Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="Black Jack" data-source="post: 1058327923" data-attributes="member: 29200"><p>Η μεγαλύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ ήταν τεχνολογική. Εξασφάλισε τη μαζική επικράτηση της ηλεκτρικής μουσικής. Οι σχολαστικοί ίσως σημειώσουν ότι στην τζαζ υπήρξαν πρωτοπόροι των ηλεκτρικών μουσικών οργάνων (ο Charlie Christian επαναστατικοποίησε την κιθάρα και η Billie Holiday μεταμόρφωσε τη χρήση της ανθρώπινης φωνής παντρεύοντάς την με το ατομικό μικρόφωνο) κι ότι οι επαναστατικοί τρόποι παραγωγής ήχου, όπως το συνθεσάιζερ, είχαν ξεκινήσει από συναυλίες πρωτοποριακής κλασικής μουσικής. Ωστόσο, είναι αναντίρρητο ότι το ροκ ήταν η πρώτη μουσική που με συστηματικό τρόπο αντικατέστησε τα ακουστικά όργανα με ηλεκτρικά και που συστηματικά χρησιμοποίησε την ηλεκτρονική τεχνολογία όχι για ειδικά εφέ, αλλά για το κανονικό της ρεπερτόριο, που γινόταν αποδεκτό από ένα μαζικό κοινό. Ήταν η πρώτη μουσική που ανέδειξε τους τεχνικούς του ήχου και των ηχογραφήσεων σε ισότιμους συνεργάτες στη δημιουργία μιας μουσικής εκτέλεσης, κυρίως επειδή η ανικανότητα των ροκάδων ήταν συχνά τόσο μεγάλη, που διαφορετικά δεν μπορούσαν να γίνουν επαρκείς ηχογραφήσεις ή ακόμα και ζωντανές παραστάσεις. Είναι προφανές, ότι τέτοιες καινοτομίες ενδιέφεραν μουσικούς με αυθεντική πρωτοτυπία και ταλέντο. </p><p></p><p>Η δεύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ έχει να κάνει με την έννοια του «γκρουπ». Το ροκ συγκρότημα όχι μόνο ανέπτυξε πίσω από τη φωνή ή τις φωνές έναν πρωτότυπο συνδυασμό οργάνων (βασικά κρουστών και ηλεκτρικών κιθάρων διαφόρων ειδών, με την μπάσο κιθάρα να παίρνει τη θέση του κοντραμπάσου), αλλά αποτελούσε μια ουσιαστική συλλογικότητα και όχι μια μικρή ομάδα βιρτουόζων που περίμεναν να επιδείξουν τις ατομικές τους δεξιότητες. Ούτως ή άλλως βέβαια, πολύ λίγα συγκροτήματα ροκ, σε αντίθεση με τα τζαζ σύνολα, είχαν μέλη που διέθεταν ιδιαίτερες ατομικές ικανότητες για να τις επιδείξουν. Επιπλέον, το «γκρουπ» χαρακτηριζόταν, ιδεωδώς, από έναν απόλυτα δικό του «ήχο», ένα ηχητικό σήμα κατατεθέν, μέσω του οποίου, ή μάλλον μέσω των τεχνικών του στούντιο, επιχειρούσε να εδραιώσει μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Και σε αντίθεση με την παλιά ορχήστρα της τζαζ, το ροκ συγκρότημα ήταν μικρό. Παρήγαγε το «μεγάλο ήχο» του (που δε σημαίνει απαραίτητα μεγάλη ένταση ήχου, αν και το ροκ προτιμούσε την απλούστευση του πολύ δυνατού ήχου) με τον ελάχιστο αριθμό ανθρώπων. Αυτό βοήθησε τα μικρά τζαζ σύνολα να επιστρέψουν σε κάτι που είχε σχεδόν χαθεί στις μέρες του μπήμποπ με τα διαδοχικά σόλο, δηλαδή στη δυνατότητα ενός ομαδικού αυτοσχεδιασμού και μιας υφής του μικρού γκρουπ. Εκλεπτυσμένες ροκ ενορχηστρώσεις, όπως το Sgt. Pepper's των Beatles, που έχουν χαρακτηριστεί, όχι αδικαιολόγητα, ως «συμφωνικό ροκ», δεν μπορούσαν παρά να δώσουν ιδέες σε ευφυείς μουσικούς της τζαζ. </p><p></p><p>Το τρίτο ενδιαφέρον στοιχείο του ροκ ήταν ο επίμονος και παλλόμενος ρυθμός του. Παρότι αρχικά ήταν σαφώς πολύ πιο χοντροκομμένος από το ρυθμό της τζαζ, ο συνδυασμός των διαφόρων μουσικών οργάνων που αποτελούσαν το ροκ συγκρότημα -μια που όλα τα όργανά του, πλήκτρα, κιθάρες και κρουστά, θα ανήκαν κανονικά στο ρυθμικό τμήμα μιας ορχήστρας τζαζ- δημιουργούσε δυνατότητες πιο σύνθετων ρυθμών, τους οποίους οι τζαζίστες μπορούσαν να μετατρέψουν σε πολυεπίπεδα και μετατοπιζόμενα ostinatos και μουσικές αντιστίξεις.