήταν ροκ και παρεμφερή είδη. Ποτέ άλλοτε οι εμπορικές τύχες της βιομηχανίας δίσκων δεν εξαρτιόταν τόσο πολύ από ένα μουσικό είδος που απευθυνόταν σε μία μόνο στενή ηλικιακή κατηγορία. Η σχέση των πωλήσεων των δίσκων με την οικονομική ανάπτυξη και το εισόδημα ήταν προφανέστατη. Το 1973 οι ΗΠΑ είχαν τις υψηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες για δίσκους και ακολουθούσαν (κατά σειράν) η Σουηδία, η Δυτική Γερμανία, η Ολλανδία και η Βρετανία. Σε όλες αυτές τις χώρες, η κατά κεφαλήν δαπάνη ήταν 7 με 10 δολάρια. Την ίδια χρονιά οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Μεξικανοί ξόδεψαν μεταξύ 1 και 1,4 δολάρια το άτομο, και οι Βραζιλιάνοι 0,66. Το ροκ έγινε σχεδόν αμέσως ένα μέσον για την έκφραση των επιθυμιών, των ενστίκτων, των συναισθημάτων και των φιλοδοξιών της ηλικίας που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και στο σημείο που οι ενήλικες κατασταλάζουν σε κάποια συμβατική κοινωνική θέση, οικογένεια ή καριέρα, έγινε η φωνή και η γλώσσα μιας «νεολαίας» και μιας «νεανικής κουλτούρας» που αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Μπορούσε να εκφράσει οτιδήποτε μέσα σ' αυτό το ηλικιακό φάσμα, αλλά ενώ το ροκ σαφώς ανέπτυξε διάφορες τοπικές, εθνικές, ταξικές ή πολιτικο-ιδεολογικές παραλλαγές, η βασική του γλώσσα, όπως και το εξίσου «λαϊκό» νεανικό ντύσιμο (κυρίως τα τζην), ξεπερνούσε τους εθνικούς, ταξικούς και ιδεολογικούς φραγμούς. Στο ροκ, όπως και στη ζωή των ηλικιακών ομάδων του, δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στο συναίσθημα και την πίστη, στον έρωτα, την εξέγερση και την τέχνη, στην αυθεντική πράξη και τη θεατρική συμπεριφορά. Έτσι, οι πιο μεγάλοι σε ηλικία παρατηρητές, που ήταν συνηθισμένοι να διαχωρίζουν εξ ορισμού την επανάσταση από τη μουσική και να κρίνουν την καθεμιά με τα δικά της κριτήρια, έμεναν αμήχανοι μπροστά στην αποκαλυπτική ρητορεία που συχνά περιέβαλε το ροκ στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας νεανικής εξέγερσης, όταν το Rolling Stone έγραφε με αφορμή μια συναυλία ροκ: «Μια στρατιά ειρηνικών ανταρτών έφτιαξε μια πόλη μεγαλύτερη από το Ρότσεστερ, τη Νέα Υόρκη, και έδειξε αμέσως έτοιμη να επιστρέψει στην ήδη λεηλατημένη πόλη και στους αβίωτους τρόπους ζωής της, έτοιμη αμέσως να ξεχυθεί στα ομιχλώδη λιβάδια και στα δροσερά και ήρεμα δάση. Και θα το κάνουν πάλι, το νήμα της νεανικής εξέγερσης στο Παρίσι και στην Πράγα και στο Φορτ Λότερντεηλ και στο Μπέρκλεϋ και στο Σικάγο και στο Λονδίνο θα πυκνώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που ο χάρτης του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε να είναι βιώσιμος και ορατός για όλους εκείνους που ανήκουν σ' αυτόν και όλους όσους είναι θαμμένοι κάτω απ' αυτόν». (3) Το Γούντστοκ ήταν προφανώς μια υπέροχη εμπειρία για όσους συμμετείχαν, αλλά, ακόμα και τότε, η πολιτική του σημασία και το στενά μουσικό ενδιαφέρον πολλών από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν δεν ήταν και τόσο προφανή. Μια παγκόσμια πολιτισμική γλώσσα δεν μπορεί να κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίνεται ένα συγκεκριμένο είδος καλλιτεχνικής μουσικής, και δεν είχε, ούτε έχει, νόημα να κρίνουμε το ροκ με τα μέτρα της καλής τζαζ. Ωστόσο, το ροκ στέρησε από την τζαζ τους περισσότερους από τους δυνητικούς νέους ακροατές της, επειδή οι νέοι που προσέτρεχαν στο ροκ έβρισκαν σ' αυτό, σε μια απλουστευμένη και ίσως χοντροκομμένη εκδοχή, πολλά, αν όχι όλα, απ' αυτά που τραβούσαν τους μεγαλύτερους τους στην τζαζ: ρυθμό, έναν ήχο άμεσα αναγνωρίσιμο, γνήσιο (ή επίπλαστο) αυθορμητισμό και ζωντάνια, και έναν τρόπο να μεταφέρουν άμεσα τις ανθρώπινες συγκινήσεις στη μουσική. Και επιπλέον, όλα αυτά τα ανακάλυπταν σε ένα είδος που είχε άμεση σχέση με την τζαζ. Τι τη χρειάζονταν λοιπόν την τζαζ; Με λίγες εξαιρέσεις, οι νέοι που θα μπορούσαν να προσηλυτιστούν στην τζαζ είχαν τώρα μια εναλλακτική λύση. 3. Παρατίθεται στο S. Chapple - R. Garofalo, Rock'n'Roll is Here to Pay, Σικάγο 1977, σ. 144. [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…