</p><p></p><p>Κι όμως, ενώ, όπως είδαμε, μερικοί από τους πιο ταλαντούχους τζαζίστες ανέπτυξαν κατά τη δεκαετία του 1970 μια φιούζιον ροκ-τζαζ -το Bitches Brew του Miles Davis το 1969 έδωσε το έναυσμα-, το ανάμεικτο στυλ δεν καθόρισε μόνιμα το μέλλον της τζαζ, κι ούτε οι ενέσεις τζαζ στοιχείων πρόσφεραν μια μόνιμη αιμοδοσία για το ροκ. Αυτό που φαίνεται να συνέβη είναι μια προϊούσα εξάντληση του ροκ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η οποία ίσως να συνδέεται με την υποχώρηση του μεγάλου κύματος νεανικής εξέγερσης που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ανεπαίσθητα, φαινόταν ότι κατά κάποιον τρόπο ο χώρος για την τζαζ γινόταν λιγότερο ασφυκτικός. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι έξυπνοι ή μέσα στη μόδα κολεγιόπαιδες άρχισαν και πάλι να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τους φίλους των γονιών τους που είχαν δίσκους του Miles Davis. </p><p></p><p>Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν σαφή σημάδια μιας περιορισμένης αναγέννησης, έστω κι αν τότε ένα μεγάλο μέρος του κλασικού ρεπερτορίου της τζαζ είχε περάσει σε μόνιμη ακινησία λόγω του θανάτου τόσων μεγάλων και καθοριστικών μορφών, παλαιών και σύγχρονων: ο τζαζ τρόπος ζωής δεν ευνοεί τη μακροβιότητα. Το 1980 είχαν φύγει ακόμα και κάποια από τα αστέρια που είχαν διαπλάσει τη «νέα μουσική»: όπως για παράδειγμα οι John Coltrane, Albert Ayler, Eric Dolphy. Έτσι, μεγάλο μέρος της τζαζ που μάθαιναν να αγαπούν οι νέοι φαν ήταν ανίκανη για παραπέρα εξέλιξη, επειδή ήταν μια μουσική πεθαμένων ανθρώπων, κι αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε σε ένα περίεργο είδος νεκρανάστασης, όπου ζώντες μουσικοί αναπαρήγαγαν ήχους του παρελθόντος, όπως μια ομάδα υπό τη διεύθυνση του Bob Wilber ανασύστησε τη μουσική και τον ήχο της αρχικής ορχήστρας του Ellington για την ταινία Cotton Club. Επιπλέον, αρχικά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωντανής τζαζ που μπορούσαν να ακούσουν οι νέοι φαν προερχόταν από μουσικούς που ηλικιακά ήταν από μεσήλικες μέχρι πολύ γέροι. Την εποχή που έγραφα μια ανάλογη εισαγωγή για την ιταλική έκδοση της Σκηνής της Τζαζ που κυκλοφόρησε το 1982, οι φίλοι της τζαζ στο Λονδίνο είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια ποικιλία βετεράνων: τους Harry "Sweets" Edison, Joe Newman, Buddy Tate και Frank Foster, οι οποίοι είχαν διατελέσει μέλη της μπάντας του Basie πριν από πολύν καιρό, τον Nate Pierce, γνωστό από τις μέρες του Woody Herman, τους Shelly Mane και Art Pepper, γνωστούς από τις κουλ μέρες της δεκαετίας του 1950, τον Al Grey, που είχε ξεκινήσει στις σουίνγκ ορχήστρες της δεκαετίας του 1930, τον Trummy Young, γεννημένο το 1912, που είχε περάσει πολλά χρόνια μαζί με τον Louis Armstrong και άλλα μέλη της παλιάς γενιάς. Στην πραγματικότητα, από τους σημαντικούς μουσικούς που εμφανίζονταν εκείνη την εβδομάδα, μονάχα ο πιανίστας McCoy Tyner (γεννημένος το 1938), γνωστός από τη συνεργασία του με τον Coltrane τη δεκαετία του 1960, δεν ήταν τόσο γνωστός στους περισσότερους λάτρεις της τζαζ από το 1960.</p><p></p><p>Από τότε η αναγέννηση της τζαζ συνεχίστηκε. Ήταν επόμενο να επωφεληθεί και η φθίνουσα ομάδα των επιζώντων, μερικοί από τους οποίους, επιστρέφοντας μετά την εξορία στην Ευρώπη ή από την ανωνυμία της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και των στούντιο, ανασύστησαν γκρουπ διαλυμένα από καιρό, τουλάχιστον για περιστασιακές παραστάσεις και περιοδείες, όπως το Modern Jazz Quartet, και το Art Farmer-Benny Golson Jazztet. Η αναγέννηση υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική για τους επιζώντες της πρώτης επανάστασης της τζαζ, γιατί το μπήμποπ ήταν αυτό που αναδύθηκε ή επανέκαμψε ως το κεντρικό στυλ της τζαζ των δεκαετιών του 1980 και του 1990, και ως το βασικό μοντέλο για τους νέους μουσικούς. Αντίθετα, η νέα αναγέννηση άφησε απ' έξω την παλαιότερη, την πρώτη «επιστροφή στην παράδοση» εκείνων που ήθελαν να ξαναζωντανέψουν τη μουσική της Νέας Ορλεάνης και της δεκαετίας του 1920. Το τραν ή Ντίξιλαντ ή όπως αλλιώς ονομάζεται, το πιο μακρόβιο στυλ της τζαζ, το στυλ, που βασισμένο στη γλυκιά νοσταλγία της λευκής μεσαίας τάξης και όλο και περισσότερων μεσήλικων ερασιτεχνών, αντιστάθηκε περισσότερο στην έφιππη έφοδο του ροκ, δεν ένιωσε το νέο άνεμο στα πανιά του.</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Black Jack, post: 1058327923, member: 29200"] Η μεγαλύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ ήταν τεχνολογική. Εξασφάλισε τη μαζική επικράτηση της ηλεκτρικής μουσικής. Οι σχολαστικοί ίσως σημειώσουν ότι στην τζαζ υπήρξαν πρωτοπόροι των ηλεκτρικών μουσικών οργάνων (ο Charlie Christian επαναστατικοποίησε την κιθάρα και η Billie Holiday μεταμόρφωσε τη χρήση της ανθρώπινης φωνής παντρεύοντάς την με το ατομικό μικρόφωνο) κι ότι οι επαναστατικοί τρόποι παραγωγής ήχου, όπως το συνθεσάιζερ, είχαν ξεκινήσει από συναυλίες πρωτοποριακής κλασικής μουσικής. Ωστόσο, είναι αναντίρρητο ότι το ροκ ήταν η πρώτη μουσική που με συστηματικό τρόπο αντικατέστησε τα ακουστικά όργανα με ηλεκτρικά και που συστηματικά χρησιμοποίησε την ηλεκτρονική τεχνολογία όχι για ειδικά εφέ, αλλά για το κανονικό της ρεπερτόριο, που γινόταν αποδεκτό από ένα μαζικό κοινό. Ήταν η πρώτη μουσική που ανέδειξε τους τεχνικούς του ήχου και των ηχογραφήσεων σε ισότιμους συνεργάτες στη δημιουργία μιας μουσικής εκτέλεσης, κυρίως επειδή η ανικανότητα των ροκάδων ήταν συχνά τόσο μεγάλη, που διαφορετικά δεν μπορούσαν να γίνουν επαρκείς ηχογραφήσεις ή ακόμα και ζωντανές παραστάσεις. Είναι προφανές, ότι τέτοιες καινοτομίες ενδιέφεραν μουσικούς με αυθεντική πρωτοτυπία και ταλέντο. Η δεύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ έχει να κάνει με την έννοια του «γκρουπ». Το ροκ συγκρότημα όχι μόνο ανέπτυξε πίσω από τη φωνή ή τις φωνές έναν πρωτότυπο συνδυασμό οργάνων (βασικά κρουστών και ηλεκτρικών κιθάρων διαφόρων ειδών, με την μπάσο κιθάρα να παίρνει τη θέση του κοντραμπάσου), αλλά αποτελούσε μια ουσιαστική συλλογικότητα και όχι μια μικρή ομάδα βιρτουόζων που περίμεναν να επιδείξουν τις ατομικές τους δεξιότητες. Ούτως ή άλλως βέβαια, πολύ λίγα συγκροτήματα ροκ, σε αντίθεση με τα τζαζ σύνολα, είχαν μέλη που διέθεταν ιδιαίτερες ατομικές ικανότητες για να τις επιδείξουν. Επιπλέον, το «γκρουπ» χαρακτηριζόταν, ιδεωδώς, από έναν απόλυτα δικό του «ήχο», ένα ηχητικό σήμα κατατεθέν, μέσω του οποίου, ή μάλλον μέσω των τεχνικών του στούντιο, επιχειρούσε να εδραιώσει μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Και σε αντίθεση με την παλιά ορχήστρα της τζαζ, το ροκ συγκρότημα ήταν μικρό. Παρήγαγε το «μεγάλο ήχο» του (που δε σημαίνει απαραίτητα μεγάλη ένταση ήχου, αν και το ροκ προτιμούσε την απλούστευση του πολύ δυνατού ήχου) με τον ελάχιστο αριθμό ανθρώπων. Αυτό βοήθησε τα μικρά τζαζ σύνολα να επιστρέψουν σε κάτι που είχε σχεδόν χαθεί στις μέρες του μπήμποπ με τα διαδοχικά σόλο, δηλαδή στη δυνατότητα ενός ομαδικού αυτοσχεδιασμού και μιας υφής του μικρού γκρουπ. Εκλεπτυσμένες ροκ ενορχηστρώσεις, όπως το Sgt. Pepper's των Beatles, που έχουν χαρακτηριστεί, όχι αδικαιολόγητα, ως «συμφωνικό ροκ», δεν μπορούσαν παρά να δώσουν ιδέες σε ευφυείς μουσικούς της τζαζ. Το τρίτο ενδιαφέρον στοιχείο του ροκ ήταν ο επίμονος και παλλόμενος ρυθμός του. Παρότι αρχικά ήταν σαφώς πολύ πιο χοντροκομμένος από το ρυθμό της τζαζ, ο συνδυασμός των διαφόρων μουσικών οργάνων που αποτελούσαν το ροκ συγκρότημα -μια που όλα τα όργανά του, πλήκτρα, κιθάρες και κρουστά, θα ανήκαν κανονικά στο ρυθμικό τμήμα μιας ορχήστρας τζαζ- δημιουργούσε δυνατότητες πιο σύνθετων ρυθμών, τους οποίους οι τζαζίστες μπορούσαν να μετατρέψουν σε πολυεπίπεδα και μετατοπιζόμενα ostinatos και μουσικές αντιστίξεις. Κι όμως, ενώ, όπως είδαμε, μερικοί από τους πιο ταλαντούχους τζαζίστες ανέπτυξαν κατά τη δεκαετία του 1970 μια φιούζιον ροκ-τζαζ -το Bitches Brew του Miles Davis το 1969 έδωσε το έναυσμα-, το ανάμεικτο στυλ δεν καθόρισε μόνιμα το μέλλον της τζαζ, κι ούτε οι ενέσεις τζαζ στοιχείων πρόσφεραν μια μόνιμη αιμοδοσία για το ροκ. Αυτό που φαίνεται να συνέβη είναι μια προϊούσα εξάντληση του ροκ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η οποία ίσως να συνδέεται με την υποχώρηση του μεγάλου κύματος νεανικής εξέγερσης που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ανεπαίσθητα, φαινόταν ότι κατά κάποιον τρόπο ο χώρος για την τζαζ γινόταν λιγότερο ασφυκτικός. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι έξυπνοι ή μέσα στη μόδα κολεγιόπαιδες άρχισαν και πάλι να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τους φίλους των γονιών τους που είχαν δίσκους του Miles Davis. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν σαφή σημάδια μιας περιορισμένης αναγέννησης, έστω κι αν τότε ένα μεγάλο μέρος του κλασικού ρεπερτορίου της τζαζ είχε περάσει σε μόνιμη ακινησία λόγω του θανάτου τόσων μεγάλων και καθοριστικών μορφών, παλαιών και σύγχρονων: ο τζαζ τρόπος ζωής δεν ευνοεί τη μακροβιότητα. Το 1980 είχαν φύγει ακόμα και κάποια από τα αστέρια που είχαν διαπλάσει τη «νέα μουσική»: όπως για παράδειγμα οι John Coltrane, Albert Ayler, Eric Dolphy. Έτσι, μεγάλο μέρος της τζαζ που μάθαιναν να αγαπούν οι νέοι φαν ήταν ανίκανη για παραπέρα εξέλιξη, επειδή ήταν μια μουσική πεθαμένων ανθρώπων, κι αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε σε ένα περίεργο είδος νεκρανάστασης, όπου ζώντες μουσικοί αναπαρήγαγαν ήχους του παρελθόντος, όπως μια ομάδα υπό τη διεύθυνση του Bob Wilber ανασύστησε τη μουσική και τον ήχο της αρχικής ορχήστρας του Ellington για την ταινία Cotton Club. Επιπλέον, αρχικά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωντανής τζαζ που μπορούσαν να ακούσουν οι νέοι φαν προερχόταν από μουσικούς που ηλικιακά ήταν από μεσήλικες μέχρι πολύ γέροι. Την εποχή που έγραφα μια ανάλογη εισαγωγή για την ιταλική έκδοση της Σκηνής της Τζαζ που κυκλοφόρησε το 1982, οι φίλοι της τζαζ στο Λονδίνο είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια ποικιλία βετεράνων: τους Harry "Sweets" Edison, Joe Newman, Buddy Tate και Frank Foster, οι οποίοι είχαν διατελέσει μέλη της μπάντας του Basie πριν από πολύν καιρό, τον Nate Pierce, γνωστό από τις μέρες του Woody Herman, τους Shelly Mane και Art Pepper, γνωστούς από τις κουλ μέρες της δεκαετίας του 1950, τον Al Grey, που είχε ξεκινήσει στις σουίνγκ ορχήστρες της δεκαετίας του 1930, τον Trummy Young, γεννημένο το 1912, που είχε περάσει πολλά χρόνια μαζί με τον Louis Armstrong και άλλα μέλη της παλιάς γενιάς. Στην πραγματικότητα, από τους σημαντικούς μουσικούς που εμφανίζονταν εκείνη την εβδομάδα, μονάχα ο πιανίστας McCoy Tyner (γεννημένος το 1938), γνωστός από τη συνεργασία του με τον Coltrane τη δεκαετία του 1960, δεν ήταν τόσο γνωστός στους περισσότερους λάτρεις της τζαζ από το 1960. Από τότε η αναγέννηση της τζαζ συνεχίστηκε. Ήταν επόμενο να επωφεληθεί και η φθίνουσα ομάδα των επιζώντων, μερικοί από τους οποίους, επιστρέφοντας μετά την εξορία στην Ευρώπη ή από την ανωνυμία της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και των στούντιο, ανασύστησαν γκρουπ διαλυμένα από καιρό, τουλάχιστον για περιστασιακές παραστάσεις και περιοδείες, όπως το Modern Jazz Quartet, και το Art Farmer-Benny Golson Jazztet. Η αναγέννηση υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική για τους επιζώντες της πρώτης επανάστασης της τζαζ, γιατί το μπήμποπ ήταν αυτό που αναδύθηκε ή επανέκαμψε ως το κεντρικό στυλ της τζαζ των δεκαετιών του 1980 και του 1990, και ως το βασικό μοντέλο για τους νέους μουσικούς. Αντίθετα, η νέα αναγέννηση άφησε απ' έξω την παλαιότερη, την πρώτη «επιστροφή στην παράδοση» εκείνων που ήθελαν να ξαναζωντανέψουν τη μουσική της Νέας Ορλεάνης και της δεκαετίας του 1920. Το τραν ή Ντίξιλαντ ή όπως αλλιώς ονομάζεται, το πιο μακρόβιο στυλ της τζαζ, το στυλ, που βασισμένο στη γλυκιά νοσταλγία της λευκής μεσαίας τάξης και όλο και περισσότερων μεσήλικων ερασιτεχνών, αντιστάθηκε περισσότερο στην έφιππη έφοδο του ροκ, δεν ένιωσε το νέο άνεμο στα πανιά του. [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…